11 ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄ ΑΣΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ Άρθρ. 3.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
ΑΣΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρ. 3.-(Αντικαθίσταται το δεύτερο εδάφιο άρθρ.1439 ΑΚ, τόμ.7 σελ.135 και 192,187)
Άρθρ. 4.-Σωματική βία σε βάρος ανηλίκων
Επί ασκήσεως σωματικής βίας σε βάρος ανηλίκου, ως μέσου σωφρονισμού στο πλαίσιο της ανατροφής του, εφαρμόζεται το άρθρο 1532 του Αστικού Κώδικα.
Άρθρ. 5.-Χρηματική ικανοποίηση
Η κατά το άρθρο 932 του Αστικού Κώδικα χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης του παθόντος για μία από τις πράξεις του παρόντος νόμου, δεν μπορεί να είναι κατώτερη των χιλίων (1.000) ευρώ, εκτός αν ο ίδιος ο παθών ζήτησε μικρότερο ποσό.





(Μετά τη σελ.84,296) Σελ. 84,297
Τεύχος Σελ.

ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 6
Ενδοοικογενειακή σωματική βλάβη
1. Το μέλος της οικογένειας το οποίο προξενεί σε άλλο μέλος αυτής σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας του, υπό την έννοια του εδαφίου α΄ της παρ. 1 του άρθρου 308 του Ποινικού Κώδικα, ή με συνεχή συμπεριφορά προξενεί εντελώς ελαφρά κάκωση ή βλάβη της υγείας του, με την έννοια του εδαφίου β΄ της παραπάνω διάταξης, τιμωρείται με φυλάκιση, τουλάχιστον, ενός έτους.
2. Αν η πράξη της πρώτης παραγράφου είναι δυνατόν να προκαλέσει στο θύμα κίνδυνο για τη ζωή του ή βαριά σωματική βλάβη, επιβάλλεται φυλάκιση, τουλάχιστον, δύο ετών. Αν επακολουθήσει βαριά σωματική ή διανοητική πάθηση του θύματος, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Αν ο υπαίτιος επεδίωκε ή γνώριζε και αποδέχθηκε το αποτέλεσμα της πράξης του, τιμωρείται με κάθειρξη.
3. Αν η πράξη της πρώτης παραγράφου τελέσθηκε σε βάρος εγκύου ή σε βάρος μέλους της οικογένειας το οποίο, από οποιαδήποτε αιτία, είναι ανίκανο να αντισταθεί, τιμωρείται με φυλάκιση, τουλάχιστον, δύο ετών και αν η πράξη τελέσθηκε ενώπιον ανήλικου μέλους της οικογένειας, τιμωρείται με φυλάκιση, τουλάχιστον, ενός έτους.
4. Αν η πράξη της πρώτης παραγράφου συνιστά μεθοδευμένη πρόκληση έντονου σωματικού πόνου ή σωματικής εξάντλησης, επικίνδυνης για την υγεία, ή ψυχικού πόνου, ικανού να επιφέρει σοβαρή ψυχική βλάβη, ιδίως με την παρατεταμένη απομόνωση του θύματος, επιβάλλεται κάθειρξη. Αν το θύμα είναι ανήλικος, επιβάλλεται κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών.
5. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων εφαρμόζονται αντίστοιχα και όταν ο δράστης εργάζεται σε φορέα παροχής κοινωνικής μέριμνας, η δε πράξη του στρέφεται σε βάρος προσώπου, το οποίο δέχεται τις υπηρεσίες του φορέα αυτού.





Σελ. 84,298
Τεύχος Σελ.

Άρθρο 7
Ενδοοικογενειακή παράνομη βία και απειλή
1. Το μέλος της οικογένειας το οποίο εξαναγκάζει άλλο μέλος χρησιμοποιώντας βία ή απειλή με σπουδαίο και άμεσο κίνδυνο σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή χωρίς το θύμα να υποχρεούται προς τούτο τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών, ανεξάρτητα από το αν το απειλούμενο κακό στρέφεται εναντίον του ίδιου του θύματος ή κάποιου από τους οικείους του υπό την έννοια της περίπτωσης β΄ του άρθρου 13 του Ποινικού Κώδικα.
2. Το μέλος της οικογένειας το οποίο προκαλεί τρόμο ή ανησυχία σε άλλο μέλος της οικογένειας, απειλώντας το με βία ή άλλη παράνομη πράξη ή παράλειψη, τιμωρείται με φυλάκιση.
Άρθρ. 8.-1.(Αντικαθίσταται η παρ.1 άρθρ.336 ΠΚ, ανωτ.αριθ.3 και 27).
2.(Αντικαθίσταται η παρ.1 άρθρ.338 ΠΚ, ανωτ.αριθ.3 και 27).
Άρθρ. 9.- Ενδοοικογενειακή προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας
1. Το μέλος της οικογένειας το οποίο προσβάλλει την αξιοπρέπεια άλλου μέλους της, με ιδιαίτερα ταπεινωτικό λόγο ή έργο που ανάγεται στη γενετήσια ζωή του, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών.
2. Με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών μέχρι τριών ετών τιμωρείται η πράξη της προηγούμενης παραγράφου, αν ο παθών είναι ανήλικος.
3. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων εφαρμόζονται αντίστοιχα και όταν ο δράστης εργάζεται σε φορέα παροχής κοινωνικής μέριμνας, η δε πράξη του στρέφεται σε βάρος προσώπου, το οποίο δέχεται τις υπηρεσίες του φορέα αυτού.
Άρθρ. 10
Παρακώλυση απονομής της δικαιοσύνης
Όποιος σε υπόθεση ενδοοικογενειακής βίας απειλεί μάρτυρα ή μέλος της οικογένειάς του ή ασκεί βία εναντίον του ή τον δωροδοκεί, με σκοπό την παρακώλυση απονομής της δικαιοσύνης, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών μέχρι τριών ετών.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄
ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗ
Άρθρ. 11
Προϋποθέσεις
1. Στα πλημμελήματα ενδοοικογενειακής βίας ο αρμόδιος για την άσκηση ποινικής δίωξης εισαγγελέας διερευνά τη δυνατότητα διαμεσολάβησης κατά τη διαδικασία των επόμενων άρθρων.
2. Προϋπόθεση για την έναρξη της διαδικασίας ποινικής διαμεσολάβησης είναι η υποβολή ανεπιφύλακτης δήλωσης εκ μέρους του προσώπου στο οποίο αποδίδεται η τέλεση του εγκλήματος, ότι είναι πρόθυμο σωρευτικά:
α) να υποσχεθεί ότι δεν θα τελέσει στο μέλλον οποιαδήποτε πράξη ενδοοικογενειακής βίας (λόγος τιμής) και ότι, σε περίπτωση συνοίκησης, δέχεται να μείνει εκτός οικογενειακής κατοικίας για εύλογο χρονικό διάστημα, εάν το προτείνει το θύμα. Για την υπόσχεση αυτή συντάσσεται έκθεση κατά τα άρθρα 148 επ. του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
β) να παρακολουθήσει ειδικό συμβουλευτικό - θεραπευτικό πρόγραμμα για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας σε δημόσιο φορέα, σε όποιον τόπο και για όσο χρονικό διάστημα κρίνεται τούτο αναγκαίο από τους αρμόδιους θεραπευτές. Ο υπεύθυνος του προγράμματος πιστοποιεί την ολοκλήρωση της παρακολούθησής του. Το σχετικό πιστοποιητικό επισυνάπτεται στο φάκελο της δικογραφίας. Αναφέρονται δε σε αυτό, αναλυτικά, το αντικείμενο του συμβουλευτικού - θεραπευτικού προγράμματος και ο αριθμός των συνεδριών που παρακολούθησε ο ενδιαφερόμενος.
γ) να άρει ή να αποκαταστήσει, εφόσον είναι δυνατόν, αμέσως τις συνέπειες που προκλήθηκαν από την πράξη και να καταβάλει εύλογη χρηματική ικανοποίηση στον παθόντα.
3. Αν το θύμα της ενδοοικογενειακής βίας είναι ανήλικος, η ποινική διαμεσολάβηση ενεργείται υπέρ αυτού και από κοινού από τον κατά τόπον αρμόδιο εισαγγελέα ανηλίκων και τον ασκούντα την επιμέλεια, εφόσον αυτός δεν είναι το ίδιο πρόσωπο με τον φερόμενο ως δράστη του εγκλήματος. Αν δεν υπάρξει ομοφωνία, η διαμεσολάβηση δεν είναι δυνατή. Ο ανήλικος που έχει συμπληρώσει το δέκατο τέταρτο έτος της ηλικίας του μπορεί, εφόσον το επιθυμεί, να παρίσταται κατ’ αυτήν και να ακούγεται. Τα πρόσωπα του πρώτου εδαφίου αντιπροσωπεύουν τον ανήλικο στη διαδικασία της ποινικής διαμεσολάβησης και για τις αστικές αξιώσεις.
4. Οι σχετικές με την ποινική διαμεσολάβηση διατάξεις του παρόντος νόμου δεν εφαρμόζονται, αν ο φερόμενος ως δράστης της πράξεως ενδοοικογενειακής βίας είναι επίτροπος, δικαστικός συμπαραστάτης ή ανάδοχος γονέας του ανηλίκου.
5. Αν την πράξη ενδοοικογενειακής βίας σε βαθμό πλημμελήματος φέρεται να έχει τελέσει ανήλικος, εφαρμόζεται το άρθρο 45Α του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
Άρθρ. 12
Διαδικασία
1. Αν σε βάρος του υπαιτίου κινηθεί η διαδικασία των άρθρων 417 επ. του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, ποινική διαμεσολάβηση επιτρέπεται μόνον εφόσον το δικαστήριο αναβάλει την εκδίκαση της υπόθεσης κατά τις διατάξεις του άρθρου 423 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Στην περίπτωση αυτή, η σχετική διαδικασία χωρεί κατά τις παραγράφους 3 έως 6 του παρόντος άρθρου. Το δικαστήριο που αναβάλλει την εκδίκαση της υπόθεσης, κατά το πρώτο εδάφιο, εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν συντρέχει περίπτωση να επιβληθούν στον υπαίτιο περιοριστικοί όροι κατά το άρθρο 18 του παρόντος νόμου.
2. Αν σε βάρος του φερόμενου ως δράστη ενεργείται προκαταρκτική εξέταση, ο εισαγγελέας, πριν από κάθε άλλη ενέργεια:
α) μπορεί να διατάσσει τη διενέργεια ιατρικής πραγματογνωμοσύνης στο φερόμενο ως θύμα, προκειμένου να ερευνηθεί η βασιμότητα της καταγγελίας για την σε βάρος του τέλεση της πράξεως,


(Μετά τη σελ.84,298) Σελ. 84,299
Τεύχος Σελ.

β) εξετάζει ο ίδιος κάθε μάρτυρα που προτείνεται, καθώς και τα πρόσωπα της οικογένειας ή παραγγέλλει την εξέταση αυτών από τους αρμόδιους ανακριτικούς υπαλλήλους, και
γ) καλεί το πρόσωπο στο οποίο αποδίδεται η τέλεση της πράξεως να παράσχει στον ίδιο ή στον αρμόδιο ανακριτικό υπάλληλο εξηγήσεις υπό τους όρους του άρθρου 31 παρ. 2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
3. Αν ο παρέχων εξηγήσεις δεν υποβάλει ο ίδιος, ή μέσω του συνηγόρου του, την κατά την παρ. 2 του άρθρου 11 δήλωση περί ποινικής διαμεσολάβησης, καλείται, προς τούτο, από τον αρμόδιο εισαγγελέα. Στην περίπτωση αυτή μπορεί να λάβει προθεσμία τριών ημερών για να απαντήσει.
4. Αν η απάντηση του παρέχοντος εξηγήσεις είναι αρνητική ή αυτός δεν απαντήσει, κινείται η ποινική διαδικασία κατά τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Αν η απάντηση του παρέχοντος εξηγήσεις είναι θετική, ο εισαγγελέας ενημερώνει τον παθόντα ή τον συνήγορό του για την κατά τα ανωτέρω δήλωση του ενδιαφερομένου και, αν υποβληθεί σχετικό αίτημα, παρέχεται στον παθόντα προθεσμία, το πολύ τριών ημερών, για να δηλώσει αν δέχεται τη διαμεσολάβηση.
5. Αν η απάντηση του παθόντος είναι αρνητική ή αυτός δεν απαντήσει ή δεν επέλθει συμφωνία ως προς τους όρους της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 11, κινείται η ποινική διαδικασία κατά τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Αν η απάντηση του παθόντος είναι θετική, ο εισαγγελέας με διάταξή του θέτει τη δικογραφία σε ειδικό αρχείο της εισαγγελίας. Κατά της διατάξεως αυτής δεν χωρεί προσφυγή.
6. Αν τα πρόσωπα στα οποία αποδίδεται η τέλεση της πράξης είναι περισσότερα, για την έναρξη της διαδικασίας ποινικής διαμεσολάβησης απαιτείται μεταξύ τους συμφωνία. Το ίδιο ισχύει και αν η φερόμενη ως τελεσθείσα πράξη αφορά περισσότερα θύματα. Αν δεν επιτευχθεί συμφωνία κατά τα προηγούμενα εδάφια, η διαμεσολάβηση δεν είναι δυνατή.
7. Η συμφωνία των διαδίκων μερών για την κατά την παρ. 2 του άρθρου 11 του παρόντος έναρξη της διαδικασίας ποινικής διαμεσολάβησης μπορεί να υποβληθεί στον αρμόδιο εισαγγελέα και με σχετικό πρακτικό εκ μέρους των συνηγόρων τους.





Σελ. 84,300
Τεύχος Σελ.

Άρθρ. 13
Ποινικές συνέπειες
1. Η διάταξη του εισαγγελέα που εκδίδεται κατόπιν ποινικής διαμεσολάβησης καταχωρίζεται σε ειδική μερίδα στο δελτίο ποινικού μητρώου και τηρείται για χρονικό διάστημα ίσο προς τον εκ του νόμου προβλεπόμενο χρόνο παραγραφής του εγκλήματος στο οποίο αφορά.
2. Αν ο ενδιαφερόμενος συμμορφωθεί προς τους όρους της ποινικής διαμεσολάβησης για χρονικό διάστημα τριών ετών, τότε η σχετική διαδικασία ολοκληρώνεται και εξαλείφεται η ποινική αξίωση της πολιτείας για το έγκλημα που αφορά.
3. Η διαπιστούμενη από τον εισαγγελέα υπαίτια μη ολοκλήρωση της ποινικής διαμεσολάβησης διακόπτει τη διαδικασία και προκαλεί την αναδρομική άρση των επελθόντων αποτελεσμάτων. Στην περίπτωση αυτή ο εισαγγελέας ανασύρει τη δικογραφία από το αρχείο, η δε ποινική διαδικασία συνεχίζεται κατά τις οικείες διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, χωρίς να επιτρέπεται πλέον η υποβολή νέου αιτήματος για ποινική διαμεσολάβηση.
4. Ενόσω διαρκεί η διαδικασία ποινικής διαμεσολάβησης, τελεί σε εκκρεμοδικία η πράξη στην οποία αυτή αφορά. Η άσκηση ποινικής δίωξης για πράξη για την οποία εξαλείφθηκε η ποινική αξίωση της πολιτείας, λόγω ολοκληρώσεως της διαδικασίας ποινικής διαμεσολάβησης, είναι απαράδεκτη. Η παραγραφή της πράξης αναστέλλεται μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας ποινικής διαμεσολάβησης.
5. Η άρνηση ενός εκ των διαδίκων μερών να δεχθεί τη διαμεσολάβηση ή η αποτυχία ολοκληρώσεώς της, για οποιαδήποτε αιτία, δεν επάγονται σε βάρος αυτών καμία αρνητική ουσιαστική ή δικονομική συνέπεια στην ποινική δίκη που επακολουθεί.
6. (Προστίθεται στοιχ.γ΄ στην παρ.3 άρθρ.574 ΚΠΔ, τόμ.9 σελ.127 και 136,275).
Άρθρ. 14
Αστικές συνέπειες
1. Η συμφωνία των διαδίκων για την έναρξη της διαδικασίας ποινικής διαμεσολάβησης ισχύει ως συμβιβασμός ως προς τις χρηματικές αξιώσεις από το έγκλημα ενδοοικογενειακής βίας. Μόνη η συμφωνία του παθόντος συζύγου για την έναρξη της διαδικασίας δεν εμποδίζει την άσκηση αγωγής διαζυγίου ή την υποβολή αιτήσεως συναινετικής λύσεως του γάμου, την πρόοδο της δίκης και τη λύση του γάμου.
2. Η εντός τριετίας από την αρχειοθέτηση της υπόθεσης μη συμμόρφωση του φερόμενου ως δράστη προς τους όρους της ποινικής διαμεσολάβησης παρέχει στο θύμα του εγκλήματος ενδοοικογενειακής βίας το δικαίωμα να ζητήσει, με αγωγή του, την ανατροπή της συμφωνίας, όσον αφορά στις χρηματικές αξιώσεις. Με την άσκηση της αγωγής ανατροπής αναβιώνουν οι χρηματικές αξιώσεις του παθόντος, τα δε καταβληθέντα λόγω της συμφωνίας αναζητούνται κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού.
3. Μετά την ολοκλήρωση της ποινικής διαμεσολάβησης αποκλείεται η ανατροπή της συμφωνίας, εξ οιουδήποτε λόγου και η αναζήτηση των καταβληθέντων σε συμμόρφωση αυτής. Τα ίδια αποτελέσματα επιφέρει και η λύση του γάμου μεταξύ των συζύγων εντός της τριετίας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε΄
ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρ. 15-(Προστίθεται εδάφιο στο τέλος του άρθρ.735 ΚΠολΔ, τομ.10 σελ.98,01 και 154,1722).
Άρθρ. 16
Παραγραφή
Αν οι πράξεις των άρθρων 6, 7 και 9 του παρόντος στρέφονται κατά ανηλίκου, η έναρξη της προθεσμίας παραγραφής αναστέλλεται μέχρι την ενηλικίωσή του.
Άρθρ. 17
Ποινική δίωξη
1. Η ποινική δίωξη για τα εγκλήματα των άρθρων 6, 7, 9 και 10 ασκείται αυτεπαγγέλτως.
2. Σε βάρος του υπαιτίου εφαρμόζεται η διαδικασία των άρθρων 417 επ. του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
Άρθρ. 18
Περιοριστικοί όροι
1. Σε περίπτωση διαπράξεως εγκλήματος ενδοοικογενειακής βίας είναι δυνατόν, αν υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες κρίνεται απαραίτητο για την προστασία της σωματικής και ψυχικής υγείας του θύματος, να επιβληθεί στον κατηγορούμενο από το αρμόδιο ποινικό δικαστήριο στο οποίο παραπέμπεται να δικασθεί ή από τον αρμόδιο ανακριτή ή από το δικαστικό συμβούλιο και για όσο χρονικό διάστημα απαιτείται, ο περιοριστικός όρος της απομάκρυνσής του από την οικογενειακή κατοικία, η μετοίκησή του, η απαγόρευση να προσεγγίζει τους χώρους κατοικίας ή και εργασίας του θύματος, κατοικίες στενών συγγενών του, τα εκπαιδευτήρια των παιδιών και ξενώνες φιλοξενίας. Η ισχύς του παραπάνω περιοριστικού όρου παύει αυτοδικαίως μετά την έκδοση οριστικής αποφάσεως ή της διατάξεως του εισαγγελέα με την οποία αρχειοθετείται η υπόθεση λόγω ποινικής διαμεσολάβησης.
2. Ο περιοριστικός όρος που έχει επιβληθεί σύμφωνα με τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου είναι δυνατόν να ανακληθεί, αντικατασταθεί ή τροποποιηθεί από το αρμόδιο δικαστικό όργανο που τον επέβαλε, με αίτηση του κατηγορουμένου, στην οποία αναφέρονται οι λόγοι για τους οποίους επιβάλλεται η ανάκληση, αντικατάσταση ή τροποποίησή του. Για τη συζήτηση της αιτήσεως κλητεύεται υποχρεωτικά ο παθών, σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά.



(Μετά τη σελ.84,300) Σελ. 84,301
Τεύχος Σελ.

3. Το δικαστικό όργανο που είναι αρμόδιο κατά την παράγραφο 1 για την επιβολή, ανάκληση, αντικατάσταση ή τροποποίηση των περιοριστικών όρων, μπορεί να ζητήσει, συμβουλευτικά, τη γνώμη ψυχιάτρων, ψυχολόγων, κοινωνικών λειτουργών και άλλων επιστημόνων με ειδικές γνώσεις σε θέματα ενδοοικογενειακής βίας, εφόσον τα πρόσωπα αυτά εργάζονται σε δημόσιο φορέα υγείας.
Άρθρ. 19
Εξέταση μαρτύρων
1. Σε υποθέσεις ενδοοικογενειακής βίας, μέλη της οικογένειας εξετάζονται ως μάρτυρες χωρίς όρκο.
2. Οι ανήλικοι κατά την εκδίκαση των υποθέσεων της προηγούμενης παραγράφου δεν κλητεύονται ως μάρτυρες στο ακροατήριο, αλλά αναγιγνώσκεται η κατάθεσή τους, εφόσον υπάρχει, εκτός εάν η εξέτασή τους κρίνεται αναγκαία από το δικαστήριο.
Άρθρ. 20
Υποχρέωση τήρησης εχεμύθειας
1. Σε περίπτωση διαπράξεως εγκλήματος ενδοοικογενειακής βίας, οι αρμόδιες αστυνομικές αρχές που διενεργούν προανάκριση, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 243 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, απαγορεύεται να ανακοινώνουν με οποιονδήποτε τρόπο το ονοματεπώνυμο του θύματος και του κατηγορουμένου, τη διεύθυνση κατοικίας τους, καθώς και οποιαδήποτε άλλα στοιχεία είναι δυνατόν να αποκαλύψουν την ταυτότητά τους.
2. Οι παραβάτες της διατάξεως αυτής τιμωρούνται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ΄
ΑΡΩΓΗ ΤΩΝ ΘΥΜΑΤΩΝ
Άρθρ. 21
Κοινωνική συμπαράσταση
1. Τα θύματα ενδοοικογενειακής βίας δικαιούνται ηθικής συμπαράστασης και της αναγκαίας υλικής συνδρομής από νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, που λειτουργούν ειδικά για τους σκοπούς αυτούς υπό την εποπτεία του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, και από κοινωνικές υπηρεσίες των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης.




Σελ. 84,302
Τεύχος Σελ.
2. Οι αστυνομικές αρχές που επιλαμβάνονται, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους, υποθέσεων ενδοοικογενειακής βίας υποχρεούνται, εφόσον το ζητήσει το θύμα, να ενημερώσουν αυτό και τους παραπάνω φορείς, ώστε να παρασχεθεί αμέσως η απαραίτητη, κατά περίπτωση, αρωγή.
Άρθρ. 22
Ευεργέτημα πενίας
Στα θύματα ενδοοικογενειακής βίας, τα οποία ζητούν τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων για προσωρινή ρύθμιση της κατάστασης, εξαιτίας του συγκεκριμένου περιστατικού, παρέχεται το ευεργέτημα της πενίας με μόνη την απόδειξη του περιστατικού βίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 194 επ. του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, αν αδυνατούν να καταβάλουν, έστω και προσωρινά, τις απαιτούμενες δικαστικές δαπάνες.
Άρθρ. 23
Υποχρεώσεις των εκπαιδευτικών
1. Εκπαιδευτικός της πρωτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης ο οποίος, κατά την εκτέλεση του εκπαιδευτικού του έργου, με οποιονδήποτε τρόπο πληροφορείται ή διαπιστώνει ότι έχει διαπραχθεί σε βάρος μαθητή έγκλημα ενδοοικογενειακής βίας, ενημερώνει, χωρίς καθυστέρηση, τον διευθυντή της σχολικής μονάδας.
Ο διευθυντής της σχολικής μονάδας ανακοινώνει, αμέσως, την αξιόποινη πράξη στον αρμόδιο εισαγγελέα, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 37 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, ή στην πλησιέστερη αστυνομική αρχή.
Την ίδια υποχρέωση έχουν οι εκπαιδευτικοί και οι διευθυντές των ιδιωτικών σχολείων, καθώς και οι υπεύθυνοι των πάσης φύσεως Μονάδων Προσχολικής Αγωγής.
2. Κατά την προδικασία και τη διαδικασία στο ακροατήριο, ο διευθυντής της σχολικής μονάδας, ο οποίος ανακοίνωσε την αξιόποινη πράξη στις παραπάνω αρμόδιες αρχές, και ο εκπαιδευτικός, ο οποίος την πληροφορήθηκε ή τη διαπίστωσε, καλούνται να εξετασθούν ως μάρτυρες, μόνο αν η πληροφορία δεν αποδεικνύεται με οποιοδήποτε άλλο αποδεικτικό μέσο.
Άρθρ. 24.-(Αντικαθίσταται το άρθρ.342 ΠΚ, ανωτ.αριθ.3 και 27).
Άρθρ. 25.-(Παρατίθεται ως σχολιο στις παρ. 1και 2 άρθρ. 3 και στο άρθρ. 4 Νομ. 3388/2005, Τόμ. 6, σελ. 38,263).
Άρθρ. 26.-(Αντικαθίσταται η παρ.4 άρθρ.49 Νομ.2721/1999, τόμ.6 σελ.38,226).
Άρθρ. 27.-(Αντικαθίσταται το τελευταίο εδάφιο της παρ.6 άρθρ. 49 Νομ.2721/1999, τόμ. 6 38,2261).
Άρθρο 28
Έναρξη ισχύος
Η ισχύς του παρόντος νόμου αρχίζει τρεις μήνες μετά τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

51. ΑΠΟΦΑΣΗ
ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ
ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Αριθ. 5833/Β 2136
της 7/22 Φεβρ. 2007 (ΦΕΚ Β΄ 220)
Ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ της ΓΔΟΠ του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών, της Αρχής του άρθρου 7 του ν. 2331/1995, όπως ισχύει, και των αρμοδίων αρχών του νόμου αυτού.
Έχοντας υπόψη:
Τις διατάξεις:
α) Του άρθρου 90 του Κώδικα νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα κυβερνητικά όργανα που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του π.δ. 63/2005 (ΦΕΚ 98Α΄).
β) Του π.δ. 178/2000 (ΦΕΚ 165 Α) «περί Οργανισμού του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας», όπως συμπληρώθηκε από το άρθρο 10 του ν. 3424/2005 (ΦΕΚ 305 Α).
γ) Του π.δ. 81/2002 (ΦΕΚ 57 Α) «Συγχώνευση των Υπουργείων Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών».
δ) Του άρθρου 7 του ν. 2331/1995 (ΦΕΚ 173 Α) «Πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες» όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 7 του ν. 3424/2005 (ΦΕΚ 305 Α).
ε) Tου άρθρου 6 παρ. 3, 4 και 5 του ν. 2515/1997 (ΦΕΚ 154 Α) με το οποίο τροποποιούνται διατάξεις του ν.2331/1995.
στ) Tην πράξη 7/17.5.2006 του Υπουργικού Συμβουλίου «Επιλογή και Διορισμός του Προέδρου της Εθνικής Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες» (ΦΕΚ 101 Α).
ζ) Την υπ’ αριθμ. 23059/Β 975/2.6.2006 κοινή υπουργική απόφαση (ΦΕΚ 721 Β) των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Δικαιοσύνης «Διορισμός μελών της Εθνικής Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες του άρθρου 7 του ν.2331/1995, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 7 του ν.424/2005».
η) Την απόφαση του Συμβουλίου της Ε.Ε. της 17ης Οκτωβρίου 2000 σχετικά με τη θέσπιση ρυθμίσεων για τη συνεργασία μεταξύ των μονάδων χρηματοδοτικών πληροφοριών των Κ-Μ όσον αφορά στην ανταλλαγή πληροφοριών (2000/642/ΔΕΥ).




(Μετά τη σελ.84,302) Σελ. 84,303
Τεύχος Σελ.

θ) Του ν. 2683/1999 (ΦΕΚ 19 Α), «Κώδικας Δημοσίων Υπαλλήλων, Υπαλλήλων ΝΠΔΔ κ.λπ. διατάξεις».
ιστ) Το άρθρα 4 παρ. 6 και το άρθρο 10 παρ. 2 του ν.3424/2005 (ΦΕΚ 305Α/13.12.2005), αποφασίζει:
Άρθρο 1
Ορισμοί
Για τους σκοπούς της παρούσας Απόφασης νοούνται ως:
Α) Πληροφορίες μη εμπιστευτικής φύσεως: Πληροφορίες και στοιχεία που είναι είτε στατιστικής φύσεως, είτε σχετικές με τη συμμόρφωση των υποκείμενων στις υποχρεώσεις του ν. 2331/1995, όπως ισχύει, φυσικών και νομικών προσώπων, είτε αφορούν τις διαδικασίες και την αποτελεσματικότητα των εποπτικών ενεργειών των αρμοδίων αρχών. Εξαιρούνται οι πληροφορίες και τα στοιχεία προσωπικής φύσεως ή συναλλαγών, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 2 της παρούσης.
Β) Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών: Η Γενική Διεύθυνση Οικονομικής Πολιτικής (ΓΔΟΠ) αυτού του Υπουργείου, που ασκεί τις αρμοδιότητες της κεντρικής συντονιστικής αρχής σύμφωνα με την παρ. 6 του άρθρου 2 α του ν. 2331/1995, όπως ισχύει. Τις αρμοδιότητες του Υπουργείου αυτού ως αρμόδιας αρχής, σύμφωνα με το εδάφιο στ΄ του άρθρου 1 του ν. 2331/1995, ασκεί η Γενική Γραμματεία Φορολογικών και Τελωνειακών Θεμάτων (Γενική Διεύθυνση Φορολογικών Ελέγχων και Γενική Διεύθυνση Φορολογίας).
Γ) Αρχή: Η Εθνική Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες του άρθρου 7 του ν. 2331/1995, όπως ισχύει.
Δ) Αρμόδιες Αρχές: Τα αναφερόμενα στο εδάφιο στ’ του άρθρου 1 του ν. 2331/1995, όπως ισχύει, Υπουργεία και δημόσιοι φορείς. Η επιτροπή της παραγράφου 19 του άρθρου 4 του ν. 2331/1995, όπως ισχύει, δεν αποτελεί αρμόδια αρχή, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 2 της παρούσης.
Ε) Ανταλλαγή πληροφοριών: Η μεταβίβαση, διαβίβαση, διάθεση ή παροχή στοιχείων, αναφορών, εκθέσεων και άλλων πληροφοριών μεταξύ της ΓΔΟΠ, της Αρχής του άρθρου 7 και των αρμοδίων αρχών, αυτοβούλως ή κατόπιν αιτήσεως, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσης.




Σελ. 84,304
Τεύχος Σελ.

Άρθρο 2
Πεδίο Εφαρμογής
1. Η παρούσα απόφαση ρυθμίζει τους όρους και τις προϋποθέσεις ανταλλαγής πληροφοριών μη εμπιστευτικής φύσης μεταξύ των αναφερόμενων ανωτέρω Υπουργείων και δημόσιων φορέων για την υποβοήθηση αυτών στην εκπλήρωση των νομίμων υποχρεώσεων εκάστου, στην καλύτερη άσκηση των αρμοδιοτήτων τους και στη βελτίωση της αποτελεσματικότητας του εν γένει μηχανισμού της χώρας μας για την πρόληψη και καταστολή των αδικημάτων της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.
2. Οι διατάξεις της παρούσας δεν θίγουν τις διατάξεις του ν. 2331/1995, όπως ισχύει, και της Απόφασης 40844/Β1703/12.10.2006 (ΦΕΚ 1549 Β΄) του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών για την οργανωτική δομή και λειτουργία της Αρχής του άρθρου 7, όσον αφορά τις υποβαλλόμενες στην Αρχή αναφορές ύποπτων ή ασυνήθων συναλλαγών, την παροχή στην Αρχή πρόσθετων πληροφοριών, σχετιζόμενων αμέσως ή εμμέσως με τις αναφορές, από τους υποβάλλοντες τις αναφορές, από τις αρμόδιες αρχές, από την επιτροπή της παραγρ. 19 του άρθρου 4 του ν. 2331/1995, όπως ισχύει, και από άλλες δημόσιες αρχές και υπηρεσίες, καθώς και τις διατάξεις που αφορούν την επεξεργασία, ταξινόμηση, διασταύρωση και διαβίβαση πληροφοριών και στοιχείων στον αρμόδιο εισαγγελέα και σε άλλες δικαστικές, εισαγγελικές ή ανακριτικές αρχές.
Άρθρο 3
Ανταλλαγή πληροφοριών της ΓΔΟΠ
1. Στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων της ως κεντρικής συντονιστικής αρχής η ΓΔΟΠ λαμβάνει τις εξαμηνιαίες εκθέσεις των τεσσάρων αρμοδίων αρχών που αναφέρονται στην παράγρ. 9γ του άρθρου 4 του ν. 2331/1995, όπως ισχύει, τις αναλύει, ταξινομεί τις σχετικές πληροφορίες, εντοπίζει αδυναμίες, παρακολουθεί την εξέλιξη του βαθμού συμμόρφωσης των εποπτευομένων από τις ανωτέρω αρχές εταιρειών, την αποτελεσματικότητα του εποπτικού έργου αυτών των αρμοδίων αρχών και δίνει σχετικές οδηγίες.
2. Η ΓΔΟΠ ζητεί από τις υπόλοιπες αρμόδιες αρχές πληροφορίες για τις εγκυκλίους που εκδίδουν, την υπηρεσιακή συγκρότησή τους ως προς το εποπτικό τους έργο, τους ελέγχους που πραγματοποιούν, τις αναφορές που υποβάλλουν στην Αρχή και τις τυχόν ποινές που επιβάλλουν καθώς και την τυχόν δικαστική εξέλιξη των περιπτώσεων στις οποίες οι ποινές προσβάλλονται δικαστικά.
3. Η ΓΔΟΠ ζητεί από τις αρμόδιες αρχές και τους υπαλλήλους τους που μετέχουν σε διεθνείς οργανισμούς ή φορείς σχετικούς με την καταπολέμηση των αναφερόμενων στην παρ. 1 του άρθρου 2 της παρούσης αδικημάτων, πλήρη ενημέρωση.
4. Η ΓΔΟΠ ενημερώνεται από την Αρχή για την οργάνωση και στελέχωσή της, για τον αριθμό και την ποιότητα των αναφορών ύποπτων ή ασύνηθων συναλλαγών κατά κατηγορία υπόχρεων προσώπων, για τυχόν προβλήματα που αντιμετωπίζει, είτε οικονομικής ή οργανωτικής φύσεως είτε στη συνεργασία της με αρμόδιες αρχές ή στις επαφές της με υποκείμενα στις υποχρεώσεις του ν. 2331/1995, όπως ισχύει, φυσικά και νομικά πρόσωπα, και βοηθεί στην επίλυσή τους.
5. Η ΓΔΟΠ διαβιβάζει στην Αρχή πληροφορίες από τις αναφερθείσες στην παράγραφο 1 του άρθρου αυτού εκθέσεις των τεσσάρων αρμοδίων αρχών για να διευκολύνει την Αρχή στην εκτέλεση των καθηκόντων της.
6. Η ΓΔΟΠ ενημερώνει την Αρχή και τις αρμόδιες αρχές για νομοθετικές πρωτοβουλίες που προτίθεται να λάβει, για τις διεθνείς εξελίξεις στους σχετικούς με το θέμα διεθνείς οργανισμούς και φορείς, σύμφωνα με τα επιμέρους θέματα και μεριμνά ώστε αυτές οι πληροφορίες να είναι προσβάσιμες στις συνδικαλιστικές οργανώσεις των υποκείμενων στις υποχρεώσεις του ν. 2331/1995, όπως ισχύει, φυσικών ή νομικών προσώπων και, εάν αυτό είναι δυνατόν, στα πρόσωπα αυτά.
Άρθρο 4
Ανταλλαγή πληροφοριών της Αρχής
1. Η Αρχή λαμβάνει από τη ΓΔΟΠ τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 3. Δικαιούται επίσης να ζητήσει από τις αρμόδιες αρχές κάθε πληροφορία που αφορά συγκεκριμένη υπόθεση που διερευνά, είτε η υπόθεση προέκυψε από αναφορά ύποπτης ή ασυνήθους συναλλαγής είτε με άλλο τρόπο.
2. Η Αρχή δύναται να ζητήσει από τις αρμόδιες αρχές πληροφορίες που αυτές απέκτησαν κατά τη διενέργεια του εποπτικού τους έργου και σχετικών ελέγχων. Οι πληροφορίες μπορεί να είναι στατιστικής φύσεως ή να αφορούν εποπτευόμενα από τις αρμόδιες αρχές φυσικά ή νομικά πρόσωπα.
3. Η Αρχή δύναται να διαβιβάζει σε κάθε αρμόδια αρχή πληροφορίες που αφορούν τον αριθμό και την ποιότητα των υποβαλλόμενων αναφορών ύποπτων ή ασύνηθων συναλλαγών από φυσικά ή νομικά πρόσωπα, εποπτευόμενα από αυτή την αρμόδια αρχή καθώς και τον βαθμό συνεργασίας των προσώπων αυτών με την Αρχή.
4. Η Αρχή διαβιβάζει στη ΓΔΟΠ και στις αρμόδιες αρχές τις μελέτες και τα αποτελέσματα ερευνών της Διεύθυνσης Μελετών και Διεθνών Σχέσεων, καθώς και πληροφορίες από τις εργασίες του Egmont Group, του FIU-Net και του FIU Platform στα οποία συμμετέχει.
5. Η Αρχή διαβιβάζει πληροφορίες, σύμφωνα με τις παραγράφους 3 και 4 ανωτέρω, ληφθείσες από αλλοδαπές αντίστοιχες αρχές, εκτός εάν η αλλοδαπή αρχή θέτει περιορισμούς στη μεταβίβαση ή χρήση αυτών των πληροφοριών.
Άρθρο 5
Ανταλλαγή πληροφοριών των αρμόδιων αρχών με τη ΓΔΟΠ και την Αρχή
1. Οι αρμόδιες αρχές ζητούν πληροφορίες από τη ΓΔΟΠ και την αρχή του άρθρου 7 και παρέχουν χωρίς καθυστέρηση πληροφορίες σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 3 της παρούσας απόφασης. Αξιολογούν, ταξινομούν και διασταυρώνουν όπου απαιτείται, αυτές τις πληροφορίες και τις χρησιμοποιούν για την άσκηση των εποπτικών τους καθηκόντων και τη συνεχή βελτίωση της συμμόρφωσης των εποπτευόμενων από αυτές φυσικών και νομικών προσώπων προς τις υποχρεώσεις τους προς τις διατάξεις του ν. 2331/1995, όπως ισχύει.




(Μετά τη σελ.84,304) Σελ. 84,305
Τεύχος Σελ.

2. Οι αρμόδιες αρχές παρέχουν συνεχή πληροφόρηση στις συνδικαλιστικές οργανώσεις των εποπτευόμενων από αυτές προσώπων, καθώς και στα ίδια πρόσωπα, αν είναι εφικτό, για θέματα τυπολογίας, νομοθεσίας, ενδεικτικών περιπτώσεων ύποπτων συναλλαγών και για την οργάνωση συστημάτων και διαδικασιών εκτίμησης κινδύνου.
Άρθρο 6
Ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμοδίων αρχών
1. Οι αρμόδιες αρχές συνεργάζονται μεταξύ τους ανταλλάσσοντας πληροφορίες που αφορούν συγκεκριμένες υποθέσεις που διερευνούν ή αφορούν εποπτευόμενα από αυτές πρόσωπα ή είναι γενικότερης φύσεως.
2. Οι αρμόδιες αρχές δύνανται να υπογράψουν διμερώς ή πολυμερώς Μνημόνια Συνεργασίας για τους όρους και προϋποθέσεις της ανταλλαγής πληροφοριών και για τη διενέργεια κοινών ελέγχων.
3. Ειδικά ως προς τους χρηματοπιστωτικούς ομίλους, οι αρμόδιες αρχές των επί μέρους εταιρειών του ομίλου, συνεργάζονται και ανταλλάσσουν κάθε πληροφορία που απαιτείται για την εξασφάλιση της συμμόρφωσης του ομίλου προς τις απαιτήσεις του ν. 2331/1995, όπως ισχύει.
4. Το φορολογικό απόρρητο αίρεται μόνο στην περίπτωση της Αρχής. Πληροφορίες για τις οποίες δεν ισχύει αυτό το απόρρητο και τις οποίες κατέχουν οι φορολογικές αρχές, δύνανται να δοθούν σε άλλες αρμόδιες αρχές.
Άρθρο 7
Τήρηση εμπιστευτικότητας
Οι πληροφορίες που ανταλλάσσονται σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσης, θεωρούνταιι εμπιστευτικές από τους λαμβάνοντες αυτές, εκτός αν είναι δημόσιες ή ελεύθερα προσβάσιμες. Παράβαση της τήρησης της εμπιστευτικότητάς τους συνεπάγεται τις κυρώσεις που προβλέπει ο ν. 2331/1995, όπως ισχύει.






Σελ. 84,306
Τεύχος Σελ.

Άρθρο 8
Από την παρούσα απόφαση δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού.
Άρθρο 9
Έναρξη ισχύος
Η παρούσα απόφαση τίθεται σε ισχύ από την ημερομηνία δημοσίευσής της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Β

ΕΙΔΙΚΟΙ ΠΟΙΝΙΚΟΙ ΝΟΜΟΙ

ΘΕΜΑ
α

Προδοσία
Βλ. και άρθρα 8 και 134-152 Ποιν. Κώδικος και
άρθρ. 26 Στρατ. Ποιν. Κώδικος.
1. ΝΟΜΟΣ
της 9 Φεβρ./4 Μαρτ. 1833
Περί τιμωρίας των κατά της κοινής ασφαλείας εντός της επικρατείας εγκλημάτων και σφαλμάτων.
Αντικατεστάθη δια των περί παρανόμου οπλοφορίας, διεγέρσεως εις στάσιν, παρανόμου στρατολογίας κλπ. άρθρ. του Ποιν. Νόμου.

2. ΝΟΜΟΣ 755
της 23/23 Αυγ. 1917
Περί αδικημάτων τινών κατά της ασφαλείας της χώρας και της κοινής ησυχίας.
Κατηργήθη δια του άρθρ. 473 § 2 αρ. 16 του νέου Ποινικού Νόμου υπ’ αριθ. 1492/1950. Ο νόμος ούτος είχε τροποποιηθή υπό των:
α)Ν.Β.Δ. της 24 Οκτ. 1917 περί τροποποιήσεως του άρθρ. 6 ν. 755 κλπ.
β)Ν.Δ.1448 της 4/7 Ιουν. 1918 περί προσθήκης εις το από 24 Οκτ. 1917 Ν.Δ. περί τροποποιήσεως του άρθρ. 6 ν. 755 κλπ.
γ)Νόμου 2179 της 21/24 Μαΐου 1920 περί καταργήσεως του άρθρ. 6 του ν. 755 κλπ.

3. ΝΟΜΟΣ 2899
της 21/27 Ιουλ. 1922
Περί συμπληρώσεως των περί εσχάτης προδοσίας διατάξεων του Ποινικού Νόμου.
Κατηργήθη δια του άρθρ. 461 του νέου Ποινικού νόμου 1492/1950, ως διάταξις τροποποιητική του παλαιού Ποιν. Κώδικος.

4. ΝΟΜΟΘΕΤ.ΔΙΑΤΑΓΜΑ
της 21/21 Σεπτ. 1926
Περί τιμωρίας της αμελείας των εντεταλμένων την φύλαξιν και χρήσιν κρυπτογραφικών λεξικών και κρυπτογραφικών κωδίκων.
Κατηργήθη αντικατασταθείς δια των επί του θέματος τούτου διατάξεων του άρθρ. 4 του Α.Ν. 375/1936 (κατωτ. αρ. 6).

5. ΝΟΜΟΣ 5096
της 6/13 Ιουλ. 1931
Περί συμπληρώσεως διατάξεών τινων του ποινικού Νόμου.
Τα άρθρα 1-3 κατηργήθησαν υπό του άρθρ. 473 του Ποιν. Νόμου 1492/1950 και τα άρθρα 4-7 υπό του άρθρ. 591 της Ποιν. Δικονομίας.
Εις το άρθρ. 7 είχε προστεθή παράγραφος υπό του Ν.Δ. της 29/29 Απρ. 1933 περί συμπληρώσεως του ν. 5096 του 1931, κυρωθέντος δια του Νόμου 5745 της 23/31 Αυγ. 1934 περί κυρώσεως του από 29 Απρ. 1933 Ν.Δ/τος.

6. ΑΝΑΓΚ.ΝΟΜΟΣ υπ’ αριθ. 375
της 14/18 Δεκ. 1936
Περί τιμωρίας των εγκλημάτων κατασκοπείας και των εγκληματικών ενεργειών των απειλουσών την εξωτερικήν ασφάλειαν της χώρας.
Καταργήθηκε από το άρθρ. 1 Νόμ. 1289/1-4 Οκτ. 1982 (ΦΕΚ Α΄ 122). Εκκρεμείς δικογραφίες για παραβάσεις του άνω Νόμου μπαίνουν στο αρχείο με πράξη του αρμόδιου Εισαγγελέα, τα δε δικαστικά έγγραφα που έχουν εκδοθεί επιστρέφονται ανεκτέλεστα. Οι καταδικαστικές αποφάσεις δεν αναγράφονται στο Ποινικό μητρώο και τα δελτία του ποινικού μητρώου που τυχόν έχουν συνταχθεί για αυτές καταστρέφονται.
(Άρθρ.3 άνω Νόμ. 1289/1982).

(Αντί για τις σελ. 85(α)-90(α) Σελ. 85(β)
Τεύχος Ε102-Σελ. 63
7. ΑΝΑΓΚ.ΝΟΜΟΣ υπ’ αριθ. 876
της 23/28 Σεπτ. 1937
Περί τιμωρίας εγκλημάτων τινών εν καιρώ πολέμου ή επιστρατεύσεως κατά της ασφαλείας της χώρας στρεφομένων.
Κατηργήθη υπό του άρθρ. 1 παρ. 1 του Α.Ν. 2840 του 1941 (8.Μα.9).

8. ΑΝΑΓΚ.ΝΟΜΟΣ υπ’ αριθ. 1255
της 30 Μαΐου/4 Ιουν. 1938
Περί τροποποιήσεως του Α.Ν. 375/1936 περί τιμωρίας των εγκλημάτων κατασκοπείας, κλπ.
Τροποποιούνται τα άρθρ. 1-7 και 9 του ειρημένου νόμου και προστίθεται άρθρ. 18ον.

9. ΑΝΑΓΚ. ΝΟΜΟΣ υπ’ αριθ. 2572
της 30 Σεπτ./3 Οκτ. 1940
Περί συμπληρώσεως του άρθρ. 4 του Α.Ν. 375/1936 περί τιμωρίας των εγκλημάτων κατασκοπείας κλπ. και περί υποχρεώσεως εμποροπλοιάρχων και πλοιοκτητών.
Άρθρ.1.-(Αντικαθίσταται η παράγρ. 1 του άρθρ. 4 του Α.Ν. 375/1936, ανωτ. αρ. 6).
Άρθρ.2.-1.Πλοίαρχοι του Εμπορικού Ναυτικού ή νόμιμοι αυτών αντικαταστάται, ως επίσης και οι οικείοι πλοιοκτήται, μη εκτελούντες εκ δόλου ή αμελείας εγγράφους διαταγάς ή οδηγίας των αρμοδίων πολεμικών υπουργείων ή των οικείων γενικών επιτελείων των κατά τόπους στρατιωτικών, ναυτικών, αεροπορικών, ή λιμενικών Αρχών ή μη συμμορφούμενοι γενικώς προς μεταβιβαζομένας δι’ οιουδήποτε τρόπου εγγράφους εντολάς ή προς αγγελίας τοις ναυτιλλομένοις τιμωρούνται με φυλάκισιν τριών μηνών μέχρι δύο ετών και με χρηματικήν ποινήν 50.000 μέχρι 500.000 δραχμών. Με τας αυτάς ως ανωτέρω ποινάς τιμωρούνται οι οικείοι πλοιοκτήται, οίτινες εν γνώσει μεταβιβάζουσιν εις τον πλοίαρχον διαταγήν ή οδηγίαν αντίθετον προς τας δοθείσας υπό των αρμοδίων πολεμικών υπουργείων ή γενικών επιτελείων ή των κατά τόπους στρατιωτικών εν γένει ή λιμενικών Αρχών.
2.Το άρθρ. 2 του παρόντος τίθεται εκάστοτε εν ισχύϊ προτάσει του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού δια κοινής αποφάσεως του υπουργού των Ναυτικών και του υφυπουργού της Εμπορικής Ναυτιλίας, δημοσιευομένης εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εν περιπτώσει κινδύνου των εθνικών συμφερόντων ή συντρεχουσών ετέρων εκτάκτων περιστάσεων, ισχύει δε άνευ ετέρας διατυπώσεως άμα τη κυρήξει γενικής επιστρατεύσεως ή εκρήξεως πολέμου και καθ’ όλην την διάρκειαν της επιστρατεύσεως ή του πολέμου μέχρι της συνάψεως οριστικής συνθήκης περί ειρήνης.

Σελ. 86(β)
Τεύχος Ε102-Σελ. 64
10. ΑΝΑΓΚ.ΝΟΜΟΣ υπ’ αριθ. 2623
της 4/4 Νοεμ. 1940
Περί εγκλημάτων κατά την μεταφοράν στρατιωτικών εγγράφων ή ετέρων αντικειμένων.
Κατηργήθη υπό του άρθρ. 1 παρ. 1ς΄ του Α.Ν. 2840 του 1941 (8.Μα.9).

11. ΑΝΑΓΚ.ΝΟΜΟΣ υπ’ αριθ. 608
της 4/4 Οκτ. 1945
Περί ισχύος του Α.Νόμου περί τιμωρίας εγκλημάτων κατασκοπείας και εγκληματικλων ενεργειών των απειλουσών την ασφάλειαν της χώρας.
Κατηργήθη υπό του κατωτέρου Α.Ν. 784/ 1945.

12. ΑΝΑΓΚ. ΝΟΜΟΣ υπ’ αριθ. 784
της 28/31 Δεκ. 1945
Περί ισχύος του Α.Ν. 375/36 περί τιμωρίας εγκλημάτων κατασκοπείας κλπ.
Άρθρον μόνον.-1.Η διάταξις του εδαφίου δ΄ του άρθρ. 1 του Α.Ν. 2840/1941 περί Εισαγωγικού Νόμου του Στρατ. Ποιν. Κώδικος καταργείται από της ενάρξεως της ισχύος του Α.Ν. 493/1945 περί τροποποιήσεως διατάξεως του Στρατ. Ποιν. Κώδικος και ενάρξεως εφαρμογής αυτού. (8.Μα.9).
2.Ο υπ’ αριθ. 608/1945 Α. Νόμος περί του αυτού ως άνω αντικειμένου καταργείται.
Ο παρών Νόμος ισχύει αφ’ ης ίσχυσεν ο ανωτέρω καταργούμενος Α.Ν. 608/1945.

13. ΝΟΜΟΘΕΤ.ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ’ αριθ. 2197
της 15/15 Αυγ. 1952
Περί αυθεντικής ερμηνείας του άρθρ. 14 του Α.Ν. 375/1936 περί τιμωρίας των εγκλημάτων κατασκοπείας και των εγκληματικών ενεργειών των απειλουσών την εξωτερικήν ασφάλειαν της χώρας.
Άρθρον μόνον.-1.Η αληθής έννοια της διατάξεως του άρθρ. 14 του υπ’ αριθ. 375/1936 Α. Νόμου «περί των εγκλημάτων κατασκοπείας και των εγκληματικών ενεργειών των απειλουσών την εξωτερικήν ασφάλειαν της Χώρας», ως ούτος ετροποποιήθη και συνεπληρώθη δια του Α.Ν. 1255/1938, είναι ότι, Στρατιωτικά Δικαστήρια νοούνται και τα δια του υπ’ αριθ. 528/1945 Α. Νόμου «περί συμπληρώσεως του υπ’ αριθ. 2803/1941 Α. Νόμου περί Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικος, ιδρύσεως Διαρκούς Στρατοδικείου Αεροπορίας και άλλων τινών διατάξεων», προβλεπόμενα Διαρκή Στρατοδικεία Αεροπορίας (Αεροδικεία).
2.Η ισχύς του παρόντος άρχεται από της δημοσιεύσεως αυτού εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.


ΘΕΜΑ
β

Ζωοκλοπή και Ζωοκτονία
Βλ. ειδικήν διαδικασίαν ν. 4458/1930 (8.Βγ.14).
Περιπτώσεις καθ’ ας συγχωρείται η ζωοκτονία βλ. εν άρθρ. 11
Α.Ν. 1010/938 π. αγροτ. ασφαλείας (τόμ. 17) και ν. 1038/917 (8.Βω.2).
1. ΝΟΜΟΣ И΄
της 9/17 Ιουν. 1848
Περί ζωοκλοπής και ζωοκτονίας.
Ο νόμος ούτος διετηρήθη ρητώς εν ισχύϊ υπό του άρθρ. 9 του ν. ΓΩΛΣΤ΄ (κατωτ. αρ. 4), εφ’ όσον δεν αντίκειται εις τας διατάξεις τούτου.
Άρθρον 1
(Δεν ισχύει, αντικατασταθέν υπό του άρθρ. 2 νόμου ΓΩΛΣΤ΄).
Άρθρον 2
(Η παρ. 1 δεν ισχύει, αντικατασταθείσα υπό του άρθρ. 10 του ν. ΓΩΛΣΤ΄).
Περί του ονόματος του ανακαλύψαντος θέλει γίνεσθαι μνεία εις την καταδικαστικήν απόφασιν.
Άρθρον 3
Αφού κατασταθή τελεσίδικος η κατά του ζωοκλόπου ή ζωοκτόνου απόφασις, ούτος οφείλει ν’ αποτίση αμέσως και ανυπερθέτως το πρόστιμον, ή την χρηματικήν ποινήν, την νόμιμον αποζημίωσιν προς τον κύριον του ζώου, και τα δικαστικά έξοδα, άλλως, επιμελεία του αρμοδίου Ταμίου, γίνεται αμέσως προσωπική κράτησις, κατάσχεσις και πώλησις αναλόγου μέρους της κινητής, ή μη υπαρχούσης διόλου, ή αποχρώσης κινητής, της ακινήτου περιουσίας του ζωοκλόπου προς εκπλήρωσιν όλων των άνω ειρημένων υποχρεώσεων, η κατάσχεσις και πώλησις της περιουσίας ταύτης γίνεται κατά τους όρους του περί καταδιώξεως των καθυστερούντων νόμου.
Άρθρον 4
Εάν εντός της εν τω προηγουμένω άρθρω προθεσμίας από της τελεσιδικίας της καταδικαστικής αποφάσεως δεν πληρώση ο ζωοκλόπος ή ζωοκτόνος τας επιβαλλομένας υποχρεώσεις, ή τουλάχιστον το πρόστιμον, ή την χρηματικήν ποινήν, η κυβέρνησις προκαταβάλλει αμέσως εις λογαριασμόν του ζωοκλόπου ή ζωοκτόνου το ήμισυ του προστίμου, ή της χρηματικής ποινής.
Άρθρον 5
(Δεν ισχύει, αντικατασταθέν υπό του άρθρ. 5 νόμου ΓΩΛΣΤ΄).
Άρθρον 6
(Δεν ισχύει, αντικατασταθέν υπό του άρθρ. 3 νόμου ΓΩΛΣΤ΄).
Άρθρον 7
Τα οριζόμενα υπό του άρθρ. 3 εκβιαστικά μέτρα κατά της περιουσίας των ζωοκλόπων και ζωοκτόνων, εφαρμόζονται και κατά της περιουσίας των καταδικασθέντων ως συνεργών.
Άρθρον 8
(Δεν ισχύει, αντικατασταθέν υπό της παρ. 1 άρθρ. 4 ν. ΓΩΛΣΤ΄).

2. ΝΟΜΟΣ ΣΛ΄
της 27 Απρ./6 Ιουν. 1867
Περί ζωοκλοπής και ζωοκτονίας.
Κατηργήθη υπό του ν. 3999 (κατωτ. αρ. 9).
Σχετικοί προς αυτόν και οι:
α)Νόμος ΣΞΕ΄ της 4/19 Αυγ. 1868 περί δηλώσεως και σφραγίσεως των ζώων. (Παρατείνονται αι προθεσμίαι του ν. ΣΛ΄ περί ζωοκλοπής).
β)Νόμος ΒΥΣΤ΄ της 9/11 Απρ. 1896 περί τροποποιήσεως του ν. ΣΛ΄/1867 περί ζωοκλοπής.
γ)Νόμος ΒΧΖ΄ της 8/9 Ιουλ. 1899 περί ισχύος του νόμου ΒΥΣΤ΄.

3. ΝΟΜΟΣ ΒΨΝΕ΄
της 8/11 Απρ. 1900
Περί προσθήκης διατάξεών τινων εις τους νόμους περί ζωοκλοπής και ζωοκτονίας.
Άρθρον 1
(Δικονομικαί διατάξεις μη ισχύουσαι κατά τα άρθρ. 591 εδ. ιθ΄ και 598 της νέας Ποιν. Δικονομίας)


(Αντί για τη σελ. 91) Σελ. 91(α)
Τεύχος Ε102-Σελ. 65
4. ΝΟΜΟΣ ΓΩΛΣΤ΄
της 23/25 Ιουλ. 1911
Περί ζωοκλοπής και ζωοκτονίας.
Κατά το άρθρ. 471 του νέου Ποιν. Κώδικος (Νόμου 1492/1950), δεν θίγονται αι διατάξεις του παρόντος νόμου.
Καταργήθηκε από το άρθρ. 11 Νόμ. 1300/1982 κατωτ. αριθ. 13.

5. ΝΟΜΟΣ 2237
της 24/30 Ιουν. 1920
Περί συμπληρώσεως του νόμου ΓΩΛΣΤ΄ περί ζωοκλοπής και ζωοκτονίας.
Προστίθεται άρθρον 12 εις τον ανωτ. νόμον.

6. ΝΟΜΟΘΕΤ.ΔΙΑΤΑΓΜΑ
της 17/20 Ιαν. 1923
Περί μέτρων κατά της ζωοκλοπής και κατά προσώπων επιζημίων εις την δημοσίαν ασφάλειαν.
Καταργήθηκε από το άρθρ. 11 Νομ. 1300/1982 κατωτ. αριθ. 13.

7. ΝΟΜΟΘΕΤ.ΔΙΑΤΑΓΜΑ
της 24/31 Αυγούστου 1925
Περί συμπληρώσεως α΄) του νόμου ΓΩΛΣΤ΄ του 1911 περί ζωοκλοπής και ζωοκτονίας και β΄) του νόμου 2237 του 1920 περί συμπληρώσεως του ν. ΓΩΛΣΤ΄ κλπ.
Ως ετροποποιήθη και εκυρώθη υπό του νόμου 4936 της 15-21 Απρ. 1931 περί κυρώσεως του από 24/31 Αυγ. 1925 Ν.Δ/τος.
Άρθρα 1-3
(Αντικαθίσταται το άρθρ. 8 του ν. ΓΩΛΣΤ΄ και προστίθενται εις αυτόν άρθρα 13 και 14).
Άρθρον 4.
1.Ο καταδικασθείς επί τινι των αδικημάτων περί ων οι ν. ΓΩΛΣΤ΄ και 2237, ως συμπληρούνται δια του παρόντος, υπόκεινται προσέτι εις καταβολήν του πενταπλού του κατά το άρθρ. 1 Ν.Δ. της 24 Δεκ. 1922 περί φορολογίας των αιγοπροβάτων και χοίρων, ως ετροποποιήθη δια του άρθρ. 1 του Ν.Δ. της 15 Οκτ. 1923 περί μειώσεως του φόρου αιγοπροβάτων κλπ. (βλ.τ.27) καταβλητέου κατά το έτος της διαπράξεως του αδικήματος φόρου.
2.Επίσης επί των καταδικασθέντων επί τινι των ανωτέρω αδικημάτων και επί τη βάσει του παρόντος νόμου δεν εφαρμόζεται εις το μέλλον η διάταξις του άρθρ. 1 παρ. 4 του Ν.Δ. της 24 Δεκ. 1922 περί φορολογίας των αιγοπροβάτων και χοίρων, ως τούτο συνεπληρώθη δια του άρθρ. 1 του ν. 3106 περί τροποποιήσεως των περί φορολογίας των αιγοπροβάτων νόμων, υποκειμένου εις φορολογίαν του όλου αριθμού των ζώων.

Σελ. 92(α)
Τεύχος Ε102- Σελ. 66
8. ΝΟΜΟΘΕΤ.ΔΙΑΤΑΓΜΑ
της 7/31 Ιουλ. 1926
Περί τροποποιήσεως του νόμου ΓΩΛΣΤ΄ περί ζωοκλοπής κλπ.
Κατηργήθη υπό του Ν.Δ. της 13/16 Σεπτ. 1926 περί καταργήσεως κλπ., όπερ εκυρώθη δια του νόμου 3891 της 11/15 Φεβρ. 1929 περί κυρώσεως του Ν.Δ. της 13/16 Σεπτ. 1926.

9. ΝΟΜΟΣ 3999
της 25 Φεβρ./8 Μαρτ. 1929
Περί τροποποιήσεως άρθρων τινών του νομ. ΓΩΛΣΤ΄ του 1911 περί ζωοκλοπής και ζωοκτονίας και προσθήκης άρθρων.
(Τροποποιούνται τα άρθρα 1, 2 και 6 του ν. ΓΩΛΣΤ΄ προστίθενται εδάφια εις τα άρθρα 3, 4, 8, 13, 14 και 15 και καταργείται το άρθρ. 7. Επίσης καταργείται ο ν. ΣΛ΄/1876 και προβλέπεται η δια διατάγματος κωδικοποίησις των περί ζωοκλοπής και ζωοκτονίας διατάξεων.).

10. ΑΝΑΓΚ.ΝΟΜΟΣ υπ’ αριθ. 526
της 5/10 Μαρτ. 1937
Περί τροποποιήσεως του ν. ΓΩΛΣΤ΄ περί ζωοκλοπής και ζωοκτονίας.
Καταργήθηκε από το Νόμ. 1300/1982, κατωτ. αριθ. 13.

11. ΑΝΑΓΚ.ΝΟΜΟΣ υπ’ αριθ. 2377
της 6/10 Ιουν. 1940
Περί τροποποιήσεως διατάξεών τινων των νόμων περί ζωοκλοπής και μετατροπής ποινών.
Άρθρον 1
Αντικαθίσταται το άρθρ. 3 του Ν.Δ/τος 4 Ιουλ. 1933.
Άρθρον 2
Η επιτρέπουσα την μετατροπήν του επί ζωοκλοπή ή ζωοκτονία επιβληθέντος εκτοπισμού διάταξις της § 2 του άρθρ. 2 του ν. 4936 του 1931 καταργείται.
Βλ. ήδη άρθρ. 473 § 1 του νέου Ποιν. Κώδικος.

12. ΝΟΜΟΣ υπ’ αριθ. 1734
της 2/6 Σεπτ. 1944
Περί εκτίσεως της ποινής των επί ζωοκλοπή καταδικαζομένων.
Προσωρινής ισχύος, κυρωθείς δια το χρονικόν διάστημα κατά το οποίον ίσχυσε (διαρκούσης της εμπολέμου καταστάσεως) υπό του άρθρ. 3 § 18 του Ν.Δ. 624/48 (τομ. 1).



13. ΝΟΜΟΣ υπ’ αριθ. 1300
της 13/13 Οκτ. 1982 (ΦΕΚ Α΄ 129)
Μέτρα για την πρόληψη και την καταστροφή της ζωοκλοπής και ζωοκτονίας.
Άρθρ.1.-1.Ζωοκλοπή. Με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών και χρηματική ποινή 20.000 έως 1.000.000 δραχμών τιμωρείται η κλοπή ίππων, όνων, ημιόνων, βοοειδών, βουβαλοειδών, αιγοπροβάτων, χοίρων και κυψελών μελισσών ή του περιεχομένου τους.
2.Ζωοκτονία.Με τις ίδιες ποινές τιμωρείται η θανάτωση, με πρόθεση, ζώων της προηγουμένης παραγράφου καθώς και η καταστροφή ή βλάβη κυψελών μελισσών ή του περιεχομένου τους.
3.Αν η πράξη της ζωοκλοπής ή της ζωοκτονίας έχει ως αντικείμενο ζώα που βρίσκονται στον περίβολο ή σε στεγασμένο χώρο της οικίας του ιδιοκτήτη τους ή σε ειδικό για τη φύλαξη αυτών περιφραγμένο χώρο ή αν τα ζώα χρησιμοποιούνται για τη διατροφή της οικογένειας του ιδιοκτήτη τους επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον τριών ετών.
Άρθρ.2.-Αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα σύμφωνα με τον Ποινικό Κώδικα, η ζωοκλοπή ή η ζωοκτονία τιμωρούνται με κάθειρξη μέχρι 10 ετών και χρηματική ποινή 50.000 έως 1.000.000 δραχμών στις ακόλουθες περιπτώσεις:
α)Αν έγινε από δύο ή περισσότερα άτομα, από κοινού.
β)Αν κατά την τέλεση της πράξης χρησιμοποιήθηκε βία ή απειλή βίας ή άλλης παράνομης πράξης ή έγινε χρήση των μέσων αυτών για τη διατήρηση της κατοχής των κλεμμένων ή θανατωμένων ζώων.
γ)Αν ο δράστης (αυτουργός ή συμμέτοχος) οπλοφορούσε.
δ)Αν ο δράστης είναι κρεοπώλης, εστιάτορας, διευθυντής ξενοδοχείου και δημόσιων γενικά κέντρων ή άλλος επαγγελματίας συναφών με τα παραπάνω επαγγελμάτων.
Άρθρ.3.-1.Με τις ποινές της παρ. 1 του άρθρ. 1 του νόμου αυτού τιμωρείται όποιος, με πρόθεση, κρύβει, αγοράζει, παίρνει ως ενέχυρο, ή για οποιοδήποτε άλλο λόγο δέχεται ζώα ή σφάγια ή μέρη από σφάγια που προέρχονται από ζωοκλοπή ή ζωοκτονία ή μεταβιβάζει σε άλλον την κατοχή τους ή συνεργεί στη μεταβίβασή τους.
2.Αν ο υπαίτιος επιχειρεί τις παραπάνω πράξεις ως επάγγελμα, ή από συνήθεια, ή αν η ζημιά που προκλήθηκε στον παθόντα είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, τότε επιβάλλονται οι ποινές του άρθρ. 2 αυτού του Νόμου.
3.Ζώα που προέρχονται από ζωοκλοπή κατάσχονται και αποδίδονται στον ιδιοκτήτη τους προσωρινά από την Αστυνομική Αρχή και οριστικά ύστερα από απόφαση του Εισαγγελέα. Αν όμως ο ιδιοκτήτης του ζώου είναι άγνωστος, το ζώο παραδίνεται για φύλαξη σε μεσεγγυητή και για την τύχη του αποφασίζει το Δικαστήριο.
4.Ολόκληρα σφάγια ή μέρη από σφάγια που προέρχονται από ζωοκλοπή ή ζωοκτονία κατάσχονται και αποδίδονται στον ιδιοκτήτη του ζώου, αν είναι γνωστός. Σε κάθε άλλη περίπτωση
εκποιούνται με πρόχειρο διαγωνισμό με φροντίδα της Αστυνομικής Αρχής, Το προϊόν της εκποίησης κατατίθεται το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων και το Δικαστήριο αποφασίζει για την τύχη του.
Άρθρ.4.-1.Το αρμόδιο για εκδίκαση της ζωοκλοπής ή ζωοκτονίας Δικαστήριο, αποφασίζει υποχρεωτικά και για την αποζημίωση του παθόντα λόγω της κλοπής ή θανάτωσης των ζώων του χωρίς οποιαδήποτε προδικασία ακόμα και αν ο παθών δε δήλωσε ότι παρίσταται ως πολιτικός ενάγων.
2.Το ίδιο Δικαστήριο αποφασίζει υποχρεωτικά για τη χρηματική ικανοποίηση του παθόντα λόγω ηθικής βλάβης. Το ποσό της χρηματικής ικανοποίησης δε μπορεί να είναι μικρότερο από το διπλάσιο της αξίας του κλεμμένου ή θανατωμένου ζώου.
3.Οι συμμέτοχοι ζωοκλοπής ή ζωοκτονίας ευθύνονται εις ολόκληρον ο καθένας με τους αυτουργούς για ολόκληρο το ποσό της χρηματικής ικανοποίησης και αποζημίωσης του παθόντα, τις ενδεχόμενες αποδόσεις και τα δικαστικά έξοδα.
4.Αν τα πρόσωπα, υπό την επιμέλεια ή την εξάρτηση των οποίων βρίσκεται ο νεώτερος των 17 ετών ανήλικος, παραλείψουν υπαίτια να τον εμποδίσουν από την τέλεση ζωοκλοπής ή ζωοκτονίας, τιμωρούνται με τις ποινές του άρθρ. 360 του Ποινικού Κώδικα και τις διακρίσεις που γίνονται σ’ αυτόν.
5.Τα πρόσωπα της προηγούμενης παραγράφου, σε περίπτωση καταδίκης τους σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, ευθύνονται ο καθένας για ολόκληρο το ποσό της αποζημίωσης και της χρηματικής ικανοποίησης του παθόντα.
Άρθρ.5.-1.Τα μεταφορικά μέσα ή ψυκτικοί χώροι που χρησιμοποιήθηκαν για τη διάπραξη της ζωοκλοπής ή ζωοκτονίας, ή για τη μεταφορά κλεμμένων ή θανατωμένων ζώων, ή τη συντήρηση προϊόντων ζωοκλοπής ή ζωοκτονίας, κατάσχονται και παραδίδονται στην πλησιέστερη Τελωνειακή Αρχή για φύλαξη μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης, εκτός αν η μεταφορά τους είναι δυσχερής οπότε σφραγίζονται και παραδίδονται για φύλαξη στην πλησιέστερη Αστυνομική Αρχή, εφαρμόζονται δε σ’ αυτές τις περιπτώσεις οι διατάξεις του Τελωνειακού Κώδικα.
Αν δεν καταστεί δυνατή η ανεύρεση και η παράδοση στην Τελωνειακή Αρχή του μεταφορικού μέσου που κατασχέθηκε, τότε το δικαστήριο καθορίζει με την καταδικαστική του απόφαση την αξία του μεταφορικού μέσου, που εισπράττεται από τον καταδικασθέντα κατά τον ΝΕΔΕ.
2.Μαζί με τα παραπάνω μεταφορικά μέσα
κατάσχονται και οι κρατικές πινακίδες κυκλο-
φορίας αυτών, η άδεια κυκλοφορίας και η άδεια ικανότητας οδηγού του δράστη. Αν επακολουθήσει καταδίκη, τα μεταφορικά μέσα δημεύονται



(Αντί για τη σελ. 93(β) Σελ. 93(γ)
Τεύχος 1257-Σελ. 41
και εκποιούνται κατά τις διατάξεις του Τελωνειακού Κώδικα, και οι κρατικές πινακίδες, η άδεια κυκλοφορίας και η άδεια ικανότητας οδηγού του δράστη αφαιρούνται και στέλνονται για ακύρωση στην υπηρεσία και τις χορήγησε.
3.Η αφαίρεση και η ακύρωση των παραπάνω αδειών αποτελεί κώλυμα για τη χορήγηση νέας άδειας, πριν περάσει τριετία από την έκτιση της ποινής.
Σε περίπτωση υποτροπής το κώλυμα είναι ισόβιο.
4.Αν η ζωοκλοπή, ή η ζωοκτονία, ή η αποδοχή και η διάθεση προϊόντων ζωοκλοπής ή ζωοκτονίας έγινε από κρεοπώλες, εστιάτορες, διευθυντές ξενοδοχείων και δημόσιων γενικά κέντρων ή άλλους επαγγελματίες συναφών με τα παραπάνω επαγγελμάτων, κατά παράβαση της επαγγελματικής τους υποχρέωσης, το Δικαστήριο, εφ’ όσον κατά του υπαιτίου απαγγέλλεται ποινή στερητική της ελευθερίας, απαγγέλλει υποχρεωτικά και ανικανότητα για άσκηση του επαγγέλματος για χρονικό διάστημα από ένα μέχρι πέντε χρόνια αν για την άσκηση αυτού απαιτείται άδεια της Αρχής. Η ανικανότητα αυτή έχει σαν αποτέλεσμα την οριστική ανάκληση της σχετικής άδειας.
5.Κτηνοτροφικό δάνειο ή επιδότηση ή οικονομική ενίσχυση άλλης μορφής για την ανάπτυξη της κτηνοτροφίας από οποιοδήποτε φορέα ή φορολογική απαλλαγή, δε χορηγείται στον καταδικαζόμενο για ζωοκλοπή ή ζωοκτονία από το Κράτος πριν περάσουν τρία χρόνια από την έκτιση της ποινής. Μετά δε την τελεσίδικη καταδίκη κηρύσσονται ληξιπρόθεσμες όλες οι οφειλές του καταδικαζόμενου προς τους κρατικούς φορείς ή τράπεζες.
Οι τελεσίδικες αποφάσεις αυτές διαβιβάζονται από τον αρμόδιο Εισαγγελέα στην Αγροτική Τράπεζα για την εφαρμογή των οριζόμενων στην παράγραφο αυτή.
Άρθρ.6.-1.Η ζωοκλοπή και η ζωοκτονία διώκονται αυτεπάγγελτα.
Αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση των αδικημάτων του άρθρ. 2 είναι το Πενταμελές Εφετείο.
2.Η καταδίκη για ζωοκλοπή ή ζωοκτονία επισύρει και την αποστέρηση των δικαιωμάτων που περιέχονται στα άρθρ. 59-65 του Ποινικού Κώδικα.
3.Ο καταδικαζόμενος για ζωοκλοπή ή για ζωοκτονία δικαιούται ν’ ασκήσει το ένδικο μέσο της έφεσης μόνο αν καταδικάσθηκε σε φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους, χωρίς και να αναστέλλει την εκτέλεση της ποινής.
Η ασκηθείσα έφεση εκδικάζεται εντός τετραμήνου από την άσκησή της.



Σελ. 94(γ)
Τεύχος 1257-Σελ. 42

4.Η στερητική της ελευθερίας ποινή για ζωοκλοπή ή ζωοκτονία δε μετατρέπεται σε χρηματική και εκτίεται εκτός της Εφετειακής Περιφέρειας του τόπου κατοικίας ή καταγωγής του καταδικασμένου.
5.(Καταργήθηκε από την περίπτ. β΄ παρ. 4 άρθρ. 4 Νόμ. 2408/31 Μαΐου-4 Ιουν. 1996, ΦΕΚ Α΄ 104, διορθ. σφαλμ. στο ΦΕΚ Α΄ 158/11-7-1996, ανωτ. σελ. 84,267).
Άρθρ.7.-1.Με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών τιμωρείται όποιος με πρόθεση ακρωτηριάζει ή με άλλο τρόπο βλάπτει ξένα ζώα που αναφέρονται στην παρ. 1 του άρθρ. 1 του νόμου αυτού.
2.Οι διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρ. 4 του νόμου αυτού εφαρμόζονται ανάλογα και στην περίπτωση ακρωτηριασμού ή βλάβης ζώων.
Άρθρ.8.-1.Στα εγκλήματα της ζωοκλοπής και της ζωοκτονίας όλοι οι αρμόδιοι για την ανάκριση υπάλληλοι κάνουν τις οριζόμενες από τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ανακριτικές πράξεις και χωρίς παραγγελία του Εισαγγελέα, στον οποίο όμως υποβάλλουν τη δικογραφία χωρίς υπαίτια βραδύτητα.
2.Η ανάκριση για τα παραπάνω εγκλήματα ολοκληρώνεται μέσα σ’ ένα μήνα από τότε που θα περιέλθει η δικογραφία στον Ανακριτή. Η προθεσμία αυτή μπορεί να παραταθεί για έναν ακόμα μήνα με κοινή Πράξη του Προέδρου και του Εισαγγελέα Εφετών.
3.Η εκδίκαση των υποθέσεων προσδιορίζεται το πολύ ένα μήνα μετά την αμετάκλητη παραπομπή του κατηγορούμενου στο ακροατήριο και οι προθεσμίες κλήτευσης στο ακροατήριο συντέμνονται στο μισό.
4.(Καταργήθηκε από την περίπτ. α΄ παρ. 4 άρθρ. 4 Νόμ. 2408/31 Μαΐου-4 Ιουν. 1996, ΦΕΚ Α΄ 104, διόρθ. σφαλμ. στο ΦΕΚ Α΄ 158/11-7-1996, ανωτ. σελ. 84,267).
5.Σε περίπτωση καταδίκης για οποιοδήποτε έγκλημα της προηγούμενης παραγράφου, η άσκηση έφεσης από τον καταδικασθέντα δεν αναστέλλει την εκτέλεση της απόφασης.
6.Η στερητική της ελευθερίας ποινή για τα εγκλήματα της παρ. 4 του παρόντος άρθρου δε μετατρέπεται σε χρηματική».
Οι παρ. 4, 5 και 6 προστέθηκαν από το άρθρ. 25 Νόμ. 1738/18-20 Νοεμ. 1987 (ΦΕΚ Α΄ 200), τόμ. 1 σελ. 116,51.






Άρθρ.9.-1.Με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και απώλεια του δικαιώματος για χρηματική ικανοποίηση τιμωρείται ο κάτοχος ζώου από τα αναφερόμενα στο άρθρ. 1 του νόμου αυτού, ο οποίος δεν καταγγέλλει στην αρμόδια Αρχή μέσα σε 24 ώρες από τη διαπίστωσή της τη ζωοκλοπή ή ζωοκτονία που έγινε σε βάρος του.
2.Με φυλάκιση τουλάχιστο δύο μηνών τιμωρείται ο παθών και ο δράστης ζωοκλοπής ή ζωοκτονίας, αν συμβιβαστούν με σκοπό τη συγκάλυψη του εγκλήματος.
3.Με ποινή φυλακίσεως τιμωρείται όποιος μεσιτεύει, διευκολύνει παντοιοτρόπως ή υποδεικνύει στο ζωοκλέφτη τον τρόπο, τον τόπο ή τα μέσα της ζωοκλοπής ή του συμβιβασμού με τον παθόντα.
Άρθρ.10.-1.Με αστυνομικές διατάξεις καθορίζονται οι υποχρεώσεις των κατόχων ζώων και ποιμνίων ιδίως σε ό,τι αφορά τον εφοδιασμό τους με πιστοποιητικό κατοχής των ζώων την επιτήρηση των ποιμνίων και τη διακίνησή τους κατά τους θερινούς μήνες στις χειμερινές βοσκές και αντίστροφα, τον τόπο και τον τρόπο τήρησης εγγράφων στοιχείων για την αυξομείωση των ποιμνίων, τον τρόπο μεταβίβασης των ζώων και τον τόπο σφαγής αυτών όπου δεν υπάρχουν ή δεν λειτουργούν μόνιμα σφαγεία.
2.Με αστυνομικές διατάξεις καθορίζονται επίσης ο τρόπος και ο χρόνος σήμανσης των ζώων, όπως και άλλες σχετικές με τη σήμανση λεπτομέρειες σε περιοχές που κρίνεται το μέτρο αυτό απαραίτητο. Η σήμανση γίνεται με φροντίδα των Δημάρχων ή Προέδρων Κοινοτήτων, που μπορούν να χρησιμοποιήσουν για το σκοπό αυτό Δημοτικούς και Κοινοτικούς υπαλλήλους και όργανα της Αγροφυλακής ή της Χωροφυλακής ή και ιδιώτες εάν αυτό είναι αναγκαίο.
3.Η δαπάνη για την προμήθεια των υλικών και μέσων σήμανσης βαρύνει τον Κρατικό Προϋπολογισμό.
4.Όποιοι παραβαίνουν τις παραπάνω αστυνομικές διατάξεις τιμωρούνται με φυλάκιση μέχρι έξι μηνών ή με χρηματική ποινή.
Άρθρ.11.-1.Όταν θα ισχύσει αυτός ο νόμος θα παύσουν να ισχύουν ο νόμος ΓΩΛΣΤ΄ της 23.7.1911 «περί ζωοκλοπίας και ζωοκτονίας», το Ν.Δ. της 17/20.1.1923 «περί μέτρων κατά της ζωοκλοπής και κατά προσώπων επιζημίων εις την δημοσίαν ασφάλειαν», ο Α.Ν. 526/10.3.1937 «περί τροποποιήσεως του νόμου ΓΩΛΣΤ΄ περί ζωοκλοπής και ζωοκτονίας» όπως τροποποιήθηκαν μεταγενέστερα, καθώς και κάθε άλλη διάταξη νόμου που αντίκειται στις διατάξεις αυτού του νόμου.
2.Αστυνομικές διατάξεις που εκδόθηκαν με βάση το καταργούμενο νομικό καθεστώς εξακολουθούν να ισχύουν μέχρι να εκδοθούν νέες βάσει των διατάξεων που προβλέπονται από τον παρόντα νόμο.
Άρθρ.12.-Ο νόμος αυτός θα ισχύσει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Βλ. και Νόμ. 1197/1981 «περί προστασίας των ζώων», κατωτ. σελ. 112,03.


Με την 7001/4/8/6-26 Οκτ. 1987 (ΦΕΚ Β΄ 562) απόφ. Υπ. Δημ. Τάξης ιδρύθηκε Αστυνομική Υπηρεσία Δίωξης Ζωοκλοπής με έδρα το Ρέθυμνο Κρήτης.

14. ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΗ ΔΙΑΤΑΞΗ υπ’ αριθ. 59Β΄
της 17 Οκτ./29 Δεκ. 1988
(ΦΕΚ Β΄ 925)
Μέτρα για την πρόληψη και καταστολή της ζωοκλοπής στο Ν. Χανίων.

15. ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΗ ΔΙΑΤΑΞΗ υπ’ αριθ. 1
της 5 - 28 Απριλ. 2006 (ΦΕΚ Β΄ 533)
Μέτρα για την πρόληψη και καταστολή της «ΖΩΟΚΛΟΠΗΣ» στην περιφέρεια της Αστυνομικής Διεύθυνσης Ρεθύμνης.

16. ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΗ ΔΙΑΤΑΞΗ υπ’ αριθ. 2
της 10 Απριλ.-18 Μαΐου 2006 (ΦΕΚ Β΄ 617)
Μέτρα για την πρόληψη και καταστολή της «ΖΩΟΚΛΟΠΗΣ» στην περιφέρεια της ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΛΑΣΙΘΙΟΥ.

17. ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΗ ΔΙΑΤΑΞΗ υπ’ αριθ. 2
της 14 Απριλ.-24 Μαΐου 2006 (ΦΕΚ Β΄ 651)
Μέτρα για την πρόληψη και καταστολή της «ΖΩΟΚΛΟΠΗΣ» στην περιφέρεια της ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΧΑΝΙΩΝ.

18. ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΗ ΔΙΑΤΑΞΗ υπ’ αριθ. 10
της 30 Μαΐου– 24 Ιουλ. 2006 (ΦΕΚ Β΄ 970)
Μέτρα για την πρόληψη και καταστολή της «ΖΩΟΚΛΟΠΗΣ» στην περιφέρεια της Αστυνομικής Διεύθυνσης Ηρακλείου.






(Αντί για τη σελ. 95(γ) Σελ. 95(δ)
Τεύχος -Σελ.
ΘΕΜΑ
γ

Ληστεία
Βλ. και άρθρ. 380 Ποιν. Κώδικος και άρθρ. 106
Ποινικής Δικονομίας (τόμ. 9).
1. ΝΟΜΟΣ ΡΟΒ΄
της 1/2 Φεβρ. 1867
Περί καταδιώξεως της ληστείας.
(Προσωρινής ισχύος).

2. ΝΟΜΟΣ ΤΟΔ΄
της 27 Φεβρ./1 Μαρτ. 1871
Περί καταδιώξεως της ληστείας.
Η ισχύς του νόμου τούτου δεν θίγεται υπό του νέου Ποιν. Κώδικος (άρθρ. 471 αυτού).
Η εφαρμογή των νόμων ΤΟΔ΄, ΥΙΕ΄ και ΩΞΗ΄ επεξετάθη εις τα αδικήματα στάσεως, ανυποταξίας και αντιστάσεως κατά την διάρκειαν επιστρατεύσεως ή πολέμου, δια του ν. 1227/1918 (κατωτ. αρ. 7). Επίσης εις τα αδικήματα φόνου, αναιρέσεως και ζωοκλοπής εν Κρήτη, προσωρινώς δια του ν. 4174/1929 (κατωτ. αρ. 17).
Εις τας Νέας Χώρας επεξετάθη δια του νόμου 121/1914 με τας εν αυτώ τροποποιήσεις (βλ. κατωτ. αρ. 6).
Κεφάλαιον Α΄
Επικήρυξις και ποιναί ληστών
και συνεργών.
Άρθρον 1
Η επικήρυξις των ληστών γίνεται δια Β.Δ/τος, επί τη βάσει δικαστικού εντάλματος, στηριζομένου επί εκθέσεως, συντεταγμένης υπό του αρμοδίου νομάρχου, του εισαγγελέως των πρωτοδικών και του διοικητού της μοίρας.
Βλ. και άρθρ. 2 εδ. 4 Ν.Δ. 19 Απρ. 1924 π. επιτροπών ασφαλείας.
Άρθρον 2
Πλην των τεταγμένων κατά του εγκλήματος της ληστείας ποινών, πάσα ένωσις δύο ή πλειόνων προς εκτέλεσιν ληστρικών πράξεων, ουχί εξ ελευθέρας θελήσεως παραληφθεισών, επάγει την ποινήν του θανάτου μεν κατά του αρχηγού της ενώσεως των επικεκηρυγμένων ληστών, την των ισοβίων δε δεσμών κατά των συμμοριτών. Οι τελευταίοι ούτοι απαλλάσσονται της ποινής, αν προ πάσης ληστρικής πράξεως αποστώσι της ενώσεως και συνάμα καταγγείλωσιν αυτήν· αν δε δεν καταγγείλωσιν αυτήν, τιμωρούνται δια της ποινής της αποπείρας των συμφωνηθεισών πράξεων.
Με θάνατον τιμωρείται πας ληστής ενόπλως ανθιστάμενος.
Άρθρον 3
Η υπό ληστών χάριν εκβιάσεως αρπαγή τιμωρείται με θάνατον. Εις πρόσκαιρα δεσμά καταδικάζονται λησταί απολύσαντες εκουσίως άνευ λύτρων τον αρπαγέντα.
Άρθρον 4
Ο λαβών γνώσιν του τόπου της διατριβής ληστού ή ληστρικής συμμορίας, εάν εγκαίρως δεν αναγγείλη τούτο εις τον επί της καταδιώξεως αξιωματικόν ή υπαξιωματικόν ή εις την πλησιεστέραν στρατιωτικήν, διοικητικήν, ή δημοτικήν αρχήν, τιμωρείται (με φυλάκισιν δύο έως εξ μηνών).
Βλ. σχόλιον υπό το άρθρ. 7.
Άρθρον 5
Ο εν γνώσει και άνευ κινδύνου της ιδίας εαυτού ή των συγγενών ζωής τροφοδοτών ληστήν τιμωρείται (με φυλάκισιν τουλάχιστον τριών ετών· με δεσμά πρόσκαιρα ο νοσούντα ληστήν νοσηλεύων ή θεραπεύων).
Άρθρον 6
Ο αναγγέλλων εις ληστήν ή ληστρικήν συμμορίαν τα καταδιωκτικά μέτρα της αρχής τιμωρείται (με ειρκτήν).
Άρθρον 7
Ο άνευ αποχρώντος λόγου και δικαιολογημένης ανάγκης ερχόμενος εις συνέντευξιν μετά ληστού ή ληστρικής συμμορίας, τιμωρείται (με φυλάκισιν τουλάχιστον ενός έτους).
Αι ποιναί των άρθρων 4-7 ωρίσθησαν αι αυταί ως αι των αυτουργών, υπό του Ν.Δ. της 4/4 Μαΐου 1924 (κατωτ. αρ. 9). Βλ. και άρθρ. 467 νέου Ποιν. Κώδικος.
Κεφάλαιον Β΄
Ποιναί και αμοιβαί των επί της καταδιώξεως
της ληστείας.
Άρθρον 8
Πας δημότης ηλικίας 20-50 ετών οφείλει τη προσκλήσει του δημάρχου, να υπηρετή, υπό την διεύθυνσιν του στρατιωτικού αποσπασματάρχου, εις περιπολίας προς καταδίωξιν της ληστείας, τρεις ημέρας κατ’ ανώτατον όρον καθ’ έκαστον μήνα και εντός μόνον του δήμου εις ον ανήκει, πλην εκτάκτων περιστάσεων, η εκτίμησις των οποίων






Σελ. 97
απόκειται εις την κρίσιν του δημάρχου. Ο απειθών εις την πρόσκλησιν τιμωρείται με πρόστιμον (5-50 «20-200» δραχ.). Εξαιρούνται της υποχρεώσεως οι εν τω άρθρ. 36 του δημοτικού νόμου μνημονευόμενοι.
Η εξακρίβωσις των υποχρέων και ο προσδιορισμός της σειράς της υπηρεσίας αυτών ανήκει εις τον δήμαρχον. Πάσα δε κατά τούτο πραχθησομένη υπ’ αυτού αδικία τιμωρείται πειθαρχικώς δια προστίμου (25-100 δραχμών).
Εις τας κοινότητας, τα καθήκοντα του δημάρχου ανετέθησαν εις τους προέδρους κοινοτήτων (άρθρ. 202 Κωδ. δήμων και κοινοτήτων, 3.Αα.2).
Περί της επιμετρήσεως των προστίμων βλ. Ν. 110/1945 (8.Αα.2).
Άρθρον 9
Διοικητικοί, δικαστικοί, και στρατιωτικοί ή άλλοι υπάλληλοι δημόσιοι ή υπηρέται, επιτετραμμένοι την καταδίωξιν της ληστείας ή καλούμενοι αρμοδίως εις ενέργειαν μέτρων αναγομένων εις την καταδίωξιν αυτής και ολιγωρούντες περί την εκπλήρωσιν των καθηκόντων τούτων, τιμωρούνται με φυλάκισιν τουλάχιστον τριών μηνών. Η καταδίκη συνεπάγει την από της υπηρεσίας έκπτωσιν και την πρόσκαιρον ανικανότητα προς ανάκτησιν αρχής ή άλλης δημοσίας υπηρεσίας επί τρία έως εξ έτη. Η καταδίκη των στρατιωτικών συνεπάγει την εις αργίαν μετάθεσιν δι’ απολύσεως εκ της θέσεως.
Αι ποιναί αύται καταγινώσκονται υπό του αρμοδίου δικαστηρίου και όταν ακόμη οι ανωτέρω δημόσιοι λειτουργοί ήθελον τιμωρηθή πειθαρχικώς υπό των προϊσταμένων αυτών.
Τα περί στρατιωτικών πειθαρχικών ποινών νενομοθετημένα διατηρούνται εν πλήρει ισχύϊ, αλλ’ ο υπουργός των Στρατιωτικών οφείλει, επί των εν τη § α΄ του παρόντος άρθρου παραβάσεων, να υποβάλη ευθύς μετά την έκδοσιν της αποφάσεως αυτού τα έγγραφα εις το υπουργικόν συμβούλιον, εις το οποίον απόκειται να διατάξη, αν εγκρίνη, περαιτέρω ανάκρισιν ως και την εισαγωγήν εις δίκην του κατηγορουμένου στρατιωτικού.
Άρθρον 10
Δήμαρχοι, δημαρχεύοντες πάρεδροι, ειδικοί πάρεδροι και αστυνόμοι, εν ταις περιφερείαις των οποίων ομολογουμένως υποκρύπονται ή διαιτώνται λησταί, γινώσκοντες τούτο και μη λαμβάνοντες μετά των επί της καταδιώξεως της ληστείας τα προς έγκαιρον κατάδειξιν και καταδίωξιν αυτών μέτρα, ανάλογα προς την ιδιότητα εκάστου και κατά το μέτρον των δυνάμεων και τα εις την εξουσίαν αυτών μέσα, τιμωρούνται υπό των πλημμελειοδικών με φυλάκισιν τουλάχιστον δύο μηνών και με προσωρινήν παύσιν τριών μέχρις εξ μηνών. Η αυτή ποινή επιβάλλεται εις τους διαληφθέντας υπαλλήλους και εις την περίπτωσιν καθ’ ην γινώσκοντες τους υποθάλποντας, υποκρύπτοντας, ή τροφοδοτούντας ληστάς εν τη δικαιοδοσία των δεν καταγγέλουσιν αυτούς.
Βλ. και άρθρ. 5 Ν.Δ. 19 Απρ. 1924 π. επιτροπών ασφαλείας (τ. 4).

Σελ. 98

Άρθρον 11.
Εν απουσία της στρατιωτικής αρχής, ο δήμαρχος οφείλει να λαμβάνη αφ’ εαυτού τα προς καταδίωξιν πρόσφορα μέτρα, κατά το προηγούμενον άρθρον, ειδοποιών αμελλητί και την πλησιεστέραν στρατιωτικήν και διοικητικήν αρχήν· άλλως υπόκειται εις την εν αυτώ ωρισμένην ποινήν.
Άρθρον 12
Δια την αποτελεσματικήν κατάδειξιν, την σύλληψιν, ή τον φόνον εκάστου ληστού ορίζεται δια του περί επικηρύξεως διατάγματος χρηματική αμοιβή.
Οσάκις η κατάδειξις αποβαίνει άνευ αποτελέσματος, απόκειται εις τον υπουργόν των Εσωτερικών ν’ αποφαίνηται αν και κατά πόσον ο καταδείκτης δικαιούται εις αμοιβήν.
Δια τας αμοιβάς βλ. άρθρ. 2 Ν.Δ. 19 Απρ. 1924 π. επιτροπών ασφαλείας (τ. 4) και ν. 3730, 3996, 4201, 4575 και 4798 (κατωτ. αρ. 14, 15 και 17,19).
Άρθρον 13
Περί της αμοιβής δια την σύλληψιν ή τον φόνον συντάσσεται εντός 15 το πολύ ημερών πρωτόκολλον υπό του νομάρχου ή επάρχου, του εισαγγελέως των πρωτοδικών ή του ειρηνοδίκου της πρωτευούσης της επαρχίας, του διοικητού της μοίρας ή της υπομοιραρχίας και του επί της καταδιώξεως αποσπασματάρχου, και του οικείου δημάρχου.
Το πρωτόκολλον τούτο υποβάλλεται αμέσως εις το επί των Εσωτερικών υπουργείον, όπερ αποφαίνεται επ’ αυτού εντός των επομένων είκοσιν ημερών.
Παρελθούσης της προθεσμίας ταύτης, κατατίθεται υπό του νομάρχου ή επάρχου εις το συμβολαιογραφείον του τόπου και χρησιμεύει ως μόνον αποδεικτικόν μέσον της εγερθησομένης τυχόν αγωγής κατά του δημοσίου.
Πας δόλος των ανωτέρω υπαλλήλων τιμωρείται με φυλάκισιν, εάν δεν υπάρχη δεινοτέρα τις του δικαίου παράβασις. Πας δόλος επίσης χορηγεί εις τον αδικηθέντα αγωγήν αποζημιώσεως. Πας υπάλληλος εκ των ανωτέρω, δικαιούμενος εις αμοιβήν, δεν συμπράττει εις την σύνταξιν του διαληφθέντος πρωτοκόλλου.
Άρθρον 14
Το περί αμοιβής του καταδείκτου πρωτόκολλον συντάσσεται ωσαύτως υπό των ανωτέρω δημοσίων λειτουργών, αλλά παραλείπεται η μνεία εν αυτώ
του ονόματος του καταδείκτου. Το δ’ ένταλμα
της πληρωμής εκδίδεται και εξοφλείται επ’
ονόματι του νομάρχου ή επάρχου και παρ’ αυτού λαμβάνει ο καταδείκτης την αμοιβήν, εκτός
εάν ούτος συγκατατεθή εις την δήλωσιν του
ονόματός του ή προστήση έτερον ανθ’ εαυτού,


ότε μνημονεύεται το όνομα του καταδείκτου ή του αντιπροσώπου εν τω πρωτοκόλλω και επομένως το ένταλμα εκδίδεται κατά το περιεχόμενον αυτού.
Άρθρον 15
Ο αποκαλύψας τον καταδείκτην, άνευ της συγκαταθέσεώς του, υπάλληλος τιμωρείται με φυλάκισιν.
Άρθρον 16
Ο καταδείκτης συμμορίας ληστρικής αποκτά δικαίωμα διορισμού επί πενταετίαν εθνοφύλακος μεν, με μηνιαίον μισθόν δραχ. 30, εάν εκ της καταδείξεως προήλθε φόνος ή σύλληψις ενός τουλάχιστον ληστού, οδηγού δε, με μηνιαίον μισθόν δραχ. 50, εάν προήλθε φόνος ή σύλληψις πλειοτέρων ληστών ενός αρχιληστού.
Άρθρον 17
Η ωρισμένη αμοιβή δια την σύλληψιν ή τον φόνον ληστού δύναται να δοθή και όταν ο ληστής φονευθή εντός της οθωμανικής επικρατείας και υπ’ αλλοδαπών, αλλά μόνον εάν ο φόνος λάβη χώραν εντός των παρορίων επαρχιών αυτής. Ο τρόπος της βεβαιώσεως της ταυτότητος του ληστού και της πραγματοποιήσεως της αμοιβής κανονίζεται δια Β.Δ/τος.
Βλ. σχόλιον άρθρ. 12
Άρθρον 18
(Πολίτης ή εθνοφύλαξ, πληγωθείς εν συμπλοκή μετά ληστών, λαμβάνει παρά του δημοσίου προς ίασιν και δια τας ημεραργίας του δραχ. 200-500· αλλ’ εάν κατασταθή διαρκώς ανίκανος προς εργασίαν, λαμβάνει εκ του δημοσίου ταμείου εάν μεν ή έγγαμος, σύνταξιν μηνιαίαν δραχ. 50, εάν δ’ άγαμος δραχ. 30· η σύνταξις αύτη μεταβαίνει εις την χήραν και τα ορφανά του συνταξιούχου κατά τας διατάξεις του περί συντάξεως των πολιτικών υπαλλήλων νόμου· αν δε είναι άγαμος, η σύνταξις μεταβαίνει εις τους γονείς· εν ελλείψει δ’ αμφοτέρων των γονέων, εις τας αγάμους αδελφάς και τους ανηλίκους αδελφούς του. Τα περί συντάξεως εφαρμόζονται και εις τους υπαξιωματικούς και στρατιώτας).
Άρθρον 19
(Η χήρα πολίτου ή εθνοφύλακος, στρατιώτου, ή υπαξιωματικού φονευθέντος εν συμπλοκή μετά ληστών, ή αποθανόντος εκ πληγής, ην εν τοιαύτη συμπλοκή υπέστη, εφ’ όσον διατελεί εν τη χηρεία αυτής, λαμβάνει μηνιαίαν σύνταξιν δραχ. 30· τα δε τέκνα αυτού λαμβάνουσι τα μεν άρρενα μέχρι της ενηλικότητος, τα δε θήλεα μέχρι του γάμου δραχ. 15 έκαστον.
Τα θήλεα προικίζονται προσέτι παρά του δημοσίου ταμείου δια δραχ. 500 έκαστον, πληρωτέων μετά την τέλεσιν του γάμου).
Άρθρον 20
(Πας καταδείκτης, εάν, συνεπεία της γενομένης παρ’ αυτού καταδείξεως, έλαβε χώραν καταδίωξις, κατόπιν πάθη υπό των ληστών, εάν μεν υποστή απλώς τραύμα, λαμβάνει λόγω εξόδων της ιάσεως δρχ. 100 και αποζημίωσιν ημεραργίας δρχ. 100-300, αν δε κατασταθή ανίκανος δια βίου προς εργασίαν, λαμβάνει εκ του δημοσίου ταμείου σύνταξιν, εάν μεν η έγγαμος, δρχ. 50 κατά μήνα, εάν δε η άγαμος, δρχ. 30, και εάν απολέση την ζωήν, σύνταξις εκ δρχ. 20 δίδεται εις την χήραν αυτού. Τα θήλεα ορφανά προικίζονται υπό του δημο
σίου, μετά την τέλεσιν του γάμου, με δρχ. 500 έκαστον).
Αι συντάξεις και αμοιβαί των άρθρ. 18-20 εδεκαπλασιάσθησαν υπό του άρθρ. 10 του Ν.Δ. της 19 Απρ. 1929 π. επιτροπών ασφαλείας (τ. 4), εδικαιώθησαν δ’ αυτών και οι οπλίται του Στρατού και της Χωροφυλακής, είτα εξωμοιώθησαν προς τας στρατιωτικάς συντάξεις υπό του Ν.Δ. 11/15 Μαρτ. 1929 π. απονομής συντάξεως εις ιδιώτας υφισταμένους βλάβην κλπ. εν τη παροχή συνδρομής προς καταδίωξιν της ληστείας (τ. 29) και τέλος ερρυθμίσθησαν υπό του άρθρ. 5 ν. 4253 π. επιτροπών ασφαλείας (τ. 4) ως εξής: αν μεν αι βλάβαι είναι ιάσιμοι εντός μηνός, δι’ ημεραργίας και ιατρικήν περίθαλψιν δραχ. 1.000-10.000, εάν δε ο παθών καταστή ανίκανος δια βίου, εφ’ άπαξ δρχ. 25.000, και εάν φονευθή παρέχεται εις την χήραν και τα ορφανά του, ή αν είναι άγαμος εις τους γονείς του αποζημίωσις δρχ. 50.000. Βλ. και τα άρθρ. 36, 38, 39 και 83 εδ. 7 του Δ/τος της 31/31 Οκτ. 1935 π. συντάξεων, ως και άρθρ. 17 του εκτελεστικού αυτού Δ/τος της 21/22 Ιαν. 1936 (τ. 29).
Περί της αναπροσαρμογής των συντάξεων βλ. τ. 29.
Κεφάλαιον Γ΄
Εκτόπισις υπόπτων λησταποδοχής και
ευθύνη βλαχοποιμένων.
Άρθρον 21
Συγγενείς ανιόντες, σύζυγος, τέκνα, αδελφοί και αδελφαί, πενθερός και πενθερά ληστού επικεκηρυγμένου εκτοπίζονται από της Στερεάς Ελλάδος εις τας νήσους ή την Πελοπόννησον και τανάπαλιν, ένθα δύνανται να εκλέξωσι τόπον διαμονής. Η νήσος Εύβοια θεωρείται ως αποτελούσα μέρος της Στερεάς Ελλάδος.
Άρθρον 22
Η εκτόπισις διατάσσεται υπό της διοικητικής και στρατιωτικής αρχής.
Τριάκοντα δε ημέρας προ της εκτοπίσεως κοινοποιείται η διαταγή προς τους εκτοπιστέους δια δικαστικού κλητήρος· παρελθούσης της προθεσμίας ταύτης, πραγματοποιείται η εκτόπισις ανυπερθέτως, πλην αν εκλείψη εν τω μεταξύ ο λόγος της εκτοπίσεως. Ο εκτοπιστέος δύναται ν’ ανακόψη την διαταγήν ταύτην, ης εν τούτοις δεν αναστέλλεται η εκτέλεσις, ενώπιον παντός ειρηνοδίκου, προτείνων εν τη ανακοπή τον λόγον αυτής και τα προς απόδειξιν αυτού μέσα. Ο ειρηνοδίκης διευθύνει την ανακοπήν άνευ αναβολής εις την εκδούσαν την διαταγήν διοικητικήν αρχήν, ήτις διαβιβάζει αυτήν ανυπερθέτως προς τον αρμόδιον εισαγγελέα, μετά των αναγκαίων πληροφοριών. Ο εισαγγελεύς οφείλει εντός τριών ημερών από της παραλαβής της ανακοπής να εκδώση τας απαιτουμένας κλήσεις προς τον ανακόπτοντα και τους προταθέντας τυχόν παρ’ αυτού μάρτυρας, ων ο αριθμός δεν δύναται να η ανώτερος των τριών, και εισάγει την υπόθεσιν ενώπιον του δικαστηρίου των πλημμελειοδικών την πρώτην δικάσιμον μετά παρέλευσιν των νομίμων προθεσμιών.
Το δικαστήριον αποφασίζει επί της ανα-



Σελ. 99
κοπής μετά συζήτησιν, καθ’ ην είναι παραδεκτόν παν μέσον αποδείξεως των ισχυρισμών του ανακόπτοντος. Η απόφασις εις ουδέν ένδικον μέσον υπόκειται, πλην της ανακοπής.
Βλ. και Ν.Δ. 19 Απρ. 1924 π. επιτροπών ασφαλείας (τ. 4).
Περί της εφαρμογής των άρθρ. 21 και 22 εν ταις Νέαις Χώραις βλ. ν. 121 (κατωτ. αρ. 6).
Άρθρον 23
Ο εκτοπισθείς επανερχόμενος αυτογνωμόνως όθεν εξετοπίσθη τιμωρείται με φυλάκισιν μέχρις εξ μηνών και, εν υποτροπή, με φυλάκισιν από τριών μέχρις ενός έτους.
Άρθρον 24
Αποθανόντος, φονευθέντος, συλληφθέντος, προσελθόντος, ή προσφυγόντος του ληστού εις άλλο κράτος, επανέρχονται εις τα ίδια, δυνάμει αδείας του επί των Εσωτερικών υπουργού, οι εκτοπισθέντες συγγενείς αυτού.
Εν ελλείψει πραγματικών αποδείξεων περί του θανάτου ή της προσφυγής του ληστού εις την αλλοδαπήν, η εκτίμησις των περί τούτων ενδείξεων απόκειται εις τον υπουργόν των Εσωτερικών.
Άρθρον 25
Εις τους βλαχοποιμένας και τους προς αυτούς εξομοιουμένους σκηνίτας εκ των κτηνοτρόφων, ως και εις τους συγγενείς των επικεκηρυγμένων ληστών, πλην των ανωτέρω, μέχρι τετάρτου βαθμού συμπεριλαμβανομένου, περί ων βαρείαι περί λησταποδοχής υπάρχουσιν υπόνοιαι, επιβάλλεται αστυνομική επιτήρησις επί εξ μήνας μέχρις ενός έτους· η αυτή ποινή επιβάλλεται και εις τους απλούς ποιμένας και αγροφύλακας κοινότητός τινος, εάν εις την περιφέρειαν αυτής συμβή ληστεία και υπάρχωσι βαρείαι κατ’ αυτών υπόνοιαι συνεργείας.
Άρθρον 26
Η κατά το προηγούμενον άρθρον αστυνομική επιτήρησις επιβάλλεται παρά του αρμοδίου δικαστηρίου των πλημμελειοδικών, τη καταγγελία συμβουλίου, συγκειμένου εκ του νομάρχου ή επάρχου, προεδρεύοντος, του διοικητού του μεταβατικού, του διοικητού της μοίρας ή υπομοιραρχίας, και του σχετικού δημάρχου, συντασσομένου επί τούτω πρωτοκόλλου.
Κατά της αποφάσεως ουδέν ένδικον μέσον επιτρέπεται πλην του της ανακοπής.
Αποθανόντος, φονευθέντος, συλληφθέντος, προσελθόντος ή προσφυγόντος εις άλλο κράτος του ληστού, επί υποθάλψει του οποίου υπήρχον υπόνοιαι, αίρεται, κατά τον εν τω άρθρ. 24 οριζόμενον τρόπον, η επιβληθείσα αστυνομική επιτήρησις, καίτοι μη παρελθόντος του δια της αποφάσεως του πλημμελειοδικείου ορισθέντος χρόνου. Παρατείνεται δε και επαναλαμβάνεται ένεκα των αυτών λόγων και κατά τον ανωτέρω οριζόμενον τρόπον.


Σελ. 100

Άρθρον 27
Πάσαι αι εντός του δήμου παραθερίζουσαι ή παραχειμάζουσαι ποιμενικαί ομάδες (τσελιγκάτα) ευθύνονται, αναλόγως του αριθμού των ποιμνίων και μέχρι του ποσού των 3.000 δραχ., εις αποζημίωσιν παντός υπό ληστών ζημιωθέντος οπωσδήποτε. Επί τούτω εις το τέλος της θερινής ή χειμερινής εξαμηνίας, πριν απέλθωσιν από των θερινών εις τας χειμερινάς νομάς και τανάπαλιν, εκάστη ομάς προσφέρει αξιόχρεον εγγυητήν, ενώπιον του συμβολαιογράφου, υπόχρεον προς απότισιν της ζημίας και μη δυνάμενον να επικαλεσθή το ευεργέτημα της διζήσεως. Εις την αρνηθείσαν ή μη δυνηθείσαν να παράσχη εγγυητήν ομάδα απαγορεύεται η μετάβασις από των θερινών εις τας χειμερινάς νομάς και τανάπαλιν.
Το ποσόν της εγγυήσεως και το αξιόχρεον αυτής αποφασίζονται υπό της αρμοδίας διοικητικής αρχής.
Ως εγγυητής γίνεται δεκτός και ο αρχηγός της ποιμενικής ομάδος (τσέλιγκας).
Απαλλάττονται της προκειμένης ευθύνης αι λοιπαί ομάδες, όταν αποδειχθή ότι μέλη μιας ή πλειόνων εκ των εν τω δήμω ομάδων συνήργησαν οπωσδήποτε εις την επιζήμιον ληστρικήν πράξιν, και αν μόνον ετροφοδότησαν τους διαπράξαντας αυτήν ληστάς. Εν τοιαύτη περιπτώσει ευθύνεται εις πλήρη αποζημίωσιν του παθόντος μόνη η ομάς εις την οποίαν τα μέλη ταύτα ανήκουσιν.
Η ποσότης της εγγυήσεως εδεκαπλασιάσθη υπό του άρθρ. 10 Ν.Δ. 19 Απρ. 1924 π. επιτροπών ασφαλείας (τ. 4). Βλ. και άρθρ. 297 της νέας Ποιν. Δικονομίας.
Άρθρον 28
Δεν υπάγονται εις την κατηγορίαν των σκηνιτών βλαχοποιμένων όσοι εξ αυτών αποκατασταθώσιν εν τινι χωρίω και κατοικήσωσιν αυτόθι μονίμως και διαρκώς την οικογένειάν των.
Άρθρον 29
Η κυβέρνησις θέλει προνοήσει υπέρ της προσωρινής συντηρήσεως των εκτοπιζομένων, ως και των εις επιτήρησιν αστυνομικήν υποβαλλομένων.
Κεφάλαιον Δ΄
Εκδίκασις του εγκλήματος της ληστείας.
Άρθρον 30
Του πλημμελήματος της συνεργείας εις ληστείαν, ως και του κακουργήματος της συνεργείας ή συναιτιότητος αυτού διατάσσεται ο χωρισμός της δίκης από του κυρίου εγκλήματος, δια βουλεύματος. Εν τοιαύτη δε περιπτώσει το πλημμέλημα εισάγεται εις το αρμόδιον πλημμελειοδικείον.
Άρθρον 31
Εάν από των φυλακών ή των ειρκτών αποδράση ληστής και δεν υπάρχη δεινοτέρα τις του δικαίου παράβασις, τιμωρείται πας δεσμοφύλαξ ή φύλαξ και ο επί κεφαλής των στρατιωτικών αρχιφύλαξ με φυλάκισιν τουλάχιστον τριών μηνών και συγχρόνως αποβάλλονται της υπηρεσίας· ο δε αξιωματικός εις ον ανήκει η άμεσος διοίκησις ή επιτήρησις τίθεται εις αργίαν δι’ απολύσεως εκ της θέσεως.
Άρθρον 32
Η καταγινώσκουσα κεφαλικήν ποινήν απόφασις εκτελείται εντός είκοσιν ημερών από της τελεσιδικίας αυτής, αν δεν απονεμηθή βασιλική χάρις.
Ως προς την απονομήν χάριτος, βλ. ν. 3861 (9.Εδ.1).
Κεφάλαιον Ε΄
Ειδικαί διατάξεις
Άρθρον 33
Ο επικηρυχθείς ληστής διατελεί εις κατάστασιν νομίμου απαγορεύσεως, νόμιμος δε κηδεμών προς διοίκησιν της περιουσίας του είναι ο οικείος δήμαρχος.
Άπασα η περιουσία του επικηρυχθέντος ληστού είναι υπέγγυος εις τε τας απαιτήσεις των ζημιωθέντων και τας του Δημοσίου, όσον αφορά τα έξοδα της καταδιώξεως.
Εκκαθαρίζονται δε αύται προσωρινώς υπό του προέδρου του αρμοδίου δικαστηρίου των πρωτοδικών (άρθρ. 921 της Πολιτικής Δικονομίας), η δε περί τούτου πράξις αυτού αποτελεί τίτλον προς εγγραφήν υποθήκης.
Αι εν ισχύϊ περί καταδιώξεως των προς το Δημόσιον καθυστερούντων διατάξεις εφαρμόζονται επί της κατασχέσεως και εκποιήσεως της περιουσίας του επικεκηρυγμένου ληστού, προς πληρωμήν των ανωτέρω απαιτήσεων. Η προς είσπραξιν των απαιτήσεων των ζημιωθέντων και του Δημοσίου καταδίωξις γίνεται μετά την οριστικήν εκδίκασιν της υποθέσεως.
Άρθρον 34
Λησταί, ουχί επέκεινα των τριών, συλλαβόντες και προσαγαγόντες αρχιληστήν ή φονεύσαντες αυτόν, εάν προσέλθωσιν εντός 10 ημερών από του φόνου εις μίαν των Αρχών του κράτους, δημοσίαν ή δημοτικήν, τιμωρούνται με (ειρκτήν) «φυλάκισιν, συνεπάγουσαν την δια βίου στέρησιν των εν άρθρ. 21 και 23 του Ποιν. Νόμου οριζομένων δικαιωμάτων», δι’ όλας τας εγκληματικάς πράξεις ων κατέστησαν ένοχοι.
Ταύτα κρατούσι και περί παντός ληστού όστις ήθελε συλλάβει και προσαγάγει ή φονεύσει ληστήν επικεκηρυγμένον και προσέλθει εντός δέκα ημερών από του φόνου εις μίαν των αρχών του κράτους.
Η προκειμένη διάταξις δεν ισχύει επέκεινα των εξ μηνών από της δημοσιεύσεως του παρόντος νόμου, ουδ’ εφαρμόζεται εις τους μετ’ αυτήν επιδοθησομένους εις τον ληστρικόν βίον, ως και εις τους φονείς οίτινες μετά τον φόνον κατέστησαν λησταί.
Δια Β.Δ/τος δύναται να εξαιρώνται της διατάξεως ταύτης αρχιλησταί και λησταί, εκ των επικεκηρυγμένων.
Η εντός ( ) λέξις της α΄ παρ. αντικατεστάθη δια των εντός « » υπό του άρθρ. 2 του ν. ΥΙΕ΄ (κατωτ. αρ. 3) ούτινος βλ. σχετικάς διατάξεις.
Η ισχύς του άρθρου τούτου επεκτείνεται ομού με ολόκληρον τον ν. ΤΟΔ΄ δυνάμει του ν. ΩΞΗ΄ (κατωτ. αρ. 5).
Νεωτέρας διατάξεις π. αμνηστεύσεως ληστών βλ. κατωτ. αρ. 10-12 και 18.
Άρθρον ακροτελεύτιον
Η προς καταδίωξιν της ληστείας τεταγμένη στρατιωτική δύναμις τοποθετηθήσεται εις μονίμους στρατιωτικούς σταθμούς.
Ο αριθμός, η θέσις, και η περιφέρεια των σταθμών ορισθήσεται δια Β.Δ., αι δε εντός της περιφερείας εκάστου αυτών ενέδραι και λοιπαί στρατιωτικαί κινήσεις θέλουν ενεργείσθαι χωρίς να εισέρχονται οι περιπολούντες στρατιώται εν τοις χωρίοις.
Η προς ανέγερσιν των οικοδομημάτων των μονίμων σταθμών ή επισκευήν και επέκτασιν υπαρχόντων κτιρίων απαιτουμένη δαπάνη καταλογισθήσεται επί του κεφ. 3 άρθρ. 1 του ειδικού προϋπολογισμού του επί των Εσωτερικών υπουργείου του έτους 1871.
(Η κυβέρνησις δύναται να προβιβάση στρατιωτικούς κατ’ εκλογήν, αποδεδειγμένως αριστεύσαντας και φονεύσαντας ή συλλαβόντας ληστήν επικεκηρυγμένον, οσάκις χηρεύη θέσις εν τω στρατώ).
Αι εν τοις άρθροις 21 και 22 οριζόμεναι περί εκτοπίσεως διατάξεις εφαρμόζονται μετά τρεις μήνας από της δημοσιεύσεως· αι δε περί συντάξεως των χηρών και ορφανών εν τοις άρθρ. 18, 19 και 20 από της 1ης Ιαν. τ.ε.
Η ισχύς του παρόντος νόμου ορίζεται εις τέσσαρα έτη.
Το εδάφ. δ΄ κατηργήθη υπό του άρθρ. 37 εδ. 30 ν. ΓΦΝΣΤ΄ π. οργανισμού του στρατού (τ. 36). Ηθικάς αμοιβάς προβλέπει το άρθρ. 13 του Ν.Δ. 19 Απρ. 1924 π. επιτροπών ασφαλείας (τ. 4) και άρθρ. 2 και 3 ν. 4253.
Περί της εφαρμογής του ν. ΤΟΔ΄ προβλέπει ήδη ο ν. ΩΞΗ΄ (κατωτ. αρ. 6).

3. ΝΟΜΟΣ ΥΙΕ΄
της 29 Μαΐου/1 Ιουν. 1871
Περί τροποποιήσεως άρθρων τινών του περί καταδιώξεως της ληστείας νόμου.
Άρθρον 1
Αγάμου όντος του κατά το άρθρον 19 του ΤΟΔ΄ π. καταδιώξεως της ληστείας νόμου φονευθέντος ή αποθανόντος, η σύνταξις δίδεται εις τους γονείς, ή, εν ελλείψει τούτων, εις τας αγάμους αδελφάς και τους ανηλίκους αδελφούς αυτού.
Βλ σχόλιον άρθρου 20 ν. ΤΟΔ΄ (ανωτ. αρ. 2).
Άρθρον 2
Η εν άρθρω 34 του αυτού νόμου οριζομένη ποινή της ειρκτής μεταβάλλεται εις φυλάκισιν συνεπάγουσαν την δια βίου στέρησιν των εν τοις άρθροις 21 και 23 του Ποινικού Νόμου οριζομένων δικαιωμάτων. Εφαρμόζεται δε η διάταξις του ειρημένου άρθρου και εν η περιπτώσει η σύλληψις και προσαγωγή, ή ο φόνος αρχιληστού ή ληστού ενεργηθή, τη συμπράξει μετά πολιτών ή στρατιωτικής δυνάμεως ή δια καταδείξεως. Η διάρκεια της ισχύος της προκειμένης διατάξεως παρατείνεται επί δύο έτη.
Άρθρον 3
Τα προηγούμενα άρθρα θεωρούνται ισχύοντα από της δημοσιεύσεως του ΤΟΔ΄ νόμου.



Σελ. 101
4. ΝΟΜΟΣ ΧΙΘ΄
της 20/21 Ιουν. 1877
Περί καταδιώξεως της ληστείας.
Ο νόμος ούτος ως και ο νόμος ΨΟΑ΄ της 29 Δεκ. 1878/10 Ιαν. 1879 π. καταδιώξεως της ληστείας επιτρέπουσιν εις την κυβέρνησιν να θέση δια Β.Δ/τος εν ισχύϊ τον ν. ΤΟΔ΄.

5. ΝΟΜΟΣ ΩΞΗ΄
της 27 Νοεμ./5 Δεκ. 1880
Περί καταδιώξεως της ληστείας.
Άρθρον 1
Επιτρέπεται εις την εκτελεστικήν εξουσίαν ίνα δια Β.Δ/τος, προκαλουμένου παρά του υπουργικού συμβουλίου, θέτη προσωρινώς εις ενέργειαν τους περί καταδιώξεως της ληστείας νόμους της 27 Φεβρ. και 29 Μαΐου 1871, ων το κείμενον έπεται ώδε.
Άρθρον 2
Ο χρόνος της προσωρινής ισχύος των ρηθέντων νόμων θέλει ορίζεσθαι δια των προς τούτο εκδιδομένων Β.Δ/των και δεν θέλει υπερβαίνει εκάστοτε διάρκειαν ενός έτους.
Βάσει των ανωτέρω διατάξεων ετέθησαν κατά καιρούς εν ισχύϊ οι νόμοι περί ληστείας, εσχάτως από 3 Μαΐου 1946 δια του Β.Δ. της 29 Απρ./3 Μαΐου 1946, ήτις παρετάθη από έτους εις έτος μέχρι του Β.Δ. της 2/10 Αυγ. 1950 περί θέσεως προσωρινώς εν ισχύϊ καθ’ άπασαν την Επικράτειαν των Νόμων περί καταδιώξεως της ληστείας, δια του οποίου τίθενται εν ισχύϊ από 1 Αυγούστου 1950 επί εν έτος οι ν. ΤΟΔ΄, ΥΙΕ΄, ΩΞΗ΄, 121, 1322, Ν.Δ. 17 Ιαν. 1923 και οι τροποποιητικοί αυτών. Ο ν. 1322/1918 τροποποιητικός του περί Γεν. Διοικήσεων ν. 1149/1918 (τόμ. 2), προβλέπει εν άρθρω 7 πρότασιν του Γεν. Διοικητού δια την έκδοσιν του περί επικηρύξεως ληστού διατάγματος.
Άρθρον 3
Η ισχύς των περί επικηρύξεως ληστών Β.Δ/των δύναται ν’ ανασταλή προσωρινώς, εάν δι’ εκθέσεως, συντεταγμένης υπό του αρμοδίου νομάρχου, του εισαγγελέως των πρωτοδικών, και του διοικητού της μοίρας, κριθή το ανασταλτικόν τούτο μέτρον δεδικαιολογημένον.
Περί της αναστολής ταύτης εκδίδεται Β.Δ., επί τη προτάσει του επί των Εσωτερικών υπουργείου.
Άρθρον 4
Αι διατάξεις του άρθρ. 34 του από 27 Φεβρ. 1871 νόμου και του άρθρ. 2 του από 29 Μαΐου του αυτού έτους ομοίου ισχύουσι και κατά τον χρόνον της δια των Β.Δ/των προσδιορισθησομένης διαρκείας της ισχύος των λοιπών διατάξεων των αυτών νόμων.








Σελ. 102
6. ΝΟΜΟΣ 121
της 31 Δεκ. 1913/2 Ιαν. 1914
Περί επεκτάσεως εν ταις προσαρτωμέναις χώραις των ν. ΤΟΔ΄ της 27 Φεβρ. 1871 και ΩΞΗ΄ της 27 Νοεμ. 1880 π. καταδιώξεως της ληστείας.
Άρθρον πρώτον
Επεκτείνονται εις απάσας τας προσαρτωμένας Χώρας, υπό τας κατωτέρω τροποποιήσεις, οι νόμοι ΤΟΔ΄ της 27 Φεβρ. 1871, ΥΙΕ΄ της 29 Μαΐου 1871, και ΩΞΗ΄ της 27 Νοεμ. 1880 περί καταδιώξεως της ληστείας.
Άρθρον δεύτερον
Τα άρθρα 1, 21 και 22 του ΤΟΔ΄ νόμου και το άρθρον 666 του Ποινικού Νόμου εφ’ όσον ήθελον τεθή δια βασιλικών διαταγμάτων εις ενέργειαν οι εν τω πρώτω άρθρω του παρόντος νόμοι εν ταις προσαρτωμέναις χώραις, ισχύουσι παρ’ αυταίς τροποποιούμενα ως εξής:
Άρθρον 1
Η επικήρυξις των ληστών γίνεται δι’ αποφάσεως του γενικού διοικητού, επί τη βάσει δικαστικού εντάλματος και εκθέσεως συντεταγμένης υπό του αρμοδίου νομάρχου, του εισαγγελέως των πρωτοδικών και του κατά τόπον διοικητού της χωροφυλακής.
Εις τας περιφερείας των γενικών διοικήσεων ισχύει ο ν. 121 με τας εξής τροποποιήσεις: ότι η επικήρυξις των ληστών γίνεται δια Βασιλικού Διατάγματος προκαλουμένου υπό του επί των Εσωτερικών υπουργού, επί τη βάσει των στοιχείων του άρθρ. 1 του ΤΟΔ΄ νόμου και σχετικής προτάσεως του γενικού διοικητού (άρθρ. 7 ν. 1322 π. γενικών διοικήσεων, τ. 2).
Άρθρον 21
Ανιόντες, κατιόντες, σύζυγοι, πενθεροί και πενθεραί, και συγγενείς εκ πλαγίου μέχρι τετάρτου βαθμού εξ αίματος και δευτέρου εξ αγχιστείας, ληστού επικεκηρυγμένου δύναται να εκτοπισθώσιν από του μέρους ένθα κατοικούσιν ή διαμένουσιν εις οιονδήποτε μέρος του ελληνικού κράτους.
Επίσης δύναται να εκτοπισθώσι μετά την απότισιν της ποινής των και οι καταδικασθέντες επί παραβάσει των ανωτέρω άρθρ. 4, 5, 6 και 7 του ΤΟΔ΄ νόμου ως και, ανεξαρτήτως καταδίκης, οι εκ της διαγωγής αυτών ύποπτοι εις την δημοσίαν ασφάλειαν, οσάκις περί τούτου ήθελον εκ συμφώνου γνωμοδοτήσει η αρμοδία εισαγγελική και αστυνομική αρχή.
Άρθρον 22
(Η εκτόπισις διατάσσεται υπό του γενικού διοικητού. Πέντε ημέρας προ της εκτοπίσεως κοινοποιείται η διαταγή προς τους εκτοπιστέους, δια της αστυνομικής αρχής. παρελθούσης της προθεσμίας ταύτης πραγματοποιείται η εκτόπισις ανυπερθέτως, πλην αν εκλείψη εν τω μεταξύ ο λόγος της εκτοπίσεως. Ο εκτοπιστέος δύναται ν’ ανακόψη την διαταγήν ταύτην, ης εν τούτοις δεν αναστέλλεται η εκτέλεσις, ενώπιον παντός ειρηνοδίκου, προτείνων εν τη ανακοπή τον λόγον αυτής και τα προς απόδειξιν αυτού μέσα· ο ειρηνοδίκης διευθύνει την ανακοπήν άνευ ουδεμιάς αναβολής προς τον αρμόδιον εισαγγελέα μετά των αναγκαίων πληροφοριών.
Ο εισαγγελεύς οφείλει εντός 24 ωρών από της παραλαβής της ανακοπής να εκδώση τας απαιτουμένας κλήσεις προς τον ανακόπτοντα και τους προταθέντας τυχόν παρ’ αυτού μάρτυρας, ων ο αριθμός δεν δύναται να η ανώτερος των τριών, και εισάγει την υπόθεσιν ενώπιον του δικαστηρίου των πλημμελειοδικών εις την πρώτην τακτικήν ή και έκτακτον δι-

κάσιμον άμα τη παρελεύσει των νομίμων προθεσμιών.
Το δικαστήριον αποφασίζει επί της ανακοπής μετά συζήτησιν, καθ’ ην είναι παραδεκτόν παν μέσον αποδείξεως των ισχυρισμών του ανακόπτοντος. Η απόφασις εις ουδέν ένδικον μέσον υπόκειται).
Ήδη περί της εκτοπίσεως εφαρμόζεται το άρθρ. 19 του Ν.Δ. 19 Απρ. 1924 π. επιτροπών ασφαλείας (τ. 4).
Άρθρον τρίτον
Η ισχύς του παρόντος νόμου άρχεται από της δημοσιεύσεως αυτού εν τη Εφημερίδι της Κυβερνήσεως από της δημοσιεύσεως δε ταύτης εισίν εφαρμοστέαι και αι ως άνω περί εκτοπίσεως διατάξεις.

7. ΝΟΜΟΣ 1227
της 31 Μαρτ./4 Απρ. 1918
Περί επεκτάσεως των νόμων ΤΟΔ΄ κλπ. επί αδικημάτων στάσεως.
Άρθρον 1
Επί των δια τα αδικήματα της στάσεως των άρθρ. (172-180) του ποιν. νόμου και της στάσεως, ανυποταξίας και αντιστάσεως των άρθρ. 206-215 της στρ. ποιν. νομοθεσίας καταδιωκομένων κατά την διάρκειαν επιστρατεύσεως, ή πολέμου επεκτείνονται αι διατάξεις των ν. ΤΟΔ΄, ΥΙΕ΄ και ΩΞΗ΄ π. καταδιώξεως της ληστείας (8.Βγ.), συμπράττοντος ως προς την επικήρυξιν εν τη κατά το άρθρον 1 του ν. ΤΟΔ΄ εκθέσει του οικείου βασιλικού επιτρόπου, αντί του εισαγγελέως των πρωτοδικών, εφ’ όσον πρόκειται περί υποθέσεως υπαγομένης εις τας στρατιωτικάς δικαστικάς αρχάς.
Τα άρθρα 172-180 του παλαιού Ποιν. Νόμου αντιστοιχούν εις τα άρθρα 170-171 του νέου Ποιν. Κώδικος.
Άρθρον 2
Ο αρμόδιος αντιπρόσωπος της κυβερνήσεως, ή ο νομάρχης, δύναται να διατάξη την εκτόπισιν των ανιόντων, κατιόντων, συζύγου, αδελφών, πενθερού, πενθεράς και γυναικαδέλφου, κατά τους όρους του άρθρ. 4 του ν. 1013 της 1 Νοεμ. 1917 π. μεταρρυθμίσεως των αφορωσών την λιποταξίαν και ανυποταξίαν διατάξεων (8.Να.) εφαρμοζομένου κατά τούτο, αντί των σχετικών διατάξεων, του ΤΟΔ΄ νόμου.
Άρθρον 3
Αι διατάξεις του προηγουμένου άρθρου εφαρμόζονται και επί των τετελεσμένων ήδη αδικημάτων.
Η ισχύς του παρόντος άρθρου άρχεται από της εν τη Εφημερίδι της Κυβερνήσεως καταχωρίσεως αυτού.

8. ΝΟΜΟΘΕΤ.ΔΙΑΤΑΓΜΑ
της 8/9 Μαρτ. 1923
Περί συμπληρώσεως του άρθρ. 34 του ν. ΤΟΔ΄.
Τριμήνου ισχύος.

9. ΝΟΜΟΘΕΤ.ΔΙΑΤΑΓΜΑ
της 4/4 Μαΐου 1924
Περί τροποποιήσεως των περί συνεργείας ληστείας διατάξεων ποινικού νόμου και τροποποιήσεως του νόμου ΤΟΔ΄.
Άρθρον μόνον
Εις τους συνεργούς ληστείας, ως και τους ενόχους των κατά το άρθρ. 4, 5, 6 και 7 του ν. ΤΟΔ΄ περί καταδιώξεως της ληστείας πράξεων δύναται να επιβληθή η αυτή προς τους αυτουργούς ποινή.
Πάσα διάταξις αντικειμένη εις το παρόν Ν.Δ. καταργείται.
Η ισχύς του παρόντος άρχεται από της δημοσιεύσεως αυτού εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Βλ. και άρθρ. 467 νέου Ποιν. Κώδικος.

10. ΝΟΜΟΘΕΤ.ΔΙΑΤΑΓΜΑ
της 19/23 Αυγ. 1924
Περί αντικαταστάσεως του άρθρ. 34 του νόμου ΤΟΔ΄ του 1871 ως ετροποποιήθη υπό του νόμου ΥΙΕ΄ του 1871 ως συνεπληρώθη δια του από 8 Μαρτ. 1923 Ν.Δ/τος.
Κατηργήθη υπό του ν. 4203 (κατωτ. αρ. 19).

11. ΝΟΜΟΘΕΤ.ΔΙΑΤΑΓΜΑ
της 30/30 Σεπτ. 1924
Περί προσθήκης εις το από 19 Αυγ. ε.ε.Ν.Δ. περί αντικαταστάσεως του άρθρ. 34 του νόμου ΤΟΔ΄ του 1871, ως ετροποποιήθη υπό του νόμου ΥΙΕ΄ του 1871 ως συνεπληρώθη δια του από 8 Μαρτ. 1923 Ν.Δ.
Κατηργήθη υπό του ν. 4203 (κατωτ. αρ. 19) πλην των παρ. 2 και 3, αίτινες ισχύουσιν ως παρατίθενται εν τω ρηθέντι νόμω.

12. ΝΟΜΟΘΕΤ.ΔΙΑΤΑΓΜΑ
της 23 Μαΐου/2 Ιουν. 1925
Περί θέσεως εν ισχύϊ προσωρινώς καθ’ άπαν το Κράτος των νόμων περί καταδιώξεως της ληστείας.
(Δι’ εν έτος από 1 Ιουν. 1925-31 Μαΐου 1926).

13. ΝΟΜΟΘΕΤ.ΔΙΑΤΑΓΜΑ
της 14/17 Νοεμ. 1925
Περί αμνηστείας ληστών φονευόντων ληστήν.
Κατηργήθη υπό του ν. 4203 (κατωτ. αρ. 19).

14. ΝΟΜΟΘΕΤ.ΔΙΑΤΑΓΜΑ
της 11/11 Σεπτ. 1928
Περί διαδικασίας προς δίωξιν των αδικημάτων εκ των ν. ΤΟΔ΄ περί καταδιώξεως της ληστείας, του ν. ΓΩΛΣΤ΄ περί ζωοκλοπής και ζωοκτονίας, του ν. ΓπΜΔ΄ περί φυγοδικίας, ως μέχρι τούδε ετροποποιήθησαν και των άρθρων 321, 363-367, 368 και 369 του Ποιν. Νόμου.
Εκυρώθη υπό του Νόμου 4458 της 13/24 Ιαν. 1930 περί κυρώσεως του από 11 Σεπτ. 1928 Ν.Δ/τος περί διαδικασίας κλπ.
Ο ν. ΓπΜΔ΄ περί φυγοδικίας κατηργήθη. Προς δε τ’ ανωτέρω αναφερόμενα άρθρα του Ποιν. Νόμου αντιστοιχούν τα άρθρα 322 (αρπαγή), 380 (ληστεία) και 385 (εκβίασις) του νέου Ποινικού Κώδικος.
Σελ. 103
Άρθρα 1-2
(Αφεώρων ειδικάς διαδικαστικάς διατάξεις δια την δίωξιν των υπό των ανωτέρω νόμων προβλεπομένων αδικημάτων. Κατηργήθησαν υπό του άρθρ. 591 § στ΄ της νέας Ποιν. Δικονομίας).
Άρθρον 3
Δια την κατά των αδικημάτων τούτων ανάκρισιν δύναται ο υπουργός της Δικαιοσύνης να διορίζη εν εκάστη περιφερεία του πρωτοδικείου και ειδικούς ανακριτάς εκ των αντεισαγγελέων πρωτοδικών, πρωτοδικών και εμμίσθων δικαστικών παρέδρων, εξ όλων των παρά τοις δικαστηρίοις διορισμένων τοιούτων, οίτινες ασκούν τα ανακριτικά καθήκοντα παρ’ οιαδήποτε περιφερεία παραγγελθώσιν υπό του υπουργού της Δικαιοσύνης μετ’ απόσπασιν τούτων εν τη ειδική υπηρεσία υπό του ανωτάτου δικαστικού συμβουλίου δυναμένην να παραταθή και πλέον των εξ μηνών.
Προτάσει του υπουργού δύνανται να ανακαλώνται και αντικαθίστανται υπό άλλων υπό του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου.
Άρθρον 4
Οι ανακριταί τακτικοί ή ειδικοί δύνανται να ενεργώσιν ανακριτικάς πράξεις και αυτεπαγγέλτως άνευ της συμπράξεως άλλων κατά το άρθρον 72 και 183 Ποιν. Δικ. προσώπων, να εκδίδωσιν εντάλματα συλλήψεως ή κατασχετήρια άνευ ακροάσεως των εισαγγελέων και άνευ προηγουμένης κλητεύσεως, αναπληρούνται δε αμοιβαίως εν οιαδήποτε περιπτώσει κωλύματος.
Ο ανακριτής δύναται να καλή την εις τον τόπον ένθα ενεργεί χωροφυλακήν και στρατιωτικήν δύναμιν, όπως τω παράσχη πάσαν βοήθειαν και ενεργήση ό,τι ήθελε διαταχθή, άνευ της τηρήσεως ουδεμιάς διατυπώσεως, μη απαιτουμένου η κλήσις αύτη να γίνη ιεραρχικώς δια των προϊσταμένων αρχών.
Εις τ’ ανωτέρω αντιστοιχεί το άρθρον 241 της νέας Ποιν. Δικονομίας.
Άρθρα 5-12
(Κατηργήθησαν υπό του άρθρ. 591 § στ΄ της νέας Ποινικής Δικονομίας).
Άρθρον 13
(Προέβλεπε αύξησιν των ποινών του καταργηθέντος νόμου ΓπΜΔ΄ περί φυγοδικίας).
Άρθρον 14
(Τελική διάταξις).

15. ΝΟΜΟΣ 3730
της 29 Δεκ. 1928/3 Ιαν. 1929
Περί συμπληρώσεως του ν. ΤΟΔ΄ π. καταδιώξεως της ληστείας.
Άρθρον 1
Η ωρισμένη αμοιβή δια την κατάδειξιν, σύλληψιν, ή τον φόνον ληστού δίδεται και όταν ο ληστής συλληφθή ή φονευθή εν τη αλλοδαπή και υπό αλλοδαπών. Εις την περίπτωσιν ταύτην ο υπουργός των Εσωτερικών, δι’ αποφάσεώς του, ορίζει πενταμελή εξ ανωτέρων δικαστικών και διοικητικών υπαλλήλων επιτροπήν, ήτις δέον να γνωματεύση περί του τρόπου της διανομής της αμοιβής της καταδείξεως, της συλλήψεως, ή του φόνου

Σελ. 104

ληστού εις τον καταδείκτην ή καταδείκτας και τους συλλαβόντας ή φονεύσαντας τούτον ή οπωσδήποτε συντελέσαντας εις τούτο, συντασσομένου σχετικού πρωτοκόλλου.
Άρθρον 2
Οσάκις ο καταδείκτης του κρησφυγέτου ληστού ή ληστρικής συμμορίας δεν επιθυμεί να συνταχθή επ’ ονόματί του πρωτόκολλον καταδείξεως, τούτο συντάσσεται επ’ ονόματι του εις ον ανακοινούται η κατάδειξις. Επ’ ονόματι επίσης του ιδίου τούτου προσώπου εκδίδεται και εξοφλείται το ένταλμα και παρ’ αυτού λαμβάνει ο καταδείκτης την αμοιβήν.
Αι διατάξεις του παρόντος νόμου ισχύουσι και επί καταδείξεων, συλλήψεων ή φόνων ληστών γενομένων από 1 Ιαν. 1928.

16. ΝΟΜΟΣ 3996
της 25 Ιαν./28 Φεβρ. 1929
Περί συμπληρώσεως του ν. ΤΟΔ΄ 1871 π. καταδιώξεως της ληστείας.
Απολύτως όμοιος προς τον ν. 3730 (ανωτ. αρ. 15).

17. ΝΟΜΟΣ 4174
της 15/25 Ιουν. 1929
Περί επεκτάσεως των διατάξεων των ν. ΤΟΔ΄, ΥΙΕ΄ και ΩΞΗ΄ π. καταδιώξεως της ληστείας, ως ετροποποιήθησαν δια των τοιούτων 121 και 1322 και των άρθρ. 2 και 3 του από 17 Ιαν. 1913 Ν.Δ. π. μέτρων κατά της ζωοκλοπής και κατά προσώπων επιζημίων εις την δημοσίαν ασφάλειαν και επί των αδικημάτων του φόνου, αναιρέσεως και ζωοκλοπής των διαπραττομένων εν τη νήσω Κρήτη.
Ετησίας ισχύος, παραταθείς επί διετίαν δια του Β.Δ. 24 Αυγ./27 Σεπτ. 1932 π. παρατάσεως της ισχύος του ν. 4174 και υπό του ν. 4528 της 10/14 Απρ. 1930 π. παρατάσεως της ισχύος του ν. 4174 της 25 Ιουν. 1929.

18. ΝΟΜΟΣ 4201
της 18/22 Ιουλ. 1929
Περί πληρωμής αμοιβής επί εξοντώσει της ληστείας.
Άρθρον μόνον
Εις εξαιρετικάς περιπτώσεις, υπαγορευομένας υπό του συμφέροντος της δημοσίας ασφαλείας, ή ένεκεν αναληφθείσης υποχρεώσεως, ή και δια παρεμφερείς άλλους λόγους, η εκτίμησις των οποίων απόκειται εις την κρίσιν του υπουργού των Εσωτερικών, μετά σύμφωνον γνώμην της οικείας επιτροπής δημοσίας ασφαλείας, επιτρέπεται, κατόπιν ητιολογημένης αποφάσεως αυτού, όπως πληρώνηται εις τους δικαιούχους η επί τη καταδείξει του μέρους της αποκρύψεως, τη συλλήψει, ή του φόνου ληστού τινος ωρισμένη αμοιβή και αν έτι η προ της συλλήψεως ή του φόνου, ή της προσελεύσεως αυτού εκ-
δοθείσα περί καθορισμού της αμοιβής ταύτης απόφασις της αρμοδίας επιτροπής επί της δημοσίας ασφαλείας του οικείου νόμου ή το Π.Δ. δημοσιευθή εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως μετά την σύλληψιν, τον φόνον, ή την προσέλευσιν του ληστού.
Ο παρών νόμος ισχύει από της 25 Σεπτ. 1928.

19. ΝΟΜΟΣ 4203
της 16/20 Ιουλ. 1929
Περί καταργήσεως του Ν.Δ. της 19 Αυγ. 1924, του Ν.Δ. της 30 Σεπτ. 1924 και του Ν.Δ. της 14 Νοεμ. 1925.
Άρθρον μόνον.-Καταργούνται α) το Ν.Δ. της 19 Αυγ. 1924 περί αντικαταστάσεως του άρθρου 34 του Νόμ. ΤΟΔ΄/1871, ως ετροποποιήθη υπό του Νόμ. ΥΙΕ΄/1871, ως συνεπληρώθη δια του από 8 Μαρτ. 1923 Ν.Δ., β) το Ν.Δ. της 30 Σεπτ. 1924 περί προσθήκης εις το από 19 Αυγ. ε.ε.Ν.Δ/μα περί αντικαταστάσεως του άρθρ. 34 του Νόμ. ΤΟΔ΄/1871 κλπ. και γ) το Ν.Δ. της 14 Νοεμ. 1925 περί αμνηστείας ληστών φονευόντων ληστήν κλπ. παραμενουσών μόνον εν ισχύϊ των διατάξεων των παραγράφων δευτέρας και τρίτης του Ν.Δ. της 30 Σεπτ. 1924, τροποποιουμένων ως εξής:
(Ακολουθούν διατάξεις προσωρινής ισχύος).

20. ΝΟΜΟΣ 4575
της 26 Απρ./1 Μαΐου 1930
Περί χρηματικών αμοιβών δια την καταστολήν της ληστείας.
Άρθρον μόνον.-1.Αι περί καθορισμού χρηματικών αμοιβών δια την κατάδειξιν, σύλληψιν, ή τον φόνον επικεκηρυγμένων ληστών αποφάσεις των κατά το άρθρ. 2 εδ. 3 του Ν.Δ. της 19 Απρ. 1924 περί συστάσεως εν εκάστω νομώ επιτροπών επί της δημοσίας ασφαλείας (τ. 4) ισχύουν μετά την έγκρισιν αυτών δι’ αποφάσεως του Υπουργού επί των Εσωτερικών, δημοσιευομένης εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και εις τον ημερήσιον τύπον των περιφερειών ένθα δρώσιν οι επικηρυσσόμενοι λησταί.
2.Αι αυταί επιτροπαί καθορίζουν τα της κατανομής των χρηματικών αμοιβών εις τους συμφώνως προς τον νόμον και την επικήρυξιν δικαιουμένους τούτων. Αρμοδία επιτροπή της κατανομής είναι η επιτροπή του νομού εις την περιφέρειαν του οποίου εξοντώθησαν οι λησταί.
«Η αληθής έννοια της β΄ παραγράφου του μόνου άρθρου του Νόμ. 4575 είναι ότι αρμοδία επιτροπή δημοσίας ασφαλείας δια την κατανομήν χρηματικών αμοιβών είναι η υπό του νόμου τούτου οριζομένη, ανεξαρτήτως χρόνου καταδείξεως, προσελεύσεως, ή εξοντώσεως των δι’ ους αι αμοιβαί επικεκηρυγμένων ληστών.
Ο παρών νόμος ισχύσει από της δημοσιεύσεώς του». (Νόμ. 4798, κατωτ. αριθ. 21).
3.Η κατά το προηγούμενον εδάφιον απόφασις υπόκειται εις την έγκρισιν του Υπουργού επί των Εσωτερικών, δικαιουμένου και να μεταρρυθμίζη ταύτην κατ’ οικείαν κρίσιν.
4.Εάν δι’ οιονδήποτε λόγον η επιτροπή δημοσίας ασφαλείας κρίνη ότι δεν συντρέχουν αι νόμιμοι προϋποθέσεις καταδείξεως του ληστρικού κρησφυγέτου προς πληρωμήν του δι’ αυτήν ωρισμένου ποσού, ο Υπουργός των Εσωτερικών δύναται, μετά γνώμην ταύτης να εγκρίνη την διάθεσιν της αμοιβής καταδείξεως, εν όλω ή εν μέρει, είτε προς τους λαβόντας μέρος εις την σύλληψιν ή τον φόνον του ληστού είτε εις συγγενείς των κατά τον φόνον ή την σύλληψιν φονευθέντων ή συνεπεία τραυμάτων μετέπειτα αποθανόντων αξιωματικών ή οπλιτών της δημοσίας δυνάμεως.
5.Ο παρών νόμος ισχύει αναδρομικώς από της 14 Ιαν. 1930.

21. ΝΟΜΟΣ 4798
της 5/15 Ιουλ. 1930
Περί κατανομής χρηματικών αμοιβών καταδείξεως, συλλήψεως και εξοντώσεως ληστών γενομένων προ της 14 Ιαν. 1930.
Άρθρον μόνον.-Ερμηνεύεται η β΄ παράγραφος του άρθρου μόνου του Νόμ. 4575 (ανωτ. αριθ. 20).

22. ΝΟΜΟΘΕΤ.ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ’ αριθ. 876
της 11/29 Δεκ. 1941
Περί εκδικάσεως των αδικημάτων της ληστείας και των συναφών αδικημάτων παρά των Πενταμελών Εφετείων.
Άρθρον μόνον
Τα άρθρ. 10 και 11 του Ν.Δ. της 11/11 Φεβρ. 1928 κυρωθέντος δια του Νόμ. 4458 της 23/24 Ιαν. 1930 αντικαθίστανται ως ακολούθως:
Άρθρ.10.-«Η εκδίκασις των αδικημάτων των προβλεπομένων υπό των άρθρ. 2 μέχρι και 7 του Νόμ. ΤΟΔ΄ «περί καταδιώξεως της ληστείας», των άρθρ. 371, 374, 375, 321, 363-367, 368 παρ. 1 και 369 του Ποιν. Νόμου γίνεται υπό των Πενταμελών Εφετείων του Ψηφίσματος της 29 Δεκ. 1924 ως τούτο ετροποποιήθη δια μεταγενεστέρων Νόμων. Ο αρμόδιος Εισαγγελεύς δύναται προκειμένου περί των παραβάσεων του άρθρ. 4 του Νόμου ΤΟΔ΄ να εισαγάγη τας υποθέσεις προς εκδίκασιν ενώπιον του οικείου Πλημμελειοδικείου. Η εκδίκασις των λοιπών υπό του παρόντος Νόμου προβλεπομένων αδικημάτων γίνεται κατά τας κειμένας διατάξεις της Ποινικής Δικονομίας, μη αποκλειομένης και της παραπομπής τούτων λόγω συναφείας εις τα Πενταμελή Εφετεία.









(Αντί των σελ. 105(β)-106,03(δ) Σελ. 105(γ)
Κατά την εκδίκασιν των υπό του παρόντος προβλεπομένων αδικημάτων δεν απαιτούνται αι διατυπώσεις και προθεσμίαι των άρθρ. 193, 266, 460, 461 Ποινικής Δικονομίας και των άρθρ. 20-22 του Νόμου ΓπΜΔ΄ του 1911 «περί φυγοδικίας», πλην της κλήσεως του κατηγορουμένου προς εκδίκασιν εν η αναφέρεται το αδίκημα κατά τα εν άρθρ. 162 και 265 παρ. 1 και 2 της Ποιν. Δικονομίας οριζόμενα. Πάσα προς τους απόντας κατηγορουμένους κοινοποίησις γίνεται κατά τας διατάξεις του Νόμ. 1228, ουδεμιάς παρεχομένης άλλης προθεσμίας επεκτάσεως πλην της νομίμου. Η ανάκρισις επί πάντων των υπό του παρόντος άρθρου προβλεπομένων αδικημάτων γίνεται κατά τας διατάξεις του παρόντος Νόμου».
Άρθρ.11.-«Αι διατάξεις του Ψηφίσματος της 29 Δεκ. 1924 «περί ανακρίσεως και εκδικάσεως αδικημάτων τινων υπό των Εφετών έχουσιν εφαρμογήν και ως προς την ανάκρισιν και εκδίκασιν των υπό του παρόντος Νόμου προβλεπομένων αδικημάτων εφ’ όσον δεν αντίκεινται εις τας διατάξεις του παρόντος Νόμου».
Η ισχύς του παρόντος Νόμου Συντακτικού χαρακτήρος και περιεχομένου άρχεται δέκα ημέρας από της δημοσιεύσεώς του εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Το ανωτέρω Ν.Δ/μα εκυρώθη και διετηρήθη εν ισχύϊ δια της υπ’ αριθ. 170/1946 πράξεως του Υπουργ. Συμβουλίου.
Δια του άρθρ. 1 του Ψηφίσματος ΛΓ΄ της 17/29 Οκτ. 1947 προσετέθη άρθρον 20 εις το ψήφισμα Γ΄/1946 έχον ούτω:
«Άρθρ.20.-Τα δια του Ν.Δ. 876 του 1941 «περί εκδικάσεως των αδικημάτων της ληστείας κλπ. υπό των πενταμελών Εφετείων», επικυρουμένου δια του παρόντος, υπαχθέντα εις την αρμοδιότητα του κατά το Ψήφισμα της 16ης Δεκ. 1924 Εφετείου αδικήματα, εξακολουθούσιν υπαγόμενα εις το δικαστήριον τούτο μέχρι της 30 Σεπτ. 1948, ότε επανέρχεται εις την δικαιοδοσίαν των κατά τας κοινάς δικονομικάς διατάξεις αρμοδίων δικαστηρίων.
2.Η κατά την προηγούμενην παράγραφον προθεσμία δύναται να παραταθή επί εν εισέτι το πολύ έτος δια Β.Δ/τος εκδιδομένου μετ’ απόφασιν του Υπουργικού Συμβουλίου».
Επηκολούθησαν ο Α.Ν. 853/1948 κυρωθείς δια του Ψηφίσματος ΟΒ΄/1949 ως ακολούθως:





Σελ. 106(γ)
Τεύχος 590-Σελ. 2
23. ΨΗΦΙΣΜΑ ΟΒ΄
της 16 Σεπτ./5 Οκτ. 1949
Περί κυρώσεως του υπ’ αριθ. 853/48 Α. Νόμου «περί παρατάσεως της αρμοδιότητος των Εφετείων προς εκδίκασιν ωρισμένων αδικημάτων και άλλων τινων διατάξεων.
Άρθρον πρώτον.-Κυρούται ο υπ’ αριθ. 853/1948 Α. Νόμος «περί παρατάσεως της αρμοδιότητος των Εφετείων προς εκδίκασιν ωρισμένων αδικημάτων και άλλων τινων διατάξεων» δημοσιευθείς εις το υπ’ αριθ. 330 (τεύχος Α΄) της 30.12.48 Φ.Ε.Κ. ούτινος το κείμενον έχει ούτω:
Το ανωτέρω Ψήφισμα διετηρήθη εν ισχύϊ, όσον αφορά μόνον την υπό τούτου κύρωσιν του άρθρ. 1 του κατωτέρω Α.Ν. 853/1948 και μετά την λήξιν της ισχύος του Ψηφίσματος της 16/29 Απρ. 1952 (τόμ. 1Α σελ. 233) δια του εδαφ. γ΄ του άρθρ. 2 Νόμ. 233/1975 (τόμ. 1Α σελ. 236,03).

23α. ΑΝΑΓΚ.ΝΟΜΟΣ υπ’ αριθ. 853
της 23/30 Δεκ. 1948
Περί παρατάσεως της αρμοδιότητος των Εφετείων προς εκδίκασιν ωρισμένων αδικημάτων και άλλων τινών διατάξεων.
Άρθρ.1.-Τα δια του Ν.Δ. 876 του 1941 «περί εκδικάσεως των αδικημάτων της ληστείας κλπ. υπό των Πενταμελών Εφετείων» κυρωθέντος δια του ΛΓ΄ του 1947 Ψηφίσματος υπαχθέντα εις την αρμοδιότητα του κατά το Ψήφισμα της 16 Δεκ. 1924 Εφετείου αδικήματα, εξακολουθούσιν υπαγόμενα εις το δικαστήριον τούτο.
Άρθρ.2-4.(Προσωρινής ισχύος).
Άρθρον δεύτερον.-Η ισχύς του παρόντος άρχεται από της δημοσιεύσεως αυτού εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

24. ΒΑΣΙΛΙΚΟΝ ΔΙΑΤΑΓΜΑ
της 25/30 Σεπτ. 1952
Περί θέσεως προσωρινώς εν ισχύϊ καθ’ άπασαν την Επικράτειαν των Νόμων «περί καταδιώξεως της ληστείας».
Ετησίας ισχύος, εξεδόθησαν εν συνεχεία διατάγματα ετησίας ισχύος και τελευταίον το Β.Δ. 423 της 21/31 Ιουλ. 1963 (ΦΕΚ Α΄ 121) λήξεως 30 Ιουλ. 1964.



ΘΕΜΑ
δ

Ναρκωτικά
1. ΝΟΜΟΘΕΤ. ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ’ αριθ. 3084
της 6/11 Οκτ. 1954
Περί τιμωρίας των παραβατών των Νόμων περί ναρκωτικών και μεταχειρίσεως των τοξικομανών.
(Κατηργήθη δια του άρθρ. 19 του κατωτ. Ν.Δ. 743/1970).

2. ΝΟΜΟΘΕΤ.ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ’ αριθ. 743
της 1/10 Δεκ. 1970 (ΦΕΚ Α΄ 263)
Περί τιμωρίας των παραβατών των νόμων περί ναρκωτικών και ουσιών προκαλουσών τοξικομανίαν ή εξάρτησιν του ατόμου, ως και περί μεταχειρίσεως των τοξικομανών εν γένει.
Παρατίθεται εν τόμω 34Β σελ. 844,07 όπου η όλη νομοθεσία περί Ναρκωτικών.





















































(Αντί των σελ. 106,21(γ)-106,308) Σελ. 106,21(δ)
Τεύχος 501-Σελ. 1
ΘΕΜΑ
ε

Φυγοδικία
1. ΝΟΜΟΣ ΓπΜΔ΄
της 2 Δεκ. 1911/5 Ιαν. 1912 (ΦΕΚ Α΄ 4)
Περί φυγοδικίας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α΄
Ποιναί κατά της φυγοδικίας
Άρθρ.1.-«Όστις, επί κακουργήματι κατηγορούμενος, σκοπών να απειθήση προς την Αρχήν, δεν προσέλθη ή δεν συλληφθή εντός μηνός από της κατά το άρθρ. 20 του παρόντος Νόμου δημοσιεύσεως του διατάσσοντος την σύλληψίν του παραπεμπτικού βουλεύματος, τιμωρείται επί φυγοδικία.
1.Εάν κατεδικάσθη δια την κυρίαν πράξιν, η δε φυγοδικία δεν παρετάθη πλέον του έτους δια φυλακίσεως ισοχρόνου προς το της φυγοδικίας διάστημα, μη δυναμένης όμως να υπερβή τους εξ μήνας, άλλως δια φυλακίσεως τουλάχιστον εξ μηνών μέχρις ενός έτους».
Η παρ. 1 ετροποποιήθη ως άνω δια του άρθρ. 1 Νόμ. 2072 της 4/9 Μαρτ. 1920.
2.Εάν, διαρκούσης της φυγοδικίας, κατέστη ένοχος πλημμελήματος, δια φυλακίσεως τουλάχιστον ενός έτους, εάν δε κακουργήματος, δια φυλακίσεως δύο ετών, κατ’ ελάχιστον όρον.
Αι ποιναί αύται μετριάζονται εις το ήμισυ εάν ο φυγόδικος προσέλθη αυθορμήτως εις την δημοσίαν Αρχήν.
Άρθρ.2.-Εάν ενωθώσι δύο ή πλείονες φυγόδικοι, τιμωρούνται δια φυλακίσεως τουλάχιστον δύο ετών, εάν, κατά τας διατάξεις των άρθρ. 57-62 και 66-69 του Ποινικού Νόμου δεν καταγινώσκηται βαρυτέρα ποινή.
Η διάταξις αύτη δεν εφαρμόζεται κατά του αυθορμήτως προσελθόντος εις την δημοσίαν Αρχή φυγοδίκου.
Άρθρ.3.-(Κατηργήθη δια του άρθρ. 473 παρ. 5 του νέου Ποιν. Κώδικος).
Άρθρ.4.-Εάν ο φυγοδικών παραπέμφθη εις το κακουργιοδικείον και κατεδικάσθη επί τη πράξει δι’ ην εφυγοδίκει, το δικαστήριον των συνέδρων αποφαίνεται περί της φυγοδικίας.
Εάν ο φυγοδικών παρεπέμφθη εις το κακουργιοδικείον επί πράξει, διαρκούσης της φυγοδικίας τελεσθείση, το δικαστήριον των συνέδρων αποφαίνεται περί της φυγοδικίας οιαδήποτε· και αν είναι η ετυμηγορία των ενόρκων και πάντοτε μετά την ετυμηγορίαν ταύτην».
Το άρθρ. 4 ετροποποιήθη ως άνω δια του άρθρ. 2 Νόμ. 2072/1920 Βλ. και παρ. 3 άρθρ. 128 Κώδικος Ποιν. Δικονομίας, τόμ. 9 σελ. 43).
Άρθρ.5.-(Εάν ο φυγοδικών κατεδικάσθη επί τη πράξει δι’ ην εφυγοδίκει ή τη πράξει δι’ ην παρεπέμφθη ως διαπραχθείση παρ’ αυτού διαρκούσης της φυγοδικίας, η ποινή η καταγινωσκομένη δια την φυγοδικίαν, κατά τα προηγούμενα άρθρα, αποτείνεται μετά την λήξιν της δια την κυρίαν πράξιν επιβληθείσης).
Δια του άρθρ. 473 παρ. 1 του Ποιν. Κώδ. κατηργήθη η ανωτέρω διάταξις, διετηρήθη δε μόνον δια την περίπτωσιν αποδράσεως δυνάμει του άρθρ. 173 Ποιν. Κώδ. Εις τας λοιπάς περιπτώσεις φυγοδικίας εφαρμόζονται τα άρθρ. 94 και επ. Ποιν. Κωδ.
Άρθρ.6.-Απαλλάσσεται της ποινής της φυγοδικίας ο φυγόδικος όστις συνέλαβε και παρέδωκεν εις τας Αρχάς φυγόδικον διαπράξαντα φόνον ή αναίρεσιν.
Άρθρ.7.-Όστις, εκτός των υπό του άρθρ. 76 του Ποινικού Νόμου οριζομένων προσώπων, εν γνώσει τροφοδοτεί, ή δέχεται εις την οικίαν του, κρύπτει φυγόδικον, ή οπωσδήποτε διευκολύνει την απόκρυψιν ή δραπέτευσιν του φυγοδίκου τιμωρείται δια φυλακίσεως ενός μέχρι (εξ) μηνών, εάν ο φυγόδικος υπάγηται εις την κατηγορίαν του άρθρ. 1 στοιχ. α΄, άλλως με φυλάκισιν τουλάχιστον εξ μηνών.
Άρθρ.8.-Όστις αναγγέλλει αμέσως ή εμμέσως προς φυγόδικον τα προς σύλληψίν του λαμβανόμενα υπό της Αρχής μέτρα, εάν πρόκειται περί φυγοδίκου υπαγομένου εις την κατηγορίαν του άρθρ. 1 στοιχ. α΄, τιμωρείται δια φυλακίσεως 1-(6) μηνών, άλλως δια φυλακίσεως τουλάχιστον τριών μηνών.









(Μετά την σελ. 106,24) Σελ. 106,41
194-17
Άρθρ.9.-Δημόσιοι ή δημοτικοί υπάλληλοι και υπηρέται τιμωρούνται ως συνεργοί φυγοδικίας εις τας περιπτώσεις του προηγουμένου άρθρου ή αν παρέλιπον να καταδείξωσιν αμέσως εις τας αρμοδίας Αρχάς τον τόπον της διατριβής φυγοδίκου.
Αι ποιναί των άρθρ. 7-9 εδιπλασιάσθησαν δια του άρθρ. 13 Ν.Δ. 11/11 Σεπτ. 1928 κυρωθέντος δια του Νόμ. 4458/1930.
Άρθρ.10.-(Κατηργήθη δια του άρθρ. 473 παρ. 5 του νέου Ποιν. Κώδικος).
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β΄
Ποιναί και αμοιβαί επί καταδείξει
ή συλλήψει φυγοδίκων
Άρθρ.11.-Ο καταδεικνύων τον τόπον της διατριβής φυγοδίκου, διατελούντος εν φυγοδικία πλέον των δύο ετών ή κατηγορουμένου επί αναιρέσει ή φόνω, διαπραχθέντι προ της φυγοδικίας ή κατ’ αυτήν, διατελούντος δ’ εν φυγοδικία πλέον του ενός μηνός, λαμβάνει αμοιβήν δραχ. 200, εάν ένεκα της καταδείξεως κατωρθώθη η σύλληψίς του.
Άρθρ.12.-Ο συλλαβών και παραδούς εις την Αρχήν φυγόδικον κατηγορούμενον επί αναιρέσει ή φόνω διαπραχθέντι προ της φυγοδικίας ή κατ’ αυτήν, διατελούντα δε εν φυγοδικία πλέον του ενός μηνός, λαμβάνει αμοιβήν δραχ. 400.
Άρθρ.13.-Ο πολίτης, όστις, προσκαλούμενος, παρέχει την συνδρομήν του εις την Αρχήν ή τους υπηρέτας αυτής προς καταδίωξιν και σύλληψιν φυγοδίκου, εάν ετραυματίσθη υπό φυγοδίκου, λαμβάνει παρά του Δημοσίου αποζημίωσιν δραχ. 100-500, εάν όμως εκ του τραύματος κατέστη ισοβίως ανίκανος προς εργασίαν, λαμβάνει εκ του δημοσίου ταμείου σύνταξιν μηνιαίαν δραχ. 50, εάν είναι έγγαμος, άλλως εκ δραχ. 30. Η σύνταξις εγγάμου μεταβαίνει εις την χήραν και τα ορφανά, κατά τας διατάξεις του Νόμου περί συντάξεως των πολιτικών υπαλλήλων, η δε του αγάμου εις τους γονείς, ή μη υπαρχόντων τοιούτων, εις τας αγάμους αδελφάς ή τους ανηλίκους αδελφούς του.
Τα περί συντάξεως εφαρμόζονται και εις τους υπαξιωματικούς και στρατιώτας, χωροφύλακας και υπαξιωματικούς της χωροφυλακής, αγροφύλακας και δασοφύλακας.
Άρθρ.14.-Αι διατάξεις του προηγουμένου άρθρου και κατά τας εν αυτώ διακρίσεις εφαρμόζονται και εν η περιπτώσει ήθελε φονευθή εν συμπλοκή μετά φυγοδίκων πολίτης ή τις των εν τω εδαφίω δευτέρω ανδρών της δημοσίας δυνάμεως.
Τα θήλεα προικίζονται προσέτι παρά του δημοσίου ταμείου δια δραχ. 500, πληρωνομένων μετά την τέλεσιν του γάμου.

Σελ. 106,42
194-18

Άρθρ.15.-Επίσης εφαρμόζονται αι διατάξεις των άρθρ. 13 και 14 και κατά τας εν αυτοίς διακρίσεις, αν ετραυματίσθη ή εφονεύθη ο κατά το άρθρ. 11 καταδείξας τον τόπον της διατριβής φυγοδίκου, εάν τα τραύματα ή ο φόνος επήλθον ένεκα της καταδείξεως.
Αι αμοιβαί των άρθρ. 11-15 οκταπλασιάσθησαν δια του άρθρ. 13 Ν.Δ. της 11/11 Σεπτ. 1928 (ΦΕΚ Α΄ 185).
Άρθρ.16.-Εν απουσία της στρατιωτικής Αρχής, ο δήμαρχος οφείλει να λαμβάνη τα προς καταδίωξιν πρόσφορα μέτρα, ειδοποιών αμελητί και τας πλησιεστέρας στρατιωτικάς αστυνομίας και διοικητικάς Αρχάς άλλως τιμωρείται κατά τας διατάξεις του επομένου άρθρου.
Άρθρ.17.-Διοικητικοί, στρατιωτικοί και δημοτικοί υπάλληλοι ή υπηρέται, επιτετραμμένοι την καταδίωξιν της φυγοδικίας ή, προσκαλούμενοι αρμοδίως εις ενέργειαν μέτρων αναγομένων εις την καταδίωξιν, εάν αμελήσωσι την εκπλήρωσιν των καθηκόντων των, τιμωρούνται υπό του δικαστηρίου των πλημμελειοδικών με φυλάκισιν τουλάχιστον (ενός) μηνός.
Αι ποιναί των άρθρ. 16 και 17 εδιπλασιάσθησαν δια του άρθρ. 13 Ν.Δ. 11/11 Σεπτ. 1928 κυρωθέντος δια του Νόμ. 4458/1930.
Άρθρ.18.-Η καταδίκη των εν τοις άρθρ. 9, 16 και 17 υπαλλήλων συνεπάγεται αυτοδικαίως δια μεν τους πολιτικούς την από της υπηρεσίας έκπτωσιν και την πρόσκαιρον ανικανότητα προς ανάκτησιν αρχής ή άλλης δημοσίας υπηρεσίας επί εν έτος, δια δε τους αξιωματικούς την επί έτος μετάθεσιν εις αργίαν δι’ απολύσεως εκ της θέσεως. Εις τας αυτάς ως άνω περιπτώσεις οι μεν πολιτικοί υπηρέται παύονται αυτοδικαίως της υπηρεσίας, μη δυνάμενοι ν’ αναλάβωσι τοιαύτην προ της παρελεύσεως έτους, οι δε υπαξιωματικοί εκπίπτουσι του βαθμού των, υποχρεούμενοι να υπηρετήσωσιν ως στρατιώται το υπόλοιπον της θητείας των.
Άρθρ.19.-Δια Β.Δ/τος κανονίζονται τα αφορώντα εις την βεβαίωσιν του δικαιώματος της αμοιβής, της συντάξεως ή προικίσεως, και εις την διανομήν της αμοιβής, αν είναι πλείονες οι δικαιούχοι.






ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ΄
Διαδικασία των φυγοδίκων επί κακουργήματι
μετά την έκδοσιν του παραπεμπτικού
βουλεύματος κ.λ.π.
Άρθρ.20-27(Αντικατεστάθησαν δια των διατάξεων των άρθρ. 432-435 του νέου Κωδ. Ποιν. Δικον.).
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ΄
Περί των ερήμην καταδικασθέντων και
των αποδράντων εκ των φυλακών
Άρθρ.28.-Ο ερήμην καταδικασθείς, κατά τα προηγούμενα άρθρα, διατελεί εν φυγοδικία, οιαδήποτε και αν είναι η επιβληθείσα ποινή και εξακολουθεί υπαγόμενος εις τας διατάξεις του Νόμου τούτου.
Άρθρ.29.-Εν φυγοδικία διατελούσι και υπάγονται ωσαύτως εις τας διατάξεις του Νόμου τούτου.
α)Ο ερήμην επί πλημμελήματι εις φυλάκισιν τουλάχιστον εξ μηνών καταδικασθείς, μετά τριάκοντα ημέρας αφ’ ης κατέστη τελεσίδικος, κατά τας διατάξεις της ποιν. δικονομίας, η απόφασις, και
β)(Προστεθέν δια του άρθρ. 3 Νόμ. 2072/1920, αντικατεστάθη δια του άρθρ. 9 Νόμ. 3090/1924 και κατηργήθη δια του άρθρ. 473 εδάφ. 13 Ποιν. Κωδ. Ήδη δια τους αποδράντας ισχύει το άρθρ. 173 Ποιν. Κωδ.).
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε΄
Ειδικαί διατάξεις
Άρθρ.30.-(Μεταβατικαί διατάξεις).
Άρθρ.31.-Ο παρών Νόμος δεν έχει εφαρμογήν επί των πολιτικών αδικημάτων και των του τύπου.
Πάσα διάταξις αντικειμένη εις τον Νόμον τούτον καταργείται.

2. ΒΑΣΙΛΙΚΟΝ ΔΙΑΤΑΓΜΑ
της 31 Μαρτ./16 Μαΐου 1913 (ΦΕΚ Α΄96)
Περί κανονισμού των αφορώντων εις την βεβαίωσιν του δικαιώματος της αμοιβής κλπ. επί τη καταδείξει ή συλλήψει φυγοδίκων.
Έχοντες υπ’ όψει το άρθρ. 19 του περί φυγοδικίας ΓπΜΔ΄ Νόμου, προτάσει του Ημετέρου επί της Δικαιοσύνης Υπουργού, απεφασίσαμεν και διατάσσομεν.
Άρθρ.1.-Αι επί τη καταδείξει ή συλλήψει φυγοδίκων αμοιβαί καταβάλλονται εκ του δημοσίου ταμείου, εκδιδομένων των προς τούτο χρηματικών ενταλμάτων παρά του Υπουργείου επί της Δικαιοσύνης επί τη βεβαιώσει των γεγονότων τούτων κατά τας εφεξής διατάξεις.
Άρθρ.2.-Πάσα αρμοδία πολιτική ή στρατιωτική αρχή, προς ην καταδείκνυται ο τόπος της διατριβής φυγοδίκου τινός, υπαγομένου εις τας περιπτώσεις του άρθρ. 11 του Νόμου, οφείλει να συντάξη αμέσως έκθεσιν σύντομον δηλούσαν το όνομα και επώνυμον του καταδείκτου, καθώς και την ονοματεπωνυμίαν του φυγοδίκου· την έκθεσιν ταύτην, υπογεγραμμένην παρ’ αυτής και του καταδείκτου, αποστέλλει αμέσως προς τον παρά Πλημμελειοδίκαις Εισαγγελέα, εν τη περιφερεία του οποίου διαιτάται ο φυγόδικος. Άμα τη επιτεύξει της συλλήψεως, ένεκα της καταδείξεως, συντάσσεται έκθεσις, επιβεβαιωτική της ταυτότητος του συλληφθέντος φυγοδίκου παρά του ενεργήσαντος την σύλληψιν και του δημάρχου του τόπου της συλλήψεως επί δήμων, του προέδρου του κοινοτικού συμβουλίου, επί κοινοτήτων.
Αποστέλλεται δ’ είτα ο συλληφθείς μετά της συνταχθείσης εκθέσεως ταυτότητος εις τον Εισαγγελέα, συντασσομένου περί της εις αυτόν παραδόσεως πρωτοκόλλου υπογραφομένου παρά του Εισαγγελέως και του παραδώσαντος τον φυγόδικον.
Άρθρ.3.-Εν τη περιπτώσει του άρθρ. 12 του Νόμου ο συλληφθείς προσάγεται εις την εισαγγελικήν αρχήν ή εις την κατά τόπους αρμοδίαν πολιτικήν ή στρατιωτικήν αρχήν· συντάσσεται δε περί τούτου πρωτόκολλον υπογραφόμενον παρά της αρχής ταύτης και του παραδώσαντος. Αφού δε εξακριβωθή η ταυτότης του συλληφθέντος, συντασσομένης περί τούτου εκθέσεως κατά τα εν τω προηγουμένω άρθρω, ο συλληφθείς αποστέλλεται τη μερίμνη της αρχής προς ην παρεδόθη και δια της στρατιωτικής δυνάμεως, εις τον παρά Πλημμελειοδίκαις Εισαγγελέα· εις τον ίδιον αποστέλλεται η έκθεσις παραδόσεως και η έκθεσις ταυτότητος.
Περί της παραδόσεως εις τον Εισαγγελέα του συλληφθέντος συντάσσεται επίσης έκθεσις υπογραφομένη παρά του Εισαγγελέως και του παραδώσαντος.
Άρθρ.4.-Εάν κατά την καταδίωξιν και σύλληψιν φυγοδίκου τραυματισθή ή φονευθή πολίτης παρέχων επί τούτω την συνδρομήν αυτού ή τις των ανδρών της δημοσίας δυνάμεως των εν άρθρ. 13 και 14 του Νόμου αναφερομένων ή ο καταδείξας τραυματισθή ή φονευθή κατά την περίπτωσιν του άρθρ. 15 του Νόμου, ο διευθύνων την καταδίωξιν συντάσσει λεπτομερήν έκθεσιν περί των λαβόντων χώραν και ειδοποιεί τον Εισαγγελέα, όστις μεριμνά ίνα επιβεβαιωθώσι δι’ ανακριτικής ενεργείας και δι’ ιατρικής εκθέσεως τα του τραυματισμού ή του επελθόντος θανάτου. Εάν ο τραυματισθείς κατέστη ισοβίως ανίκανος προς εργασίαν, εκτός της ούτω συνταχθείσης ιατρικής εκθέσεως, συντάσσεται βραδύτερον παρά δύο τουλάχιστον ιατρών εν δέοντι χρόνω

(Μετά την σελ. 106,42) Σελ. 106,43
194-19
και νέα τοιαύτη ένορκος επιβεβαιωτική της καταστάσεως της ισοβίου ανικανότητος.
Άρθρ.5.-Αι ως άνω εκθέσεις περί καταδείξεως, συλλήψεως και ταυτότητος του φυγοδίκου, ως και αι ιατρικαί εκθέσεις κατά τας σχετικάς περιπτώσεις, συγκεντρούνται παρά τω παρά Πλημμελειοδίκαις Εισαγγελεί, όστις υποβάλλει ταύτας μετά του συνταχθέντος πρωτοκόλλου της προς αυτόν παραδόσεως του φυγοδίκου εις το επί της Δικαιοσύνης Υπουργείον, συνοδεύων την υποβολήν και δι’ ιδίας εκθέσεως λεπτομερούς, δι’ ης βεβαιούνται ότι η σύλληψις υπήρξεν αποτέλεσμα της καταδείξεως ή εγένετο απ’ ευθείας παρά προσώπου δικαιουμένου επί τούτω εις αμοιβήν, εφ’ όσον πρόκειται περί τινος των περιπτώσεων των άρθρ. 11, 12 και 15, ότι ο φυγόδικος υπήγετο εις τους όρους των άρθρων τούτων. Επικυρούνται ωσαύτως τα βεβαιωθέντα δια των ιατρικών εκθέσεων και η περίπτωσις ότι ο τραυματισμός ή φόνος επήλθε κατά την καταδίωξιν και σύλληψιν του φυγοδίκου, εν δε τη περιπτώσει του άρθρ. 15 του Νόμου ένεκα της καταδείξεως. Συνυποβάλλονται δε εις το Υπουργείον και αντίγραφα των δικαστικών πράξεων, εκ των οποίων βεβαιούται η ύπαρξις των όρων των άρθρ. 11 και 12, τη μερίμνη του Εισαγγελέως, εις ον ο συλληφθείς παρεδόθη.
Πάντα τ’ ανωτέρω έγγραφα, εκθέσεις και λαμβανόμενα αντίγραφα αποτελούσι τα δικαιολογητικά του εκδοθησομένου χρηματικού εντάλματος. Ειδικώτερον δε:
Ι.Εις την περίπτωσιν του άρθρ. 11 του Νόμου η έκθεσις καταδείξεως, η έκθεσις ταυτότητος του φυγοδίκου, τα αντίγραφα των δικαστικών πράξεων, εξ ων προκύπτει ότι υπήγετο ο φυγόδικος εις τας εν τω άρθρω τούτω περιπτώσεις, η έκθεσις παραδόσεως εις τον Εισαγγελέα του φυγοδίκου και η έκθεσις του Εισαγγελέως η επιβεβαιούσα τα επικαλούμενα γεγονότα και ότι η σύλληψις υπήρξεν αποτέλεσμα της καταδείξεως.
ΙΙ.Εις την περίπτωσιν του άρθρ. 12 το πρωτόκολλον της παραδόσεως του συλληφθέντος φυγοδίκου εις την αρμοδίαν πολιτικήν ή στρατιωτικήν ή εις την εισαγγελικήν αρχήν, η έκθεσις ταυτότητος του φυγοδίκου, αι επιβεβαιούσαι τους όρους του άρθρου τούτου δικαστικαί πράξεις και η έκθεσις του Εισαγγελέως.
ΙΙΙ.Εις την περίπτωσιν των άρθρ. 13 και 14 η έκθεσις του διευθύνοντος την καταδίωξιν, αι ιατρικαί εκθέσεις και η επιβεβαιούσα τα επικαλούμενα γεγονότα έκθεσις του Εισαγγελέως.
IV.Εις την περίπτωσιν του άρθρ. 15 η έκθεσις της καταδείξεως, αι ιατρικαί εκθέσεις, αι δικαστικαί πράξεις, εξ ων βεβαιούνται οι όροι του άρθρ. 11 του Νόμου, η έκθεσις του διευθύνοντος την καταδίωξιν και η έκθεσις του Εισαγγελέως επιβεβαιωτική των επικαλουμένων περιπτώσεων και του γεγονότος ότι τα τραύματα ή ο φόνος επήλθον ένεκα της καταδείξεως.
Σελ. 106,44
194-20

Άρθρ.6.-Αι υπό του άρθρ. 13 του Νόμου προβλεπόμεναι περιπτώσεις συγγενείας βεβαιούνται δια των νομίμων πιστοποιήσεων κατά τα οριζόμενα δια του Νόμου περί συντάξεων των πολιτικών υπαλλήλων.
Άρθρ.7.-Εάν πλείονες του ενός κατέδειξαν τον τόπον της διατριβής του συλληφθέντος φυγοδίκου ή συνέλαβον και παρέδωκαν εις την αρχήν φυγόδικον, η αμοιβή κατανέμεται μεταξύ αυτών κατ’ ίσα μερίδια, βεβαιουμένων των γεγονότων τούτων κατά τας αυτάς ως άνω διατάξεις.
Άρθρ.8.-Οι προ της εκδόσεως του Δ/τος τούτου αποκτήσαντες δικαίωμα προς αμοιβήν κατά τας διατάξεις του Νόμου, υποβάλλουσι την περί τούτου αίτησιν μετά των αποδεικτικών του δικαιώματος αυτών εγγράφων εις τον παρά Πλημμελειοδίκαις Εισαγγελέα του τόπου της συλλήψεως, όστις αφού εξακριβώση τα γεγονότα της αιτήσεως, υποβάλλει τα συγκεντρωθέντα αποδεικτικά στοιχεία μετά της γνώμης αυτού προς το επί της Δικαιοσύνης Υπουργείον δια την έκδοσιν του προσήκοντος εντάλματος.
Το Υπουργείον της Δικαιοσύνης παραπέμπει τα έγγραφα εις το Νομικόν Συμβούλιον, όπερ γνωμοδοτεί κατά τους προς κατάρτισιν συμβιβασμού επί υποθέσεων του Δημοσίου νομίμους όρους, εάν ευρίσκη βεβαιωμένην την απαίτησιν.
Κατά πάσαν άλλην περίπτωσιν οι έχοντες τοιαύτας αξιώσεις δέον να επιδιώξωσι την αναγνώρισιν αυτών δια της δικαστικής οδού.
Ο αυτός Υπουργός δημοσιεύσει και εκτελέσει το Δ/μα τούτο.


3. Νόμος 2072
της 4/9 Μαρτ. 1920
Περί τροποποιήσεως του Νόμ. ΓπΜΔ΄ περί φυγοδικίας.





ΘΕΜΑ
ζ

Ψευδής βεβαίωση ενώπιον Αρχής
1. ΝΟΜΟΘΕΤ.ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ’ αριθ. 105
της 13/17 Φεβρ. 1969 (ΦΕΚ Α΄ 28)
Περί ατομικής ευθύνης του δηλούντος ή βεβαιούντος.
Καταργήθηκε από την περίπτ. γ΄ άρθρ. 26 Νόμ. 1599/10-11 Ιουν. 1986 (ΦΕΚ Α΄ 75), (τόμ. 1 σελ. 116,26). Ο νέος τύπος της υπεύθυνης δήλωσης που ορίζεται στο άρθρ. 8 του άνω Νόμ. 1599/86 θα καθορισθεί με κοινή απόφαση των Υπουργών της Προεδρίας της Κυβέρνησης και Οικονομικών, μέχρι δε την κυκλοφορία των νέων έντυπων δηλώσεων θα εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται οι δηλώσεις-βεβαιώσεις του ν.δ. 105/1969.

Δεν υπάρχουν σχόλια: