15 ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β΄. Περί παροχής ευεργετημάτων εις αυθορμήτως προσερχομένους συμμορίτας.

-538-

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β΄.
Περί παροχής ευεργετημάτων εις αυθορμήτως
προσερχομένους συμμορίτας.
Άρθρον 7.
«1.Όσοι εκ των στασιαστικώς ή εκνόμως, μεμονωμένως ή καθ’ ομάδας και καθ’ οιονδήποτε τρόπον, δρασάντων εμφανισθώσιν αυθορμήτως εντός δύο μηνών από της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος (τροποποιητικού) Νόμου εις την πλησιεστέραν Δικαστικήν, Στρατιωτικήν ή Αστυνομικήν Αρχήν και αφοπλισθώσιν, εφ’ όσον οπλοφορούν, απολαύουν των ευεργετημάτων του επομένου άρθρου δια τα παρ’ αυτών πραχθέντα μέχρι της 1ης Νοεμβρίου 1951 αδικήματα, τα προβλεπόμενα υπό της Σ.Π. 19/1945, του Α.Ν. 353/45, του Ψηφίσματος Γ/46 του Α.Ν. 509/1947 και του Νόμου ΤΟΔ/1871, δι’ αδικήματα τελεσθέντα δια του τύπου, ως και δια παν αδίκημα πραχθέν από 27 Απριλίου 1941 μέχρι της 1ης Νοεμβρίου 1951 και έχον οιανδήποτε σχέσιν με την δράσιν του ΕΑΜ, ΕΛΑΣ, ΚΚΕ και των παραφυάδων αυτού και αν έτι το αδίκημα τούτο έχει χαρακτηρισθή ως παράβασις της 6/45 Συντακτικής Πράξεως του άρθρου 380 του Ν.Π.Κ. ή ετέρας τινός διατάξεως του προϊσχύσαντος Π.Ν. ή του Ν.Π.Κ. ως και των ειδικών ποινικών νόμων εξαιρέσει των αδικημάτων του Α.Ν. 375/1936. Των ευεργετημάτων του επομένου άρθρου και υπό τας ανωτέρω προϋποθέσεις απολαύουν και οι ανήκοντες εις την δύναμιν των ΜΕΑ, ΜΑΥ, ΜΑΔ και των τούτοις ομοίων δι’ αδικήματα τελεσθέντα μέχρι της 1ης Νοεμβρίου 1951 και έχοντα οιανδήποτε σχέσιν με τον αντισυμμοριακόν αγώνα και εν γένει την καταστολήν της δράσεως του ΕΑΜ, ΕΛΑΣ, ΚΚΕ και των παραφυάδων αυτού.
Των ευεργετημάτων τούτων δεν απολαύουν οι κατά την 1ην Δεκεμβρίου 1951 ευρισκόμενοι εκνόμως εκτός των ορίων της Επικρατείας, του γεγονότος τούτου αποδεικνυομένου εξ επισήμου βεβαιώσεως της Γενικής Διευθύνσεως Ασφαλείας του Υπουργείου Εσωτερικών μετά προηγουμένην υπεύθυνον έρευναν. Οι δυνάμει όμως κανονικού διαβατηρίου αποδημήσαντες δικαιούνται όπως εντός μηνός από της δημοσιεύσεως του παρόντος, εμφανισθώσι εις την αρμοδίαν Προξενικήν Αρχήν, υποχρεουμένην να συντάξη σχετικήν περί τούτου έκθεσιν και σημειώση επί του διαβατηρίου την γενομένην εμφάνισιν. Δεν απολαύουν ωσαύτως των ανωτέρω ευεργετημάτων και οι αποστερηθέντες της Ελληνικής ιθαγενείας κατ’ εφαρμογήν του Ψηφίσματος ΛΖ του έτους 1947.
«2.Περί της αυθορμήτου προσελεύσεως συντάσσεται έκθεσις υπό της Αρχής, εις ην αύτη εγένετο, διαβιβαζομένη εις τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών του τόπου της προσελεύσεως, όστις εισάγει αμελλητί την υπόθεσιν εις το παρ’ ω διατελεί Συμβούλιον, δυνάμενος να παραπέμψη ταύτην εις τον Εισαγγελέα του Δικαστηρίου παρ’ ω ευρίσκεται η σχετική δικογραφία. Η εκουσία προσέλευσις προς εκπλήρωσιν των στρατιωτικών υποχρεώσεων αποτελεί αυθόρμητον προσέλευσιν.
Δια τον χαρακτηρισμόν της προσελεύσεως ως αυθορμήτου δεν εξετάζονται τα αίτια άτινα ώθησαν εις ταύτην τον παραδοθέντα.
«3.Των ευεργετημάτων του επομένου άρθρου απολαύουν και οι εκ των υπαγομένων εις τας περιπτώσεις της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, εφ’ όσον έχουσιν αυθορμήτως προσέλθη από της ελευθερώσεως της χώρας μέχρι της δημοσιεύσεως του παρόντος (τροποποιητικού) Νόμου, εξάγεται δε το γεγονός τούτο εξ επισήμου βεβαιώσεως Δικαστικής, ή Στρατιωτικής Αστυνομικής Αρχής».
Αι παράγρ. 1-3 αντικατεστάθησαν ως άνω δια του άρθρ. 9 Νόμ. 2058/1952 (κατωτ. αρ. 26).

4.Περί της αυθορμήτου προσελεύσεως αρκεί και έκθεσις του Υπουργού Εθνικής Αμύνης, στηριζομένη εις πόρισμα ενόρκου προανακρίσεως διατασσομένης παρ’ αυτού.
«5.Εν ελλείψει της κατά τα ανωτέρω προβλεπομένης επισήμου βεβαιώσεως περί της αυθορμήτου προσελεύσεως το Συμβούλιον των Πλημμελειοδικών αποφαίνεται περί ταύτης λαμβάνον υπ’ όψιν τα έγγραφα της δικογραφίας και παν έτερον στοιχείον προς σχηματισμόν πεποιθήσεως».
«6.Των ευεργετημάτων του επομένου άρθρου απολαύουν πάντες οι διωκόμενοι ή καταδικασθέντες δι’ αξιοποίνους πράξεις σχετιζομένας οπωσδήποτε με την συμμοριακήν δράσιν, εφ’ όσον μεταγενεστέρως καταταγέντες εις τον Εθνικόν Στρατόν μετέσχον των επιχειρήσεων κατά των συμμοριτών, επιδείξαντες κατά βεβαίωσιν του Γ.Ε.Σ. καλήν διαγωγήν. Εις την περίπτωσιν της παρούσης παραγράφου η παραγραφή κηρύσσεται υπό του Συμβουλίου των Εφετών εν τη περιφερεία του οποίου εξεδόθη η καταδικαστική απόφασις ή ασκείται η ποινική δίωξις».
Αι παρ. 5 και 6 προσετέθησαν δια της παρ. 5 του άρθρου δευτέρου του κυρωτικού Νόμ. 1829/1951.
Άρθρ.8.-1.Συντρεχουσών των προϋποθέσεων του προηγουμένου άρθρου θεωρούνται παραγεγραμμέναι αι αξιόποινοι πράξεις ως και αι τυχόν εκδοθείσαι καταδικαστικαί αποφάσεις δι’ αδικήματα περί ων η παρ. 1 του προηγουμένου άρθρου.
2.Η κατά την προηγουμένην παράγραφον παραγραφή του αδικήματος ή της καταδικαστικής αποφάσεως κηρύσσεται υπό του Συμβουλίου των (Εφετών) «Πλημμελειοδικών» της περιφερείας του τόπου της αυθορμήτου προελεύσεως «ή του παρ’ ω ευρίσκεται η δικογραφία, αποφαινομένου δια του αυτού βουλεύματος και περί της αυθορμήτου προσελεύσεως κατά τα εν τω προηγουμένω άρθρω οριζόμενα. Εφ’ όσον κατά την δημοσίευσιν του παρόντος (τροποποιητικού) Νόμου η υπόθεσις είναι εκκρεμής ενώπιον του Αναθεωρητικού ή οιουδήποτε κοινού Δικαστηρίου, περί της παραγραφής ως και περί της αυθορμήτου προσελεύσεως δύναται ν’ αποφανθή και το Δικαστήριον τούτο, έστω και αν δια βουλεύματος του αρμοδίου συμβουλίου εκρίθη αντιθέτως».
Τα εντός « » προσετέθησαν δια του άρθρ. 10 Νόμ 2058/1952 (κατωτ. αριθ. 26).
«3.Κατά των βουλευμάτων των Συμβουλίων Πλημμελειοδικών των εκδιδομένων κατά τας περιπτώσεις των άρθρ. 7 και 8 επιτρέπεται το ένδικον μέσον της εφέσεως.
Το κηρύσσον την παραγραφήν ή απορρίπτον ταύτην βούλευμα του Συμβουλίου των Πλημμελειοδικών εκδίδεται υποχρεωτικώς εντός 3 μηνών από της ημέρας της αυθορμήτου προσελεύσεως».
Η λέξις (Εφετών) εν τη παρ. 2 και ολόκληρος η παρ. 3 αντικατεστάθη ως άνω δια της παρ. 6 του άρθρου δευτέρου του κυρωτικού Νόμ. 1829/1951.
4.Οι Α.Ν. 809/1948 και 915/1949 διατηρούνται εν ισχύϊ, εφ’ όσον «δεν καταργούνται ή τροποποιούνται δια του παρόντος Νόμου».
Τα εντός « » προσετέθησαν δια της παρ. 6 του άρθρου δευτέρου του κυρωτικού Νόμ. 1829/1951.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ
Περί τροποποιήσεως του Νόμ. 3861/1929 «περί απονομής χάριτος εις καταδίκους».
Άρθρ.9.-10.(Αντικαθίστανται τα άρθρ. 1 και 2 του Νόμ. 3861/1929 περί απονομής χάριτος, τόμ. 9 σελ. 175).
Άρθρ.11.-Αι μέχρι της δημοσιεύσεως του παρόντος Νόμου απορριφθείσαι αιτήσεις χάριτος καταδικασθέντων εις θάνατον δύνανται να εξετασθώσιν υπό του Συμβουλίου των Χαρίτων άπαξ εισέτι κατόπιν σχετικής αιτήσεως υπό των καταδίκων τούτων, υποβαλλομένης εντός εξαμήνου από της δημοσιεύσεως του παρόντος δια του Διευθυντού των Φυλακών εν αις κρατούνται.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ΄
Περί καταργήσεως του υπό στοιχ. ΟΓ΄ /49 ψηφίσματος και άλλων τινών διατάξεων.
Άρθρ.12.-1.Το υπό στοιχ. ΟΓ΄ του έτους 1949 ψήφισμα της Δ΄ Αναθεωτικής Βουλής των Ελλήνων «περί μέτρων Εθνικής Αναμορφώσεως» καταργείται κατά τα εν τη παρ. 3 του παρόντος άρθρου οριζόμενα, πλην του άρθρ. 18 αυτού. Αι διατάξεις του διατηρουμένου εν ισχύϊ, άρθρ. 18 εφαρμόζονται και επί καταδικασθέντων δι’ αδικήματα προβλεπόμενα υπό του Α.Ν. 509 του 1947 «περί μέτρων ασφαλείας του Κράτους» πλην των εν ενεργεία Στρατιωτικών.
2.Δια Β.Δ/τος, εφ’ άπαξ εκδοθησομένου προτάσει του Υπουργικού Συμβουλίου, κανονισθήσονται τα εκ της καταργήσεως του άνω ψηφίσματος προκύπτοντα ζητήματα και ιδία τα αφορώντα τους εν Μακρονήσω κρατουμένους καταδίκους και υποδίκους.
3.Η κατάργησις του άνω ψηφίσματος επέρχεται άμα τη δημοσιεύσει του κατά την προηγουμένην παράγραφον Β.Δ/τος εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Άρθρ.13.-1-2.(Κατηργήθησαν δια του άρθρ. 12 παρ. 4 Νόμ. 2058/1952, κατώτ. αριθ. 26. Δια της καταργηθείσης παρ. 1, κατηργείτο ο Α.Ν. 507/1947. Βλ. ήδη την ως άνω παρ. 4 άρθρ. 12 Α.Ν. 2058/52).







(Αντί της σελ. 128,3) Σελ.128,03
«3.Αδικήματα διαπραχθέντα υπό υποψηφίων βουλευτών κατά την προεκλογικήν περίοδον της παρούσης Βουλής και ειδικώτερον από 15-1-50 μέχρι 6-3-50 και υπαγόμενα εις τας διατάξεις του Νόμ. 509 του Γ΄ Ψηφίσματος και του Νόμ. 5060/31 κηρύσσονται παραγεγραμμένα από της δημοσιεύσεως του παρόντος».
Η παρ. 3 προσετέθη δια της παρ. 7 του άρθρου δευτέρου του κυρωτικού Νόμου 1829/1951.
Άρθρ.14.-1.Επί των παραπεμφθεισών δυνάμει των Α.Ν. 1402 και 1430 του 1950 εις τα κοινά Ποινικά Δικαστήρια εκκρεμών υποθέσεων, η διαδικασία συνεχίζεται αφ’ ου σημείου διεκόπη, εφαρμοζομένων του άρθρ. 3 του Νόμ. 2483 του 1920, περί τροποποιήσεως διατάξεών τινων περί Δικαστηρίου Κακουργιοδικών και του άρθρ. 263 του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικος.
«Η παραπεμπτική διαταγή επέχει θέσιν Πρωτοδίκου βουλεύματος καθ’ ου επιτρέπεται ανακοπή ενώπιον του οικείου Συμβουλίου των Εφετών εντός μηνός από της δημοσιεύσεως του παρόντος προκειμένου περί ήδη κοινοποιηθείσης διαταγής ή εντός μηνός από της κοινοποιήσεως προκειμένου περί μεταγενεστέρως κοινοποιηθησομένων διαταγών. Η τυχόν ήδη διαταχθείσα προσωρινή απόλυσις παραμένει οπωσδήποτε ισχυρά».
Το εντός « » εδάφιον προσετέθη δια της παρ. 8 του άρθρου δευτέρου του κυρωτικού Νόμ. 1829/1951.
2.Αι προ της αναστολής της εφαρμογής του Γ΄ Ψηφίσματος εκδοθείσαι αποφάσεις των κατ’ αυτό αρμοδίων Δικαστηρίων δεν επηρεάζονται εκ της αναστολής ταύτης, εκτελούνται δε μερίμνη των Επιτροπών.
Άρθρ.15.-Η ισχύς του παρόντος άρχεται από της δημοσιεύσεως αυτού εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, υποβληθήσεται δε προς κύρωσιν εις την βουλήν ευθύς άμα τη επαναλήψει των εργασιών της.
Άρθρ.16.-«Εάν εξεδόθησαν κατά τα άρθρ. 7 και 8 του υπό του παρόντος τροποποιουμένου Α.Ν. 1504/1950 Βουλεύματα Συμβουλίου Πλημμελειοδικών ή Εφετών απορρίπτοντα αιτήσεις αυθορμήτως εμφανισθέντων επί τη αιτιολογία ότι δεν περιλαμβάνονται εις τας διατάξεις των άρθρων τούτων, δύνανται οι διωκόμενοι να ζητήσωσι την επανεξέτασιν των υποθέσεων των παρά των κατά το άρθρ. 8 αρμοδίων Συμβουλίων Πλημ/κών ή Δικαστηρίου δια την εφαρμογήν των δια του παρόντος (τροποποιητικού) Νόμου αντικατασταθεισών διατάξεων του άρθρ. 7».
Το άρθρ. 16 αντικατεστάθη ως άνω δια του άρθρ. 11 Νόμ. 2058/1952 (κατωτ. αριθ. 26).

Σελ.128,04

Άρθρ.17.-«Θεωρούνται παραγεγραμμένα τ’ αδικήματα της εξυβρίσεως των άρθρ. 20 και 21 του Νόμου περί εξυβρίσεως της 23 Νοεμβ./5 Δεκ. 1837 και δυσφημήσεως και συκοφαντικής δυσφημήσεως του Νόμ. 5060 της 30/30 Ιουν. 1931 τα διαπραχθέντα υπό βουλευτών της διαλυθείσης Δ΄ Αναθεωρητικής Βουλής, διαρκούσης της Βουλευτικής αυτών ιδιότητος».
Άρθρ.18.-«1.Η αληθής έννοια της 1ης παραγράφου του άρθρ. 1 του Ν.Δ. 414 της 11/14 Οκτ. 1947 «περί αναστολής διώξεως αδικημάτων τινών διαπραχθέντων εν Κρήτη» είναι ότι η αναστολή περιλαμβάνει και τα αδικήματα τα υπαγόμενα εις το ΚΘ΄ Ψήφισμα της 14-9-49 «περί αμνηστεύσεως στασιαστών» εφ’ όσον διεπράχθησαν εν Κρήτη».
Τα άρθρ. 17 και 18 προσετέθησαν δια των παρ. 10 και 11 του άρθρου δευτέρου του κυρωτικού Νόμ. 1829/1951.





16. ΑΝΑΓΚ.ΝΟΜΟΣ υπ’ αριθ. 1553
της 29/29 Οκτ. 1950
Περί διακοπής της προφυλακίσεως κατηγοριών τινών υποδίκων και συμπληρώσεως του Α.Ν. 1504/1950.
Άρθρ.1.-1.Τα έκτακτα Στρατοδικεία, απαλλάσσοντα τους κατηγορουμένους επί παραβάσει του Α.Ν. 509 του 1947 ή καταδικάζοντα αυτούς μετ’ αναστολής της επιβληθείσης ποινής ή αναβάλλοντα την εκδίκασιν της υποθέσεως, δύνανται ν’ αποφασίζουν περί διακοπής της προφυλακίσεώς των, εφ’ όσον αύτη διετάχθη και δια παραβάσεις υπαχθείσας εις την αρμοδιότητα των κοινών ποινικών δικαστηρίων, δυνάμει των Α.Ν. 1402 και 1430 του 1950. Επί των εκδικασθεισών ήδη υποθέσεων, η διακοπή της προφυλακίσεως «δύναται να αποφασίζεται και υπό του ασκούντος την ποινικήν αγωγήν, προτάσει του οικείου Βασ. Επιτρόπου ή και αυτεπαγγέλτως».
Τα εντός « » αντικατεστάθησαν ως άνω δια του άρθρου δευτέρου παρ. 1 του κυρωτικού Νόμ. 1830/1951 (κατωτ. αριθ. 18).
2.Διαρκούσης της προδικασίας και μέχρις εκδικάσεως της υποθέσεως αι διατάξεις του άρθρ. 88 της Στρατ. Ποιν. Νομοθεσίας περί διακοπής της προφυλακίσεως εφαρμόζονται δια τους εν προφυλακίσει διατελούντας και προκειμένου περί παραβάσεων υπαχθεισών εις την αρμοδιότητα των κοινών ποινικών δικαστηρίων δυνάμει των Α.Ν. 1402 και 1430 του 1950.
Άρθρ.2.-1.(Προστίθεται διάταξις εν τέλει άρθρ. 2 Α.Ν. 1504/1950, ανωτ. σελ. 128,01).
2.(Απηλείφθη δια του άρθρου δευτέρου του κυρωτικού Νόμ. 1830/1951).
3.Η εν άρθρ. 11 του Α.Ν. 1504 του 1950 εξάμηνος προθεσμία, ορίζεται εις μηνιαίαν, αρχομένη από της δημοσιεύσεως του παρόντος Νόμου.
4.(Απηλείφθη δια του άρθρου δευτέρου του κυρωτικού Νόμ. 1830/1951).
Η ισχύς του παρόντος άρχεται από της δημοσιεύσεως αυτού εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, υποβληθήσεται δε προς κύρωσιν εις την Βουλήν ευθύς άμα τη επαναλήψει των εργασιών της.
Εκυρώθη δια του Νόμ 1830/1951 (κατωτ. αριθ. 20).

17. ΔΙΑΤΑΓΜΑ
της 3/3 Ιαν. 1951
Περί θέσεως εν ισχύϊ άρθρων τινών του Γ΄ Ψηφίσματος.
Έχοντες υπ’ όψιν το άρθρ. 19 παραγρ. 2 του Ψηφίσματος Γ΄ του 1946 «περί εκτάκτων μέτρων αφορώντων την δημοσίαν Τάξιν και ασφάλειαν» και την υπ’ αριθ. 1 της 3 Ιαν. 1951 γνωμοδότησιν του Συμβουλίου της Επικρατείας, προτάσει των Ημετέρων επί της Δικαιοσύνης και της Δημοσίας Τάξεως Υπουργών και μετ’ απόφασιν του Ημετέρου Υπουργικού Συμβουλίου, απεφασίσαμεν και διατάσσομεν:
1.Επαναφέρομεν εις ισχύν καθ’ άπασαν την Επικράτειαν τα άρθρα 22 έως και 26, 29 και 30 του Γ΄ Ψηφίσματος της 18 Ιουνίου 1946, ως τούτο συνεπληρώθη δια των ψηφισμάτων ΛΑ΄ της 17 Οκτ. 1947 και ΛΒ΄ της 22 Οκτ. 1947.
2.Εις τους αυτούς Υπουργούς ανατίθεμεν την δημοσίευσιν και εκτέλεσιν του παρόντος.
3.Η ισχύς του παρόντος άρχεται από της δημοσιεύσεως αυτού εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

18. ΝΟΜΟΣ υπ’ αριθ. 1676
της 16/20 Φεβρ. 1951
Περί τροποποιήσεως του άρθρου μόνου του από 9.3.1948 ΜΔ΄ Ψηφίσματος.
Άρθρον μόνον.-1.Από της ισχύος του παρόντος Νόμου επί των συμφώνως τω άρθρω Μόνω του ΜΔ΄/1948 Ψηφίσματος «περί καθορισμού των εφαρμοστέων διατάξεων του Στρατ. Ποινικού Κώδικος κατά την διάρκειαν του Ι΄ Ψηφίσματος «διωκομένων Στρατιωτικών εγκλημάτων, δύναται αναλόγως της βαρύτητος της πράξεως και της προσωπικότητος του κατηγορουμένου, να επιβάλλωνται και αι δια τον καιρόν της Ειρήνης προβλεπόμεναι υπό του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικος δια ταύτα ηπιώτεραι ποιναί.
2.Η ισχύς του παρόντος Νόμου άρχεται από της δημοσιεύσεώς του εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

19. ΝΟΜΟΣ υπ’ αριθ. 1829
της 26/28 Μαΐου 1951
Περί κυρώσεως ερμηνείας τροποποιήσεως και συμπληρώσεως του Α.Ν. 1504/50 «περί αναθεωρήσεως αποφάσεων των Στρατοδικείων, παροχής ευεργετημάτων εις προσερχομένους συμμορίτας, τροποποιήσεως του Νόμου 3861 και άλλων τινών διατάξεων κλπ.».
Άρθρον πρώτον
Κυρούται ο υπ’ αριθ. 1504/1950 Ανάγκ. Νόμος (ανωτ. αριθ. 15).
Άρθρον δεύτερον
1-8.(Τροποποιούνται τα άρθρα 2, 5, 6, 7, 8, 13 και 14 του κυρουμένου Α.Ν. 1504/1950).
9.(Ετροποποιείτο το «προστιθέμενον» εις τον Α.Ν. 1504/50 άρθρον 16, το οποίον όμως δι’ ουδεμιάς διατάξεως προστίθεται. Ήδη το άρθρον 16 αντικατεστάθη δια του άρθρ. 11 Νόμου 2058/52).







(Αντί των σελ. 128,05(α) και 128,061) Σελ. 128,05(β)
297-041
10-11.(Προστίθενται τα άρθρα 17 και 18 εις τον Α.Ν. 1504/1950, ανωτ. αριθ. 15).
12.Εκ του άρθρ. 5 του Ν.Δ. 414/47 απαλείφεται η φράσις «εις ον δεν υπάγονται τα αμνηστευθέντα δυνάμει του ΚΘ΄ ψηφίσματος της 14-9-47 αδικήματα».
Άρθρον τρίτον
Αναστέλλεται η ποινική δίωξις και η εκτέλεσις των καταδικαστικών αποφάσεων των κατηγορουμένων ή καταδικασθέντων επί παρανόμω οπλοφορία, παρανόμω κατοχή όπλων, πολεμοφοδίων και εκρηκτικών υλών και παραβάσει του Α.Ν. 453/45, εφ’ όσον αι πράξεις αύται έλαβον χώρα μέχρι και της 31 Δεκ. 1951, δια δε την νήσον Κρήτην μέχρι της δημοσιεύσεως του παρόντος.
Οι εν φυγοδικία διατελούντες απολαύουν του ευεργετήματος της αναστολής κατά το παρόν άρθρον, εφ’ όσον ήθελον εμφανισθή αυθορμήτως ενώπιον Δικαστικής Αστυνομικής ή Στρατιωτικής Αρχής εντός ενός μηνός από της δημοσιεύσεως του παρόντος (τροποποιητικού) Νόμου.
Περί της αυθορμήτου προσελεύσεως συντάσσεται έκθεσις διαβιβαζομένη εις την Εισαγγελικήν Αρχήν του τόπου της τελέσεως του αδικήματος.
Εάν οι τυχόντες αναστολής κατά τας διατάξεις του παρόντος Νόμου ήθελον υποπέσει εντός διετίας εις νέον, εκ δόλου προερχόμενον, αδίκημα και καταδικασθώσι δια την πράξιν ταύτην οποτεδήποτε εις ποινήν στερητικήν της ελευθερίας ανωτέραν του έτους, εκτίουν αθροιστικώς μετά την λήξιν της νέας ποινής και ολόκληρον το υπόλοιπον της ποινής δι’ ην έτυχον αναστολής ή ασκείται εκ νέου ποινική αγωγή δια το αδίκημα ούτινος ανεστάλη η δίωξις.
Η αναστολή αύτη διατάσσεται υπό του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών του τόπου της κρατήσεως δια πράξεώς του καθ’ ης επιτρέπεται προσφυγή εντός πέντε ημερών από της κοινοποιήσεως της απορριπτικής πράξεως του Εισαγγελέως ενώπιον του αρμοδίου Συμβουλίου Πλημμελειοδικών. Κατά του απορριπτικού βουλεύματος επιτρέπεται έφεσις κατά τας κειμένας δικονομικάς διατάξεις.
Το άρθρον τρίτον αντικατεστάθη ως άνω δια του άρθρ. 12 Νόμ. 2058/1952 (κατωτ. αριθ. 26).
Άρθρον τέταρτον
(Αντικαθίσταται το άρθρ. 32 Α.Ν. 533/1945, ανωτ. σελ. 110,12).
Άρθρον πέμπτον
(Αφορά ίδρυσιν Γεν. Διευθύνσεως παρά τω Υπουργείω Δικαιοσύνης. Βλ. τόμ. 6. Το άρθρον τούτο κατηργήθη αφ’ ης ίσχυσε δια του Α.Ν. 1831/1951, κατωτ. αρ. 21, πλην ο Α.Ν. ούτος εκηρύχθη αντισυνταγματικός υπό του Συμβουλίου της Επικρατείας).
Σελ. 128,06(β)
297-042

Άρθρον έκτον
Η ισχύς του παρόντος άρχεται από της δημοσιεύσεως αυτού εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

20. ΝΟΜΟΣ υπ’ αριθ. 1830
της 26/28 Μαΐου 1951
Περί κυρώσεως και τροποποιήσεως του υπ’ αριθ. 1553 του 1950 Α.Ν. «περί διακοπής της προφυλακίσεως κατηγοριών τινών υποδίκων και συμπληρώσεως του Α.Ν. 1504/1950».
Κυρούται και τροποποιείται ο Α.Ν. 1553/1950 (ανωτ. αριθ. 16).





21. ΑΝΑΓΚ. ΝΟΜΟΣ υπ’ αριθ. 1831
της 28/28 Μαΐου 1951
Περί καταργήσεως διατάξεων του υπ’ αριθ. 1829/51 Νόμου «περί κυρώσεως, ερμηνείας, τροποποιήσεως και συμπληρώσεως του Α.Ν. 1504/50 «περί αναθεωρήσεως αποφάσεων των Στρατοδικείων, παροχής ευεργετημάτων εις προσερχομένους συμμορίτας κλπ.».
Άρθρον μόνον
1.Καταργούνται αφ’ ης ίσχυσαν αι διατάξεις του άρθρου πέμπτου του υπ’ αριθ. 1829/51 Νόμου «περί κυρώσεως, ερμηνείας, τροποποιήσεως και συμπληρώσεως του Α.Ν. 1504/50 «περί αναθεωρήσεως αποφάσεων των Στρατοδικείων παροχής ευεργετημάτων εις προσερχομένους συμμορίτας κλπ.».
2.Η ισχύς του παρόντος άρχεται από της δημοσιεύσεως αυτού εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
(Ο άνω Α.Ν. εκηρύχθη αντισυνταγματικός υπό του Συμβουλίου της Επικρατείας).
22. ΒΑΣΙΛΙΚΟΝ ΔΙΑΤΑΓΜΑ
της 17/18 Αυγ. 1951
Περί αναστολής της ισχύος των άρθρων 29 και 30 του Ψηφίσματος Γ΄/1946
Έχοντες υπ’ όψιν το άρθρον 19 παρ. 2 του Ψηφίσματος Γ΄/1946 «περί εκτάκτων μέτρων αφορώντων την Δημοσίαν τάξιν και ασφάλειαν» και την υπ’ αριθ. 569 της 14 Αυγ. 1951 γνωμοδότησιν του Συμβουλίου Επικρατείας.
[Αναστέλλομεν καθ’ άπασαν την Επικράτειαν την ισχύν των διατάξεων των άρθρων 29 και 30 του Γ΄ Ψηφίσματος της 18 Ιουν. 1946 «περί εκτάκτων μέτρων αφορώντων την Δημοσίαν τάξιν και ασφάλειαν», των προστεθέντων δια του άρθρου 2 και ΛΒ΄ Ψηφίσματος της 22 Οκτ. 1947 και τεθέντων εκ νέου εν ισχύϊ δια του από 3/3 Ιαν. 1951 Β. Διατάγματος.]
Τα υπ’ αριθ. 22 και 23 Διατάγματα κατηργήθησαν δια του Β.Δ. της 25/27 Οκτ. 1951 (κατωτ. αρ. 24).
23. ΒΑΣΙΛΙΚΟΝ ΔΙΑΤΑΓΜΑ
της 3/5 Σεπτ. 1951
Περί αναστολής της ισχύος του άρθρου 23 του Ψηφίσματος Γ΄/1946 «περί εκτάκτων μέτρων, αφορώντων την Δημοσίαν Τάξιν και ασφάλειαν».
Έχοντες υπ’ όψιν το άρθρον 19 παρ. 2 του Ψηφίσματος Γ΄/1946 «περί εκτάκτων μέτρων αφορώντων την Δημοσίαν Τάξιν και ασφάλειαν» και την υπ’ αριθ. 604 της 3 Σεπτ. 1951 γνωμοδότησιν του Συμβουλίου Επικρατείας.
[Αναστέλλομεν καθ’ άπασαν την Επικράτειαν την ισχύν των διατάξεων του άρθρου 23 του Ψηφίσματος Γ΄ της 18 Ιουν. 1946, «περί εκτάκτων μέτρων αφορώντων την Δημοσίαν Τάξιν και ασφάλειαν», του προστεθέντος δια του άρθρου μόνου του Ψηφίσματος ΛΑ΄ της 17 Οκτ. 1947 και τεθέντος εκ νέου εν ισχύϊ δια του από 3/3 Ιαν. 1951 Β. Διατάγματος.]
24. ΒΑΣΙΛΙΚΟΝ ΔΙΑΤΑΓΜΑ
της 25/27 Οκτ. 1951
Περί θέσεως εκ νέου εν ισχύϊ άρθρων τινών του Γ΄/1946 Ψηφίσματος «περί εκτάκτων μέτρων αφορώντων την δημοσίαν τάξιν και ασφάλειαν».
Έχοντες υπ’ όψιν το άρθρον 19 παράγρ. 2 του Γ΄/1946 Ψηφίσματος «περί εκτάκτων μέτρων αφορώντων την δημοσίαν τάξιν και ασφάλειαν» και την υπ’ αριθ. 730 της 25 Οκτωβρίου ε.έ. γνωμοδότησιν του Συμβουλίου Επικρατείας, προτάσει των Ημετέρων επί της Δικαιοσύνης και των Εσωτερικών Υπουργών και μετ’ απόφασιν του Ημετέρου Υπουργικού Συμβουλίου, απεφασίσαμεν και διατάσσομεν:
Άρθρον μόνον.-1.Καταργούνται: α)το από 17/18 Αυγ. 1951 Β. Διάταγμα «περί αναστολής της ισχύος των άρθρων 29 και 30 του Ψηφίσματος Γ΄/1946 και β)το από 3/5 Σεπτ. 1951 Β. Διάταγμα «περί αναστολής της ισχύος του άρθρου 23 του Ψηφίσματος Γ΄/1946 «περί εκτάκτων μέτρων αφορώντων την δημοσίαν τάξιν και ασφάλειαν» και επαναφέρονται εν ισχύϊ καθ’ άπασαν την Επικράτειαν τα άρθρα 23, 29 και 30 του αυτού ως άνω Γ΄/1946 Ψηφίσματος, ως τούτο συνεπληρώθη δια των Ψηφισμάτων ΛΑ΄/1947 και ΛΒ΄/1947.
2.Εις τους Ημετέρους επί της Δικαιοσύνης και επί των Εσωτερικών Υπουργούς ανατίθεμεν την δημοσίευσιν και εκτέλεσιν του παρόντος, του οποίου η ισχύς άρχεται από της δημοσιεύσεώς του εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.



























(Αντί της σελ. 128,7β) Σελ. 128,07
25. ΝΟΜΟΣ υπ’ αριθ. 1975
της 31 Δεκ. 1951/6 Ιαν. 1952
Περί εκδικάσεως των υπό του Γ΄/46 Ψηφίσματος και των Α.Ν. 509/47, 512/48, 516/48, και 773/1948 προβλεπομένων αδικημάτων εν περιπτώσει μη λειτουργίας Εκτάκτων Στρατοδικείων.
Άρθρ.1.-1)Εφ’ όσον δια Βασιλικών Διαταγμάτων προκαλουμένων υπό των Υπουργών Δικαιοσύνης και Εθνικής Αμύνης και Εσωτερικών, ήθελε παύσει η λειτουργία των κατά το άρθρ. 215 του Στρατ. Ποινικού Κώδικος συνιστωμένων Εκτάκτων Στρατοδικείων οι εκ των συνδεδυασμένων διατάξεων του άρθρ. 7 του Α.Ν. 509/1947 «περί μέτρων Ασφαλείας του Κράτους κλπ.» και 11 του Γ΄/1946 Ψηφίσματος «περί εκτάκτων μέτρων αφορώντων την δημοσίαν τάξιν και ασφάλειαν» ανακύπτουσα αρμοδιότης των κατά το ψήφισμα της 16/29 Δεκ. 1924 ειδικών πενταμελών Εφετείων δια την ανάκρισιν και εκδίκασιν των υπό του αυτού ως άνω Α.Ν. 509/1947 προβλεπομένων αδικημάτων εκτείνεται καθ’ άπασαν την Επικράτειαν.
Αδικήματα προβλεπόμενα υπό τεθεισών ή τεθησομένων τυχόν εν ισχύϊ ουσιαστικών διατάξεων του Γ΄/1946 Ψηφίσματος υπάγονται επίσης εις την αρμοδιότητα των ανωτέρω Ειδικών Πενταμελών Εφετείων.
2)Ως προς την προδικασίαν, την επ’ ακροατηρίω διαδικασίαν, τα ένδικα μέσα και την εκτέλεσιν των αποφάσεων των Ειδικών Πενταμελών Εφετείων, εφαρμόζονται:
α)Αι διατάξεις του Κωδικ. Ποιν. Δικαίου εξαιρέσει των άρθρ. 285, 287 έως 304, 308 παρ. 2 και 6, 309 παρ. 2, 477 και 482.
β)Αι υπό του Κ.Π.Δ. προσωρινώς διατηρηθείσα εν ισχύϊ διατάξεις του Γ/46 Ψηφίσματος εις ας παραπέμπει το άρθρ. 7 Α.Ν.509/47 και αι λοιπαί διατάξεις του αυτού Ψηφίσματος ή άλλων νόμων εις ους αύται αναφέρονται, εφ’ όσον δεν καταργούνται ή τροποποιούνται υπό του παρόντος νόμου. Επίσης οι υπό του Κ.Π.Δ. διατηρηθείσαι προσωρινώς εν ισχύϊ διατάξεις του Ψηφίσματος της 16 Δεκ. 1924.
Ειδικώτερον δε
α.1)Επί των αδικημάτων περί ων η παρ. 1 του παρόντος άρθρου εφαρμόζεται υποχρεωτικώς η διάταξις του άρθρ. 106 Κ.Π.Δ. μη απαιτουμένης αποφάσεως του Δικαστικού Συμβουλίου.
β.2)Ο Εισαγγελεύς των Εφετών εν παντί σταδίω της ανακρίσεως δύναται να εισαγάγη τα αδικήματα του Α.Ν. 509/47 δι’ απ’ ευθείας κλήσεως, ενώπιον του Ειδικού Πενταμελούς Εφετείου εάν προέκυψαν αποχρώσαι ενδείξεις κατά την κρίσιν του, συμφωνήση δε προς τούτο και ο Πρόεδρος των Εφετών. Το κλητήριον θέσπισμα κοινοποιείται κατά τας διατάξεις του Κ.Π.Δ.

Σελ. 128,08
-286-

Δικαίωμα προσφυγής δεν χορηγείται τω κατηγορουμένω.
Ο Εισαγγελεύς των Εφετών έχει επίσης το δικαίωμα, συμφωνούντος και του Προέδρου των Εφετών, εάν ο δράστης συνελήφθη επ’ αυτοφώρω τελών την πράξιν, να παραπέμψη αυτόν αμέσως εις το ακροατήριον του Ειδικού Πενταμελούς Εφετείου εφαρμοζομένων των επί αυτοφώρων πλημμελημάτων ισχυουσών διατάξεων των άρθρ. 417 και επόμενα Κ.Π.Δ. και εάν έτι πρόκειται περί κακουργήματος.
3)Κατά των αποφάσεων του Δικαστηρίου των Εφετών ουδέν ένδικον μέσον συγχωρείται ούτε επανάληψις της διαδικασίας επιτρέπεται.
Επιτρέπεται μόνον αίτησις ακυρώσεως αυτής συμφώνως τω άρθρ. 341 Κ.Π.Δ. δια τον επί πλημμελήματι κατηγορούμενον.
4)Η καταδίκη δια παράβασιν του Α.Ν. 509 πλην των υπό τούτου προβλεπομένων εν γένει καθ’ όλου συνεπειών, συνεπάγεται και τας παρεπομένας ποινάς των άρθρ. 59 και επόμενα Π. Νόμου συμφώνως προς τας διατάξεις αυτών.
5)Η μετατροπή της ποινής εις χρηματικήν απαγορεύεται. Επιτρέπεται όμως η υφ’ όρον απόλυσις κατά το άρθρ. 105 Π.Κ. καταργουμένης της υπό στοιχείον β΄ παρ. 1 άρθρ. 15 διατάξεως του Γ/46 Ψηφίσματος.
6)Τα κατά το άρθρ. 7 παρ. 2 του Α.Ν. 509 δικαιώματα των Στρατοδικείων όπως αναστέλλουν υφ’ όρον τας ποινάς φυλακίσεως ή μετατρέπουν ταύτας εις ποινάς εκτοπίσεως κατά την κρίσιν των ανήκουν και εις τα Πενταμελή Εφετεία.
7)Δια την ανάκρισιν και εκδίκασιν των υπό του Α.Ν. 509/1947, προβλεπομένων αδικημάτων, εφ’ όσον οι υπαίτιοι είναι στρατιωτικοί εν γένει, ανήκοντες εις τον Στρατόν Ξηράς, την Χωροφυλακήν, το Ναυτικόν, την Αεροπορίαν, το Λιμενικόν Σώμα και το Σώμα Φαροφυλάκων, αρμόδια τυγχάνουσιν αντιστοίχως τα Διαρκή Στρατοδικεία, το Διαρκές Στρατοδικείον Αεροπορίας και το Διαρκές Ναυτοδικείον, εφαρμοζομένων και των λοιπών περί τούτων ισχυουσών διατάξεων.
Εν περιπτώσει συμμετοχής εις τα περί ων πρόκειται αδικήματα Στρατιωτικών περί ων ανωτέρω και ιδιωτών, αρμόδια δια την ανάκρισιν και εκδίκασιν των αδικημάτων τούτων είναι, αποκλειστικώς, τα ως άνω διαρκή Στρατιωτικά Δικαστήρια δι’ άπαντας τους συμμετόχους. Η μεταξύ των Δικαστηρίων τούτων αρμοδιότης ρυθμίζεται εκ της κατά τας διατάξεις του Στρατ. Ποιν. Κώδικος δωσιδικίας των συμμετόχων Στρατιωτικών.


Δύναται εν τούτοις δια Β.Δ/τος προκαλουμένου υπό των Υπουργών Δικαιοσύνης, Εθνικής Αμύνης και Εσωτερικών να ορισθή, όπως εν τη περιπτώσει ταύτη συμμετοχής εις αδικήματα προβλεπόμενα υπό του Α.Ν. 509/1947 στρατιωτικών και ιδιωτών, οι συμμέτοχοι χωρίζονται και οι μεν στρατιωτικοί υπάγονται εις τα κατά τ’ ανωτέρω Στρατιωτικά Δικαστήρια οι δε ιδιώται εις τα πενταμελή εφετεία.
Άρθρ.2.-Μετά την συμφώνως προς την παράγραφον 1 του προηγουμένου άρθρου παύσιν της λειτουργίας των Εκτάκτων Στρατοδικείων, τα υπό του Α.Ν. 773/48 «περί τιμωρίας της κλοπής και υπεξαιρέσεως στρατιωτικών πραγμάτων κλπ.» προβλεπόμενα αδικήματα, ανακρίνονται και εκδικάζονται συμφώνως προς τας κάτωθι διακρίσεις:
α)Στρατιωτικοί μόνοι υπαίτιοι, υπάγονται εις το Στρατιωτικόν Δικαστήριον εις ο ούτοι κατά τας διατάξεις του Στρατ. Ποιν. Κώδικος δωσιδικούσι.
β)Συμμέτοχοι Στρατιωτικοί και ιδιώται, υπάγονται εις το Στρατιωτικόν Δικαστήριον εις ο κατά τας ιδίας διατάξεις του Στρατ. Ποιν. Κώδικος δωσιδικούσιν οι συμμέτοχοι Στρατιωτικοί.
γ)Ιδιώται, μόνοι υπαίτιοι υπάγονται εις το εν άρθρ. 1 παρ. 1 του παρόντος Νόμου Δικαστήριον.
Άρθρ.3.-Τα υπό των Α. Νόμων 512/1948 «περί μέτρων ασφαλείας των Εταιρειών κλπ. κοινής ωφελείας» και 516/1948 «περί ελέγχου νομιμοφροσύνης των δημοσίων υπαλλήλων και υπηρετών» προβλεπόμενα αδικήματα, εν περιπτώσει μη λειτουργίας Εκτάκτων Στρατοδικείων υπάγονται εις την αρμοδιότητα των κοινών Ποινικών Δικαστηρίων.
Άρθρ.4.-1.Εκκρεμείς υποθέσεις παραβάσεων των εν τοις προηγουμένοις άρθροις μνημονευομένων Α. Νόμων εκκρεμείς ενώπιον Εκτάκτων Στρατοδικείων, μετά την παύσιν της λειτουργίας αυτών, διαβιβάζονται εις τας κατά τα αυτά ως άνω άρθρα αρμόδιας Δικαστικάς Αρχάς.
2.Επί των υποθέσεων τούτων η διαδικασία συνεχίζεται αφ’ ου σημείου διεκόπη. Η παραπεμπτική διαταγή επέχει θέσιν πρωτοδίκου βουλεύματος εφαρμοζομένων εν γένει των εν άρθρ. 1 του παρόντος και ειδικώτερον των εν παρ. 2 στοιχείον α΄ διαταγμάτων. Ο Εισαγγελεύς Εφετών εισάγων την υπόθεσιν εις το Πενταμελές Εφετείον κοινοποιεί κλητήριον θέσπισμα τω κατηγορουμένω. Αι λοιπαί υποθέσεις αποστέλλονται εις την ανάκρισιν. Αι ενεργηθείσα δικαστικαί πράξεις παραμένουσιν έγκυροι.
Άρθρ.5.-Εις περίπτωσιν καθ’ ην δι’ οιονδήποτε λόγον ήθελον κατά τας κειμένας διατάξεις επανασυσταθή Έκτακτα Τοπικά Στρατοδικεία, δύντανται δια Β. Διατάγματος προκαλουμένου υπό των Υπουργών Δικαιοσύνης, Εθνικής Αμύνης και Εσωτερικών να διατηρηθώσιν εν ισχύϊ εν όλω ή εν μέρει αι διατάξεις του παρόντος Νόμου.
Άρθρ.6.-Η ισχύς του παρόντος άρχεται από της δημοσιεύσεώς του εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Ο παρών Νόμος ψηφισθείας υπό της Βουλής και παρ’ Ημών σήμερον κυρωθείς, δημοσιευθήτω δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως και εκτελεσθήτω ως νόμος του Κράτους.

26. ΝΟΜΟΣ υπ’ αριθ. 2058
της 18/18 Απρ. 1952
Περί μέτρων ειρηνεύσεως
Άρθρ.1-3
(Αντικαθίσταται το άρθρ. 1, προστίθεται διάταξις εις το β΄ εδάφιον του άρθρ. 4 και αντικαθίσταται το άρθρ. 5 του Α.Ν. 1504/1950, ανωτ. αρ. 15).
Άρθρον 4
1.Δια την απαιτουμένην δαπάνην της λειτουργίας των Τμημάτων του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου (κίνησις μελών εκτός έδρας, γραφική ύλη κλπ.) εγγράφεται ειδική πίστωσις εις τον προϋπολογισμόν του Υπουργείου Εθνικής Αμύνης.
2.Η κίνησις των μελών και του Προσωπικού του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου δια την λειτουργίαν των τμημάτων αυτού εκτός έδρας γίνεται δια διαταγής του Προέδρου του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου χορηγούντος φύλλον πορείας άνευ άλλης διατυπώσεως.
Άρθρον 5.
1.Το Αναθεωρητικόν Δικαστήριον καταδικάζον εις φυλάκισιν ή πρόσκαιρον κάθειρξιν δύναται δια της αυτής αποφάσεως να διατάξη την αναστολήν της εκτελέσεως της ποινής. Οι ούτως απολυόμενοι εάν εντός πενταετίας ήθελον υποπέσει εις το αυτό αδίκημα ή τοιούτον προβλεπόμενον υπό του Γ΄/ 1946 Ψηφίσματος ή των Αναγκ. Νόμων 375/1936 και 509/47 εκτίουσιν αθροιστικώς μετά της νέας ποινής και ολόκληρον την ανασταλείσαν, εάν δε ήθελον υποπέσει εις έτερον αδίκημα πηγάσαν εκ περεμφερών αιτίων, δύνανται να υποβληθώσιν εις έκτισιν εν όλω ή εν μέρει της ανασταλείσης ποινής δια συγχρόνου ή μεταγενεστέρας αποφάσεως του επιβαλόντος την νέαν ποινήν Δικαστηρίου.
2.Αι διατάξεις της προηγουμένης παραγράφου εφαρμόζονται και επί των υπό των Εφετείων ή των Τριμελών Πλημμελειοδικείων εκδικαζομένων αναθεωρήσεων κατά το άρθρον 6 του Α.Ν. 1504/1950.
Αι διατάξεις του παρόντος δεν εφαρμόζονται επί καταδίκης δια παράβασιν του εδαφίου στ΄ του άρθρου 1 του Α.Ν. 533/1945.




(Αντί της σελ. 128,81) Σελ 128,09
-287-
Άρθρον 6
1.Οι υπό των Ειδικών Δικαστηρίων της 6/45 Σ.Π., ως αύτη ετροποποιήθη και εκωδικοποιήθη υπό του Α.Ν. 533/45 καταδικασθέντες εις ποινήν υπερορίας ημεδαποί δύνανται, εφ’ όσον δεν εξετελέσθη η ποινή και παραμένουσιν επί του Ελληνικού εδάφους να αιτήσωνται την αναθεώρησιν των καταδικαστικών αποφάσεων. Αρμόδιον δια την τοιαύτην αναθεώρησιν Δικαστήριον είναι το Πενταμελές Εφετείον, εις την Περιφέρειαν του οποίου υπάγεται το εκδόν την αναθεωρουμένην απόφασιν Ειδικόν Δικαστήριον. Η αναθεώρησις ασκείται εντός προθεσμίας δύο μηνών από της ισχύος του παρόντος είτε ενώπιον του Γραμματέως του εκδόντος την απόφασιν Δικαστηρίου, είτε ενώπιον του γραμματέως του μέλλοντος να εκδικάση ταύτην Εφετείου. Η δ’ επ’ αυτής συζήτησις γίνεται κατά τας κειμένας διατάξεις και τας ειδικάς τοιαύτας της 6/45 Σ.Π.
2.Αλλοδαποί υπήκοοι Συμμαχικού Κράτους, οίτινες εισήχθησαν εις δίκην δια παραβάσεις της υπ’ αριθ. 6/1945 Σ.Π. ως αύτη ετροποποιήθη και εκωδικοποιήθη υπό του Α.Ν. 533/45 και κατεδικάσθησαν ερήμην δύνανται να αιτήσωνται την αναθεώρησιν των καταδικαστικών αποφάσεων ενώπιον του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών εντός προθεσμίας 3 μηνών από της ισχύος του παρόντος.
Η αίτησις αναθεωρήσεως, εφ’ όσον, ο καταδικασθείς από της καταδίκης και εν συνεχεία μέχρι της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος κατοικεί εν τη αλλοδαπή ασκείται ενώπιον του γραμματέως του Εφετείου Αθηνών υπό πληρεξουσίου συνηγόρου έχοντος ειδικήν προς τούτο πληρεξουσιότητα, όστις και εκπροσωπεί τούτον εις την κατ’ αναθεώρησιν ποινικήν δίκην, της παρουσίας του αναθεωρήσαντος μη ούσης αναγκαίας.
Άρθρον 7.
1.Η διάταξις της παραγράφου 5 του υπό του Ν. Διατάγματος 1170/1949 κυρωθέντος Α. Νόμου 885/1949, δι’ ης απαγορεύεται η άσκησις εφέσεως αναθεωρήσεως και αναιρέσεως καταργείται ως προς τας αποφάσεις των Διαρκών Δικαστηρίων.
2.Κατά των αποφάσεων των Στρατοδικείων τούτων, των εκδοθεισών μέχρι της δημοσιεύσεως του παρόντος, επιτρέπεται η άσκησις των ως άνω ενδίκων μέσων εντός μηνός από της ισχύος αυτού.
3.Η διάταξις του άρθρου 18 του Α.Ν. 375/1936, η προστεθείσα υπό του άρθρου 5 του Α.Ν. 1255/1948, δι’ ης απαγορεύεται το ένδικον μέσον της εφέσεως κατά των αποφάσεων των Στρατοδικείων και Ναυτοδικείων, των εκδιδομένων επί παραβάσεων προβλεπομένων υπό του Νόμου τούτου, δεν θίγεται υπό των διατάξεων του παρόντος άρθρου.
Άρθρον 8.
1.Δια την άσκησιν αιτήσεως αναθεωρήσεως βάσει του Α.Ν. 1504/1950 και των διατάξεων του παρόντος χορηγείται δίμηνος προθεσμία αρχομένη από της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος.
2.Κατάδικοι ων αι αιτήσεις αναθεωρήσεως απερρίφθησαν ως τύποις απαράδεκτοι, δύνανται να αιτήσωνται εκ νέου την αναθεώρησιν των καταδικαστικών αποφάσεων, εντός της υπό της προηγουμένης παραγράφου τασσομένης προθεσμίας. Του αυτού δικαιώματος απολαύουν και οι κηρυχθέντες ένοχοι αλλ’ απαλλαγέντες δι’ οιονδήποτε λόγον της ποινής.
Σελ. 128,10
-288-

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β΄
Περί παροχής ευεργετημάτων εις αυθορμήτως
προσελθόντας ή προσερχομένους.
Άρθρον 9.
1.(Αντικαθίστανται αι παραγρ. 1, 2 και 3 του άρθρ. 7 Α.Ν. 1504/1950, ανωτ. αρ. 15).
2.Οι κατά τας διατάξεις της προηγουμένης παραγράφου αυθορμήτως προσερχόμενοι απολύονται αμέσως υπό των εις ας παραδίδονται Αρχών χορηγουμένης αυτοίς σχετικής βεβαιώσεως παρά των Αρχών τούτων εις ην δέον να δηλούται απαραιτήτως ο τόπος της μελλούσης διαμονής του εμφανισθέντος.
3.Αδικήματα διαπραχθέντα μέχρι της συμφωνίας της Βάρκιζας, υπό υπηρετησάντων εις τας Ομάδας Εθνικής Αντιστάσεως και παρουσιασθέντων εμπροθέσμως εις τας Αρχάς συμφώνως τω ΚΘ΄ Ψηφίσματι «περί αμνηστείας παραδιδομένων στασιαστών κλπ.» και στρεφόμενα κατά προσώπων συνεργασθέντων οπωσδήποτε μετά των Αρχών κατοχής υπάγονται εις τα ευεργετήματα του άρθρου 8 του Α. Νόμου 1504, ως εκυρώθη υπό του Νόμου 1829 του 1951 και συμπληρούται υπό του παρόντος, εφ’ όσον δεν υπέπεσαν μέχρι της δημοσιεύσεως του παρόντος εις έτερον αδίκημα εις βαθμόν κακουργήματος. Περί του στοιχείου της συνεργασίας μετά του εχθρού, αποφαίνεται το Συμβούλιον Πλημμελειοδικών του τόπου της τελέσεως της πράξεως δυνάμενον να διατάσση προς τούτο σχετικήν έρευναν. Κατά της αποφάσεως ταύτης του Συμβουλίου επιτρέπεται έφεσις ενώπιον του αρμοδίου Συμβουλίου Εφετών κατά τας σχετικάς διατάξεις του Κώδικος Ποινικής Δικονομίας.
Αι διατάξεις του άρθρου 4 του Α.Ν. 753/1945 δεν θίγονται υπό του παρόντος.
Άρθρον 10.
(Προστίθεται περίοδος εις το τέλος της παρ. 2 του άρθρ. 8 Α.Ν. 1504/50).
Άρθρον 11
(Αντικαθίσταται το άρθρ. 16 Α.Ν. 1504/1950, προστεθέν δια του Νόμ. 1829/1951).
Άρθρον 12
1.(Αντικαθίσταται το άρθρον τρίτον του Νόμου 1829/1951, ανωτ. αρ. 19).
2.Υπόδικοι τελούντες εν προφυλακίσει ή κατάδικοι, οίτινες εκρίθησαν ως μη υπαγόμενοι εις την αναστολήν βάσει της κατά τα ανωτέρω αντικαθιστωμένης ή ετέρας προϊσχυούσης διατάξεως, απολύονται των φυλακών κατά τα εν τη προηγουμένη παραγράφω οριζόμενα.
3.Η αναστολή της εκτελέσεως καταδικαστικής αποφάσεως δι’ αδικήματα περί ων η παράγραφος 1 του παρόντος συνεπάγεται αυτοδικαίως και την αναστολήν πασών των συνεπειών της καταδίκης.
4.Αι παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου 13 του Α.Ν. 1504/1950 ως ετροποποιήθησαν υπό της παραγράφου 7 του άρθρου δευτέρου του Ν. 1829/1951 καταργούνται. Εφαρμόζονται δε επί των εν τω Α.Ν. 507/1947 αναφερομένων αδικημάτων αι διατάξεις του άρθρου τρίτου του Ν. 1829/1951, ως αντικαθίστανται υπό της παρ. 1 του παρόντος άρθρου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ΄
Περί απολύσεως καταδίκων υπό όρον
Άρθρ.13.-1.Επιτρέπεται η εκ των φυλακών απόλυσις υπό όρον, ασχέτως χρόνου εκτιθείσης ποινής, των κατά την δημοσίευσιν του παρόντος Νόμου εκτιόντων ποινάς φυλακίσεως ή προσκαίρου καθείρξεως «ή ισοβίου καθείρξεως».
Τα εντός « » προσετέθησαν δια της παρ. 1 άρθρ. 3 Ν.Δ. 3437/1955.
α)Δια παραβάσεις της Συντ. Πράξεως 19/1945, του Ψηφίσματος Γ΄/1946, των Α.Ν. 453/1945, 509/1947 και του Ν. ΤΟΔ΄/1871.
β)Δια παραβάσεις της Συντ. Πράξεως 6/1945 ως αύτη συνεπληρώθη και εκωδικοποιήθη υπό του Α.Ν. 533/1945.
γ)Δι’ αδικήματα οποτεδήποτε τελεσθέντα, άτινα έχουσιν οιανδήποτε σχέσιν με την δράσιν του Ε.Α.Μ., Ε.Λ.Α.Σ., Κ.Κ.Ε., και των παραφυάδων αυτών και αν έτι τα αδικήματα ταύτα έχωσι χαρακτηρισθή ως παραβάσεις της 6/1945 Συντακτικής πράξεως, του άρθρ. 380 του Ν.Π.Κ. ή ετέρας τινός διατάξεως του προϊσχύσαντος ποινικού νόμου ή του Ν.Π.Κ. ως και των ειδικών ποινικών νόμων, (εξαιρέσει των αδικημάτων του Ν. 375/1936.)
Η εντός ( ) φράσις διεγράφη δια της παρ. 1 άρθρ. 2 Νόμ 4496/1966 (κατωτ. αριθ. 35).
δ)Δι’ αδικήματα των ανηκόντων εις την δύναμιν των ΜΕΑ, ΜΑΥ, ΜΑΔ και των τούτοις ομοίων, οποτεδήποτε τελεσθέντα και έχοντα οιανδήποτε σχέσιν με τον αντισυμμοριακόν αγώνα και εν γένει με την καταστολήν της δράσεως του ΕΑΜ, ΕΛΑΣ, ΚΚΕ και των παραφυάδων αυτού.
«ε)Δια παραβάσεις των Α.Ν. 375 και 376/1936».
Η περίπτ. ε΄ προσετέθη δια της παρ. 1 άρθρ. 2 Νόμ. 4496/1966 (κατωτ. αριθ. 35).
2.Αι ανωτέρω διατάξεις εφαρμόζονται και εις την περίπτωσιν καθ’ ην συνεπεία ασκήσεως ενδίκου μέσου ή δια Β. Χάριτος εμετριάσθη ή ήθελε μετριασθή η ποινή εις πρόσκαιρον κάθειρξιν ή φυλάκισιν.
3.Αι διατάξεις των προηγουμένων παραγράφων δύνανται δι’ αποφάσεως του Υπουργού της Δικαιοσύνης να εφαρμόζωνται και επί των κατά την δημοσίευσιν του παρόντος Νόμου υποδίκων ως προς τας επιβληθησομένας αυτοίς ποινάς δι’ αδικήματα περί ων η παράγραφος αύτη.
4.Η κατά το παρόν άρθρον απόλυσις δεν παρακωλύει την εκδίκασιν της ασκηθείσης αναθεωρήσεως, η τυχόν όμως επιβληθησομένη ποινή τελεί αυτοδικαίως εν αναστολή, εφαρμοζομένης κατά τα λοιπά της διατάξεως του άρθρ. 5 του παρόντος.
5.Αι διατάξεις του άρθρ. 5 του παρόντος νόμου εφαρμόζονται αναλόγως και επί των κατά το παρόν άρθρον τυχόντων υπό όρον απολύσεως.
6.Δια Δ/τος εκδιδομένου προτάσει του Υπουργικού Συμβουλίου δύναται να επεκταθή η εφαρμογή των διατάξεων του κεφαλαίου τούτου και εις τους εκτίοντας κατά την δημοσίευσιν του παρόντος ποινήν ισοβίου καθείρξεως. Η διάταξις της παρ. 2 του παρόντος άρθρου εφαρμόζεται και εν προκειμένω.
Άρθρ.14.-«Περί της κατά το προηγούμενον άρθρον απολύσεως αποφαίνεται ο Υπουργός της Δικαιοσύνης μετά γνώμην πενταμελούς Επιτροπής συγκροτουμένης δι’ αποφάσεως του αυτού Υπουργού εκ του Γενικού Γραμματέως του Υπουργείου Δικαιοσύνης ως Προέδρου, του Γενικού Διευθυντού Σωφρονιστικής Διοικήσεως παρά τω αυτώ Υπουργείω, ενός Δικαστικού Λειτουργού από του βαθμού Αντεισαγγελέως Εφετών ή Εφέτου και άνω, ενός Στρατιωτικού Δικαστικού Συμβούλου β΄ τάξεως και άνω οριζομένου μετά του αναπληρωτού του κατόπιν προτάσεως του Υπουργού Εθνικής Αμύνης και ενός ανωτέρου ή ανωτάτου Αξιωματικού των Σωμάτων Ασφαλείας, οριζομένου μετά του αναπληρωτού του κατόπιν προτάσεως του Υπουργού Δημοσίας Τάξεως. Τον Γενικό Γραμματέα απόντα ή κωλυόμενον αναπληροί ο Γενικός Διευθυντής της Σωφρονιστικής Διοικήσεως, τούτον δε έτερος Γενικός Διευθυντής ή Διευθυντής του Υπουργείου Δικαιοσύνης και τον Αντεισαγγελέα Εφετών ή Εφέτην έτερος ανώτερος Δικαστικός λειτουργός οριζόμενοι δια της αυτής αποφάσεως του επί της Δικαιοσύνης Υπουργού. Επίσης δια της αυτής αποφάσεως ορίζεται είς των Τμηματαρχών ή Εισηγητών του Υπουργείου της Δικαιοσύνης ως Γραμματεύς».
Το άρθρ. 14 τροποποιηθέν δια του άρθρ. 3 Ν.Δ.3437/1955 και άρθρ. 9 Νόμ. 3681/1957, αντικατεστάθη ως άνω δια του άρθρ. 3 Νόμ. 4496/1966 (κατωτ. αριθ. 35).

















(Αντί της σελ. 128,11(δ) Σελ. 128,11(ε)
281-021
Άρθρ.15.-1.Η Επιτροπή επιλαμβάνεται του έργου της αυτεπαγγέλτως ή τη αιτήσει των καταδίκων, συνεδριάζει δε παρόντων απάντων των μελών της και γνωμοδοτεί βάσει της προβλέψεώς της περί της μελλούσης συμπεριφοράς του καταδίκου. Προς σχηματισμόν της κρίσεώς της οφείλει να λάβη υπ’ όψιν το είδος του αδικήματος, τα αίτια και τας περιστάσεις υφ’ ας τούτο ετελέσθη, την ποινικήν κατάστασιν του καταδίκου, την προτέραν, καθώς και την εν ταις φυλακαίς διαγωγήν του και παν εν γένει στοιχείον χρήσιμον δια την κρίσιν της. Επί τω σκοπώ τούτω δύναται να ζητή παρά των Δικαστικών, Στρατιωτικών και Διοικητικών Αρχών ως και των κατά τόπους υπηρεσιών Ασφαλείας πάσαν αναγκαίαν κατά την κρίσιν της πληροφορίαν. Αι παρ’ ων αιτούνται αι πληροφορίαι Αρχαί υποχρεούνται όπως παρέχωσιν ταύτας αμελλητί, η δε παράβασις της υποχρεώσεώς των ταύτης αποτελεί βαρύ πειθαρχικόν παράπτωμα, επιφυλασσομένων των κατά νόμον προβλεπομένων δια την παράβασιν ποινικών κυρώσεων. Αι γνωμοδοτήσεις της Επιτροπής λαμβάνονται κατά πλειοψηφίαν.
2.Η Επιτροπή δύναται παρισταμένης ανάγκης κατά την κρίσιν της να επισκέπτηται τας φυλακάς, προς αυτοπρόσωπον εξέτασιν των κρατουμένων.
3.Η Επιτροπή δια την εφαρμογήν του παρόντος επιλαμβάνεται κατά προτίμησιν της εξετάσεως των περιπτώσεως καταδίκων α)οίτινες έχουσιν ήδη συμπεπληρωμένον το 60όν έτος της ηλικίας των ή δεν έχουσι συμπεπληρωμένον το 18ον έτος της ηλικίας των, β)γυναικών αίτινες έχουσιν ανήλικα τέκνα, γ)των αποδεδειγμένως ασθενών, δ)των ανεγνωρισμένως αναπήρων πολέμου και ε)των εκτιόντων επανορθωτικήν ποινήν.
4.Η Επιτροπή δύναται και ν’ αναβάλη εφ’ ωρισμένον χρόνον, πλέον ή άπαξ, την περί απολύσεως γνωμοδότησίν της, εις περίπτωσιν δε απορρίψεως και να επενεξετάζη την υπόθεσιν, κατόπιν νέας αιτήσεως του καταδίκου, αλλ’ ουχί προ της παρελεύσεως τριμήνου.
5.Δια την διεξαγωγήν του έργου των Επιτροπών αποσπάται παρά τω Υπουργείω Δικαιοσύνης ανάλογος αριθμός αξιωματικών και οπλιτών της Χωροφυλακής και της Αστυνομίας Πόλεων και μέχρι 20 υπάλληλοι της Γραμματείας των κοινών ή των Στρατιωτικών Δικαστηρίων, υπάλληλοι ετέρων δημοσίων υπηρεσιών και της Βουλής. Χρέη Γραμματέως της Επιτροπής εκτελεί είς των Εισηγητών του Υπουργείου Δικαιοσύνης ή δικαστικός υπάλληλος εκ των ανωτέρω αναφερομένων.




Σελ. 128,12(ε)
281-022

«Δι’ αποφάσεως του Υπουργού Δικαιοσύνης δύνανται προς τον αυτόν σκοπόν να συνιστώνται συνεργεία υπερωριακής εργασίας εξ υπαλλήλων υπηρετούντων οπωσδήποτε εν τω Υπουργείω Δικαιοσύνης και δι’ 100 το πολύ ώρας μηνιαίως δι’ έκαστον υπάλληλον. Εις τους διεξάγοντες την άνω εργασίαν καταβάλλεται η ισχύουσα εκάστοτε αποζημίωσις καθ’ ώραν δια τους συμμετέχοντας εις συνεργεία υπερωριακής εργασίας υπαλλήλους, μη ισχυόντων εν προκειμένω των περιορισμών του Ν. 1502/1950.
Η παρούσα διάταξις έχει εφαρμογήν από της ισχύος του Ν. 2058/1952».
Τα εντός « » εν τέλει της ανωτέρω παρ. 5 προσετέθησαν δια του άρθρ. 3 του Ν. 2143/1952 (6.Ιβ.30).
Άρθρ.16.-Οι απολυόμενοι κατά τον παρόντα Νόμον δεν υπόκεινται εις προσωπικήν κράτησιν, εις ην περίπτωσιν υπέχουσιν τοιαύτην επί διετίαν από της αποφυλακίσεώς των, δια την είσπραξιν των επιβληθέντων αυτοίς δια των καταδικαστικών αποφάσεων δικαστικών εξόδων, τελών, προστίμων και χρηματικών ποινών. Επίσης ούτοι δεν υπόκεινται εις την έκτισιν ποινής εκτοπισμού επιβληθείσης δια της καταδικαστικής αποφάσεως ή αποφάσεως των Επιτροπών δημοσίας ασφαλείας, ουδέ διώκονται δι’ αδικήματα ανυποταξίας, ων αναστέλλεται η ποινική δίωξις.










Άρθρ.17.-Εις τον προσωρινώς απολυόμενον των φυλακών, κατά τας διατάξεις των προηγουμένων άρθρων, δύναται να επιβληθώσι περιοριστικοί όροι, μετά σύμφωνον πρότασιν της Επιτροπής. Ιδία δύναται ούτος να υποχρεωθή, όπως μη παραμείνη επί πενταετίαν κατ’ ανώτατον όριον εις ωρισμένα μέρη και δη εις τον τόπον της διαπράξεως του αδικήματος ή της κατοικίας του αδικηθέντος ή όπως διαμένη εις ωρισμένον τόπον, από του οποίου δεν δύναται να απομακρυνθή άνευ αδείας της Αστυνομικής Αρχής κλπ. Ο παραβαίνων τους όρους τούτους τιμωρείται δια φυλακίσεως το πολύ ένός έτους, κατά τας περί παραβάσεως των περιορισμών της διαμονής διατάξεις του Ποινικού Κώδικος.
Άρθρ.18.-1.Δια κοινής αποφάσεως των Υπουργών Δικαιοσύνης και Οικονομικών καθορίζεται η αποζημίωσις ως και τα οδοιπορικά και λοιπά έξοδα κινήσεως, των μελών των υπό του παρόντος Νόμου προβλεπομένων Επιτροπών και Γραμματέων ως και των κατά την παρ. 5 του άρθρ. 15 αποσπωμένων δια την διεξαγωγήν του έργου των Επιτροπών κατ’ εξαίρεσιν των υφισταμένων περιορισμών υπό των κειμένων διατάξεων περί μισθολογίου των Δημοσίων Υπαλλήλων.
Η δαπάνη αύτη βαρύνει τον προϋπολογισμόν του Υπουργείου Δικαιοσύνης.
2.Η διάταξις της προηγουμένης παραγράφου έχει αναδρομικήν εφαρμογήν δια τους δυνάμει αποφάσεων του Υπουργού Δικαιοσύνης και του Υπουργού Εσωτερικών ασχολουμένους με την εκ των φυλακών του Κράτους συγκέντρωσιν στοιχείων δια την εφαρμογήν των διατάξεων του παρόντος δημοσίους υπαλλήλους και αξιωματικούς των σωμάτων Ασφαλείας.
3.Δια Β.Δ/των εκδιδομένων προτάσει του επί της Δικαιοσύντης Υπουργού καθορισθήσονται αι λεπτομέρειαι της εφαρμογής του παρόντος κεφαλαίου.
«4.Η διάταξεις της παρ. 2 του άρθρ. 18 του Νόμ. 2058/52 έχει αναδρομικήν εφαρμογήν δια τα μέλη των δυνάμει των αποφάσεων του Υπουργού Δικαιοσύνης και Υπουργού Εσωτερικών κατ’ Ιανουάριον 1952 συσταθεισών Επιτροπών κρίσεως υποθέσεων εκτοπισμένων εις Άγιον Ευστράτιον ή Τρίκερι».
Η παρ. 4 προσετέθη δια του άρθρ. 12 Ν.Δ.2184/1952 (6.Γα.41)
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ΄
Περί μετατροπής θανατικών ποινών
Άρθρ.19.-1.Μετατρέπεται αυτοδικαίως εις ποινήν ισοβίου καθείρξεως πάσα θανατική ποινή, επιβληθείσα μέχρι και της 31 Οκτ. 1951.
2.Θανατική ποινή επιβληθείσα από της 1 Νοεμ. 1951 μέχρι της δημοσιεύσεως του παρόντος δι’ αδικήματα περί ων το άρθρ. 13, πραχθέντα μέχρι και της 31 Οκτ. 1951,μετατρέπεται αυτοδικαίως εις ποινήν ισοβίου καθείρξεως.
3.Δι’ αδικήματα της αμέσως προηγουμένης παραγράφου, εκδικαζόμενα μετά την δημοσίευσιν του παρόντος, αντί της υπό του νόμου προβλεπομένης ποινής του θανάτου επιβάλλεται η ποινή της ισοβίου καθείρξεως.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε΄
Περί εγκληματιών πολέμου
Άρθρ.20.-1.Το δεύτερον εδάφιον του άρθρ. 1 του Α.Ν. 1860/1951 «περί συμπληρώσεως διατάξεων της υπ’ αριθ. 73/1945 Συντ. Πράξεως αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«4.Κατ’ εξαίρεσιν των διατάξεων της προηγουμένης παραγράφου (3 του άρθρ. 6 της υπ’ αριθ. 73/1945 Σ.Π.) επιτρέπεται κατά των ανωτέρω βουλευμάτων ανακοπή εκ μέρους του κατηγορουμένου, παραπεμφθέντος ενώπιον του ακροατηρίου δι’ οιανδήποτε πράξιν, προβλεπομένην υπό του άρθρ. 1 παρ. 2 της παρούσης Συντακτικής Πράξεως».
2.Η κατά την προηγουμένην παράγραφον ανακοπή ασκείται εντός έξ μηνών από της δημοσιεύσεως του παρόντος. Αι ασκηθείσαι, βάσει του Α.Ν. 1860/1951 ανακοπαί κατά βουλευμάτων, εκδοθέντων προ της ισχύος του παρόντος, θεωρούνται ως εμπροθέσμως γενόμεναι και αν έτι απερρίφθησαν ως απαράδεκτοι. Κατά τα λοιπά παραμένουσιν εν ισχύϊ δια εφαρμόζονται αι διατάξεις του Α.Ν. 1860/1951.
3.Κατά παρέκκλισιν της παρ. 3 του άρθρ. 6 της Σ.Π. 73/1945 «περί κολασμού και εκδικάσεως εγκλημάτων πολέμου» και των διατάξεων του Κ.Π.Δ. επιτρέπεται η προσωρινή απόλυσις των κατηγορουμένων δι’ αδικήματα του άρθρ. 1 της ως άνω Σ.Π. μετά ή άνευ εγγυήσεως. Τας κατά τας διατάξεις του Κ.Π.Δ. αρμοδιότητος του Ανακριτού και του Δικαστικού Συμβουλίου ασκεί εν προκειμένω το παρά τω Εθνικώ Γραφείω Εγκλημάτων Πολέμου Δικαστικόν Συμβούλιον, επιτρεπομένης εν πάση περιπτώσει της ανακοπής των βουλευμάτων αυτού ενώπιον του Συμβουλίου του Α.Ν. 1860/1951.























(Αντί της σελ. 128,121) Σελ. 128,121(α)
ΜΔ-11
Άρθρ.21.-1.Επιτρέπεται εις το Εθνικόν Γραφείον εγκληματιών Πολέμου όπως εκ των εκκρεμουσών παρ’ αυτώ δικογραφιών κατά εγκληματιών πολέμου (ετών 1941-1944), υπηκοότητος Γερμανικής, Αυστριακής ή Ιταλικής, διαβιβάζη οία το Συμβούλιον αυτού κρίνει προς τον κατωτέρω σκοπόν στοιχεία, εις τας εγχωρίους δικαστικάς αρχάς του κατηγορουμένου εγκληματίου Πολέμου, προς διευκόλυνσιν της διώξεως αυτών παρά των εγχωρίων δικαστικών αρχών.
2.Αι πράξεις δι’ ας δύνανται να διαβιβασθώσι τ’ ανωτέρω στοιχεία δέον να προβλέπωνται και τιμωρώνται υπό της κατά τον χρόνον της διαπράξεως του εγκλήματος νομοθεσίας, της τε Ελλάδος ως και του Κράτους της ιθαγενείας του εγκληματίου.
3.Αίτησις διώξεως χωρεί μόνον κατά των εγκληματιών Πολέμου ών τινων διετάχθη υπό της εν Λονδίνω Διασυμμαχικής επιτροπής εκδόσεως εγκληματιών Πολέμου, η εγγραφή εις τους καταλόγους εγκληματιών Πολέμου.
4.Το γραφείον εγκληματιών Πολέμου δύναται να υποβάλη προς τας ως άνω ξένας δικαστικάς αρχάς εκθέσεις, περί εκάστης υποθέσεως, ως και τας περί ταύτης γνώμης της, ή να ποιήται τας δεούσας περί τούτου παραστάσεις.
Αι τυχόν δαπάναι προς εκτέλεσιν των διατάξεων του παρόντος νόμου ως και της προς τον σκοπόν τούτον συνεργασίας των δικαστικών αρχών, βαρύνουσι τον προϋπολογισμόν του Υπουργείου Εξωτερικών.
Άρθρ.22.-Αρξαμένης της διώξεως παρά της αλλοδαπής δικαστικής αρχής, δύναται δι’ αποφάσεως του Συμβουλίου Εγκληματιών Πολέμου να ανασταλή η πρόοδος της διαδικασίας ή η εκτέλεσις της αποφάσεως υπό των ημεδαπών δικαστικών αρχών, μέχρις εκδόσεως τελεσιδίκου αποφάσεως του δικαστηρίου της ιθαγενείας του κατηγορουμένου.


















Σελ. 128,122(α)
ΜΔ-12
Άρθρ.23.-Η καταδικαστική ή αθωωτική απόφασις των κατά το προηγούμενον άρθρον αλλοδαπών ποινικών Δικαστηρίων, κατά των εν παρ. 1 του άρθρ. 21 του παρόντος Νόμου εγκληματιών πολέμου, δύναται κατά την κρίσιν του Συμβουλίου εγκληματιών πολέμου, εκτιμώντος τα πρακτικά της δίκης και την εκδοθείσαν αλλοδαπήν απόφασιν, να θεωρηθή ότι αποτελεί δεδικασμένον δια τα Ελληνικά Δικαστήρια.
Άρθρ.24.-Η 60ήμερος προθεσμία του άρθρ. 1 του Α.Ν. 1860/51, παρατείνεται επί εξ μήνας από της δημοσιεύσεως του παρόντος.
Βλ. και Γραφείον Εγκληματιών Πολέμου εν 6.Ακ.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΣΤ΄
Περί ευεργετικού υπολογισμού ημερών
εργασίας κρατουμένων
Άρθρ.25.-(Παρατίθεται εν τόμω 9 σελ. 174).
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ζ΄
Τελικαί Διατάξεις
Άρθρ.26.-1.Αδικήματα οιασδήποτε φύσεως πραχθέντα δια του τύπου μέχρι και της 31 Δεκ. 1951 ως και αι επί τοιούτων αδικημάτων εκδοθείσαι καταδικαστικαί αποφάσεις θεωρούνται παραγεγραμμέναι. Θεωρούνται ωσαύτως παραγεγραμμένα τα αδικήματα του άρθρ. 247 του Ν.Π.Κ. τα τελεσθέντα μέχρι της δημοσιεύσεως του παρόντος.
2.Αδικήματα ημεδαπών προβλεπόμενα υπό του Γ΄/1946 ψηφίσματος και του Νόμ. 5060 «περί τύπου κλπ.» ων η δίωξις ανεστάλη από της 27 Οκτ. 1951 μέχρι της δημοσιεύσεως του παρόντος κατ’ εφαρμογήν της διατάξεως της παρ. 2 του άρθρ. 30 του Κ.Π.Δ. θεωρούνται παραγεγραμμένα.
Άρθρ.27.-Κατηγορούμενοι, τελούντες εν προφυλακίσει δι’ αδικήματα του Γ΄/1946 ψηφίσματος ή του Α.Ν. 509/1947 δύνανται ν’ απολυθώσι προσωρινώς των φυλακών μετά ή άνευ εγγυήσεως υπό των αρμοδίων δικαστικών συμβουλίων ή των δικαστηρίων εν περιπτώσει αναβολής της δίκης. Η τοιαύτη απόλυσις είναι υποχρεωτική και άνευ εγγυήσεως εάν ο κατηγορούμενος εισαχθείς εις δίκην ενώπιον του Στρατοδικείου ή ετέρου κοινού δικαστηρίου δια παράβασιν του Γ΄ ψηφίσματος του Νόμ. 509/1947 ή ετέραν συναφή πράξιν ηθωώθη ή απηλλάγη.
Άρθρ.28.-(Κατ’ αποφάσεων Ποινικών Δικαστηρίων, εκδοθεισών από της 1ης Ιαν. 1949 και εφεξής δι ων κατεγνώσθη ποινή επανορθωτική ως και αποφάσεων εκδοθεισών κατά το άρθρ. 551 του Κ.Π.Δ. αίτινες κατέστησαν αμετάκλητοι λόγω μη εμπροθέσμου ασκήσεως του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως, επιτρέπεται η άσκησις τούτου εντός 10 ημερών από της δημοσιεύσεως του παρόντος).
Κατηργήθη δια του άρθρ. 1 του Νόμ. 2286/1952, κατωτ. αριθ. 27.
Άρθρ.29.-Το εδάφ. η΄ της παρ. 1 και η παρ. 2 του άρθρ. 25 του Αγροτικού Κώδικος καταργούνται.
Άρθρ.30.-1.Εις το άρθρ. 5 του Ν.Δ. 414 του έτους 1947 προστίθεται τρίτη παράγραφος έχουσα ούτω: «3.Μετά παρέλευσιν εξαμήνου από της τελεσιδικίας του βουλεύματος δύναται ο κατάδικος να υποβάλη νέαν αίτησιν περί υπαγωγής του εις τας ευεργετικάς διατάξεις του Νόμου τούτου.
2.Οι ουδόλως κατά το Ν.Δ. 414/1947 προσφυγόντες εις το Συμβούλιον δύνανται να προσφύγωσι εντός τριμήνου από της ισχύος του παρόντος.
Άρθρ.31.-1.Αξιωματικοί και Ανθυπασπισταί απόστρατοι ξηράς, θαλάσσης, αέρος και χωροφυλακής στρατιωτικοί συνταξιούχοι και των πολεμικών καταστάσεων, εκπεσόντες του βαθμού των κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων του ΝΑ΄ Ψηφίσματος, ανακτώσιν αυτοδικαίως τους βαθμούς των, αφ’ ής εξέπεσαν τούτων, εφ’ όσον δεν εξεδόθη εναντίον των καταδικαστική απόφασις οιουδήποτε δικαστηρίου δια πράξεις προβλεπομένας υπό του Ν.Α΄ Ψηφίσματος, επανερχόμενοι εις την προτέραν αυτών κατάστασιν. Τα οικονομικά αποτελέσματα της τοιαύτης αποκαταστάσεώς των άρχονται από της δημοσιεύσεως του παρόντος Νόμου.
2.Εξαιρούνται των διατάξεων της προηγουμένης παραγράφου οι κατά την 1 Δεκ. 1951 διαμένοντες εκνόμως εκτός των ορίων της Επικρατείας, του γεγονότος τούτου αποδεικνυομένου εξ επισήμου βεβαιώσεως της Γεν. Διευθύνσεως Ασφαλείας του Υπουργείου Εσωτερικών μετά προηγουμένην υπεύθυνον έρευναν καθώς και οι αποστερηθέντες της Ελληνικής Ιθαγενείας κατά τας διατάξεις του Ψηφίσματος ΑΖ΄ του έτους 1947.
Άρθρ.32.-Εκπτώσεις αξιωματικών του κατά ξηράν Στρατού, επλεθούσαι δυνάμει του άρθρ. 10 παρ. 2 εδάφ. β΄ του Α.Ν. 2803/1941 περί Σ.Π.Κ. δι’ αδικήματα διαπραχθέντα κατά την διάρκειαν του αντισυμμοριακού αγώνος (1.4.1946 έως 31.12.1949) δι’ α επεβλήθη ποινή φυλακίσεως ελάσσων των εξ μηνών, αίρονται αυτοδικαίως. Οι ούτως επανερχόμενοι ανακτώσιν εφεξής άπαντα τα εκ του βαθμού των δικαιώματα προ της εκπτώσεως και παραπέμπονται ει τα οικεία ανακριτικά Συμβούλια κατ’ άρθρ. 1 και 2 του Νόμου «περί καταστάσεως αξιωματικών του κατά ξηράν Στρατού».










(Αντί της σελ. 123,13(β) Σελ. 128,13(γ)
146-21

«2.Η διάταξις της προηγουμένης παραγράφου έχει εφαρμογήν και δια τους καταδικασθέντας υπό των Διαρκών ή Εκτάκτων Στρατοδικείων ή του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου εις ποινήν φυλακίσεως ή προσκαίρου καθείρξεως δι’ αδικήματα των κεφαλαίων Α΄ και Ε΄ του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικος τελεσθέντα κατά την διάρκειαν του αντισυμμοριακού αγώνος, εφ’ όσον η ποινή εχαρίσθη δια Βασ. Χάριτος, και έτυχον άρσεως των συνεπειών και στερήσεως».
Η παρ. 2 προσετέθη δια της παρ. 2 άρθρ. 11 Ν.Δ. 3423/1955.
Άρθρ.33.-Οι υπ’ αριθ. 3001, 3002 και 3026 του έτους 1941 Α. Νόμοι εκδοθέντες εν Κρήτη καταργούνται, αφ’ ης ίσχυσαν, αιρομένων και των εξ αυτών τυχόν απορρευσασών συνεπειών.

Άρθρ.34.-Η ισχύς του παρόντος άρχεται από της δημοσιεύσεως αυτού εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

27. ΝΟΜΟΣ υπ’ αριθ. 2286
της 10/10 Οκτ. 1952
Περί καταργήσεως του άρθρ. 28 του Νόμ. 2058 του 1952, συμπληρώσεως του Α.Ν. 710 του 1945 και επιβολής φορολογίας επί της εκ συγχωνεύσεως ποινών προκυπτούσης ωφελείας κλπ.
Άρθρ.1.-1.Το άρθρ. 28 του Νόμ. 2058 της 18/18 Απρ. 1952 «περί μέτρων ειρηνεύσεως» καταργείται αφ ης ίσχυσε.
2.Δικαστικαί αποφάσεις εκδοθείσαι κατ’ εφαρμογήν της διατάξεως ταύτης αποβάλλουσι πάσαν ισχύν.
3.Είναι απαράδεκτος πάσα ανακοπή ή προσφυγή, στηριζομένη εις τας καταργουμένας δια του προηγουμένου εδαφίου αποφάσεις ενώπιον οιουδήποτε Δικαστηρίου και πάσης αρχής, απευθυνομένη κατά πράξεων τεινουσών εις εκτέλεσιν απαιτήσεων του Δημοσίου.
4.Ενοχικαί απαιτήσεις πάσης φύσεως κατά του Δημοσίου ή τρίτων, στηριζόμεναι εις δικαστικάς αποφάσεις, εκδοθείσας κατ’ εφαρμογήν της καταργουμένης δια του παρόντος διατάξεως, κηρύσσονται δια του παρόντος απεσβεσμέναι και παραγεγραμμέναι.
Άρθρ.2.-(Προστίθεται παρ. 3 εις το άρθρ. 3 Α.Ν. 710/1945, τόμ. 26 σελ. 49).




Σελ. 128,14(γ)
146-22

Άρθρ.3.-1.Επιβάλλεται φορολογία επί της ωφελείας του καταδικασθέντος εις ποινήν εις χρήμα, της επιτευχθείσης, δια της κατά τα άρθρ. 94-97 του Νέου Ποιν. Κώδικος συγχωνεύσεως ποινών και συνισταμένης εκ της διαφοράς μεταξύ της βαρυτέρας των αρχικών επιβληθεισών ποινών εις χρήμα και της μετά την συγχώνευσιν επιβληθείσης ποινής εις χρήμα.
2.Ο φορολογικός συντελεστής επί της κατά την προηγουμένην παράγραφον ωφελείας ορίζεται εις 100%.
3.Ο κατά το παρόν άρθρον φόρος δεν προσαυξάνεται δι’ οιωνδήποτε προσθέτων φόρων υπέρ του Δημοσίου, Δήμων ή Κοινοτήτων, νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και οργανισμών εν γένει.
4.Η προκειμένη φορολογία επιβάλλεται επί πάσης ωφελείας συνεπεία συγχωνεύσεως ποινών, χωρησάσης ή χωρούσης δι’ αποφάσεως, εκδοθείσης από της 1 Ιαν. 1949 και εφεξής.
5.Αρμόδιος δια την κατά το παρόν άρθρον φορολογίαν είναι ο Οικονομικός Έφορος της επαγγελματικής κατοικίας του φορολογουμένου.
6.Οι Γραμματείς πάντων των Δικαστηρίων οφείλουσι να αποστείλωσιν προς τον κατά το προηγούμενον εδάφιον αρμόδιον Οικονομικόν Έφορον, ή εις περίπτωσιν αμφιβολίας εις την εν Αθήναις εδρεύουσαν μηχανογραφικήν υπηρεσίαν φορολογίας αντίγραφον πάσης δικαστικής αποφάσεως, εκδοθείσης ή εκδιδομένης από της 1 Ιαν. 1949 και εφεξής, εντός μηνός από της δημοσιεύσεως του παρόντος, δια τας μέχρι ταύτης εκδοθείσας αποφάσεις ή από της δημοσιεύσεως της αποφάσεως, δια τας μετά την ισχύν του παρόντος εκδιδομένας.







7.O Οκονομικός Έφορος, αφού συλλέξει και τα τυχόν λοιπά αναγκαία δια την απόδειξιν της συνδρομής των κατά Νόμον προϋποθέσεων της επιβολής του προκειμένου φόρου στοιχεία, επιβάλλει τον φόρον, δια πράξεώς του ητιολογημένης και κοινοποιουμένης επιμελεία αυτού εις τον φορολογούμενον.
8.Κατά της πράξεως του Οικον. Εφόρου επιτρέπεται εις τον φορολογούμενον εντός 15 ημερών από της κοινοποιήσεώς της ένστασις.
Η άσκησις ταύτης συνεπάγεται αναστολήν εισπράξεως του ημίσεος του δια της πράξεως του Οικονομικού Εφόρου καθοριζομένου φόρου.
9.Αι κατά την προηγουμένην παράγραφον ενστάσεις εκδικάζονται παρά τριμελούς Εκδικαστικής Επιτροπής, αποτελουμένης εξ ενός δικαστού τακτικού ή διοικητικού, έχοντος βαθμόν τουλάχιστον Πρωτοδίκου, εξ ενός δημοσίου υπαλλήλου, κατά προτίμησιν Οικονομικού, επί βαθμώ τουλάχιστον Υπουργικού Τμηματάρχου και ενός λαϊκού μέλους.
10.Κατά της αποφάσεως της κατά την προηγουμένην παράγραφον εκδικαστικής Επιτροπής ουδέν τακτικόν ή έκτακτον ένδικον μέσον χωρεί.
11.Αι λεπτομέρειαι της εφαρμογής του παρόντος άρθρου ορισθήσονται δια κοινής αποφάσεως των Υπουργών της Δικαιοσύνης και των Οικονομικών, δημοσιευομένης εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Άρθρ.4.-(Κατηργήθη δια του άρθρ. 100 αριθ. 23 Ν.Δ. 346/1969, τόμ. 18Α σελ. 303).
Άρθρ.5.-(Αντικαθίσταται το δεύτερον εδάφιον της παρ. 2 του άρθρ. 3 του Νόμ. 2058/1952, ανωτ. αριθ. 26).
Άρθρ.6.-Νομιμοποιείται η υπ’ αριθ. 202847 της 14ης Ιουν. 1951 κοινή απόφασις των Υπουργών Δικαιοσύνης και Οικονομικών αφ’ ης αύτη εξεδόθη και εξακολουθεί ισχύουσα, θεωρουμένη ως εκδοθείσα κατά παρέκκλισιν του Νόμ. 1502/1950.
Άρθρ.7.-Γραμματείς Ειρηνοδικείων β΄ τάξεως παραιτηθέντες κατά την περίοδον της εφαρμογής του Θ΄/46 Ψηφίσματος, επανέρχονται αυτοδικαίως εις την υπηρεσίαν με τον ον έφερον βαθμόν, εφ’ όσον ήθελον υποβάλει σχετικήν αίτησιν εντός προθεσμίας δέκα ημερών από της δημοσιεύσεως του παρόντος. Οι ούτω επανερχόμενοι τίθεναι υπό την κρίσιν του αρμοδίου Συμβουλίου Νομιμοφροσύνης.
Άρθρ.8.-Εις τας διατάξεις του άρθρ. 4 του Νόμ. 1829/1951 υπάγονται και οι κατ’ αντιμωλίαν καταδικασθέντες επί τινι των εν τοις εδαφ. α΄ και β΄ του άρθρ. 1 της 6/1945 Σ.Π. είτε εξέτισαν εν όλω, ή εν μέρει είτε με την επιβληθείσαν αυτοίς ποινήν.
Άρθρ.9.-Η ισχύς του παρόντος άρχεται από της δημοσιεύσεώς του εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

28. ΨΗΦΙΣΜΑ ΟΓ΄
της 9/14 Οκτ. 1949
Περί μέτρων Εθνικής Αναμορφώσεως
Άρθρ.1-17.(Κατηργήθησαν δια του άρθρ. 12 Α.Ν. 1504/1950, ανωτ. αριθ. 15, μετά την έκδοσιν του Β.Δ. της 7/28 Αυγ. 1952, κατωτ. αριθ. 29, συμφώνως τη παρ. 3 του ως άνω άρθρ. 12 Α.Ν. 1504/1950).
Άρθρ.18.-1.Προκειμένου περί καταδικασθέντων ή κατηγορουμένων, δι’ αδικήματα προβλεπόμενα υπό του Γ΄ Ψηφίσματος του 1948, του Α.Ν. 453 και της Συντ. Πράξεως 19 του 1945 άτινα διεπράχθησαν μέχρι της δημοσιεύσεως του παρόντος ψηφίσματος, η ποινή του θανάτου, επιβληθείσα ή επιβληθησομένη παρ’ οιουδήποτε στρατιωτικού ή κοινού δικαστηρίου δεν δύναται να εκτελεσθή παρά μόνον εφ’ όσον ήθελε τηρηθή προηγουμένως η διαδικασία του Νόμ. 3861 «περί απονομής χάριτος εις καταδίκους κλπ.» ως ετροποποιήθη μεταγενεστέρως.
2.Προκειμένου όμως περί αποφάσεως δι’ ας κατά τα μέχρι τούδε ισχύοντα δεν υπάρχει υποχρέωσις προς εισαγωγήν εις τον Συμβούλιον Χαρίτων, η κατά το άρθρ. 8 παρ. 2 του ανωτέρω υπ’ αριθ. 3861 Νόμου δίμηνος προθεσμία μειούται εις δεκαπενθήμερον η δε της παρ. 3 του αυτού άρθρου τετράμηνος προθεσμία μειούται εις μηνιαίαν.

29. ΒΑΣΙΛΙΚΟΝ ΔΙΑΤΑΓΜΑ
της 7/28 Αυγ. 1952
Περί ρυθμίσεως ζητημάτων προκυπτόντων εκ της καταργήσεως του υπό στοιχ. ΟΓ΄/ 1949 Ψηφίσματος «περί μέτρων Εθνικής Αναμορφώσεως».
Έχοντες υπ’ όψιν:
1.Την παρ. 2 του άρθρ. 12 του υπ’ αριθ. 1504/50 Α. Νόμου «περί αναθεωρήσεως αποφάσεων των Στρατοδικείων κλπ.».
2.Την υπ’ αριθ. 20/1952 γνωμάτευσιν του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Προτάσει του Ημετέρου Υπουργικού Συμβουλίου, απεφασίσαμεν και διατάσσομεν:
Άρθρ.1.-Οι εις την δικαιοδοσίαν του Οργανισμού Αναμορφωτηρίων Μακρονήσου υπαγόμενοι βάσει του άρθρ. 6 του υπό στοιχ. ΟΓ΄/1949 Ψηφίσματος «περί μέτρων Εθνικής Αναμορφώσεως» από της δημοσιεύσεως του παρόντος περιέρχονται:
α)οι στρατιωτικοί εις την αρμοδιότητα του Υπουργείου Εθνικής Αμύνης,
β)οι ιδιώται εάν μεν είναι κατάδικοι ή






(Αντί της σελ. 128,15(α) Σελ. 128,15β)
Τεύχος 371-Σελ. 49
υπόδικοι ενώπιον των τακτικών Δικαστηρίων ή των Σρατιωτικών Δικαστικών Αρχών εις την αρμοδιότητα του Υπουργείου Δικαιοσύνης, εάν δε κρατούνται διοικητικώς εις την αρμοδιότητα του Υπουργείου Εσωτερικών, διεπόμενοι εφεξής υπό του προ του Ψηφίσματος ΟΓ΄ υφισταμένου νομοθετικού καθεστώτος.
Άρθρ.2.-1.Άπασαι αι εγκαταστάσεις του Οργανισμού Αναμορφωτηρίου Μακρονήσου περιέρχονται εις την δικαιοδοσίαν του Υπουργού Εθνικής Αμύνης.
2.Οι εις την αρμοδιότητα του Υπουργείου Εθνικής Αμύνης περιερχόμενοι συγκροτούνται εις Μονάδας, οργανουμένας στρατιωτικώς δια διαταγής του Γενικού Επιτελείου Στρατού.
3.Δι’ ομοίων διαταγών θέλει οργανωθή και η οικονομική υπηρεσία των άνω Μονάδων.
Άρθρ.3.-1.Αι διάφοροι ανάγκαι των άνω Μονάδων (διαβίωσις, διατροφή, ιματισμός, υπόδησις, στέγασις, νοσηλεία κλπ.) θεραπεύονται καθ’ ον τρόπον και δι’ ων μέσων και αι τοιαύται των λοιπών Μονάδων του Στρατεύματος.
2.Αι προς τούτο δαπάναι καταλογίζονται εις βάρος των πιστώσεων των οικείων κεφαλαίων και άρθρων του Προϋπολογισμού Υπουργείου Εθνικής Αμύνης (Γ.Ε.Σ.).
3.Αι εν γένει προμήθειαι και εργασίαι και η εν γένει οικονομική και λογιστική υπηρεσία των Μονάδων Μακρονήσου διέπεται υπό των ισχυουσών εν τω στρατεύματι οικονομικών διατάξεων.
Το αυτό ισχύει και δια τας εις βάρος των εκτάκτων πόρων των Μονάδων τούτων, πραγματοποιουμένας δαπάνας.
Εις τους Ημετέρους επί της Εθνικής Αμύνης, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υπουργούς, ανατίθεμεν την δημοσίευσιν και εκτέλεσιν του παρόντος Δ/τος.














Σελ. 128,16(β)
Τεύχος 371-Σελ. 50
30. ΝΟΜΟΘΕΤ. ΔΙΑΤΑΓΜΑ 2951
της 10/14 Αυγ. 1954
Περί αποδόσεως περιουσιών δημευθεισών βάσει του Μ΄ Ψηφίσματος της Δ΄ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων.
Άρθρ.1.-1.Εις Έλληνας πολίτας καταδικασθέντας ως ενισχύσαντας καθ’ οιονδήποτε τρόπον τον συμμοριακόν αγώνα και είτα αθωωθέντας ή απαλλαγέντας κατόπιν ασκήσεως ενδίκου μέσου, αποδίδεται η βάσει του άρθρ. 1 παρ. 1 εδάφ. β΄ του Μ΄ Ψηφίσματος δημευθείσα περιουσία αυτών.
2.Η απόδοσις της δημευθείσης περιουσίας γίγνεται δι’ αποφάσεως του διατάξαντος την δήμευσιν Πρωτοδικείου, δικάζοντος κατά την επ’ αναφορά διαδικασίαν. Δικαίωμα να ζητήση την απόδοσιν έχει ο καθ’ ου επεβλήθη η δήμευσις και εκ των κληρονόμων αυτού οι κατά το άρθρ. 1825 του Αστικού Κώδικος αναγκαίοι τοιούτοι κατά την σειράν της κλήσεώς των εις την κληρονομίαν, εντός ανατρεπτικής προθεσμίας εξ μηνών από της δημοσιεύσεως του παρόντος.
Δυνάμει του άρθρ. 11 του Νόμ. 3800/1957 η προθεσμία της παρ. 2 παρετάθη επί εν έτος από της δημοσιεύσεως του ανωτέρω Νόμου, ήτοι από 19 Δεκ. 1957.
3.Αι λεπτομέρειαι εφαρμογής του παρόντος Ν. Δ/τος καθορίζονται δι’ αποφάσεως του Υπουργού των Οικονομικών.
4.Οι προς ους η απόδοσις ουδεμίαν αξίωσιν δύνανται να έχουν δια τα μέχρι της αποδόσεως εισπραχθέντα πάσης φύσεως εισοδήματα της αποδιδομένης περιουσίας ούτε δια βλάβας ή φθοράς αυτής.
Άρθρ.2.-Η ισχύς του παρόντος άρχεται από της δημοσιεύσεώς του εν τη Εφημερίδι της Κυβερνήσεως.

31. ΑΠΟΦΑΣΙΣ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Αριθ. 14829 της 13/22 Νοεμ. 1954
Περί των απαιτουμένων διατυπώσεων δι’ απόδοσιν περιουσιών δημευθεισών βάσει του Μ. Ψηφίσματος Ν.Δ. 2951/1954.
Εν όψει της παρ. 3 του άρθρ. 1 του Ν.Δ.2951/1954 «περί αποδόσεως περιουσιών δημευθεισών βάσει του Μ΄ Ψηφίσματος της Δ΄ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων».
1)Η κατά την παρ. 2 του άρθρ. 1 του ανωτέρω Ν.Δ/τος υποβαλλομένη αίτησις ενώπιον του αρμοδίου Πρωτοδικείου, δέον να κοινοποιήται και ημίν δια του Προέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, προ δέκα πλήρων ημερών από της συζητήσεως αυτής 2)Ο υπέρ ου η εκδοθησομένη δικαστική απόφασις οφείλει όπως υποβάλη εις το Υπουργείον Οικονομικών (Διεύθυνσιν Δημοσίων Κτημάτων) δια του οικείου Οικον. Εφόρου, αίτησιν μετ’ αντιγράφου της αποφάσεως ταύτης ίνα τούτο εφ’ όσον η δημευθείσα και ήδη αποδιδομένη περιουσία έχει καταληφθή υπό του Δημοσίου, διατάξη την παράδοσιν ταύτης εις τούτον. 3)Η
παράδοσις της αποδιδομένης περιουσίας θα συντελήται δια πρωτοκόλλου παραδόσεως και παραλαβής, συντασσομένου εις τριπλούν και υπογραφομένου υπό του Οικον. Εφόρου και υπό του προς ον η απόδοσις ή του νομίμου πληρεξουσίου του. 4)Άμα τη παραδόσει της περιουσίας θα ενεργήται η διαγραφή ταύτης εκ των οικείων βιβλίων Δημοσίων Κτημάτων. 5)Εάν η δημευθείσα και υπό του Δημοσίου καταληφθείσα περιουσία έχει μεταγραφή εις τα οικεία βιβλία Μεταγραφών δέον, επιμελεία του Οικον. Εφόρου ή του ενδιαφερομένου να καταχωρηθή εν αυτοίς σημείωσις της γενομένης αποδόσεως.

32. ΝΟΜΟΘΕΤ. ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ’ αριθ. 3382
της 20/26 Σεπτ. 1955
Περί παροχής ευεργετημάτων εις αυθορμήτως προσερχομένους ή προσελθόντας κομμουνιστοσυμμορίτας.
Εν όψει του άρθρ. 35 του Συντάγματος.
Άρθρ.1.-1.Όσοι εκ των δρασάντων, στασιαστικώς ή εκνόμως, μεμονωμένως ή καθ’ ομάδας και καθ’ οιονδήποτε τρόπον, ενεφανίσθησαν αυθορμήτως από 1.4.1955, μέχρι της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος, ή εμφανισθώσιν εντός δύο μηνών από ταύτης, και παραδοθώσιν, αφοπλιζόμενοι ενώπιον οιασδήποτε δημοσίας αρχής, απολαύουσι των ευεργετημάτων του άρθρ. 8 του Α.Ν. 1504/1950 «περί αναθεωρήσεως αποφάσεων των Στρατοδικείων κλπ.», ως και των τοιούτων του άρθρ. 9 του Νόμ. 2058/1952 «περί μέτρων ειρηνεύσεως», δια τα παρ’ αυτών, μέχρι της 1.6.1955, διαπραχθέντα αδικήματα τ’ αναφερόμενα εις το ως άνω άρθρ. 9, πλην των αδικημάτων του Α.Ν. 375/1936 και λοιπών περί κατασκοπείας εν γένει διατάξεων, λιποταξίας, αυτομολίας και εγκαταλείψεως θέσεως εν γένει.
2.Των ανωτέρω ευεργετημάτων απολαύουσι μόνον οι καθ’ ων ενεργείται ποινική δίωξις, κατόπιν ασκήσεως ποινικής αγωγής επί τη ως άνω εκνόμω δράσει, ως και οι διωκόμενοι κατ’ εφαρμογήν του άρθρ. 2 Ν.Δ. 13 Απρ. 1924 ως τούτο μεταγενεστέρως ετροποποιήθη.
3.Των ειρημένων ευεργετημάτων και υπό τας αυτάς προϋποθέσεις απολαύουσι και οι ανήκοντες εις την δύναμιν των Μ.Ε.Α., Μ.Α.Υ., Μ.Α.Δ., Τ.Ε.Α. και των τούτοις ομοίων, δια τα παρ’ αυτών μέχρι της 1.6.1955 τελεσθέντα αδικήματα, τα σχέσιν έχοντα προς τον αντισυμμοριακόν και αντικομμουνιστικόν αγώνα.








(Αντί της σελ. 128,17) Σελ. 128,17(α)
4.Δεν απολαμβάνουσι των ευεργετημάτων του παρόντος Ν.Δ/τος όσοι υπέπεσαν ή ήθελον υποπέσει εις αδικήματα προβλεπόμενα και τιμωρούμενα υπό των άρθρ. 167 και επόμενα μέχρι 174 Ποινικού Κώδικος.
Άρθρ.2.-Αι διατάξεις του άρθρ. 13 του 2058/1952 Νόμου «περί απολύσεως καταδίκων υπό όρον» εφαρμόζονται και επί των μετά την δημοσίευσιν αυτού καταδικασθέντων δι’ αδικήματα περί ων αι παρ. 1 και 2 του άρθρου τούτου.
Άρθρ.3.-Η ισχύς του παρόντος άρχεται από της δημοσιεύσεως αυτού εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

































Σελ. 128,18(α)
33. ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΗ ΔΙΑΤΑΞΙΣ υπ’ αριθ. 102
της 5 Ιουν. /1 Ιουλ. 1959
Περί μέτρων αναφερομένων εις τους υπό εκτόπισιν διατελούντας.
Εν Αθήναις σήμερον την 5ην του μηνός Ιουνίου του έτους 1959, ημείς ο Διευθυντής της Αστυνομίας Αθηνών Ρακιντζής Θεόδωρος, Αστυνομικός Διευθυντής Α΄, αποσκοπούντες εις την εξασφάλισιν της δημοσίας τάξεως και ασφαλείας και έχοντες υπ’ όψει τας διατάξεις των άρθρ. 2, 167 και 168 κωδικοποιηθέντος Νόμ. 2458/53 «περί Οργανισμού του Σώματος Αστυνομίας Πόλεων (Δ/μα 31.12.57/20.1.58), του άρθρ. 28 του από 4.11.58 Δ/τος «περί Κανονισμού του Αστυνομικού Σώματος» ως και του Α.Ν. 511/1947 «περί μέτρων αναφερομένων εις τους υπό εκτόπισιν διατελούντας διατάσσομεν:
Υποχρεώσεις προσώπων τελούντων υπό
εκτόπισιν
Άρθρ.1.-Υποχρεούνται άπαντα τα υπό επιτήρησιν άτομα, τα τελούντα βάσει αποφάσεων των Επιτροπών Δημοσίας Ασφαλείας, υπό εκτόπισιν και ευρισκόμενα εν τη περιοχή της Αστυνομικής Διευθύνσεως, είτε προς έκτισιν της εκτοπίσεως είτε εν διακοπή ταύτης όπως:
α)Δηλώνωσιν εις το οικείον Παράρτημα Ασφαλείας την διεύθυνσιν της κατοικίας των ως και πάσαν αλλαγήν ταύτης εντός τριών ημερών από της εις αυτήν εγκαταστάσεώς των και
β)Παρουσιάζωνται ενώπιον του Προϊσταμένου του οικείου Παραρτήματος Ασφαλείας άπαξ της εβδομάδος και καθ’ ημέραν και ώραν υπό τούτου καθοριζομένην.
Απαγόρευσις εις τους υπό εκτόπισιν τελούντας
Άρθρ.2.-Απαγορεύεται:
α)Η απομάκρυνσις των εν άρθρ. 1 της παρούσης αναφερομένων προσώπων πέραν των ορίων της τέως Διοικήσεως Πρωτευούσης άνευ αδείας της Υποδιευθύνσεως Γενικής Ασφαλείας.
β)Η κυκλοφορία των ατόμων τούτων κατά τας ώρας 23.00-06.00 τον χειμώνα και 24.00-05.00 το θέρος.
γ)Πάσα συγκέντρωσις τούτων.
δ)Η υπό των προσώπων τούτων ίδρυσις πάσης φύσεως συλλόγων. λεσχών και εντευκτηρίων και η συμμετοχή τούτων εις τοιούτους συλλόγους κλπ. και
ε)Η υπό τούτων έκδοσις ως και η μεταξύ αυτών κυκλοφορία εντύπων ή χειρογράφων, άτινα ήθελον θεωρηθή, κατά την κρίσιν ημών, επιβλαβή εις την δημοσίαν τάξιν.
Άρθρ.3.-Η ισχύς της παρούσης άρχεται από της δημοσιεύσεώς της εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, οι δε παραβάται αυτής διώκονται και τιμωρούνται συμφώνως τω άρθρ. 1 του Α.Ν. 511/47.
Δια τους υπό εκτόπισιν διατελούντας, τους ευρισκομένους εις την περιφέρειαν Πειραιώς εξεδόθη υπό της Αστυνομικής Διευθύνσεως Πειραιώς ή υπ’ αριθ. 70 της 8 Ιουν. /28 Ιουλ. 1959 Αστυν. Διάταξις δι’ ης επιβάλλονται αι αυταί ως άνω υποχρεώσεις.
































(Μετά την σελ. 128,18(α) Σελ. 128,19
129-19
34. ΝΟΜΟΘΕΤ. ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ’ αριθ. 4234
της 23/30 Ιουλ. 1962 (ΦΕΚ Α΄ 116)
Περί της ρυθμίσεως θεμάτων αφορώντων την ασφάλειαν της χώρας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α΄
Άρθρ.1.-1.Από της δημοσιεύσεως του παρόντος καταργούνται: α)οι διατάξεις της κειμένης νομοθεσίας, η εφαρμογή των οποίων, κατά την ρητήν εν αυταίς πρόβλεψιν, ήρτηται εκ της διαρκείας της ανταρσίας, β)το άρθρ. 30 του Γ΄/1946 ψηφίσματος, ως τούτο προσετέθη δια του ΛΒ΄/1947 ομοίου.
2.Διατηρούνται εν ισχύϊ αι βάσει των δια της προηγουμένης παραγράφου καταργουμένων διατάξεων εκδοθείσαι δικαστικαί ή διοικητικαί πράξεις, ως και αι εκ της εφαρμογής των αυτών διατάξεων επελθούσαι, ή καθ’ οιονδήποτε τρόπον απαγγελθείσαι ποινικαί, αστικαί, διοικητικαί, ή οιασδήποτε άλλης φύσεως συνέπειαι, εξαιρέσει των εν τοις επομένοις άρθροις αναφερομένων.
Άρθρ.2.-1.Αναστέλλεται η ποινική δίωξις των κατηγορουμένων, ως και η εκτέλεσις των καταδικαστικών αποφάσεων κατά των καταδικασθέντων επί παραβάσει των εν τη πρώτη παραγράφω του άρθρ. 1 ειδικώς αναγραφομένων διατάξεων. Κατ’ εξαίρεσιν θεωρούνται παραγεγραμμένα τα εγκλήματα του άρθρ. 30 του Γ΄/46 Ψηφίσματος, παύει δε η εκτέλεσις των εκδοθεισών καταδικαστικών αποφάσεων επί των αυτών εγκλημάτων.
2.Εάν ο τυχών αναστολής ήθελε καταδικασθή εις ποινήν στερητικήν της προσωπικής ελευθερίας τριών τουλάχιστον μηνών, δι’ έγκλημα πραχθέν εκ δόλου εντός τριετίας από της ισχύος του παρόντος, αίρεται η αναστολή και η μεν ανασταλείσα ποινή εκτελείται εν συνεχεία μετά την καταγνωσθείσαν, η δε ανασταλείσα ποινική δίωξις συνεχίζεται.
3.Εφ’ όσον, δεν συνέτρεξε, κατά την προηγουμένην παράγραφον, περίπτωσις άρσεως της δια της πρώτης παραγράφου του παρόντος άρθρου παρεχομένης αναστολής, η μεν ανασταλθείσα ποινή θεωρείται ως εκτιθείσα, η δε ποινική δίωξις παύει οριστικώς λόγω παραγραφής.
4.Η αναστολή της ποινής δεν συνεπάγεται την αναστολήν των ανικανοτήτων και στερήσεων δικαιωμάτων, ή την απαλλαγήν του καταδικασθέντος από της πληρωμής των δικαστικών εξόδων και της αποζημιώσεως.
5.Αρμόδιος δια την αναστολήν της ποινικής διώξεως ή της εκτελέσεως της ποινής, ως και της άρσεως της αναστολής, είναι ο επιμελούμενος της εκτελέσεως, ή διώξεως, Εισαγγελεύς ή Επίτροπος.
Άρθρ.3.-1.Επιτρέπεται η παράτασις του χρόνου της διαρκείας της εκτοπίσεως πέραν του υπό του άρθρ. 1 του Ν.Δ. 392/1947 οριζομένου ανωτάτου ορίου των 24 μηνών, δι’ άλλους είκοσι τέσσαρας μήνας, κατά χρόνον όμως μη δυνάμενον να υπερβή, καθ’ εκάστην παράτασιν το έτος. Η παράτασις διατάσσεται εντός του προ της λήξεως του χρόνου της εκτοπίσεως τελευταίου διμήνου, δια βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών
του τόπου, ένθα εδρεύει η διατάξασα την εκτόπισιν Επιτροπή Δημοσίας Ασφαλείας, εκδιδομένου αιτήσει της αστυνομικής αρχής και προτάσει του παρ’ αυτώ Εισαγγελέως, όστις μεριμνά δια την ένορκον εξέτασιν των μαρτύρων.
2.Κατά του βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημ/κών επιτρέπεται η άσκησις μόνον εφέσεως εντός προθεσμίας πέντε ημερών, μη παρεκτεινομένης, αρχομένης δε δια μεν τον Εισαγγελέα από της εκδόσεως του βουλεύματος, δια δε τον εκτοπισθέντα από της επιδόσεως.
3.Η έφεσις του εκτοπισθέντος ασκείται δια δηλώσεως ενώπιον του γραμματέως του Ειρηνοδικείου, ή του διοικητού της αστυνομικής αρχής του τόπου, εις ον διανύει την εκτόπισιν, συντασσομένης εκθέσεως και δεν αναστέλλει την εκτέλεσιν της αποφάσεως.
4.Τα συμβούλια, δια τον σχηματισμόν της κρίσεώς των περί του επικινδύνου του εκτοπιστέου εις την δημοσίαν τάξιν, ησυχίαν και ασφάλειαν της Χώρας, λαμβάνουσιν υπ’ όψει τα εν τη δικογραφία αποδεικτικά στοιχεία, έτι δε δύνανται να εξετάσωσι, κατά πρότασιν του Εισαγγελέως, ή του εκτοπιστέου, τρεις το πολύ μάρτυρας εξ εκατέρας πλευράς.
5.Ενώπιον των Συμβουλίων δύναται να παρίσταται ο εκτοπιστέος, δια συνηγόρου, διοριζομένου δι’ απλής εγγράφου δηλώσεως, η γνησιότης της οποίας βεβαιούται υπό της αστυνομικής αρχής του τόπου, εν ω διανύει την εκτόπισιν.
6.Κατά τα λοιπά, ως προς την σύνθεσιν και την διαδικασίαν, εφαρμόζονται τα άρθρ. 305 και 316 του Κ.Π.Δ.
7.Εκτόπισις υπόπτων τελέσεως πράξεων αντικειμένων εις την δημοσίαν τάξιν, ησυχίαν και ασφάλειαν της χώρας, διαταχθείσα δι’ αποφάσεων των Επιτροπών δημοσίας Ασφαλείς βάσει του Νόμ. 687/1948, αίρεται από της δημοσιεύσεως του παρόντος, εάν αύτη διήρκησεν εν συνεχεία επί πλήρη διετίαν.
Άρθρ.4.-1.Έλληνες υπήκοοι, διαμένοντες προσωρινώς ή μονίμως εις το εξωτερικόν και δρώντες ή δράσαντες αντεθνικώς προς εξυπηρέτησιν των σκοπών των δια του άρθρ. 1 του Α.Ν. 509/1947, κυρωθέντος υπό των ψηφισμάτων ΠΑ΄ και ΞΑ΄/1948, διαλυθέντων ή διαλυθησομένων κομμάτων και οργανώσεων, κηρύσσονται έκπτωτοι της Ελληνικής ιθαγενείας κατά το άρθρ. 20 παρ. 2 του Ν.Δ. 3370/1955.
Εάν πρόσωπα της κατηγορίας ταύτης εισέλθουν εντός της Επικρατείας κατά παράβασιν των
προϋποθέσεων της παρ. 3, του άρθρου





(Μετά την σελ. 128,20) Σελ. 128,21
194-25
τούτου, παραμένουν υποχρεωτικώς εις τον τόπον της αναγνωρίσεώς των, μέχρις εκδόσεως της γνωματεύσεως του Συμβουλίου Ιθαγενείας επί προτάσεως αποστερήσεως της ιθαγενείας.
Εις την περίπτωσιν ταύτην το Συμβούλιον Ιθαγενείας υποχρεούται να γνωμοδοτήση εντός πέντε, το βραδύτερον ημερών από της αποστολής της σχετικής προτάσεως, εντός δε ετέρων πέντε ημερών δέον να εκδοθή το Δ/μα αποστερήσεως της ιθαγενείας.
2.Οι κατά την προηγουμένην παράγραφον, ως και οι κατά τας διατάξεις του ΑΖ΄/1947 ψηφίσματος στερηθέντες, της ελληνικής ιθαγενείας, δεν δύνανται να επανέλθωσιν εις την Ελλάδα, καταλαμβανόμενοι δε επί του ελληνικού εδάφους, τιμωρούνται δια φυλακίσεως τουλάχιστον τριών μηνών, μετά την έκτισιν της οποίας απελαύνονται ως αλλοδαποί. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται επ’ αυτών αι διατάξεις του Νόμ. 4310/1929 «περί εγκαταστάσεως και κινήσεως αλλοδαπών εν Ελλάδι κλπ.».
3.Έλληνες υπήκοοι, εξελθόντες των ορίων της Επικρατείας άνευ τηρήσεως του Νόμ. 4310/1929, ως και αι σύζυγοι και τα τέκνα αυτών, δεν δύνανται να επανέλθουν εις το έδαφος της Επικρατείας, άνευ διαβατηρίου και προξενικής θεωρήσεως.
Άρθρ.5.-1.Το Ν.Δ. 2951/1954 «περί αποδόσεως περιουσιών, δημευθεισών βάσει του Μ΄/1948 Ψηφίσματος», εφαρμόζεται και δια πολίτας Έλληνας καταδικασθέντας ως ενισχύσαντας καθ’ οιονδήποτε τρόπον την ανταρσίαν και είτα αθωωθέντας ή απαλλαγέντας κατόπιν ασκήσεως ενδίκου μέσου, ή Έλληνας πολίτας, η έκτισις της ποινής των οποίων ανεστάλη δια της καταδικαστικής αποφάσεως, χωρίς να ανακληθή έκτοτε η περί αναστολής διάταξις, εκτός αν απερρίφθη ασκηθέν υπ’ αυτών ένδικον μέσον αναθεωρήσεως, κηρυχθέντας δε εκπτώτους κατ’ εφαρμογήν του Ψηφίσματος Ν΄/1948 παντός επί του κλήρου, οικοπέδου και κτισμάτων δικαιώματος, εφ’ όσον τα δικαιώματα ταύτα δεν παρεχωρήθησαν εις έτερον κατά τας διατάξεις της κειμένης νομοθεσίας δι’ αποφάσεως της Επιτροπής Απαλλοτριώσεων, ή δεν παρεδόθησαν δι’ αποφάσεως της αρμοδίας Υπηρεσίας Εποικισμού προς καλλιέργειαν.
Αι διατάξεις του προηγουμένου εδαφίου, ως και του Ν.Δ. 2951/1954, έχουν εφαρμογήν και επί Ελλήνων πολιτών, αι πράξεις των οποίων εθεωρήθησαν παραγεγραμμέναι κατά τα άρθρ. 7 και 8 του Α.Ν. 1504/1950 «περί αναθεωρήσεως αποφάσεων των στρατοδικείων κλπ.» και του Α.Ν. 809/1948 «περί παροχής ευεργετημάτων εις συμμορίτας κλπ.». Η κατά το άρθρ. 1 του Ν.Δ. 2951/1954 εξάμηνος ανατρεπτική προθεσμία άρχεται από της ισχύος του παρόντος.
2.Η συζήτησις της περί αποδόσεως του κλήρου κλπ. αιτήσεως, είναι απαράδεκτος, εάν δεν προσάγηται βεβαίωσις της αρμοδίας υπηρεσίας εποικισμού περί της τύχης του αφ’ ου η έκπτωσις κλήρου.

Σελ. 128,22
194-26
3.Εις περίπτωσιν καθ’ οιονδήποτε τρόπον παραχωρήσεως του κλήρου κλπ. εις τρίτον, η δικαστική απόφασις, εφ’ όσον η αίτησις κρίνεται βάσιμος, περιορίζεται εις την υπέρ του αιτούντος αναγνώρισιν δικαιώματος συμμετοχής εις πάσαν εν τη αυτή περιφερεία μελλοντικήν αποκατάστασιν ακτημόνων, εφ’ όσον συντρέχουν και αι κατά Νόμον λοιπαί προϋποθέσεις αγροτικής αποκαταστάσεως, αποκλειομένης της αναγνωρίσεως δικαιώματος αποζημιώσεως δι’ οιανδήποτε αξίαν.
Άρθρ.6.-1.(Εν τέλει της παρ. 2 του άρθρ. 1 του Α.Ν. 506/1947 «περί μέτρων ασφαλείας του Κράτους κλπ. και προστασίας των ελευθεριών των πολιτών», κυρωθέντος και τροποποιηθέντος δια των υπό στοιχ. ΜΗ΄ και ΞΑ΄ του έτους 1948 Ψηφισμάτων, προστίθεται εδάφιον δεύτερον).
2.Επί καταδίκης δι’ εγκλήματα της προηγουμένης παραγράφου και του Νόμ. 509/1947 «περί μέτρων ασφαλείας του Κράτους κλπ.», έχουν εφαρμογήν αι διατάξεις της παρ. 2 του άρθρ. 30 του Ν.Δ. 2493/1953 «περί τροποποιήσεως διατάξεών τινων του Π.Κ. κλπ». Εις την αυτήν περίπτωσιν δεν χωρεί αναστολή ή μετατροπή της ποινής, η δε άσκησις των ενδίκων μέσων δεν έχει ανασταλτικήν δύναμιν.
Άρθρ.7.-1.Αι διατάξεις του Α.Ν. 516 της 3/8 Ιαν. 1948, ως εκυρώθη και ετροποποιήθη υπό του ΜΘ΄/1948 ψηφίσματος, πλην των άρθρ. 2 και 4 παρ. 3 και 4 και των άρθρ. 6 και 8, έχουσιν εφαρμογήν και επί των πάσης φύσεως οργανισμών, επιχειρήσεων ή εκμεταλλεύσεων κοινής ωφελείας, ή των ασχολουμένων εις την παραγωγήν ειδών χρησίμων εις την εθνικήν άμυναν.
2.Αι παρ’ εκάστω των ανωτέρω οργανισμών, επιχειρήσεων και εκμεταλλεύσεων κατά την παρ. 1 του άρθρ. 4 του Α.Ν. 516/1948 τριμελείς επιτροπαί συνιστώνται δι’ αποφάσεως του ασκούντος την εποπτείαν Υπουργού, όπου δε δεν προβλέπεται άσκησις εποπτείας, δι’ αποφάσεως του Υπουργού Εργασίας, εξαιρέσει των ασχολουμένων εις την παραγωγήν ειδών χρησίμων εις την εθνικήν άμυναν, δι’ ας η επιτροπή συγκροτείαι δι’ αποφάσεως του Υπουργού Εθνικής Αμύνης.
3.Η εις εκάστην περίπτωσιν εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου τούτου αποφασίζεται δια πράξεως του κατά τας ανωτέρω διακρίσεις αρμοδίου Υπουργού.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β΄
Άρθρ.8.-(Αντικαθίστανται τα άρθρ. 1 και 2 του Νόμου ΔΞΘ΄ της 6/6 Οκτ. 1912 «περί καταστάσεως πολιορκίας» τόμ. 1 σελ. 35).



35. ΝΟΜΟΣ υπ’ αριθ. 4496
της 3/7 Φεβρ. 1966 (ΦΕΚ Α΄ 25)
Περί λήψεως ευεργετικών μέτρων δια τους κρατουμένους εις τας φυλακάς βάσει του Α.Ν. 375 του 1936 και άλλων τινών διατάξεων.
Άρθρ.1.-1.Μετατρέπονται αυτοδικαίως αι κατά την ισχύν του παρόντος Νόμου εκτιόμεναι ποιναί θανάτου και ισοβίου καθείρξεως εις την ποινήν της προσκαίρου καθείρξεως 20 ετών και μετριάζονται αυτοδικαίως αι ποιναί προσκαίρου καθείρξεως 10-20 ετών εις την ποινήν της προσκαίρου καθείρξεως 10 ετών, αι επιβληθείσαι επί παραβάσει του Α.Ν. 375 και 376 του 1936, Γ΄ Ψηφίσματος του 1946 και του Α.Ν. 509/1947, ως οι Νόμοι ούτοι συνεπληρώθησαν και ετροποποιήθησαν μεταγενεστέρως, καθώς και επί ανυποταξία λιποταξία ή αυτομολία, εφ’ όσον τα τελευταία ταύτα εγκλήματα έχουσιν οιανδήποτε σχέσιν προς τα προβλεπόμενα υπό του άρθρ. 13 του Νόμ. 2058/1952.
2.Οι κατά την ισχύν του παρόντος Νόμου, μη λαμβανομένου υπ’ όψιν του κατά την προηγουμένην παράγραφον μετριασμού εκτίοντες ποινήν φυλακίσεως ή προσκαίρου καθείρξεως μέχρι 10 ετών επί τισι των εν τη προηγουμένη παραγράφω εγκλημάτων απολύονται των φυλακών υφ’ όρον άμα τη δημοσιεύσει του παρόντος.
Εάν ο ούτω απολυθείς εντός πενταετίας ήθελεν υποπέσει εις έγκλημα εκ δόλου πηγάζον ένεκα του οποίου επεβλήθη εις αυτόν αμετακλήτως καθ’ οιονδήποτε χρόνον ποινή φυλακίσεως υπερβαίνουσα τους τρεις μήνας εκτίει αθροιστικών και ολόκληρον το υπόλοιπον της ανασταλείσης ποινής.
3.Η κατά την προηγουμένην παράγραφον απόλυσις διατάσσεται υπό του Εισαγγελέως των Πλημμελειοδικών του τόπου της κρατήσεως.
Πάσα δε αμφισβήτησις περί την εφαρμογήν του παρόντος Νόμου λύεται αμετακλήτως υπό του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών του τόπου της εκτίσεως.
Άρθρ.2.-1.Εκ της περιπτ. γ΄ της παρ. 1 του άρθρ. 13 του Νόμ. 2058/1952 «περί μέτρων ειρηνεύσεως» διαγράφεται η φράσις «εξαιρέσει των αδικημάτων του Α.Ν. 375/1936 «και προστίθεται ως περιπτ. ε΄ εις την αυτήν ως άνω παράγραφον» δια παραβάσεις των Α.Ν. 375 και 376/1936».
2.Ως εκτιόμεναι ποιναί δια την εφαρμογήν του άρθρ 13 του Νόμ. 2058/1952 νοούνται αι δια του άρθρ. 1 του παρόντος Νόμου μετατρεπόμεναι.
3.Εις τας διατάξεις του άρθρ. 13 περιλαμβάνονται οι κατά την δημοσίευσιν του παρόντος Νόμου κρατούμενοι εις τας φυλακάς ανεξαρτήτως του χρόνου της καταδίκης των. Επίσης υπάγονται οι τυχόντες διακοπής της ποινής των εν λόγω κινδύνου ανηκέστου βλάβης της υγείας των.
4.Η διάταξις της παρ. 3 του άρθρ. 13 του Νόμ. 2058/1952 εφαρμόζεται και επί των υποδίκων κρατουμένων κατά την δημοσίευσιν του παρόντος Νόμου.
5.Αίρονται οι υπό της Επιτροπής του άρθρ. 14 του Νόμ. 2058/1952 ή δια Βουλευμάτων του Συμβουλίου των Πλημμελειοδικών αφορώντων εγκλήματα περί ων το άρθρ. 13 του αυτού Νόμ. 2058/1952 επιβληθέντες περιοριστικοί όροι οι δε αναφυλακισθέντες δια γενομένας παραβάσεις των όρων τούτων ή βάσει του άρθρ. 107 Ν.Π.Κ. απολύονται των φυλακών.
Άρθρ.3.-(Αντικαθίσταται το άρθρ. 14 Νόμ. 2058/1952, ανωτ. σελ. 128,11).
Άρθρ.4.-1.Θεωρούνται παραγεγραμμέναι αι αξιόποινοι πράξεις αι τελεσθείσαι εν Κρήτη μέχρι της δημοσιεύσεως του Νόμ. 2058 του 1952 «περί μέτρων ειρηνεύσεως» ως και επί τούτω εκδοθείσαι καταδικαστικαί αποφάσεις δι’ αδικήματα αναφερόμενα εις το άρθρ. 13 του ως άνω Νόμ. 2058/1952 εφ’ όσον οι υπαίτιοι τούτου ήθελον εμφανισθή αυθορμήτως εντός μηνός από της ισχύος του παρόντος Νόμου εις τινα Δικαστικήν, Στρατιωτικήν ή Αστυνομικήν Αρχήν της Χώρας.
2.Οι αυθορμήτως κατά τα εκτεθέντα εμφανιζόμενοι αφίνονται αμέσως ελεύθεροι.
3.Πάσα αμφισβήτησις εκ της εφαρμογής του παρόντος άρθρου λύεται αμετακλήτως υπό του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών του τόπου της αυθορμήτου εμφανίσεως.
Άρθρ.5.-(Αναφερόμενον εις τους διαγωνισμούς εμμ. Παρέδρων παρά Πρωτοδίκαις και Εισαγγελίαις, παρατίθεται εν τόμ. 6).
Άρθρ.6.-Η ισχύς του παρόντος Νόμου άρχεται από της δημοσιεύσεώς του εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

36. Η’ ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΗ ΠΡΑΞΙΣ
της 11/14 Ιουλ. 1967 (ΦΕΚ Α΄ 121)
Περί στερήσεως ιθαγενείας των αντεθνικώς δρώντων και δημεύσεως της περιουσίας των.
Λαβόν υπ’ όψει:
1)Την υπ’ αριθ. Α΄ Συντακτικήν Πράξιν και
2)Την ανάγκην της προστασίας του Κράτους κατά των αντεθνικώς δρώντων υπηκόων του, αποφασίζει:
Άρθρ.1.-1.Έλληνες υπήκοοι, διαμένοντες
προσωρινώς ή μονίμως εις το εξωτερικόν, ή έχοντες πολλαπλήν ιθαγένειαν, δρώντες ή δράσαντες,
αντεθνικώς, ή προβαίνοντες εις πράξεις
ασυμβιβάστους προς την ιδιότητα







(Αντί της σελ. 128,23(α) Σελ. 128,23(β)
342-019
του Έλληνος, ή αντιθέτους προς τα συμφέροντα της Ελλάδος, ή προς εξυπηρέτησιν των σκοπών των, συμφώνως τοις άρθρ. 1 και 2 του Α.Ν. 509/1947, ως ούτος ετροποποιήθη δι’ άρθρ. 2 παρ. 1 του ΜΗ/1947 Ψηφίσματος, διαλυθεισών ή διαλυθησομένων Κομμάτων ή Οργανώσεων, δύνανται να κηρυχθώσιν έκπτωτοι της Ελληνικής Ιθαγενείας δι’ αποφάσεως του Υπουργού Εσωτερικών, καθ’ ης δεν επιτρέπεται προσφυγή, ουδ’ αίτησις ακυρώσεως.
«Κατά την αληθή έννοιαν του άρθρ. 1 παρ. 1 της Η΄ Συντακτικής Πράξεως, της 11/14 Ιουλ. 1967 «περί στερήσεως ιθαγενείας των αντεθνικώς δρώντων και δημεύσεως της περιουσίας των», «δράσαντες αντεθνικώς» νοούνται όσοι ενήργησαν πράξεις ασυμβιβάστους προς την ιδιότητα του Έλληνος πολίτου ή αντιθέτους προς τα συμφέροντα του Ελληνικού Κράτους, προβλεπομένας υπό του ισχύοντος προ της τελέσεως της πράξεως Νόμου. Ποινή επί των πράξεων τούτων καταγιγνώσκεται μόνον εις ας περιπτώσεις αύτη προβλέπεται δια Νόμου ισχύοντος προ της τελέσεως της πράξεως».
(Άρθρ. 1 της Λ΄ Συντ. Πράξεως της 20/20 Σεπτ. 1968, ΦΕΚ Α΄ 209)
2.Ως αντεθνική δράσις νοείται κατά τον παρόντα νόμον πάσα καθ’ οιονδήποτε τρόπον εκ προθέσεως παραποίησις των πραγματικών γεγονότων, ως και η διάδοσις ψευδών ειδήσεων ή πληροφοριών, εάν εκ της τοιαύτης παραποιήσεως ή διαδόσεως δύναται να προκληθή η δυσφήμησις του Κράτους, ή των αρχών αυτού παρά τη διεθνεί κοινή γνώμη.
3.Οι παραβάται της ως άνω παρ. 1 τιμωρούνται δια ποινής φυλακίσεως τουλάχιστον 3 μηνών και χρηματικής ποινής τουλάχιστον 20.000 δραχμών.
Εάν η πράξις ετελέσθη εν αλλοδαπή παρ’ ημεδαπών η δίωξις γίνεται αυτεπαγγέλτως, ανεξαρτήτως των όρων του άρθρ. 6 του Π. Κώδικος.
Μετατροπή και αναστολή της ποινής δεν επιτρέπεται, η δε έφεσις δεν έχει ανασταλτικήν δύναμιν.
4.Κυρούνται αφ’ ης ίσχυσαν, αι από της 21ης Απρ. 1967 μέχρι της δημοσιεύσεως του παρόντος εκδοθείσαι στερητικαί της Ελληνικής Ιθαγενείας αποφάσεις.
Άρθρ.2.-1.Δύναται να απαγγελθή η δήμευσις (ολοκλήρου, ή ) μέρους της ακινήτου και κινητής περιουσίας παντός προσώπου κηρυσσομένου εκπτώτου της Ελληνικής ιθαγενείας κατά τας διατάξεις του άρθρ. 1.
Αι εντός ( ) λέξεις απηλείφθησαν δια του άρθρ. 2 της Λ΄ Συντ. Πράξεως της 20/20 Σεπτ. 1968 (ΦΕΚ Α΄ 209)

Σελ. 128,24(β)
342-020

2.Ως περιουσία υπαγομένη εις δήμευσιν θεωρείται και η επ’ ονόματι του ή της συζύγου των κηρυσσομένων εκπτώτων της Ελληνικής Ιθαγενείας.
Εις την περίπτωσιν ταύτην η δήμευσις δεν δύναται να υπερβή το 1/3 της όλης ακινήτου μόνον περιουσίας.
3.Μεταβίβασις περιουσιακών στοιχείων των εν παρ. 1 και 2 προσώπων γενομένη μέχρι δύο μηνών προ της εκδόσεως της κατά το επόμενον άρθρον αποφάσεως περί δημεύσεως, είναι άκυρος και μη ούσα.
4.Η κατά το προηγούμενον άρθρον δήμευσις επιβάλλεται δι’ αποφάσεως του Πρωτοδικείου της τελευταίας κατοικίας ή διαμονής του στερηθέντος της Ελληνικής Ιθαγενείας, δικάζοντος κατά την επ’ αναφορά διαδικασίαν, κατόπιν προτάσεως του Υπουργού των Εσωτερικών, διαβιβαζομένης εις το Δικαστήριον δια του αρμοδίου Εισαγγελέως.
5.Κατά της αποφάσεως του Πρωτοδικείου ουδέν ένδικον μέσον επιτρέπεται.
6.Αφ’ ης εκδοθή η κατά την ανωτέρω παράγραφον απόφασις η υπό δήμευσιν περιουσία περιέρχεται κατά πλήρη κυριότητα εις το Ελληνικόν Δημόσιον, της σχετικής αποφάσεως κοινοποιουμένης δια του Υπουργείου των Οικονομικών εις τον αρμόδιον Οικονομικόν Έφορον.
Άρθρ.3.-Η ισχύς της παρούσης άρχεται από της δημοσιεύσεως εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.




37. ΑΠΟΦΑΣΙΣ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ
Αριθ. 101912 της 28 Σεπτ. /3 Οκτ. 1967
(ΦΕΚ Β΄ 606)
Περί καθορισμού Επιχειρήσεων ή Εκμεταλλεύσεων, ως Κοινής Ωφελείας.
Έχοντες υπ’ όψιν τας διατάξεις:
1.Του Α.Ν. 1671/1951 «περί Υπουργικού Συμβουλίου και Υπουργείων», ως ετροποποιήθη υπό του Νόμ. 3076/1954.
2.Του Ν.Δ. 4234/1962 «περί ρυθμίσεως θεμάτων αφορώντων εις την ασφάλειαν της Χώρας», αποφασίζομεν:
Καθορίζομεν τας κάτωθι Επιχειρήσεις ή Εκμεταλλεύσεις, ως τοιαύτας Κοινής Ωφελείας:
1.ΕΛΒΙΕΜΕΚ Ελληνική Βιομηχανία και Εμπορία εκρηκτικών Α.Ε.
2.ΓΑΛΛΟΕΛΛΗΝΙΚΗ Εταιρεία εκρηκτικών και χημικών προϊόντων.
3.ΓΙΑΝΝΙΤΣΕΚ Α/φοί Βιομηχανία εκρηκτικών υλών.
4.ΕΛΛΗΝΟΓΑΛΛΙΚΗ Βιομηχανία εκρηκτικών υλών Λαυρίου.
5.ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ-ΓΕΩΡΓΑΝΤΑΣ εκρηκτικαί ύλαι.
6.ΒΙΑΜΜΩΝ ΕΠΕ Βιομηχανία εκρηκτικών.
7.ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ εκρηκτικών υλών Π.Μαλτσινιώτη.
8.ΑΠΟΓΟΜΩΤΗΡΙΑ-Αλεξοπούλου.
9.ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ εκρηκτικών Εμμαν. Καλογεράκη και Σία.
10.ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΕΚΡΗΚΤΙΚΩΝ Ν. ΠΑΠΠΑ.
11.ΚΡΗΤΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ εκρηκτικών.
12.ΒΙΕΚΡΥΛ Βιομηχανία εκρηκτικών.
13.Ν.Ε.Σ.Τ.Ω.Ρ. Εργοστάσιον εκρηκτικών υλών Δημητρίου Κουρεμπανά.
14.ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΧΑΛΥΒΟΥΡΓΙΑ Α.Ε.
15.Ε.Τ.Β.Α. ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΕΩΣ.
16.ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΜΑΡΜΑΡΑ Α.Ε.
17.ΜΕΤΑΛΛΙΚΑΙ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΙ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.
18.ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΚΑΤΕΡΓΑΣΙΑΣ ΔΕΡΜΑΤΩΝ, ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.
19.Α.Ε.ΒΙΟΜ. ΑΖΩΤΟΥΧΩΝ ΛΙΠΑΣΜΑΤΩΝ.
20.ΓΕΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΜΕΤΑΛΛΕΥΤΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ και ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΕΩΝ Α.Ε.
21.ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΑΠΝΟΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ «ΜΑΤΣΑΓΓΟΣ» Α.Β.Ε.Ε.
22.Α.Ε. ΟΡΓΑΝ. και ΕΚ/ΣΕΩΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΠΕΡΙΟΧΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ.
23.ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΛΩΣΤΟΥΦΑΝΤΟΥΡΓΙΑ ΑΒΕΕ.
24.ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΥΠΕΡΠΟΝΤΙΟΣ ΑΛΙΕΙΑ Α.Ε.Β.Ε.
25.ΑΒΕΕ ΚΥΛΙΝΔΡΟΜΥΛΩΝ και ΨΥΓΕΙΩΝ, Νέα Δήμητρα-Αλφειός.
26.Α.Ε ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΑΣ ΙΧΘΥΩΝ ΚΑΙ ΠΡΟΙΟΝΤΩΝ.
27.Α.Ε. ΓΕΝΙΚΩΝ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ
28.ΚΛΩΣΤΗΡΙΑ ΝΑΟΥΣΗΣ Α.Ε.
29.ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΒΑΜΒΑΚΟΣ Α.Ε.
30.ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΑΜΙΑΝΤΟΣ Α.Ε.
31.ΑΛΟΥΜΙΝΙΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.
32.ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΜΑΡΜΑΡΑ ΠΑΡΟΥ ΕΠΕ.
33.ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΥΠΟΔΗΜΑΤΩΝ ΕΛΒΙΣ Α.Ε.
34.ΒΑΜΒΑΚΟΥΡΓΙΑ ΒΟΛΟΥ Α.Β.Ε.Ε.
35.ΒΙΟΝΗΧΑΝΙΑ ΑΝΘ/ΚΟΥ ΟΞΕΩΣ και ΜΟΝΩΤΙΚΩΝ ΥΛΙΚΩΝ CARBONICA Α.Ε.
36.BUSH ΕΛΛΑΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΦΡΟΥΤΩΝ Α.Ε.
37.(ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΣΑΚΧΑΡΕΩΣ Α.Ε.)
38.Ε.Τ.Ε.Α.Π.Α.Ε.
39.ΝΕΑ ΑΓΡΕΞ Α.Ε.
40.ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΚΥΤΙΩΝ HELLAS CAN Α.Ε.
41.ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΑΛΟΥΜΙΝΙΟΥ ΒΙΟΧΑΛΚΟ-ΑΛΟΥΜΙΝΙΟΝ.
42.ΚΛΩΣΤΟΥΦΑΝΤΟΥΡΓΙΑ «ΗΛΙΟΣ-ΤΕΝ ΚΑΤΕ» Α.Ε.
43.ΕΘΝΙΚΗ ΚΤΗΜΑΤΙΚΗ Οικοδομικαί και Τουριστικαί Επιχειρήσεις Α.Ε.
44.ΠΙΡΕΛΛΙ ΕΛΛΑΣ Α.Ε. ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ Επισώτρων και Προϊόντων Ελαστικού.
45.ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΓΕΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΤΣΙΜΕΝΤΩΝ (Τσιμέντα Ηρακλής – Όλυμπος).
46.ΤΙΤΑΝ Α.Ε. Τσιμέντων.
47.ΧΑΛΥΨ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΤΣΙΜΕΝΤΩΝ Α.Ε.
48.ΤΣΙΜΕΝΤΑ ΧΑΛΚΙΔΟΣ Α.Ε.,
49.ΑΤΛΑΣ Α.Ε. ΤΣΙΜΕΝΤΩΝ
50.ΕΘΝΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΧΕΙΡΟΤΕΧΝΙΑΣ.
51.ΑΛΙΕΥΤΙΚΟΙ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΟΙ.
52.ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΦΩΣΦΟΡΙΚΩΝ ΛΙΠΑΣΜΑΤΩΝ
53.ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΣΑΚΧΑΡΕΩΣ Α.Ε.
54.ΤΖΑΜΑΛΟΥΚΑΣ-ΖΗΚΑΣ εκρηκτικαί ύλαι.
55.ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ ΚΑΨΥΛΙΟΠΟΙΕΙΟΝ Γ. Λουκάς
56.ΚΑΨΥΛΙΟΠΟΙΕΙΟΝ Δ. ΓΟΛΕΜΑΤΗ
57.ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΙΣ ΦΩΤΑΕΡΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ (Δ.Ε.Φ.Α.).
58.ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΦΩΤΑΕΡΙΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΠΕΙΡΑΙΕΥΣ.
59.ΧΗΜΙΚΑΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΙ Βορείου Ελλάδος.
ΕΤΑΙΡΕΙΑΙ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΕΙΔΩΝ
60.ΠΕΤΡΟΛΕΣΣ Α.Ε.
61.Γ. ΜΑΜΙΔΑΚΗΣ και Σία Α.Ε.
62.Σ.Ε.Κ.Α. Α.Ε.
63.ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΕΙΔΩΝ ΡΟΔΟΥ Α.Ε.
64.Θ.Ε.Δ.Ο.Λ. Α.Ε.
65.ΠΕΤΡΟΙΛ Α.Ε.
66.ΑΚΤΙΣ Α.Ε.
67.ΕΛΙΝΟΙΛ Α.Ε.
68.ΔΡΑΚΟΙΛ Α.Ε.


(Αντί της σελ. 128,25) Σελ. 128,25(α)
346-025

69.ΣΥΝ/ΣΜΟΣ ΤΩΝ ΕΝ ΕΛΛΑΔΙ ΠΩΛΗΤΩΝ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΕΙΔΩΝ ΚΑΙ ΕΙΔΩΝ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ Σ.Π.Ε.
Δυνάμει της υπ’ αριθ. 126120 της 29 Νοεμ. /4
Δεκ. 1967 αποφ. Υπ. Βιομηχανίας (ΦΕΚ Β΄ 716) διεγράφη εκ της ανωτέρω υπ’ αριθ. 101912/67 αποφάσεως η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΣΑΚΧΑΡΕΩΣ Α.Ε. ως υπαχθείσα εις την αρμοδιότητα του Υπουργείου Γεωργίας και υπήχθησαν εις τας διατάξεις του Ν.Δ. 4234/1962, χαρακτηρισθείσαι ως επιχειρήσεις κοινής ωφελείας αι κάτωθι:
1)Α.Ε. ΧΗΜΙΚΩΝ ΠΡΟΙΟΝΤΩΝ ΚΑΙ ΛΙΠΑΣΜΑΤΩΝ
2)«ΛΙΠΤΟΛ», ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΕΤΑΛΛΕΥΤΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ.

38. Α΄ ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΗ ΠΡΑΞΙΣ
της 20/20 Σεπτ. 1968 (ΦΕΚ Α΄ 209)
Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως της Η΄ Συντακτικής Πράξεως της 11/14 Ιουλ. 1967 «περί στερήσεως ιθαγενείας των αντεθνικώς δρώντων και δημεύσεως της περιουσίας των».
Άρθρ.1.-(Ερμηνεύεται η παρ. 1 άρθρ. 1 της Η΄ /1967 Συντακτικής Πράξεως, ανωτ. σελ. 128,24).
Άρθρ.2.-Από της παρ. 1 του άρθρ. 2 της αυτής Η΄ Συντακτικής Πράξεως απαλείφονται αι λέξεις «ολοκλήρου ή».
Άρθρ.3.-Η ισχύς της παρούσης άρχεται από της δημοσιεύσεως εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

39. ΑΠΟΦΑΣΙΣ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
Αριθ. Ε.Π. 16156 της 29 Οκτ. /11 Νοεμ. 1968
(ΦΕΚ Β΄ 621)
Περί εφαρμογής των διατάξεων του άρθρ. 7 του Ν.Δ. 4234/1962 και επί του προσωπικού Οργανισμών, επιχειρήσεων και εκμεταλλεύσεων κοινής ωφελείας.
Λαβόντες υπ’ όψιν:
1)Τας διατάξεις του άρθρ. 7 του Ν.Δ. 4234/1962 «περί ρυθμίσεως θεμάτων αφορώντων την ασφάλειαν της χώρας» δι’ ων ορίζεται, ότι αι διατάξεις του Α.Ν. 516 της 3/8 Ιαν. 1948 «περί ελέγχου νομιμοφροσύνης των δημοσίων κλπ. υπαλλήλων και υπηρετών», ως εκυρώθη και ετροποποιήθη δια του ΜΘ΄/1948 Ψηφίσματος, έχουσιν εφαρμογήν, κατά τας εν αυταίς διακρίσεις και επί πάσης φύσεως οργανισμών ή επιχειρήσεων ή εκμεταλλεύσεων κοινής ωφελείας ή των ασχολουμένων εις την παραγωγήν ειδών χρησίμων εις την εθνικήν άμυναν, δια πράξεως του αρμοδίου Υπουργού.

Σελ. 128,26(α)
346-026

2)Τας κατά καιρούς ιδρυθείσας υπό των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως και λειτουργούσας τοιαύτας επιχειρήσεις κλπ., αποφασίζομεν:
Ορίζομεν, όπως αι διατάξεις του άρθρ. 7 του Ν.Δ. 4234/1962 «περί ρυθμίσεως θεμάτων αφορώντων την ασφάλειαν της χώρας» εφαρμόζωνται και επί πάσης φύσεως προσωπικού των κατωτέρω Οργανισμών, Επιχειρήσεων και εκμεταλλεύσεων κοινής ωφελείας.
1)Δημοτικής Επιχειρήσεως Φωταερίου Αθηνών (Δ.Ε.Φ.Α.).
2)Επιχειρήσεως Δημοτικού Υδραγωγείου Ρόδου (Ε.Δ.Υ.Ρ.).
3)Ροδιακού Οργανισμού Δημοτικών Αυτοκινήτων (Ρ.Ο.Δ.Α.).
4)Κοινής επιχειρήσεως Κοινότητος Κοσκινού Δωδεκανήσου και Εκκλησιαστικής Επιτροπής δια την εκμετάλλευσιν ελαιουργείου.
5)Ψυγείων Δημοτικής Αγοράς Βεροίας.
6)Δημοτικής Επιχειρήσεως Εκμεταλλεύσεως ιαματικών πηγών Λαγκαδά - Θεσσαλονίκης.
Η παρούσα δημοσιευθήτω δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως.





40. ΝΟΜΟΘΕΤ. ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ’ αριθ. 1108
της 25/31 Ιαν. 1972 (ΦΕΚ Α΄ 17)
Περί αποδόσεως δημευθέντων αγροτικών ακινήτων.
Καταργήθηκε από το άρθρ. 9 Νόμ. 1540/4-10 Απρ. 1985 (ΦΕΚ Α΄ 67), τόμ. 171 σελ. 218,854.

41. ΝΟΜΟΘΕΤ. ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ’ αριθ. 5
της 9/9 Αυγ. 1974 (ΦΕΚ Α΄ 219)
Περί ευεργετικών μέτρων υπέρ κατηγοριών τινών κρατουμένων.
Άρθρ.1.-1.Αι διατάξεις των άρθρ. 13 και 14 του Νόμ. 2058/1952 «περί μέτρων ειρηνεύσεως», ως ετροποποιήθησαν δια του άρθρ. 3 του Ν.Δ. 3437/1955 και των άρθρ. 2 και 3 του Νόμ. 4496/1966, εφαρμόζονται και επί των κατά την δημοσίευσιν του παρόντος εκτιόντων ποινάς φυλακίσεως ή προσκαίρου ή ισοβίου καθείρξεως δια πράξεις προβλεπομένας υπό του άρθρ. 13 του ως άνω Νόμ. 2058/1952 ως ετροποποιήθη μεταγενεστέρως ή συναφείς ή οπωσδήποτε συναπτομένας προς ταύτας, περιλαμβανομένων και των επί τη βάσει του άρθρ. 5 του αυτού Νόμου εκτιόντων τοιαύτας ποινάς, ως και των τυχόντων διακοπής εκτίσεως της ποινής των, λόγω κινδύνου ανηκέστου βλάβης της υγείας των και δια τον λόγον τούτον ευρισκομένων εκτός φυλακών. Η διάταξις της παρ. 3 του άρθρ. 13 του ιδίου Νόμου έχει εφαρμογήν και εν προκειμένω.
2.Οι κατά την προηγουμένην παράγραφον απολυόμενοι, εάν ήθελον διαπράξει έγκλημα εκ των προβλεπομένων υπό του ως άνω άρθρ. 13 του Νόμ. 2058/1952, εντός πενταετίας από της απολύσεως των , εκτίουσιν αθροιστικώς μετά της νέας ποινής και ολόκληρον την ανασταλείσαν. Εάν υποπέσουν ούτοι κατά τον αυτόν χρόνον εις την διάπραξιν ετέρου εγκλήματος, εκτίουσιν αθροιστικώς ολόκληρον την ανασταλείσαν ποινήν μόνον εάν η νέα ποινή είναι τοιαύτη τουλάχιστον καθείρξεως, άλλως η χορηγηθείσα αναστολή διατηρείται.
Άρθρ.2.-Η ισχύς του παρόντος άρχεται από της δημοσιεύσεως αυτού δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως.


(Αντί για τη σελ. 128,27(α) Σελ. 128,27(β)
Τεύχος Ζ121-Σελ. 119
42. ΨΗΦΙΣΜΑ Δ΄
της 18/18 Ιαν. 1975 (ΦΕΚ Α΄ 6)
Περί του πραξικοπήματος της 21ης Απρ. 1967, διώξεως εγκλημάτων και ρυθμίσεως συναφών θεμάτων.
Έχοντες υπ’ όψει:
α)Το από 19/24 Δεκ. 1974 Ψήφισμα της Ε΄ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων «περί ψηφίσεως και εκδόσεως ψηφισμάτων υπό της Ε΄ Αναθεωρητικής Βουλής, ασκήσεως του νομοθετικού έργου υπό ταύτης κλπ.».
β)Το από 14 Ιαν. 1975 Ψήφισμα της Ε΄ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων «περί του πραξικοπήματος της 21ης Απρ. 1967, διώξεως εγκλημάτων και ρυθμίσεως συναφών θεμάτων», αποφασίζομεν:
Α.Να δημοσιευθή δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως το ανωτέρω υπό στοιχ. Δ΄ Ψήφισμα, έχον ως έπεται:
Η Ε΄ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΒΟΥΛΗ ΤΩΝ
ΕΛΛΗΝΩΝ
Έχουσα υπ’ όψει:
Το από 19/24 Δεκ. 1974 Ψήφισμα αυτής «περί ψηφίσεως και εκδόσεως ψηφισμάτων υπό της Ε΄ Αναθεωρητικής Βουλής κλπ.».
Εκφράζουσα την θέλησιν του κυριάρχου Λαού, ως αύτη εξεδηλώθη δια των ελευθέρων εκλογών της 17ης Νοεμ. 1974, διαπνεομένη από απόλυτον σεβασμόν προς τα ανθρώπινα δικαιώματα και ακλόνητον πίστιν προς τας δημοκρατικάς αρχάς, εις ας ο Ελληνικός Λαός ενέμεινεν απαρασαλεύτως, μη ενδώσας ουδέ επί στιγμήν εις την τυραννίαν.
Διακηρύσσει:
Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩ ΟΥΔΕΠΟΤΕ
ΚΑΤΕΛΥΘΗ
Ψηφίζει:
Άρθρ.1.-Το στασιαστικόν κίνημα της 21ης Απρ. 1967, έργον ομάδος αξιωματικών και η εκ τούτου προελθούσα κατάστασις μέχρι της 23ης Ιουλ. 1974, αποτέλεσαν πραξικόπημα, δι’ ου εσκοπείτο ο σφετερισμός της εξουσίας και των κυριαρχικών δικαιωμάτων του Λαού. Αι εξ αυτών απορρεύσασαι Κυβερνήσεις ήσαν Κυβερνήσεις βίας.
Άρθρ.2.-1.Δια την δίωξιν και ανάκρισιν αξιοποίνων πράξεων, συμπεριλαμβανομένων και των προβλεπομένων υπό των διατάξεων «περί ευθύνης Υπουργών», τελεσθεισών παρά ασκησάντων έργα μέλους Υπουργικού Συμβουλίου, Υφυπουργού ή Γενικού Γραμματέως, ως και των συμμετόχων αυτών, κατά το από της 21ης Απρ. 1967 μέχρι και της 23ης Ιουλ. 1974 χρονικόν διάστημα, καθίστανται υποχρεωτικώς αρμόδιαι αι κατά το άρθρ. 29 του Κώδικος Ποινικής Δικονομίας δικαστικαί αρχαί Αθηνών, δια την εκδίκασιν δε των ως άνω πράξεων καθίσταται αποκλειστικώς αρμόδιον το πενταμελές Εφετείον Αθηνών, του οποίου η αρμοδιότης διατηρείται και εκλιπόντος εξ οιασδήποτε αιτίας του δεσμού της συναφείας λόγω
συμμετοχής. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται αι διατάξεις του Κώδικος Ποινικής Δικονομίας, αι αφορώσαι την προδικασίαν, την κυρίαν διαδικασίαν και τα ένδικα μέσα.
2.Επί των τελεσθεισών αξιοποίνων πράξεων παρά των εν παρ. 1 προσώπων, ο διαδραμών από της τελέσεως αυτών μέχρις της δημοσιεύσεως του παρόντος Ψηφίσματος χρόνος δεν υπολογίζεται εις τον κατά τον Ποινικόν Κώδικα χρόνον παραγραφής.
3.Το αξιόποινον των εγκλημάτων των τελεσθέντων υπό των κατά την παρ. 1 του παρόντος άρθρου προσώπων εξαλείφεται, λόγω παραγραφής, μετά παρέλευσιν έξ μηνών από της δημοσιεύσεως του παρόντος, αν μέχρι της λήξεως της προθεσμίας ταύτης δεν ησκήθη ποινική δίωξις ή δεν υπεβλήθη μήνυσις περί τούτων, εκτός αν τα εγκλήματα ταύτα σχετίζωνται με περιουσιακήν βλάβην του Δημοσίου ή Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου.
Άρθρ.3.-1.Εις το κατά την από 3 Οκτ. 1974 Συντακτικήν Πράξιν «περί καθορισμού αρμοδιότητος δια την εκδίκασιν πολιτικών εγκλημάτων αναφερομένων εις την εγκαθίδρυσιν του καθεστώτος της 21ης Απρ. 1967 «αρμόδιον δικαστήριον υπάγονται και άπαντα τα συναφή προς τα εν αυτή προβλεπόμενα εγκλήματα.
2.Επί των εν άρθρ. 2 παρ. 1 του παρόντος προβλεπομένων αξιοποίνων πράξεων, των εν τη ως άνω Συντακτική Πράξει και των προς τα τελευταία ταύτα συναφών, ισχύουν τα υπό των διατάξεων του Κώδικος Ποινικής Δικονομίας οριζόμενα όρια προφυλακίσεως.
Άρθρ.4.-1.Επί πράξεων προβλεπομένων υπό των άρθρ. 239,242, 308, 309, 310, 311 και 326 του Ποινικού Κώδικος και των εν συρροή μετ’ αυτών συναφών, τελεσθεισών κατά το από 21ης Απρ. 1967 μέχρι και της 23ης Ιουλ. 1974 χρονικόν διάστημα, παρ’ αρμοδίων ή αναρμοδίων κρατικών οργάνων δια την δίωξιν και ανάκρισιν αξιοποίνων πράξεων και των πάσης φύσεως συμμετόχων αυτών, εις βάρος προσώπων, ένεκα της αντιθέσεως ή δράσεώς των κατά του πραξικοπήματος της 21ης Απρ. 1967 και της εκ τούτου παρελθούσης καταστάσεως μέχρι της 23ης Ιουλ. 1974, ο διαδραμών χρόνος από της τελέσεως αυτών μέχρι της δημοσιεύσεως του παρόντος δεν υπολογίζεται εις τον κατά τον Ποινικόν Κώδικα χρόνον παραγραφής.
2.Το αξιόποινον των εν τη προηγουμένη παραγράφω πράξεων παραγράφεται μετά παρέλευσιν τριών μηνών από της δημοσιεύσεως του παρόντος,
αν μέχρι της λήξεως της προθεσμίας ταύτης δεν








(Αντί για τις σελ. 128,29-128,32) Σελ. 128,29(α)
Τεύχος Ε102-Σελ. 73
ησκήθη ποινική δίωξις ή δεν υποβλήθη μήνυσις περί τούτων.
«3.Αρμόδιαι δια την δίωξιν, ανάκρισιν και εκδίκασιν των εν παρ. 1 του παρόντος άρθρου αξιοποίνων πράξεων δικαστικαί Αρχαί είναι αι υπό της ισχυούσης νομοθεσίας οριζόμενα».
Η παρ. 3 αντικατεστάθη ως άνω, αφ’ ης ίσχυσε, δια του άρθρ. 1 Ψηφ. ΣΤ΄/1975 (κατωτ. αριθ. 43).
4.Το Ν.Δ. 106/1973 «περί παραγραφής εγκλημάτων τινων» αναγνωρίζεται ανίσχυρον και θεωρείται ως μηδέποτε υπάρξαν.
Άρθρ.5.-Η αληθής έννοια του άρθρ. 1 του Π.Δ. υπ’ αριθ. 519 της 26ης Ιουλ. 1974 «περί χορηγήσεως αμνηστίας», είναι ότι δεν περιλαμβάνονται οπωσδήποτε εις την υπ’ αυτού χορηγουμένην αμνηστίαν πάντα τα καθ’ οιονδήποτε τρόπον και χρόνον τελεσθέντα εγκλήματα των φορέων και εν γένει οργάνων της εκ του πραξικοπήματος της 21ης Απρ. 1967 προελθούσης καταστάσεως μέχρι και της 23ης Ιουλ. 1974, ως και των πάσης φύσεως συνεργών τούτων.
Άρθρ.6.-1.Καταδικαστικαί αποφάσεις, εκδοθείσαι δια πράξεις στρεφομένας κατά της καταστάσεως της δημιουργηθείσης εκ του πραξικοπήματος της 21ης Απρ. 1967 μέχρι και της 23ης Ιουλ. 1974, εν ουδεμιά περιπτώσει αναγράφονται εις το ποινικόν μητρώον, τα δε τυχόν συνταχθέντα περί αυτών δελτία ποινικού μητρώου καταστρέφονται.
2.Πάσα αμφισβήτησις προκύπτουσα κατά την εφαρμογήν της προηγουμένης παραγράφου επιλύεται κατά το άρθρ. 580 του Κώδικος Ποινικής Δικονομίας.
Άρθρ.7.-Πράξεις των δικτατορικών κυβερνήσεων νομοθετικού περιεχομένου υπό οιονδήποτε τύπον ή τίτλον, εκδοθείσαι από 21ης Απρ. 1967 έως 23ης Ιουλ. 1974, ισχύουν προσωρινώς, εφ’ όσον δεν ηκυρώθησαν ή δεν κατηργήθησαν ήδη, δυνάμεναι πάντως να τροποποιηθώσι, καταργηθώσιν ή ακυρωθώσιν εξ υπαρχής δια νόμου.
Άρθρ.8.-Η ισχύς του παρόντος άρχεται από της δημοσιεύσεως αυτού δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως.
Β.Το Ημέτερον Υπουργικόν Συμβούλιον θέλει προσυπογράψει και δημοσιεύσει το παρόν, επιτιθεμένης της Μεγάλης του Κράτους Σφραγίδος.




Σελ. 128,30(α)
Τεύχος Ε102-Σελ. 74
43. ΨΗΦΙΣΜΑ ΣΤ΄
της 7/7 Φεβρ. 1975 (ΦΕΚ Α΄ 18)
Περί τροποποιήσεως του υπό στοιχ. Δ΄ της 18ης Ιαν. 1975 Ψηφίσματος της Ε΄ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων «περί του πραξικοπήματος της 21ης Απρ. 1967, διώξεως εγκλημάτων και ρυθμίσεως συναφών θεμάτων».
Άρθρ.1.-(Αντικαθίσταται, αφ’ ης ίσχυσεν, η παρ. 3 του άρθρ. 4 Ψηφ. Δ/1975, ανωτ. αριθ. 42).
Άρθρ.2.-Η ισχύς του παρόντος άρχεται από της δημοσιεύσεως αυτού δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως.

44. ΝΟΜΟΣ υπ’ αριθ. 774
της 25 Απρ./4 Μαΐου 1978 (ΦΕΚ Α΄ 64)
Περί καταστολής της τρομοκρατίας και προστασίας του Δημοκρατικού Πολιτεύματος.
Κατάρτισις τρομοκρατικής ομάδος
Καταργήθηκε από το άρθρ. 9 Νόμ. 1366/1983 (τόμ. 6, σελ. 390,318).

Δεν υπάρχουν σχόλια: