18 ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΚΑΙ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ Άρθρο 193 Δικαιοδοσία των στρατιωτικών ποινικών δικαστηρίων

ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΚΑΙ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ
Άρθρο 193
Δικαιοδοσία των στρατιωτικών ποινικών
δικαστηρίων
1.Στη δικαιοδοσία των στρατιωτικών ποινικών δικαστηρίων υπάγονται όσοι είναι στρατιωτικοί κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης, καθώς και οι αιχμάλωτοι πολέμου.
2.Οι στρατιωτικοί δεν υπάγονται στα στρατιωτικά αλλά στα κοινά ποινικά δικαστήρια για:
α)μη στρατιωτικά εγκλήματα, που διαπράττουν κατά τη διάρκεια της άδειας, αργίας ή διαθεσιμότητας, όταν αυτές υπερβαίνουν τους τρεις μήνες ή κατά τη διάρκεια της λιποταξίας,

(Αντί για τη σελ. 182,31) Σελ. 182,31(α)
Τεύχος 1365 Σελ. 101

β)πλημμελήματα και πταίσματα που διαπράττουν στο ακροατήριο οποιουδήποτε κοινού ποινικού δικαστηρίου, αν αυτά δικασθούν αμέσως σύμφωνα με τις διατάξεις του Κ.Π.Δ.,
γ)παραβάσεις των νόμων για τη διεξαγωγή των δημόσιων εκλογών ή δημοψηφίσματος,
δ)τα εγκλήματα της ναυταπάτης, πειρατείας και μονομαχίας, καθώς και τα εγκλήματα που τελούνται κατά τη διάρκεια της μονομαχίας,
ε)παραβάσεις του τελωνειακού και δασικού κώδικα και των νόμων περί θήρας και αλιείας,
στ)παραβάσεις των φορολογικών νόμων και του αγορανομικού κώδικα, με εξαίρεση τις πράξεις του άρθρου 154 του Κώδικα αυτού,
ζ)κακουργήματα και πλημμελήματα που με ειδικούς νόμους υπάγονται στα εφετεία,
η)εγκλήματα που διαπράττουν σε βάρος οργάνων της Ελληνικής Αστυνομίας, όταν τα όργανα αυτά εκτελούν τα καθήκοντά τους ή για λόγους που έχουν σχέση με αυτά.
Άρθρο 194
Αρμοδιότητα των στρατοδικείων
1.Οι στρατιωτικοί υπάγονται:
α)του στρατού ξηράς, στην αρμοδιότητα του στρατοδικείου,
β)του πολεμικού ναυτικού και του λιμενικού σώματος, στην αρμοδιότητα του ναυτοδικείου,
γ)της πολεμικής αεροπορίας, στην αρμοδιότητα του αεροδικείου.
2.Οι στρατιωτικοί, που ανήκουν στα κοινά σώματα των ενόπλων δυνάμεων, υπάγονται στην αρμοδιότητα του στρατοδικείου του κλάδου των ενόπλων δυνάμεων στον οποίο υπηρετούσαν κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης. Όσοι από αυτούς υπηρετούν στο Γενικό Επιτελείο Εθνικής Άμυνας ή σε υπηρεσίες υπαγόμενες σε αυτό υπάγονται στην αρμοδιότητα του στρατοδικείου.
3.Οι αιχμάλωτοι πολέμου υπάγονται στο στρατοδικείο του κλάδου των ενόπλων δυνάμεων που έχει την ευθύνη της φύλαξής τους κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης.
Άρθρο 195
Συμμετοχή στρατιωτικών και ιδιωτών
Αν στο έγκλημα συμμετέχουν στρατιωτικοί και ιδιώτες, αρμόδια είναι:
α)τα κοινά ποινικά δικαστήρια, αν το έγκλημα είναι του κοινού ποινικού δικαίου.
β)τα στρατοδικεία για τους στρατιωτικούς και τα κοινά ποινικά δικαστήρια για τους ιδιώτες, αν το έγκλημα είναι στρατιωτικό.

Σελ. 182,32(α)
Τεύχος 1365 Σελ. 102

Άρθρο 196
Συμμετοχή στρατιωτικών διαφορετικών κλάδων
1.Αν οι συμμέτοχοι σε έγκλημα υπάγονται σε στρατοδικεία διαφορετικών κλάδων, αρμόδιο για όλους είναι εκείνο στο οποίο υπάγεται ο συμμέτοχος του οποίου η πράξη επισύρει τη βαρύτερη ποινή και αν δεν μπορεί να γίνει διάκριση με βάση τη βαρύτητα της ποινής, το στρατοδικείο του οποίου ο εισαγγελέας άσκησε πρώτα την ποινική δίωξη και σε περίπτωση ταυτόχρονης άσκησης, κατά σειρά το στρατοδικείο, ναυτοδικείο και αεροδικείο.
2.Αν το έγκλημα τελέσθηκε σε τόπο που βρίσκεται σε θέση που πολιορκείται, όλοι οι συμμέτοχοι υπάγονται στο στρατοδικείο του κλάδου στον οποίο ανήκει αυτός που ασκεί τη διοίκηση.
Άρθρο 197
Αρμοδιότητα επί συναφών, κατ’ εξακολούθηση
και διαρκών εγκλημάτων
1.Αν συρρέουν εγκλήματα που υπάγονται άλλα σε στρατιωτικά δικαστήρια και άλλα στα κοινά ποινικά δικαστήρια, δικάζονται από το δικαστήριο που έχει δικαιοδοσία για το βαρύτερο έγκλημα. Κατ’ εξαίρεση, η λιποταξία δικάζεται πάντα από τα στρατιωτικά δικαστήρια.
2.Αν από τις μερικότερες πράξεις ενός κατ’ εξακολούθηση εγκλήματος, άλλες τελέσθηκαν σε χρόνο που ο δράστης ήταν στρατιωτικός και άλλες σε χρόνο που ήταν ιδιώτης, δικάζουν για όλες τα κοινά ποινικά δικαστήρια. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται ανάλογα και στα διαρκή εγκλήματα.
Άρθρο 198
Αρμοδιότητα καθ’ ύλη
1.Στην αρμοδιότητα του τριμελούς στρατοδικείου υπάγονται τα πταίσματα, καθώς και τα πλημμελήματα για τα οποία απειλείται χρηματική ποινή ή φυλάκιση μέχρι ενός έτους. Τα λοιπά εγκλήματα υπάγονται στην αρμοδιότητα του πενταμελούς στρατοδικείου.
2.Το Αναθεωρητικό Δικαστήριο δικάζει:
α)εφέσεις:
(1)με τριμελή σύνθεση, κατ’ αποφάσεων των τριμελών στρατοδικείων,
(2)με πενταμελή σύνθεση, κατ’ αποφάσεων των πενταμελών στρατοδικείων,
β)αναθεωρήσεις, με πενταμελή σύνθεση.
Άρθρο 199
Τοπική αρμοδιότητα
1.Αρμόδιο κατά τόπο στρατοδικείο είναι κατά σειρά εκείνο στην περιφέρεια του οποίου τελέσθηκε η πράξη, του τόπου όπου υπηρετεί ή κατοικεί ή διαμένει ο κατηγορούμενος κατά το χρόνο άσκησης της ποινικής δίωξης ή του τόπου όπου συνελήφθη.
2.Για τις πράξεις που τελούνται στην αλλοδαπή αρμόδια είναι τα στρατοδικεία που εδρεύουν στην Αθήνα και στον Πειραιά.
ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΠΡΟΔΙΚΑΣΙΑ
Άρθρο 200
1.Στο χώρο δικαιοδοσίας των στρατιωτικών ποινικών δικαστηρίων, ο εισαγγελέας του στρατοδικείου έχει αρμοδιότητες αντίστοιχες με εκείνες του εισαγγελέα πλημμελειοδικών και του δημοσίου κατηγόρου και ο εισαγγελέας του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου, με εκείνες του εισαγγελέα εφετών ή του Αρείου Πάγου κατά περίπτωση. Προκαταρκτική εξέταση μπορούν να αναθέτουν στα πρόσωπα της παρ. 1 του επόμενου άρθρου.
2.Ο Υπουργός Εθνικής Άμυνας ή επί λιμενικών ο Υπουργός Εμπορικής Ναυτιλίας έχει το δικαίωμα να παραγγέλει την ποινική δίωξη κάθε αξιόποινης πράξης.







































(Μετά τη σελ.182,32(α) Σελ. 182,321
Τεύχος 1365 Σελ. 103
Άρθρο 201
Προανάκριση
1.Προανάκριση για τα εγκλήματα αρμοδιότητας των στρατοδικείων ενεργούν αξιωματικοί με παραγγελία του αρμόδιου εισαγγελέα του στρατοδικείου, ο οποίος κατ’ εξαίρεση μπορεί να αναθέτει την ενέργεια προανάκρισης και σε γενικό ή ειδικό προανακριτικό υπάλληλο (άρθρα 33 και 34 Κ.Π.Δ.), εκτός από τους πταισματοδίκες και ειρηνοδίκες.
2.Οι προανακριτικοί υπάλληλοι της προηγούμενης παραγράφου, καθώς και οι διοικητές σωμάτων με διοικητική αυτοτέλεια ή οι αξιωματικοί τους οποίους αυτοί ορίζουν, ενεργούν προανάκριση, χωρίς παραγγελία του εισαγγελέα, για τα εγκλήματα που διαπράττουν οι στρατιωτικοί:
α)αν είναι αυτόφωρα,
β)αν από την αναβολή υπάρχει κίνδυνος να ματαιωθεί ή δυσχερανθεί η βεβαίωση του εγκλήματος ή η ανακάλυψη του δράστη ή η αποκατάσταση της βλάβης.
Στις περιπτώσεις αυτές ειδοποιούν με το ταχύτερο δυνατό μέσο τον αρμόδιο εισαγγελέα του στρατοδικείου και ενεργούν σύμφωνα με τις εντολές και οδηγίες του. Ο συλλαμβανόμενος για αυτόφωρο έγκλημα αποστέλλεται στον αρμόδιο εισαγγελέα του στρατοδικείου χωρίς αναβολή και πάντως μέσα στις προθεσμίες που ορίζει το Σύνταγμα, μαζί με τη σχετική δικογραφία.
3.Η προανάκριση και η ανάκριση γίνεται με την παρουσία γραμματέα. Ως γραμματέας μπορεί να χρησιμοποιηθεί δικαστικός γραμματέας ή άλλος στρατιωτικός ή υπάλληλος της στρατιωτικής υπηρεσίας και σε περίπτωση που αυτοί δεν υπάρχουν, ενήλικος ιδιώτης κατάλληλος κατά την κρίση του ανακριτή.
Άρθρο 202
Σύλληψη ή προσωρινή κράτηση στρατιωτικού
Σε περίπτωση σύλληψης ή προσωρινής κράτησης στρατιωτικού που είναι σε ενέργεια, ειδοποιείται αμέσως από τον αρμόδιο εισαγγελέα πλημμελειοδικών ή στρατοδικείου ή από την ανακριτική αρχή, η υπηρεσία όπου υπηρετεί ή το αρμόδιο γενικό επιτελείο ή η πλησιέστερη στρατιωτική αρχή.
ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ
Άρθρο 203
Ποια επιτρέπονται
Κατά των βουλευμάτων των συμβουλίων και των αποφάσεων των στρατιωτικών δικαστηρίων, επιτρέπονται τα ένδικα μέσα της έφεσης, της αίτησης αναθεώρησης και της αίτησης αναίρεσης.
Άρθρο 204
Κατά βουλευμάτων
1.Κατά των βουλευμάτων του δικαστικού συμβουλίου του στρατοδικείου επιτρέπονται τα ένδικα μέσα που προβλέπονται από τις διατάξεις του Κ.Π.Δ., στα πρόσωπα και με τις προϋποθέσεις που ορίζονται σε αυτόν. Στις περιπτώσεις του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. α΄, γ΄, δ΄ και ζ΄ Κ.Π.Δ., εκτός από την περίπτωση που το συμβούλιο αποφάνθηκε για υπόθεση που δεν υπάγεται στη δικαιοδοσία του, αντί του ενδίκου μέσου της αναίρεσης, επιτρέπεται η αίτηση αναθεώρησης.
2.Κατά των βουλευμάτων του δικαστικού συμβουλίου του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου, εκτός από αυτά που αποφαίνεται επί αιτήσεων αναθεώρησης, επιτρέπεται αναίρεση, κατά τις διατάξεις του Κ.Π.Δ..
Έφεση κατ’ αποφάσεων
Άρθρο 205
Έφεση κατά αθωωτικής απόφασης στρατοδικείου μπορούν να ασκήσουν ο κατηγορούμενος και ο πολιτικώς ενάγων, μηνυτής ή εγκαλών, για τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 486 παρ. 1 περ. α΄και β΄ Κ.Π.Δ. αντίστοιχα, καθώς και ο εισαγγελέας κατά των αποφάσεων του στρατοδικείου όπου ασκεί τα καθήκοντά του.
Άρθρο 206
1.Ο καταδικασμένος και ο εισαγγελέας μπορούν να ασκήσουν έφεση κατά των αποφάσεων:
α)του τριμελούς στρατοδικείου υπό τις προϋποθέσεις της περίπτωσης α΄ του άρθρου 489 παρ. 1 Κ.Π.Δ., αν πρόκειται για πταίσμα και της περίπτωσης β΄, αν πρόκειται για πλημμέλημα ή αν επιβλήθηκε πρόσθετη στρατιωτική υπηρεσία τουλάχιστον ενός μηνός.
β)του πενταμελούς στρατοδικείου αν ο κατηγορούμενος καταδικάσθηκε για κακούργημα, υπό τις προϋποθέσεις δε της περίπτωσης γ΄ του άρθρου 489 παρ. 1 Κ.Π.Δ., αν καταδικάσθηκε για πλημμέλημα.
γ)οποιουδήποτε στρατοδικείου που επέβαλε την ποινή της έκπτωσης ή οποιαδήποτε ποινή που συνεπάγεται στέρηση βαθμού ή στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων ή την έκτιση άλλης ποινής που είχε ανασταλεί και υπερέβαινε τους τρεις μήνες ή συνεπαγόταν τις παραπάνω στερήσεις.
2.Ο πολιτικώς ενάγων μπορεί να ασκήσει έφεση κατά καταδικαστικής απόφασης, όπως ορίζει το άρθρο 488 Κ.Π.Δ. και ειδικότερα τα στοιχεία α΄ και β΄, όταν πρόκειται για απόφαση του τριμελούς στρατοδικείου που αφορά πταίσμα ή πλημμέλημα, αντίστοιχα και όπως ορίζει το στοιχείο γ΄, όταν πρόκειται για απόφαση του πενταμελούς στρατοδικείου.
Άρθρο 207
1.Ο εισαγγελέας του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου μπορεί να εκκαλεί, μέσα σε προθεσμία είκοσι ημερών από τη δημοσίευσή τους, κάθε απόφαση του στρατοδικείου είτε υπέρ είτε κατά του κατηγορουμένου.
2.Η προθεσμία της αντέφεσης που προβλέπεται στο άρθρο 494 Κ.Π.Δ. είναι για τον εισαγγελέα του στρατοδικείου δέκα ημέρες από τη λήξη της προθεσμίας που δίνεται στον κατηγορούμενο για να ασκήσει έφεση. Οι λοιποί δικαιούμενοι μπορούν να ασκήσουν αντέφεση μέχρι τη δικάσιμο της κύριας έφεσης, ακόμη και στο ακροατήριο, πριν όμως αρχίσει η συζήτηση, με προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά της συνεδρίασης.
Αίτηση αναθεώρησης κατ’ αποφάσεων
Άρθρο 208
Αίτηση αναθεώρησης κατ’ αποφάσεων του στρατοδικείου επιτρέπεται στις περιπτώσεις και στα πρόσωπα που έχουν δικαίωμα αναίρεσης κατά τα άρθρα 504 έως 506 Κ.Π.Δ., στην έκταση που μπορούν να εφαρμοσθούν στη διαδικασία ενώπιον των στρατοδικείων, καθώς και όταν το στρατοδικείο κηρύσσεται αναρμόδιο λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας των στρατιωτικών δικαστηρίων.
Άρθρο 209
Οι λόγοι αναίρεσης του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Α΄, Β΄, Γ΄, ΣΤ΄, Ζ΄, Η΄ και Θ΄ στοιχ. β΄ έως και στ΄ Κ.Π.Δ. αποτελούν λόγους αναθεώρησης των αποφάσεων του στρατοδικείου.
(Μετά τη σελ. 182,32) Σελ. 182,33
Τεύχος 1211-Σελ. 79
Άρθρο 210
Οι διατάξεις του Κ.Π.Δ που αναφέρονται στην αναίρεση εφαρμόζονται ανάλογα και όταν πρόκειται για αναθεώρηση. Το Αναθεωρητικό Δικαστήριο και ο εισαγγελέας του ενεργούν κατά περίπτωση όπως ο Άρειος Πάγος και ο Εισαγγελέας του όταν πρόκειται για αναίρεση.
Αίτηση αναίρεσης κατ’ αποφάσεων
Άρθρο 211
Αίτηση αναίρεσης επιτρέπεται κατά τις διατάξεις του Κ.Π.Δ. στα πρόσωπα και με τις προϋποθέσεις που αναφέρονται σε αυτόν:
α)κατά των αποφάσεων του στρατοδικείου, αλλά μόνο για τους λόγους του άρθρου 510 παρ. 1 Κ.Π.Δ. που δεν συνιστούν λόγους αναθεώρησης,
β)κατά των αποφάσεων του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου, εκτός από αυτές που αποφαίνονται επί αιτήσεων αναθεώρησης.
Άρθρο 212
1.Η προθεσμία ασκήσεως των αιτήσεων αναθεώρησης και αναίρεσης είναι είκοσι ημέρες, αρχίζει δε από την καταχώριση των στοιχείων της απόφασης καθαρογραμμένης σε ειδικό βιβλίο καθαρογραφής αποφάσεων που τηρείται στη γραμματεία του δικαστηρίου.
2.Η προθεσμία της αίτησης αναίρεσης αρχίζει μετά την άπρακτη πάροδο της προθεσμίας της αίτησης αναθεωρήσεως. Αν ασκήθηκε αναθεώρηση, η προθεσμία αναίρεσης αρχίζει από την απόρριψή της εφόσον ο διάδικος ήταν παρών κατά την απαγγελία της απόφασης, αλλιώς από την επίδοση της απόφασης που απορρίπτει την αίτηση αναθεώρησης.
3.Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Άμυνας και Δικαιοσύνης ρυθμίζονται οι λεπτομέρειες τήρησης του βιβλίου καθαρογραφής αποφάσεων.
ΠΕΜΠΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Άρθρο 213
Εφαρμογή Κώδικα Ποινικής Δικονομίας
1.Οι διατάξεις του Κ.Π.Δ. και οι λοιπές διατάξεις που εφαρμόζονται στις διαδικασίες ενώπιον των κοινών ποινικών δικαστηρίων και αρχών, εφαρμόζονται και στις διαδικασίες ενώπιον των στρατιωτικών ποινικών δικαστηρίων και αρχών, εκτός αν ο Κώδικας αυτός ή άλλος ειδικός νόμος ορίζουν διαφορετικά.
2.Για την εφαρμογή των άρθρων 531 και 532 Κ.Π.Δ. είναι αρμόδια τα κοινά ποινικά δικαστήρια και όταν η καταδίκη επιβλήθηκε από στρατιωτικά δικαστήρια.



Σελ. 182,34
Τεύχος 1211-Σελ. 80

3.Εφόσον ο καταδικασμένος στρατιωτικός κρατείται στις στρατιωτικές φυλακές, η αναβολή ή διακοπή εκτέλεσης της ποινής κατ’ άρθρο 559 στοιχ. β΄, γ΄ και δ΄ Κ.Π.Δ. διατάσσεται από τα αντίστοιχα στρατιωτικά δικαστήρια ή αρχές.
Άρθρο 214
Αντιστοιχία όρων
Για την εφαρμογή του Κώδικα αυτού, όπου στον Κ.Π.Δ. ή σε άλλες δικονομικές διατάξεις αναφέρεται:
α)Υπουργός Δικαιοσύνης, νοείται ο Υπουργός Εθνικής Άμυνας.
β)δικαστήριο, εισαγγελέας πλημμελειοδικών, ανακριτής και συμβούλιο πλημμελειοδικών, νοούνται το στρατιωτικό δικαστήριο, ο εισαγγελέας στρατοδικείου, ο ανακριτής και το συμβούλιο του στρατοδικείου αντίστοιχα.
γ)μονομελές πλημμελειοδικείο ή πταισματοδικείο και δημόσιος κατήγορος, νοούνται το τριμελές στρατοδικείο και ο εισαγγελέας στρατοδικείου αντίστοιχα.
δ)τριμελές πλημμελειοδικείο, νοείται το πενταμελές στρατοδικείο.
ε)εισαγγελέας εφετών, εφετείο και συμβούλιο εφετών, νοούνται ο εισαγγελέας του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου, το Αναθεωρητικό Δικαστήριο και το συμβούλιο του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου αντίστοιχα.
Άρθρο 215
Συνήγορος κατηγορουμένου
Στα κακουργήματα, αν ο κατηγορούμενος δεν έχει ως συνήγορο δικηγόρο της επιλογής του, το δικαστήριο διορίζει υποχρεωτικά ως συνήγορο δικηγόρο από τον πίνακα του οικείου δικηγορικού συλλόγου. Ο κατηγορούμενος δικαιούται οποτεδήποτε να αρνηθεί την υπεράσπισή του από το δικηγόρο που του διόρισε το δικαστήριο και να δηλώσει ότι θα υπερασπίσει ο ίδιος τον εαυτό του.
ΕΚΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΣΕ ΠΟΛΕΜΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ
Άρθρο 216
Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού, μπορεί να ορισθεί ότι σε πολεμική περίοδο εφαρμόζονται στα στρατιωτικά δικαστήρια τα άρθρα 217 έως 228, κατά παρέκκλιση των γενικών διατάξεων.
Άρθρο 217
Ως έδρα στρατοδικείου μπορεί να ορισθεί η έδρα σώματος στρατού ή μεραρχίας ή μονάδας, που ενεργεί μεμονωμένα ή ανεξάρτητα, ή στόλου ή μοίρας ή ναυτικής διοίκησης ή αεροπορικής διοίκησης ή αεροπορικής βάσης ή πτέρυγας.


Άρθρο 218
1.Ως πρόεδροι, στρατιωτικοί δικαστές, εισαγγελείς, αντεισαγγελείς και ανακριτές των στρατιωτικών δικαστηρίων σε πολεμική περίοδο, τοποθετούνται δικαστικοί λειτουργοί από το μόνιμο ή έφεδρο προσωπικό του δικαστικού σώματος των ενόπλων δυνάμεων. Ως γραμματείς τοποθετούνται δικαστικοί γραμματείς του δικαστικού σώματος των ενόπλων δυνάμεων.
2.Για την τοποθέτηση στρατιωτικών δικαστών στα στρατιωτικά δικαστήρια σε πολεμική περίοδο ισχύουν οι διατάξεις του άρθρου 171. Ως πρόεδροι όμως και εισαγγελείς μπορούν να τοποθετηθούν και στρατιωτικοί δικαστές Γ΄.
3.Οπλίτες γραφείς τοποθετούνται κατά προτίμηση υπάλληλοι της στρατιωτικής δικαιοσύνης ή της γραμματείας των δικαστηρίων που έχουν στρατευθεί.
Άρθρο 219
Σύνθεση
Τα στρατιωτικά δικαστήρια σε πολεμική περίοδο δικάζουν πάντοτε με πενταμελή σύνθεση. Ο πρόεδρος και οι στρατοδίκες σε περίπτωση ανάγκης μπορεί να έχουν βαθμό κατώτερο αυτού που προβλέπεται για τη σύνθεση των στρατοδικείων σε ειρηνική περίοδο, όχι όμως κατώτερο από το βαθμό του κατηγορουμένου. Το γραμματέα, όταν κωλύεται ή δεν υπάρχει, αναπληρώνει, με παραγγελία του προέδρου, οπλίτης της παραγράφου 3 του άρθρου 218.
Άρθρο 220
Αν κατηγορείται ανώτατος αξιωματικός που διοίκησε στρατιωτικό σώμα, στόλο ή μοίρα, αεροπορική διοίκηση, βάση ή πτέρυγα, ναυτική ή αεροπορική περιοχή ή περιφέρεια, για πράξη που τελέσθηκε κατά τη διάρκεια της διοίκησής του, δεν μπορούν να ορισθούν ως στρατοδίκες αξιωματικοί που υπηρέτησαν υπό τις διαταγές του κατά τη χρονική αυτή περίοδο και ήταν, κατά την ίδια περίοδο, ανώτατοι αξιωματικοί.
Αρμοδιότητα
Άρθρο 221
1.Στην αρμοδιότητα των στρατοδικείων σε πολεμική περίοδο υπάγονται:
α)εφόσον λειτουργούν σε μεραρχία ή άλλη ανεξάρτητη μονάδα ή μονάδα που ενεργεί μεμονωμένα, τα πρόσωπα που ανήκουν στη μεραρχία ή τη μονάδα αυτή,
β)εφόσον λειτουργούν σε σώμα στρατού, αυτοί που ανήκουν στο σώμα και δεν υπάγονται σε μεραρχιακό ή άλλο στρατοδικείο.
2.Στην αρμοδιότητα των ναυτοδικείων σε πολεμική περίοδο υπάγονται:
α)εφόσον λειτουργούν σε μοίρα ή ναυτική διοίκηση, τα πρόσωπα που ανήκουν σε αυτές,
β)εφόσον λειτουργούν σε στόλο, τα πρόσωπα που ανήκουν σε αυτόν, αλλά δεν υπάγονται σε ναυτοδικείο μοίρας ή ναυτικής διοίκησης.
3.Στην αρμοδιότητα των αεροδικείων σε πολεμική περίοδο υπάγονται:
α)εφόσον λειτουργούν σε αεροπορική βάση ή πτέρυγα τα πρόσωπα που ανήκουν σε αυτές.
β)εφόσον λειτουργούν σε αεροπορική διοίκηση, τα πρόσωπα που ανήκουν σε αυτήν, αλλά δεν υπάγονται σε αεροδικείο βάσης ή πτέρυγας.
Άρθρο 222
Με διαταγή του Υπουργού μπορεί να υπαχθούν στην αρμοδιότητα των στρατιωτικών δικαστηρίων σε πολεμική περίοδο στρατιωτικές μονάδες ή τμήματα ή σχηματισμοί ή υπηρεσίες του ίδιου κλάδου των ενόπλων δυνάμεων, που δεν υπάγονται σε αυτά, αλλά βρίσκονται στο χώρο επιχειρησιακής ευθύνης της μονάδας όπου λειτουργεί το στρατιωτικό δικαστήριο.
ΕΒΔΟΜΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΣΕ ΠΟΛΕΜΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ
Άρθρο 223
Εφόσον προκύπτουν αποχρώσεις ενδείξεις, η κύρια ανάκριση περατώνεται με απευθείας κλήση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, εάν συμφωνεί και ο ανακριτής. Κατά της απευθείας κλήσης δεν χωρεί προσφυγή.
Άρθρο 224
1.Η εισαγωγή στο ακροατήριο μπορεί, αν έχει ληφθεί απολογία του κατηγορουμένου, να γίνει και χωρίς άλλες ανακριτικές πράξεις, εφόσον πρόκειται για πλημμέλημα και χωρίς κυρία ανάκριση, εφόσον πρόκειται για κακούργημα. Απολογία δεν απαιτείται αν ο κατηγορούμενος φυγοδικεί ή είναι άγνωστης διαμονής. Το κλητήριο θέσπισμα και ο κατάλογος των μαρτύρων κοινοποιούνται σαράντα οκτώ ώρες τουλάχιστον πριν από τη δικάσιμο. Στα αυτόφωρα εγκλήματα επιτρέπεται η άμεση εισαγωγή στο ακροατήριο και αφού τα παραπάνω έγγραφα κοινοποιηθούν σε αυτόν είκοσι τέσσερις τουλάχιστον ώρες πριν από την έναρξη της συνεδρίασης. Η αναβολή της συζήτησης είναι πάντοτε δυνητική. Αν υπάρχει ανάγκη, επιτρέπεται και η άμεση βίαιη προσαγωγή των μαρτύρων, με εντολή του εισαγγελέα και χωρίς προηγούμενη κλήτευσή τους.
2.Αν υπάρχουν συμμέτοχοι ή συναφή εγκλήματα, μπορεί ο εισαγγελέας του στρατοδικείου και στην περίπτωση ακόμη που λόγω της συνάφειας ή συμμετοχής είναι αρμόδια τα κοινά δικαστήρια, να παραπέμψει στο ακροατήριο τους κατηγορούμενους στρατιωτικούς ή ορισμένους μόνο από αυτούς ή ορισμένα μόνο από τα εγκλήματά τους, εφόσον ο χωρισμός, κατά την κρίση του, δεν προκαλεί βλάβη. Επίσης, το δικαστήριο μπορεί κατά την κρίση του να διατάξει το χωρισμό της δίκης ως προς ορισμένους από τους κατηγορουμένους ή για ορισμένα από τα εγκλήματά τους.
3.Με αιτιολογημένη διαταγή του προέδρου του δικαστηρίου, που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα, μπορεί να διαταχθεί η σύλληψη και προσωρινή κράτηση του κατηγορούμενου, συγχρόνως με την επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος ή μετά από αυτήν. Μπορεί όμως ο πρόεδρος, ύστερα από αίτηση του κατηγορουμένου ή και αυτεπαγγέλτως και μετά από πρόταση του εισαγγελέα, να ανακαλέσει τη διαταγή ή να διατάξει την προσωρινή απόλυση του κατηγορουμένου.
4.Κατά του κλητηρίου θεσπίσματος δεν επιτρέπεται προσφυγή.
5.Το δικαστήριο συνεδριάζει σε οποιονδήποτε τόπο και χρόνο, ακόμη και στο ύπαιθρο, ύστερα από απόφαση του προέδρου.
Άρθρο 225
Οι διατάξεις που ρυθμίζουν την πολιτική αγωγή δεν έχουν εφαρμογή στα στρατιωτικά δικαστήρια σε πολεμική περίοδο.
(Αντί για τη σελ. 182,35) Σελ. 182,35(α)
Τεύχος 1257-Σελ. 43
Άρθρο 226
1.Ο κατηγορούμενος δικαιούται να παρίσταται με συνήγορο δικηγόρο. Αν ο δικηγόρος του δεν εμφανισθεί κατά την ώρα της δίκης, δικαιούται να διορίσει ως συνήγορό του στρατιωτικό της επιλογής του, ο οποίος οφείλει να αποδεχθεί το διορισμό αν βρίσκεται στην έδρα του δικαστηρίου και δεν κωλύεται για υπηρεσιακούς λόγους. Ο κατηγορούμενος δικαιούται επίσης να ορίσει ως συνήγορό του συγγενή ή φίλο του.
2.Αν ο κατηγορούμενος δεν έχει ορίσει συνήγορο κατά την προηγούμενη παράγραφο, ο πρόεδρος του δικαστηρίου διορίζει υποχρεωτικά ως συνήγορο δικηγόρο από αυτούς που υπηρετούν στην έδρα του δικαστηρίου ή, αν δεν υπάρχουν δικηγόροι, στρατιωτικό, κατά προτίμηση δικηγόρο ή πτυχιούχο νομικής.
Άρθρο 227
1.Κατά των βουλευμάτων δεν επιτρέπεται η άσκηση ενδίκων μέσων.
2.Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού, μπορεί να απαγορευθεί ή περιορισθεί η άσκηση ενδίκων μέσων κατ’ αποφάσεων, εκτός αν επιβάλλεται η ποινή του θανάτου ή της ισόβιας κάθειρξης.
Άρθρο 228
1.Σε πολεμική περίοδο, εφόσον οι ανάγκες των στρατιωτικών επιχειρήσεων το επιβάλλουν, ο Υπουργός με αιτιολογημένη απόφασή του μπορεί να αναβάλει ή να διακόψει την εκτέλεση κάθε ποινής που έχει επιβληθεί από στρατιωτικό δικαστήριο, ακόμη και αν πρόκειται για την ποινή του θανάτου. Η αναβολή ή η διακοπή τη εκτέλεσης παύει να ισχύει αυτοδικαίως όταν λήξει η πολεμική περίοδος. Αν αναβάλλεται εκτέλεση θανατικής ποινής, αποφασίζεται συγχρόνως και αν ο κατάδικος θα μείνει ελεύθερος.
2.Την άρση της αναβολής ή διακοπής που προβλέπεται στην παράγραφο 1, μπορεί να διατάξει ο Υπουργός, αν αποδειχθεί ότι αυτός για τον οποίο χορηγήθηκε δεν ήταν άξιος της αναβολής ή διακοπής ή όταν εκλείψουν οι λόγοι για τους οποίους χορηγήθηκε. Στην περίπτωση αυτή εκτελείται η απόφαση.
3.Αν διαταχθεί, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού, αναβολή ή διακοπή εκτέλεσης της ποινής, αναβάλλονται και οι συνέπειες που προκύπτουν από την καταδίκη αυτή ή εξαιτίας αυτής από άλλες προηγούμενες καταδίκες.
4.Η προθεσμία της παραγραφής των ποινών, που η εκτέλεσή τους αναβλήθηκε ή διακόπηκε, αναστέλλεται για όσο χρόνο διαρκεί η αναβολή ή η διακοπή αυτή.
5.Η πράξη αναβολής ή διακοπής της ποινής, καθώς και η άρση τους, σημειώνεται σε ειδικό βιβλίο και κοινοποιείται στον εισαγγελέα του δικαστηρίου, με επιμέλεια του οποίου γίνεται μνεία της στο περιθώριο της καταδικαστικής απόφασης.
ΤΡΙΤΟ ΒΙΒΛΙΟ - ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 229
Ο Στρατιωτικός Ποινικός Κώδικας αρχίζει να ισχύει έξι μήνες μετά τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Η έναρξη ισχύος του Κώδικα αυτού μπορεί να ανασταλεί με απόφαση του Υπουργού για χρονικό διάστημα μέχρι έξι μηνών σε περίπτωση που δεν έχει ακόμη αρχίσει να ισχύει ο νόμος που προβλέπει το άρθρο 96 παρ. 5 εδ. γ΄ του Συντάγματος.

Σελ. 182,36(α)
Τεύχος 1257-Σελ. 44

Άρθρο 230
Από την ημέρα που αρχίζει να ισχύει ο Κώδικας αυτός καταργούνται ο α.ν. 2803/1941 «περί Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικος», ο α.ν. 2840/1941 «περί εισαγωγικού νόμου του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικος», εκτός από το άρθρο 1 παρ. 2, όπως τροποποιήθηκαν και συμπληρώθηκαν μεταγενέστερα, καθώς και κάθε άλλη γενική ή ειδική διάταξη που αντίκειται στις διατάξεις του Κώδικα αυτού ή αφορά θέμα που ρυθμίζεται από αυτόν.
Άρθρο 231
Από την ημερομηνία που αρχίζει να ισχύει ο Κώδικας αυτός, οι παραπομπές σε άρθρα του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα που καταργείται θεωρείται ότι γίνονται στις αντίστοιχες διατάξεις του Κώδικα αυτού.
Άρθρο 232
1.Οι δίκες που εκκρεμούν σε οποιοδήποτε στάδιο της ποινικής διαδικασίας και σε οποιονδήποτε βαθμό συνεχίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα αυτού. Οι πράξεις της ποινικής διαδικασίας που τελέσθηκαν όταν ίσχυαν οι διατάξεις που καταργούνται διατηρούν το κύρος τους. Το παραδεκτό των ενδίκων μέσων κρίνεται από το χρόνο δημοσίευσης της απόφασης. Αιτήσεις αναθεώρησης κατά αποφάσεων, οι οποίες αφορούν υποθέσεις που δεν ανήκουν πλέον στην αρμοδιότητα των στρατιωτικών δικαστηρίων, εκδικάζονται σύμφωνα με τις διατάξεις που ίσχυαν κατά την άσκηση των αιτήσεων αυτών.
2.Οι προθεσμίες του καταργούμενου Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα των οποίων η παρέλευση οδηγεί σε απαράδεκτο ή σε αποκλεισμό από δικαίωμα, αν εκπνέουν μέσα σε δέκα ημέρες από την έναρξη της ισχύος του Κώδικα αυτού, παρατείνονται για δεκαπέντε ημέρες.
Άρθρο δεύτερο
Η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και του Κώδικα που κυρώνεται με αυτόν, όπως ορίζεται στο άρθρο 229 αυτού.

40. ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΘΝΙΚΗΣ
ΑΜΥΝΑΣ
Αριθ. Φ. 454.1/297561
της 9/10 Αυγ. 1995 (ΦΕΚ Β’ 707)
Σύνταξη Πίνακα Αξιωματικών και διαδικασία κληρώσεως αυτών ως στρατοδικών.

41. ΠΡΟΕΔΡΙΚΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ’ αριθ. 454
της 22/29 Δεκ. 1995 (ΦΕΚ Α’ 268)
«Καθορισμός τρόπου κληρώσεως των αξιωματικών ως στρατοδίκων».




42. ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΥ
ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΜΥΝΑΣ
Αριθ.Φ.340.3/32/64416/Σ.141
της 10-28 Μαρτ.2000 (ΦΕΚ Β 404)
Τροποποίηση προθεσμιών Λιποταξίας Στρατιωτικών.
Έχοντας υπόψη:
α. Το Νόμ.2292/1995 (ΦΕΚ Α΄ 35) «Οργάνωση και Λειτουργία Υπουργείου Εθνικής΄Αμυνας, Διοίκηση και ΄Ελεγχος των ΕΔ».
β. Το άρθρ.29Α του Νόμ.1558/85 (ΦΕΚ Α΄137) «Κυβέρνηση και Κυβερνητικά ΄Οργανα» που προστέθηκε από το άρθρ.27 του Νόμ.2081/92 όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρ.1 παρ.2 του Νόμ.2469/1997.
γ. Το γεγονός ότι από τις διατάξεις της παρούσας δεν προκαλείται επιβάρυνση σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού.
δ. Τη με αριθ. Πρωτ. 29261/7.10.96 Κοινή Απόφαση Πρωθυπουργού και Υπουργού Εθνικής ΄Αμυνας Αρμοδιοτήτων Υπουργείου Εθνικής ΄Αμυνας στον Υφυπουργό Έθνικής ΄Αμυνας (ΦΕΚ Β΄933).
ε. Τα άρθρ.33 και 34 του ΣΠΚ (Νόμ.2287/95, ΦΕΚ Α΄20).
στ. Σχετική πρόταση του ΓΕΣ, αποφασίζουμε:
Τη μείωση των προθεσμιών κήρυξης σε λιποταξία που προβλέπονται από το άρθρ.33 παρ.1 στοιχ. α και β του ΣΠΚ που κυρώθηκε με το Νόμ.2287/95, σε δύο ημέρες για το στρατιωτικό προσωπικό των Μονάδων στο Στρατό Ξηράς, που εμπλέκονται στη διακλαδική άσκηση «ΠΑΡΜΕΝΙΩΝ-2000».

43. ΠΡΟΕΔΡΙΚΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ’ αριθ. 282
της 23 Αυγ.-5 Σεπτ.2001 (ΦΕΚ Α΄197)
Καθορισμός της κατά τόπο αρμοδιότητας των Στρατιωτικών Δικαστηρίων (Στρατοδικείων, Ναυτοδικείων και Αεροδικείων).
Έχοντας υπόψη:
α. Τις διατάξεις του άρθρου 168 παράγραφος 2 του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα (Κυρωτικός Νόμος 2287/95, ΦΕΚ Α΄ 20).
β. Το άρθρο 29Α΄ του Ν. 1558/85 (ΦΕΚ Α΄ 137), το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 27 του Ν. 2081/92 (ΦΕΚ Α΄ 154) και τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 του Ν. 2469/97 (ΦΕΚ Α΄ 38) και το ότι από τις διατάξεις του παρόντος δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού.
γ. Την υπ΄ αριθ. 144/2001 Γνωμοδότηση του Συμβουλίου της Επικρατείας μετά από πρόταση του Υπουργού Εθνικής Άμυνας, αποφασίζουμε :
Άρθρ.1.-Καθορίζουμε την κατά τόπο αρμοδιότητα των Στρατιωτικών Δικαστηρίων που λειτουργούν σε όλη την επικράτεια ως εξής:
α. Στρατοδικείο Αθηνών: οι Νομοί Αττικής, Βοιωτίας, Φωκίδος, Ευβοίας, Κυκλάδων, Χίου, Σάμου, Λέσβου, Δωδεκανήσου, Ζακύνθου, Κεφαλληνίας, Κορινθίας, Αχαΐας, Ηλείας, Μεσσηνίας, Λακωνίας, Αρκαδίας και Αργολίδος.
β. Στρατοδικείο Λάρισας: οι Νομοί Λάρισας, Μαγνησίας, Τρικάλων, Καρδίτσας, Φθιώτιδος και Ευρυτανίας.
γ. Στρατοδικείο Θεσσαλονίκης: οι Νομοί Θεσσαλονίκης, Κιλκίς, Πέλλης, Σερρών, Κοζάνης, Καστοριάς, Φλωρίνης, Πιερίας, Ημαθίας, Γρεβενών και το Αυτοδιοίκητο Τμήμα του Αγίου Όρους.
δ. Στρατοδικείο Ξάνθης: οι Νομοί Καβάλας, Δράμας, Ξάνθης, Ροδόπης και Έβρου.
ε. Στρατοδικείο Ιωαννίνων: οι Νομοί Ιωαννίνων, Άρτας, Πρέβεζας, Θεσπρωτίας, Κέρκυρας, Αιτωλοακαρνανίας και Λευκάδας.
στ. Στρατοδικείο Χανίων: οι Νομοί Χανίων, Ρεθύμνης, Ηρακλείου και Λασιθίου.
ζ. Ναυτοδικείο Πειραιά: οι Νομοί Αττικής, Βοιωτίας, Ευβοίας, Κυκλάδων, Χίου, Λέσβου, Δωδεκανήσου, Κορινθίας, Αχαΐας, Ηλείας, Μεσσηνίας, Λακωνίας, Αρκαδίας, Αργολίδος, Αιτωλοακαρνανίας, Ζακύνθου, Κεφαλληνίας, Λευκάδας, Φθιώτιδος, Ευρυτανίας, Ιωαννίνων, Άρτας, Πρέβεζας, Κέρκυρας, Θεσπρωτίας, Λάρισας, Τρικάλων, Καρδίτσας και Μαγνησίας.
η. Ναυτοδικείο Χανίων: οι Νομοί Χανίων, Ρεθύμνης, Ηρακλείου και Λασιθίου.
θ. Ναυτοδικείο Θεσσαλονίκης: οι Νομοί Κοζάνης, Καστοριάς, Φλωρίνης, Γρεβενών, Ημαθίας, Πιερίας, Πέλλης, Θεσσαλονίκης, Κιλκίς, Χαλκιδικής, Σερρών, Δράμας, Καβάλας, Ξάνθης, Ροδόπης, Έβρου και το Αυτοδιοίκητο Τμήμα του Αγίου Όρους.
ι. Αεροδικείο Αθηνών: οι Νομοί Αττικής, Βοιωτίας, Ευβοίας, Κυκλάδων. Χίου, Σάμου, Λέσβου, Δωδεκανήσου, Κορινθίας, Αχαίας, Ηλείας, Μεσσηνίας, Λακωνίας, Αρκαδίας, Αργολίδος, Αιτωλοακαρνανίας, Ζακύνθου. Κεφαλληνίας, Λευκάδος, Φθιώτιδος, Φωκίδος, Ευρυτανίας, Ιωαννίνων, Άρτας, Πρέβεζας, Κέρκυρας και Θεσπρωτίας.
ια. Αεροδικείο Λάρισας: οι Νομοί Λάρισας, Τρικάλων, Καρδίτσας και Μαγνησίας.
ιβ. Αεροδικείο Χανίων: οι Νομοί Χανίων, Ρεθύμνης, Ηρακλείου και Λασιθίου.
ιγ. Αεροδικείο Θεσσαλονίκης: οι Νομοί Κοζάνης, Καστοριάς, Φλωρίνης, Γρεβενών, Ημαθίας, Πιερίας, Πέλλης, Θεσσαλονίκης, Κιλκίς, Χαλκιδικής, Σερρών, Δράμας, Καβάλας, Ξάνθης, Ροδόπης, Έβρου και το Αυτοδιοίκητο Τμήμα του Αγίου Όρους.
Άρθρ.2.-Η ισχύς του παρόντος αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.




Αντί για τη σελ.182,37) Σελ. 182,37(α)
Τεύχος 1365 Σελ. 105


44. ΝΟΜΟΣ υπ’ αριθ. 3289
της 23-26 Νοεμ. 2004 (ΦΕΚ Α΄ 227)
Κύρωση του Πρωτοκόλλου αριθ. 13 στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των θεμελιωδών Ελευθεριών, σχετικά με την κατάργηση της θανατικής ποινής σε όλες τις περιστάσεις.
Με την με αριθ. Φ.0546/ΑΣ 79/Μ.5486/2-11 Φεβρ.2005 (ΦΕΚ Α΄ 29) ανακοίνωση του Υπ.Εξωτερικών ορίστηκε ότι:το παρών Πρωτόκολλο, το οποίο κυρώθηκε από τη Χώρα μας με τον υπ’ αριθμ. 3289/2004 Νόμο, ο οποίος δημοσιεύθηκε στο υπ’ αριθμ. 227 Φύλλο Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, τεύχος Α΄, της 26ης Νοεμβρίου 2004, τέθηκε σε ισχύ ως προς τη Χώρα μας την 1η Ιουνίου 2005, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 7, παράγραφος 2, του Πρωτοκόλλου.
Άρθρο πρώτο
Κυρώνεται και έχει την ισχύ, που ορίζει το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, το Πρωτόκολλο αριθ. 13 στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, σχετικά με την κατάργηση της θανατικής ποινής σε όλες τις περιστάσεις, που υπογράφηκε από την Ελλάδα στις 3 Μαΐου 2002 στο Βίλνιους της Λιθουανίας, του οποίου το κείμενο σε πρωτότυπο στην αγγλική γλώσσα και σε μετάφραση στην ελληνική έχει ως εξής:
Πρωτόκολλο Αριθ. 13 στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των θεμελιωδών Ελευθεριών, σχετικά με την Κατάργηση της θανατικής Ποινής σε όλες τις Περιστάσεις.
Τα Κράτη Μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης που υπογράφουν το παρόν,
Πεπεισμένα ότι το δικαίωμα στην ζωή του καθενός είναι μία βασική αξία σε μια δημοκρατική κοινωνία και ότι η κατάργηση της θανατικής ποινής είναι ουσιώδους σημασίας για την προστασία αυτού του δικαιώματος και για την πλήρη αναγνώριση της εγγενούς αξιοπρέπειας όλων των ανθρώπινων όντων,
Επιθυμώντας να ενισχύσουν την προστασία του δικαιώματος στην ζωή που εγγυάται η Σύμβαση για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των. θεμελιωδών Ελευθεριών που υπεγράφη στην Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (εφεξής καλούμενης "η Σύμβαση"),
Παρατηρώντας ότι το Πρωτόκολλο Αριθ. 6 της Συμβάσεως, που αφορά την Κατάργηση της θανατικής Ποινής, που υπεγράφη στο Στρασβούργο στις 28 Απριλίου 1983, δεν εξαιρεί την θανατική ποινή προκειμένου περί πράξεων που διαπράχθηκαν εν καιρώ πολέμου ή απειλουμένου πολέμου,
Αποφασισμένα να κάνουν ένα τελικό βήμα προς την κατάργηση της θανατικής ποινής σε όλες τις περιστάσεις,
Συμφώνησαν τα εξής:
Άρθρο 1
Κατάργηση της θανατικής ποινής
Η θανατική ποινή θα καταργηθεί. Κανείς δεν θα καταδικάζεται σε τέτοια ποινή ή θα εκτελείται.
Άρθρο 2
Απαγόρευση παραβάσεων
Δεν επιτρέπεται καμμία παράβαση από τις διατάξεις του παρόντος Πρωτοκόλλου βάσει του Άρθρου 15 της Συμβάσεως.
Άρθρο 3
Απαγόρευση επιφυλάξεων
Δεν επιτρέπεται καμμία επιφύλαξη ως προς τις διατάξεις του παρόντος Πρωτοκόλλου βάσει του Άρθρου 57 της Συμβάσεως.
Άρθρο 4
Εδαφική εφαρμογή
1. Κάθε κράτος μπορεί, κατά την στιγμή της υπογραφής ή της καταθέσεως του εγγράφου κυρώσεως, αποδοχής ή εγκρίσεως, να προσδιορίσει το έδαφος ή τα εδάφη επί των οποίων θα έχει εφαρμογή το παρόν Πρωτόκολλο.
2. Κάθε Κράτος μπορεί σε κάθε μεταγενέστερο χρόνο, με δήλωση απευθυνόμενη στον Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώ πης, να επεκτείνει την εφαρμογή του παρόντος Πρωτοκόλλου σε οποιοδήποτε άλλο έδαφος που θα προσδιορίζεται στην δήλωση. Το Πρωτόκολλο θα έχει εφαρμογή ως προς το έδαφος αυτό από την πρώτη ημέρα του μηνός που ακολουθεί την λήξη τριμήνου προθεσμίας που έπεται της ημερομηνίας κατά την οποίαν ο Γενικός Γραμματεύς θα έχει λάβει την δήλωση.











(Μετά τη σελ.182,37(α) Σελ. 182,39
Τεύχος Σελ.
3. Κάθε δήλωση κοινοποιούμενη βάσει των προηγουμένων^ δύο παραγράφων σε σχέση με κάποιο έδαφος προσδιοριζόμενο στην δήλωση, μπορεί να αποσυρθεί ή τροποποιηθεί με ειδοποίηση απευθυνόμενη στον Γενικό Γραμματέα. Η απόσυρση ή τροποποίηση θα τίθεται σε ισχύ την πρώτη ημέρα του μηνός που ακολουθεί την λήξη τριμήνου προθεσμίας που έπεται της ημερομηνίας κατά την οποίαν ο Γενικός Γραμματεύς θα έχει λάβει την δήλωση.

8.Μ.α.44 Στρατιωτικός Ποινικός Κώδικας
Άρθρο 5
Σχέση με την Σύμβαση
Μεταξύ των Κρατών Μελών, οι διατάξεις των Άρθρων 1 έως 4 του παρόντος Πρωτοκόλλου, θα θεωρούνται ως πρόσθετα άρθρα της Συμβάσεως και οι διατάξεις της Συμβάσεως θα έχουν αντιστοίχως εφαρμογή .
Άρθρο 6
Υπογραφή και επικύρωση
Το παρόν Πρωτόκολλο θα είναι ανοικτό προς υπογραφή των Κρατών Μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης που έχουν υπογράψει την Σύμβαση. Υπόκειται σε κύρωση, αποδοχή ή έγκριση. Ένα Κράτος Μέλος του Συμβουλίου της Ευρώπης δεν μπορεί να κυρώσει, αποδεχθεί ή εγκρίνει το Πρωτόκολλο εάν δεν έχει προηγουμένως ή ταυτοχρόνως κυρώσει την Σύμβαση. Τα έγγραφα κυρώσεως θα κατατεθούν στον Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης.
Άρθρο 7
θέση σε ισχύ
1. Το παρόν Πρωτόκολλο θα τεθεί σε ισχύ την πρώτη ημέρα του μηνός που ακολουθεί την λήξη τριμήνου προθεσμίας που έπεται της ημερομηνίας κατά την οποίαν δέκα Κράτη Μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης θα έχουν εκφράσει την συναίνεση τους να δεσμευτούν από το Πρωτόκολλο σύμφωνα με τις διατάξεις του Άρθρου 6.
2. Ως προς κάθε Κράτος Μέλος που θα εκφράσει μεταγενέστερα την συναίνεση του να δεσμευτεί από το Πρωτόκολλο, αυτό θα τεθεί σε ισχύ την πρώτη ημέρα του μηνός που ακολουθεί την λήξη τριμήνου προθεσμίας που έπεται της ημερομηνίας καταθέσεως του εγγράφου κυρώσεως, αποδοχής ή εγκρίσεως.


Σελ. 182,40
Τεύχος Σελ.
Άρθρο 8
Καθήκοντα του θεματοφύλακα
Ο Γενικός Γραμματεύς του Συμβουλίου της Ευρώπης θα ειδοποιήσει όλα τα Κράτη Μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης για:
α. κάθε υπογραφή,
β. την κατάθεση ενός εγγράφου κύρωσης, αποδοχής ή έγκρισης,
γ. κάθε ημερομηνία θέσεως σε ισχύ του παρόντος Πρωτοκόλλου σύμφωνα με τα Άρθρα 4 και 7,
δ. κάθε άλλη πράξη, ειδοποίηση ή κοινοποίηση σχετική με το παρόν Πρωτόκολλο.
Σε πίστωση των ανωτέρω, οι υπογράφοντες, όντες δεόντως εξουσιοδοτημένοι προς τούτο, υπέγραψαν το παρόν Πρωτόκολλο.
Εγένετο εις Βίλνιους, σήμερα 3 Μαΐου 2002, στην Αγγλική και Γαλλική, αμφοτέρων των κειμένων όντων εξ ίσου αυθεντικών, σε ένα μόνον αντίτυπο, το οποίο θα κατατεθεί στα αρχεία του Συμβουλίου της Ευρώπης. Ο Γενικός Γραμματεύς του Συμβουλίου της Ευρώπης θα διαβιβάσει επικυρωμένα αντίγραφα προς κάθε Κράτος Μέλος του Συμβουλίου της Ευρώπης.
Άρθρο δεύτερο.-α)(Αντικαθίσταται η παρ. 1 άρθρ. 7 Ν. 2287/1995, ανωτ. αριθ. 39)
β)Το άρθρο 8 (“επιβολή θανατικής ποινής”) του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα καταργείται.
γ)(Αντικαθίσταται η παρ. 3 άρθρ. 9 Ν. 2287/1995, ανωτ. αριθ. 39)
δ) Η παράγραφος 1 του άρθρου 14 (“εκτέλεση ποινών”) του Στρατιώτικού Ποινικού Κώδικα καταργείται και οι λοιπές παράγραφοι αναριθμούνται και λαμβάνουν αντίστοιχα τους αριθμούς 1 έως και 4.
ε) Όπου στις διατάξεις του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα προβλέπεται για ορισμένη αξιόποινη πράξη η ποινή του θανάτου διαζευκτικά με την ποινή της ισόβιας κάθειρξης, νοείται ότι απειλείται μόνον η τελευταία.
στ) Καταργείται το άρθρο 17 του “Κανονισμού Εξωτερικής Υπηρεσίας των Στρατευμάτων”, ο οποίος κυρώθηκε με το Π.Δ. 126/1992, ΦΕΚ 63 Α΄/13.4.1992, Τομ. 36 σελ. 26,411.
Άρθρο τρίτο
Η ισχύς του παρόντος νόμου αρχίζει από τη δημοσίευση του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και του Πρωτοκόλλου που κυρώνεται από την πλήρωση των προϋποθέσεων του άρθρου 7 αυτού.

ΘΕΜΑ
β

Άσκηση Ποινικής Αγωγής
Βλ. και άρθρα 269-273, 287, 305-306 και 384 Στρατ. Ποιν. Κώδικος και άρθρ. 5 και 7 νόμ. 753/1917 και άρθρ. 5 Ν.Δ. 1445/1918 (8 Ξδ. 3 και 7).

1. ΝΟΜΟΣ υπ’ αριθ. 1200
της 5 Ιαν./20 Φεβρ.1944
Περί αναθέσεως ασκήσεως της ποινικής αγωγής παρά τω Στρατοδικείω Αθηνών εις τον Υπουργόν Εθνικής Αμύνης.
Κατηργήθη υπό του
α)Νόμου 68 της 3/21 Δεκ. 1944 περί διατάξεων αφορωσών την άσκησιν ποινικής αγωγής παρά τοις Στρατοδικείοις, όστις τροποποιηθείς υπό του
β)Νόμου 94 της 16/20 Ιαν. 1945 περί τροποποιήσεως του νόμου υπ’ αριθ. 68/1944 κλπ., όστις ερρύθμιζε το θέμα τούτο μέχρι της ισχύος του νέου Στρατ. Ποιν. Κώδικος.
Σχετικήν διάταξιν περιέχει και ο Α.Ν. 165/1945 περί διατάξεων αφορωσών την ίδρυσιν Διαρκών Στρατοδικείων.

2. ΑΝΑΓΚ. ΝΟΜΟΣ 121
της 13/16 Φεβρ. 1945
Περί διατάξεων αφορωσών την άσκησιν Ποινικής αγωγής παρά τοις Στρατοδικείοις.
Άρθρον μόνον
1.Επί αδικημάτων υπαγομένων εις την αρμοδιότητα των Στρατοδικείων ή Ναυτοδικείων δυνάμει των διατάξεων του ΔΞΘ΄ Νόμου «περί καταστάσεως πολιορκίας» δύναται ο ασκών την ποινικήν αγωγήν, διαχωρίζων τας καθ’ έκαστον κατηγορίας, να διατάσση την εισαγωγήν εις δίκην ωρισμένων εκ τούτων, κατά παρέκκλισιν των περί συρροής διατάξεων και των τοιούτων περί επιβαρυντικών περιπτώσεων. Εν τη τελευταία ταύτη περιπτώσει δύναται, εάν η επιβαρυντική περίπτωσις συνιστά αυτοτελές αδίκημα κατά τας ισχυούσας διατάξεις, να διατάσση την επί τω αδικήματι τούτω κεχωρισμένως εισαγωγήν εις δίκην.
2.Υποθέσεις εφ’ ων έχει ήδη διαταχθή η εισαγωγή εις δίκην δυνάμει του ΔΞΘ΄ Νόμου, υποβάλλονται εις τον ασκούντα την ποινικήν αγωγήν προς εφαρμογήν των διατάξεων της προηγουμένης παραγράφου.
Ο παρών Νόμος ισχύει από της δημοσιεύσεώς του εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως υποβληθήσεται δε προς κύρωσιν εις την Βουλήν άμα συνερχομένην.

3. ΝΟΜΟΣ υπ’ αριθ. 757
της 12/16 Αυγ. 1948
Περί διατάξεων αφορωσών την άσκησιν της ποινικής αγωγής παρά τω Διαρκεί Στρατοδικείω Αθηνών.
Άρθρον μόνον
1.Ο ασκών την ποινικήν αγωγήν παρά τω Διαρκεί Στρατοδικείω Αθηνών δύναται, εν περιπτώσει πολέμου ή γενικής ή μερικής επιστρατεύσεως, ν’ αναθέτη δια διαταγής του μέρος της δικαστικής δικαιοδοσίας του εις τον παρ’ αυτώ Διευθυντήν Δικαστικού, εφ’ όσον ούτος φέρει τουλάχιστον τον βαθμόν του Στρατιωτικού Δικαστικού Συμβούλου α΄ τάξεως.
2.Η ισχύς του παρόντος άρχεται από της δημοσιεύσεώς του εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

4. ΒΑΣΙΛΙΚΟΝ ΔΙΑΤΑΓΜΑ
της 29 Μαρτ./2 Απρ. 1952
Περί του ασκούντος την ποινικήν αγωγήν παρά τω Διαρκεί Στρατοδικείω Λαρίσης.
Έχοντες υπ’ όψιν 1)το άρθρον μόνον του Α.Ν. 169/1945 «περί διατάξεων αφορωσών την ίδρυσιν Στρατοδικείων», 2)την υπ’ αριθ. 218/1952 γνωμοδότησιν του Συμβουλίου της Επικρατείας, προτάσει του Ημετέρου επί της Εθνικής Αμύνης Υπουργού, απεφασίσαμεν και διατάσσομεν:
Άρθρον μόνον.-Την ποινικήν αγωγήν παρά τω Διαρκεί Στρατοδικείω Λαρίσης, ιδρυθέντι δια του από 13/18 Απρ. 1945 Β.Δ/τος, ασκεί από 1ης Απριλίου ε.έ. ο Διοικητής της 85 Στρατιωτικής Διοικήσεως.
Εις τον Ημέτερον επί της Εθνικής Αμύνης Υπουργόν ανατίθεμεν την δημοσίευσιν και εκτέλεσιν του παρόντος.




(Αντί της σελ. 183) Σελ. 183(α)
Μ-39
5. ΒΑΣΙΛΙΚΟΝ ΔΙΑΤΑΓΜΑ
της 7/11 Αυγ. 1952
Περί ασκούντος την ποινικήν αγωγήν παρά τω Διαρκεί Στρατοδικείω Ιωαννίνων και διαιρέσεως τούτου εις δύο Τμήματα.
Έχοντες υπ’ όψιν: 1)το άρθρον μόνον του Α.Ν. 169/1945 «Περί διατάξεων αφορωσών την ίδρυσιν Στρατοδικείων». 2)Το άρθρ. 177 παρ. 3 του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικος. 3)Την υπ’ αριθ. 574/1952 γνωμοδότησιν του Συμβουλίου της Επικρατείας, προτάσει του Ημετέρου επί της Εθνικής Αμύνης Υπουργού, απεφασίσαμεν και διατάσσομεν.
Άρθρ.1.-Την ποινικήν αγωγήν παρά τω Διαρκεί Στρατοδικείω Ιωαννίνων ιδρυθέντι δια του από 13/18 Απρ. 1945 Β. Δ/τος ασκεί από 31ης Αυγ. 1952 ο Διοικητής του Α΄ Σώματος Στρατού.
Άρθρ.2.-1.Το Διαρκές Στρατοδικείον Ιωαννίνων διαιρείται εις δύο Τμήματα (Α΄ και Β΄) άτινα με διάφορον σύνθεσιν δύνανται να συνεδριάσωσι συγχρόνως.
2.Ο τόπος συνεδριάσεως του δευτέρου Τμήματος ορισθήσεται υπό του ασκούντος την ποινικήν αγωγήν, εντός ή εκτός της έδρας του Στρατοδικείου.
Εις τον αυτόν επί της Εθνικής Αμύνης Υπουργόν, ανατίθεμεν την δημοσίευσιν και εκτέλεσιν του παρόντος Δ/τος.

6. ΒΑΣΙΛΙΚΟΝ ΔΙΑΤΑΓΜΑ
της 17 Μαΐου/7 Ιουν. 1955
Περί του ασκούντος την ποινικήν αγωγήν παρά τω Διαρκεί Στρατοδικείω Λαρίσης.
Έχοντες υπ’ όψιν:
1.Το άρθρον μόνον του Α.Ν. 169/1945 «περί διατάξεων αφορωσών την ίδρυσιν Στρατοδικείων».
2.Το άρθρ. 3 του από 13.4.1945 Β. Δ/τος «περί ιδρύσεως Στρατοδικείων».
3.Την παρ. 2 του άρθρ. 269 Σ.Π.Κ.
4.Την υπ’ αριθ. 227/1955 γνωμοδότησιν του Συμβουλίου της Επικρατείας, προτάσει του Ημετέρου επί της Εθνικής Αμύνης Υπουργού, απεφασίσαμεν και διατάσσομεν:
Άρθρον μόνον.-Την Ποινικήν Αγωγήν παρά τω Διαρκεί Στρατοδικείω Λαρίσης, ιδρυθέντι δια του από 13/18 Απρ. 1945 Β. Δ/τος, του δημοσιευθέντος εις το υπ’ αριθ. 97/1945 (τεύχ. Α΄) ΦΕΚ, θα ενασκή από 1ης Μαΐου 1955 ο Διοικητής της Ι Μεραρχίας, τούτου δε δι’ οιονδήποτε λόγον κωλυομένου ο νόμιμος εν τη διοικήσει αναπληρωτής του.
Εις τον αυτόν επί της Εθνικής Αμύνης Υπουργόν ανατίθεμεν την δημοσίευσιν και εκτέλεσιν του παρόντος.



Σελ. 184(α)
7. ΑΠΟΦΑΣΙΣ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΘΝΙΚΗΣ
ΑΜΥΝΗΣ
Αριθ. 3383 της 28 Μαΐου/4 Ιουν. 1955
Περί αναθέσεως εις τον Υφυπουργόν Εθνικής Αμύνης αρμοδιότητος ασκήσεως ποινικής διώξεως κατ’ αντιστρατήγων.
Έχοντες υπ’ όψιν το άρθρ. 7 του Νόμ. 3076/54 «περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως του Α.Ν. 1671/51 «περί Υπουργικού Συμβουλίου» και το άρθρ. 7 του Ν.Δ. 2387/53 «περί Υπουργείου Εθνικής Αμύνης κλπ.», αποφασίζομεν:
Ανατίθεμεν εις τον υφ’ ημάς Υφυπουργόν την κατά το άρθρ. 269 παρ. 4 του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικος ημετέραν αρμοδιότητα ασκήσεως Ποινικής διώξεως κατ’ Αντιστρατήγων.





ΘΕΜΑ
γ

Ένδικα μέσα
Βλ. και άρθρα 406-427 Στρατ. Ποιν. Κώδικος.

1. ΒΑΣΙΛΙΚΟΝ ΔΙΑΤΑΓΜΑ
της 28 Ιουλ./3 Αυγ. 1915
Περί αποκλεισμού του ενδίκου μέσου της αναθεωρήσεως κατ’ αποφάσεων εκτάκτων στρατοδικείων.
Το διάταγμα τούτο ως και τα:
α)Ν.Δ. 8/11 Αυγ. 1916 περί τροποποιήσεως των αφορωσών το αναθεωρητικόν δικαστήριον διατάξεων. (Κατηργήθη υπό του ν. 3607, κατωτ. αρ.
β)Νόμος 2707 της 16/30 Αυγ. 1921 περί αναθεωρήσεως αποφάσεων στρατοδικείων.
γ)Νόμ. 3010 της 5/10 Αυγ. 1922 περί παρατάσεως της υπό του ν. 2707 τασσομένης προθεσμίας προς υποβολήν αιτήσεων αναθεωρήσεως αποφάσεων στρατοδικείων. (Ανεφέροντο εις τον παλαιόν Στρατ. Ποιν. Νόμον).
δ)Ν.Δ. 19/23 Ιαν. 1923 περί συμπληρώσεως των αφορωσών το αναθεωρητικόν δικαστήριον διατάξεων.
ε)Ν.Δ. 18/24 Ιουν. 1923 περί αναθεωρήσεως αποφάσεων των στρατοδικείων και ναυτοδικείων ως και π. τροποποιήσεως διατάξεών τινων της Στρατ. Ποινικής Νομοθεσίας. (Αι ισχύουσαι διατάξεις αυτού περιελήφθησαν εις τα άρθρ. 413 §2 και 380 του Σ.Π.Κ., 8.Μα.8).
ς)Ν.Δ. 15/16 Σεπτ. 1923 περί αναθεωρήσεως αποφάσεων των στρατοδικείων και ναυτοδικείων. (Προσωρινή ισχύος).
ζ)Ν.Δ. 8/11 Αυγ. 1926 περί τροποποιήσεως των αφορωσών το αναθεωρητικόν δικαστήριον διατάξεων. (Αι μη προσωρινής ισχύος διατάξεις του Ν.Δ. τούτου κατηργήθησαν υπό του άρθρ. 6 νόμου 3607, κατωτ. αρ. ι΄
η)Ν.Δ. 20/20 Σεπτ. 1926 περί ασκήσεως ενδίκων μέσων εφέσεως και αναθεωρήσεως.(Προσωρινής ισχύος. Εκυρώθη υπό του Π.Δ. της 5/9 Αυγ. 1927 π. ασκήσεως ενδίκων μέσων αναθεωρήσεως και αναιρέσεως).
θ)Νόμος 3387 της 1/1 Ιουν. 1927 περί αυτεπαγγέλτου υποβολής εις εκ νέου συζήτησιν των υποθέσεων εφ’ ων εξεδόθησαν καταδικαστικαί αποφάσεις των επταμελών στρατοδικείων. (Προσωρινής ισχύος), δεν ισχύουσι μετά τον νέον Στρατ. Ποιν. Κώδικα, εις τα άρθρα 406-413 του οποίου περιελήφθησαν επίσης και αι διατάξεις των :
ι)Ν.Δ. 20 Σεπτ. 1927 περί εφέσεως κατ’ αποφάσεων Στρατοδικείων και Ναυτοδικείου,
συμπληρώσεως των περί αναθεωρήσεως, ανακοπής, των περί αναθεωρητικού Δικαστηρίου και των αφορωσών εις το Σώμα της Στρατιωτικής Δικαιοσύνης διατάξεων, κυρωθέντος και τροποποιηθέντος υπό του Ν.Δ. 10/10 Νοεμ. 1927 και τούτου υπό του Νόμου 3607 της 7/11 Ιουλ. 1928 περί κυρώσεως του Ν.Δ. της 10 Νοεμ. 1927 περί εφέσεως κατ’ αποφάσεων Στρατοδικείων. (Τα απομένοντα εν ισχύϊ άρθρα 8 και 9 αναφέρονται εις το θέμα περί Στρατ. Δικαστ. Συμβούλων.8.Ξ
ια)Νόμος 4683 8/13 Μαΐου 1930 περί αντικαταστάσεως των άρθρων 1,2,3,4 και 7 του ν. 3607 του 1928.
ιβ)Α.Ν. 17/18 Οκτ. 1935 περί καταργήσεως ενδίκων μέσων.
ιγ)Α.Ν. 2747 31/31 Δεκ. 1940 περί καταργήσεως των ενδίκων μέσων κατά των εν καιρώ πολέμου ή καταστάσεως πολιορκίας εκδιδομένων αποφάσεων των Στρατιωτικών Δικαστηρίων.

2. ΝΟΜΟΘΕΤ. ΔΙΑΤΑΓΜΑ 672
της 22 Οκτ/12 Νοεμ. 1941
Περί ασκήσεως του ενδίκου μέσου της εφέσεως κατ’ αποφάσεων των Στρατ. Δικαστηρίων εκδοθεισών διαρκούσης της εμπολέμου καταστάσεως.
Η ισχύς αυτού ανεστάλη υπό του Ν.Δ. 1102 της 30 Δεκ. 1941/5 Μαρτ. 1942 π. αναστολής της ισχύος του Ν.Δ. 672/1941 κλπ.

3. ΠΡΟΕΔΡΙΚΟΝ ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ’ αριθ. 659
της 2/5 Οκτ. 1974 (ΦΕΚ Α΄ 287)
Περί χορηγήσεως ενδίκων μέσων κατά των αποφάσεων των Στρατιωτικών Δικαστηρίων.
Έχοντες υπ’ όψει:
α. Τας διατάξεις του άρθρ. 406 του Α.Ν. 2803/41 «περί Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικος».
β. Την υπ’ αριθ. 617/74 γνωμοδότησιν του Συμβουλίου της Επικρατείας, προτάσει του επί της Εθνικής Αμύνης Υπουργού, απεφασίσαμεν και διατάσσομεν:
(Αντί της σελ. 185) Σελ. 185(α)
Τεύχος 543-Σελ. 41
Άρθρον μόνον.-1.Επιτρέπομεν την άσκησιν των, υπό του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικος προβλεπομένων, ενδίκων μέσων, κατά των αποφάσεων των Στρατιωτικών Δικαστηρίων (Διαρκών και Εκτάκτων) των εκδοθεισών από 20 Ιουλ. 1974, αφ’ ης εκηρύχθη γενική επιστράτευσις και των εφ’ εξής εκδοθησομένων τοιούτων.
2.Η υπό του νόμου τασσομένη προθεσμία προς άσκησιν των εν τη προηγουμένη παραγράφω ενδίκων μέσων, κατά των ήδη εκδοθεισών αποφάσεων, άρχεται από της δημοσιεύσεως του παρόντος.
Εις τον αυτόν επί της Εθνικής Αμύνης Υπουργόν, ανατίθεμεν την δημοσίευσιν και εκτέλεσιν του παρόντος.

4. ΝΟΜΟΘΕΤ.ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ’ αριθ. 167
της 16/16 Νοεμ. 1974(ΦΕΚ Α΄ 340)
Περί χορηγήσεως του ενδίκου μέσου της εφέσεως κατά των αποφάσεων των Στρατιωτικών Δικαστηρίων.
Άρθρ.1.-Κατά των αποφάσεων των Στρατιωτικών Δικαστηρίων (Διαρκών και Εκτάκτων) των εκδοθεισών από 21 Απρ. 1967 μέχρι και της δημοσιεύσεως του παρόντος επιτρέπεται η άσκησις του ενδίκου μέσου της εφέσεως, εφ’ όσον κατ’ αυτών:
α. Ουδέν ένδικον μέσον ησκήθη.
β. Ασκηθέν ένδικον μέσον απερρίφθη ως τύποις απαράδεκτον.
γ. Δεν έχει εξαλειφθή το αξιόποινον των εις α αφορούν εγκλημάτων, δι’ αμνηστίας.
Άρθρ.2.-1.Αρμόδια δια την εκδίκασιν του υπό του προηγουμένου άρθρου παρεχομένου ενδίκου μέσου τυγχάνουν:
α. Το Αναθεωρητικόν Δικαστήριον, εφ’ όσον κατά τας διατάξεις του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικος ή του Α.Ν. 375/1936 ή του Α.Ν. 376/1936 αρμόδια δια την εκδίκασιν των εγκλημάτων ήσαν τα Στρατιωτικά Δικαστήρια.
β. Τα Πενταμελή Εφετεία δια τας υποθέσεις της υπ’ αριθ. 5 Συντακτικής Πράξεως της 30.1.1974 «περί εκδικάσεως ποινικών αδικημάτων τελεσθέντων υπό των μελών της Κυβερνήσεως και Υφυπουργών», ως και εις πάσαν ετέραν περίπτωσιν.
2.Αποφάσεις υπαγόμεναι συμφώνως προς τας διατάξεις του παρόντος εις την αρμοδιότητα του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου υπόκεινται εις έφεσιν εφ’ όσον συντρέχουν αι προϋποθέσεις των άρθρ. 408 και 409 του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικος.



Σελ. 186(α)
Τεύχος 543-Σελ. 42

Άρθρ.3.-Η έφεσις ασκείται εντός δύο μηνών από της δημοσιεύσεως του παρόντος, ενώπιον του Γραμματέως του αρμοδίου Δικαστηρίου ή του Διευθυντού των Φυλακών, εν αις κρατούνται οι καταδικασθέντες. Δεν απαιτείται άσκησις νέας εφέσεως εφ’ όσον έχει ασκηθή τοιαύτη και δεν έχει εκδικασθή εισέτι υπό του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου. Εν τη περιπτώσει ταύτη το Αναθεωρητικόν Δικαστήριον, εάν δεν τυγχάνη κατά τας διατάξεις του παρόντος αρμόδιον δια την εκδίκασιν της υποθέσεως, μεταβιβάζει ταύτην εις το Πενταμελές Εφετείον.
Άρθρ.4.-Η ισχύς του παρόντος άρχεται από της δημοσιεύσεώς του δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως.











ΘΕΜΑ
δ

Εκτέλεση θανατικής ποινής
Βλ. και άρθρον 392 Στρατ. Ποιν. Κώδικος.

1. ΒΑΣΙΛΙΚΟΝ ΔΙΑΤΑΓΜΑ
της 17 Αυγ./21 Οκτ. 1870
Περί κανονισμού της στρατιωτικής εκτελέσεως της δια τουφεκισμού θανατικής ποινής.
Βλ. και άρθρ. 6 Στρατ. Ποιν. Νόμου (8.Μα.8) και ν. 3861 (τ.9) ως και άρθρ. 88-90 του Β.Δ. 29 Σεπτ. 1914 και του συμπληρώσαντος αυτό Β.Δ. 5/12 Ιουν. 1919 π. κανονισμού της εν ταις πόλεσιν υπηρεσίας των στρατευμάτων (τ. 36).
Άρθρον 1
Μετά την δι’ ημετέρου διατάγματος, συνεπεία αμετακλήτου αποφάσεως του στρατιωτικού ποινικού δικαστηρίου, έγκρισιν της δια τουφεκισμού εκτελέσεως της ποινής του θανάτου και είκοσι τέσσαρας ώρας τουλάχιστον προ της εκτελέσεως, ο βασιλικός επίτροπος του αρμοδίου στρατοδικείου, ή, τούτου νομίμως κωλυομένου, ο βασιλικός αντεπίτροπος, ειδοποιεί επισήμως την ανωτάτην διοικητικήν αρχήν της πόλεως, το φρουραρχείον και τον αστυνόμον περί της ημέρας, της ώρας και του τόπου, ένθα θα λάβη χώραν η καταδίκη, όπως διαταχθή ο ανάλογος αριθμός των χωροφυλάκων των μελλόντων να συνοδεύσωσι τον κατάδικον εκ της φυλακής μέχρι του τόπου της καταδίκης και παρευρεθησομένων δια την διατήρησιν της ησυχίας και τάξεως, χρείας δε καλούσης, προσδιορισθή απόσπασμα στρατιωτικόν προς συνοδείαν του καταδίκου και σταλή εν ανάγκη άμαξα προς παραλαβήν αυτού εκ της φυλακής.
Άρθρον 2
Ο βασιλικός επίτροπος ή, εν ελλείψει αυτού, ο αντεπίτροπος προσκαλεί τον αρμόδιον δεσμοφύλακα να παραδώση τον κατάδικον εις την συνοδεύουσαν αυτόν ένοπλον δύναμιν και συγχρόνως τον γραμματέα του στρατοδικείου, ίνα παρευρεθή εις τον τόπον της καταδίκης προς ανάγνωσιν της καταδικαστικής αποφάσεως και σύνταξιν πρακτικού επί τη εκτελέσει της ποινής, επισυναφθησομένου εν τω φακέλλω των εγγράφων της σχετικής ποινικής δικογραφίας.
Άρθρον 3
Είς των ιερέων της φρουράς κατ’ εκλογήν του φρουράρχου ή αυτού του καταδίκου συνοδεύει τον κατάδικον, μεταγόμενον από της φυλακής μέχρι του τόπου της εκτελέσεως προς εκπλήρωσιν θρησκευτικών καθηκόντων.
Άρθρον 4
Ο βασιλικός επίτροπος του στρατοδικείου, ή ο αντεπίτροπος, εν κωλύματι του πρώτου, οφείλει να παρευρεθή εν τω τόπω της εκτελέσεως ιστάμενος 200-300 βήματα μακράν της περιφρουρούσης τον τόπον στρατιωτικής γραμμής, ώστε, εάν η ανάγκη το καλέση, να συνεννοήται μετά του φρουράρχου προς τον σκοπόν της εξομαλύνσεως προσκομμάτων ή δυσχερειών παρουσιαζομένων περί την ακριβή τήρησιν των νομίμων διατυπώσεων ως προς την εκτέλεσιν.
Άρθρον 5
Ο φρούραρχος ή, εν ελλείψει αυτού, ο υποφρούραρχος της πόλεως, εν απουσία του πρώτου, δια νόμιμον λόγον, διευθύνει εν γένει τα της εκτελέσεως και έχει την επ’ αυτών εποπτείαν και επαγρύπνησιν και πάσαν ευθύνην.
Άρθρον 6
Άμα φθάσει ο κατάδικος εις τον τόπον της εκτελέσεως παραδίδεται τω φρουράρχω ή τω υποφρουράρχω, τοποθετούμενος αμέσως εν τη ορισθείση θέσει, ότε άνευ αργοπορίας λαμβάνουσι χώραν αι υπό του άρθρ. 180 του Στρατιωτικού Ποινικού Νόμου (ήδη άρθρ. 9 Στρατ. Ποιν. Κώδ.) προβλεπόμεναι διατυπώσεις, ενεργουμένης της στρατιωτικής καθαιρέσεως, ήτις πάντοτε συνοδεύει την εις θάνατον καταδίκην.



Σελ. 187

Άρθρον 7
Τελειωθείσης της καθαιρέσεως η εις θάνατον καταδίκη γίνεται ως εξής: Διατάσσονται τέσσαρες λοχίαι, τέσσαρες δεκανείς και τέσσαρες στρατιώται εκ του σώματος, ή τάγματος, εις ο ανήκει ο κατάδικος, εκ των αρχαιοτέρων και, εν ελλείψει, εκ των εν τη παρευρισκομένη ενόπλω στρατιωτική φρουρά, και κατά σειράν καλουμένων, όπως τοποθετηθώσιν απέναντι του καταδίκου εις δύο στοίχους, συνεπεία δε προστάγματος, δια σημείου γενομένου υπό τινος ανθυπασπιστού, οριζομένου υπό του φρουράρχου, πυροβολούσι ταυτοχρόνως με ταχύτητα και ευστοχίαν κατά του καταδίκου, ισταμένου ενώπιον αυτών κατά μέτωπον εις απόστασιν δέκα βημάτων.
Άρθρον 8
Ο κατά διαταγήν του φρουράρχου παριστάμενος ου μακράν του τόπου της εκτελέσεως ιατρός της φρουράς επιχειρεί αμέσως μετά τον πυροβολισμόν αυτοψίαν επί του τουφεκισθέντος, και αν εύρη μεν τεθνεώτα τούτον ειδοποιεί τον φρούραρχον δια την εν τω επομένω άρθρω ενέργειαν, τουναντίον αν διακρίνη επ’ αυτού σημεία ζωής προσκαλεί δια του φρουράρχου τον έχοντα το πρόσταγμα του πυροβολισμού ανθυπασπιστήν να ενεργήση νέον πυροβολισμόν εκ του μέρους ή του όλου του δια τούτο ωρισμένου αποσπάσματος προς εκτέλεσιν της ποινής του θανάτου, και
Άρθρον 9
Μετά το πέρας της καταδίκης το σώμα του τουφεκισθένος καταδίκου ενταφιάζεται ησύχως και άνευ τινός παρατάξεως εν παρακειμένω τινι τόπω τη επιμελεία του φρουραρχείου.





















Σελίς 188

ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Ν

ΕΙΔΙΚΑ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΑ ΑΔΙΚΗΜΑΤΑ
ΘΕΜΑ
α

Λιποταξία
Βλ. και άρθρα 44-53 Στρατ. Ποιν. Κώδικος, ως και τους περί στρατολογίας νόμους (εν τόμω 36).

1. ΝΟΜΟΘΕΤ.ΔΙΑΤΑΓΜΑ
της 3 Σεπτ./14 Οκτ. 1833
Περί συλλήψεως των λιποτακτών.

2. ΔΙΑΤΑΓΜΑ
της 19 Μαρτ./4 Απρ. 1835
Περί συλλήψεως των λιποτακτών.
Ορίζουσιν αμοιβήν δια την σύλληψιν λιποτακτών.

3. ΝΟΜΟΣ 1013
της 28 Οκτ./3 Νοεμ. 1917
Περί μεταρρυθμίσεως των αφορωσών την λιποταξίαν και ανυποταξίαν διατάξεων.
Άρθρα 1-2
Αντικαθίστανται τα άρθρ. 207,222,223, 224,226, 229 και 231 της Στρατ. Ποιν. Νομοθεσίας (1.Μα.1) και το άρθρ. 130 του ν. 425 π. στρατολογίας (τ. 36).
Άρθρον 3
Πας διοικητής στρατιωτικού σώματος ή καταστήματος υποχρεούται εντός το πολύ 8 ημερών, αφ’ ης κηρυχθή λιποτάκτης τις παρ’ αυτού, να ειδοποιήση εγγράφως την αστυνομικήν Αρχήν του τόπου της κατοικίας ή διαμονής τούτου περί της γενομένης λιποταξίας και των χαρακτηριστικών γνωρισμάτων του λιποτάκτου. Προς τούτο εν τη εις έκαστον στρατιωτικόν σώμα ή κατάστημα τηρουμένη καταστάσει των ανδρών δέον να αναγράφηται και ο τόπος της κατοικίας ή διαμονής εκάστου οπλίτου.
Η αστυνομική Αρχή εκδίδει ένταλμα συλλήψεως κατά του λιποτάκτου, μεριμνά περί της συλλήψεώς του, αναφέρει περί τούτου εις τον αρμόδιον νομάρχην και γνωστοποιεί εις τον δήμαρχον ή πρόεδρον της κοινότητος την γενομένην λιποταξίαν.
Ο δήμαρχος ή πρόεδρος της κοινότητος οφείλει εντός 20 ημερών από της ως άνω γνωστοποιήσεως να γνωρίση εις την αστυνομικήν Αρχήν το μέρος εις ο διατρίβει ο λιποτάκτης και να υποδείξη τον τρόπον της συλλήψεώς του ή παν ότι περί αυτού γνωρίζει, επί ποινή φυλακίσεως μέχρις ενός έτους.
Εάν ούτοι δώσωσιν εν γνώσει ψευδείς πληροφορίας ή αποκρύψωσι τας γνωστάς αυτοίς τοιαύτας, τιμωρούνται με φυλάκισιν μέχρι πέντε ετών, και στέρησιν των πολιτικών δικαιωμάτων μέχρις έξ ετών. Εκτός της αστυνομικής Αρχής και πάσα δικαστική ή στρατιωτική Αρχή δύναται να διατάξη την σύλληψιν λιποτάκτου ή ανυποτάκτου, εκδίδουσα ένταλμα συλλήψεως κατ’ αυτού.
Ο χρόνος προς παραγραφήν του αδικήματος της ανυποταξίας άρχεται μετά την συμπλήρωσιν του 51ου έτους της ηλικίας του υπέχοντος στρατιωτικήν υποχρέωσιν.
Εν περιπτώσει προσκλήσεως υπό τα όπλα ωρισμένης κλάσεως στρατευσίμων ή εφέδρων πλειόνων τοιούτων ή ωρισμένης κατηγορίας υποχρέων εις στράτευσιν, το στρατιωτικόν σώμα, κατάστημα ή υπηρεσία εις ην υποχρεούται να παρουσιασθή ο προσκαλούμενος, εντός οκτώ ημερών από της παρελεύσεως της υπό του νόμου οριζομένης προθεσμίας προς προσέλευσιν οφείλει να αποστείλη κατάστασιν ονομαστικήν των προσελθόντων εμπροθέσμως προς το οικείον στρατολογικόν γραφείον, τούτο δε υποχρεούται εντός 15 ημερών από της λήψεως ταύτης να επιφέρη τας σχετικάς μεταβολάς.
Εντός ενός μηνός από της λήψεως της ως άνω καταστάσεως τα στρατολογικά γραφεία υποχρεούνται να υποβάλωσι τοιαύτην ονομαστικήν των ανυποτάκτων προς το αρμόδιον σώμα στρατού δια την περαιτέρω ενέργειαν, αντίγραφον δε ταύτης προς την αρμοδίαν αστυνομικήν διεύθυνσιν, ήτις ενεργεί τα εν τοις προηγουμένοις εδαφίοις περί λιποτακτών οριζόμενα.
Σελ. 189
Αι ως άνω οριζόμεναι προθεσμίαι επιτρέπεται να παραταθώσι δια διαταγής του υπουργείου των Στρατιωτικών μέχρι δύο μηνών εκατέρα.
Άρθρον 4
Εν καιρώ πολέμου ο αρμόδιος αντιπρόσωπος της κυβερνήσεως ή ο νομάρχης δύναται να διατάξη την εκτόπισιν των ανιόντων, κατιόντων, συζύγου, αδελφών, πενθερού, πενθεράς και γυναικαδέλφου παντός λιποτάκτου ή ανυποτάκτου είς τινα νήσον του κράτους, εν η ούτοι δύνανται να εκλέξωσι τον τόπον της διαμονής των.
Ο κυβερνητικός αντιπρόσωπος ή νομάρχης, πριν ή διατάξωσι την εκτόπισιν, δύνανται, αν κρίνωσι σκόπιμον, να τάξωσι προθεσμίαν μέχρι δεκαπέντε ημερών εις τους εκτοπιστέους, όπως εντός ταύτης ο λιποτάκτης ή ανυπότακτος συγγενής των προσέλθη εις οιανδήποτε αστυνομικήν Αρχήν και παρουσιασθή ή εις το στρατιωτικόν σώμα εις ό ανήκει και καταταχθή.
Εν τη περί εκτοπίσεως διαταγή ορίζεται, εάν ο εκτοπιζόμενος είναι άπορος, κατόπιν πιστοποιήσεως δι’ εγγράφου του δημάρχου ή του προέδρου της κοινότητος, ποσόν 0.50-1 δρχ. δια την διατροφήν του. Τα οδοιπορικά έξοδα των εκτοπιζομένων, ως και η διατροφή των απόρων, επιβαρύνουσι τον ειδικόν προϋπολογισμόν του υπουργείου των Εσωτερικών, εν ω αναγράφεται προς τούτο η απαιτουμένη πίστωσις.
Βλ. και άρθρ. 4 ν. 1696 π. τροποπ. του ν. 1149 π. γεν. διοικητών (τ. 2), ως και νεωτέρους νόμους π. επιτροπών ασφαλείας εν τ. 4.
Άρθρον 5
(Περιέχει διατάξεις προσωρινής ισχύος αφορώσας εις τους μέχρι της ενάρξεως της εφαρμογής του παρόντος υποπεσόντας εις το αδίκημα της λιποταξίας).
Άρθρον 6
Πάσα παράβασις των επιβαλλομένων υποχρεώσεων δια του παρόντος νόμου εις τας αστυνομικάς και εν γένει στρατιωτικάς Αρχάς εκ προθέσεως γενομένη, τιμωρείται με φυλάκισιν μέχρι τριών ετών.
Η άνευ προθέσεως παράβασις δίδει αφορμήν προς εφαρμογήν του νόμου περί καταστάσεως αξιωματικών και του άρθρου 13 του περί στρατιωτικών υπαλλήλων νόμου δια τους του σώματος της στρατολογίας.
Άρθρον 7
Η ισχύς του παρόντος νόμου άρχεται από της δημοσιεύσεώς του.



Σελ. 190
4. ΝΟΜΟΣ 1345
της 13/27 Απρ. 1918
Περί των συμβουλευόντων ή παροτρυνόντων εις λιποταξίαν.
Κατηργήθη δια του άρθρου 1 §2 Α.Ν. 2840/41 (8.Μα.9).

5. ΝΟΜΟΘΕΤ. ΔΙΑΤΑΓΜΑ
της 21/21 Δεκ. 1920
Περί απαλλαγής από των ποινών της λιποταξίας και ανυποταξίας υπαξιωματικών, ναυτών κλπ. του Β. Ναυτικού.

6. ΝΟΜΟΘΕΤ. ΔΙΑΤΑΓΜΑ
της 21/21 Δεκ. 1920
Περί απαλλαγής από των ποινών της λιποταξίας και ανυποταξίας των οπλιτών του στρατού ξηράς.
(Προσωρινής ισχύος).

7. ΝΟΜΟΘΕΤ. ΔΙΑΤΑΓΜΑ
της 3/8 Δεκ. 1922
Περί ορισμού προθεσμιών λιποτακτών.
Κατηργήθη υπό του άρθρ. 9 Α.Ν. 1402 (8.Μα.3κε΄).

8. ΝΟΜΟΘΕΤ. ΔΙΑΤΑΓΜΑ
της 10/13 Οκτ. 1925
Περί των υποπεσόντων εις το αδίκημα της λιποταξίας ή ανυποταξίας υπαλλήλων του Κράτους, δήμων ή κοινοτήτων κλπ.
Συμπληρωθέν υπό του Ν.Δ. της 22 Νοεμ./17 Δεκ. 1925 π. τροποποιήσεως και συμπληρώσεως του από 10/13 Οκτ. 1925 Ν.Δ. π. των υποπεσόντων εις το αδίκημα της λιποταξίας κλπ., ηκυρώθη υπό του Π.Δ. της 12/24 Ιουν. 1927 π. ακυρώσεως του από 10 Οκτ. 1925 Ν.Δ. π. υποπεσόντων εις το αδίκημα της λιποταξίας κλπ.

9. ΝΟΜΟΘΕΤ. ΔΙΑΤΑΓΜΑ
της 3/8 Μαρτ. 1926
Περί υποχρεώσεων των ανυποτάκτων και λιποτακτών.
Εκυρώθη υπό του Π.Δ. της 1/1 Ιουν. 1927 π. κυρώσεως του από 3 Μαρτ. Ν.Δ. π. των υποχρεώσεων κλπ.
Αφορά τους ανυποτάκτους και λιποτάκτας μέχρι της κλάσεως 1923.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Ξ
ΣΤΡΑΤΟΔΙΚΕΙΑ
ΘΕΜΑ
α

Διαρκή Στρατοδικεία
Βλ. και άρθρα 175-213 Στρατ. Ποιν. Κώδικος.

1. ΝΟΜΟΣ ΑΟΔ΄
της 11/16 Μαρτ. 1883 (ΦΕΚ Α΄ 96)
Περί προσθέτου Στρατοδικείου.
Ο νόμος ούτος, ως και οι
α)Νόμος 117 της 23 Δεκ. 1913/2 Ιαν. 1914 περί μετατροπής των εκτάκτων Στρατοδικείων Θεσσαλονίκης και Ιωαννίνων και καταργήσεως των Στρατοδικείων Λέσβου και Χίου.
β)Νόμος 442 της 27 Νοεμ./6 Δεκ. 1914 περί καταργήσεως των ήδη Στρατοδικείων και του εν Θεσσαλονίκη Αναθεωρητικού Δικαστηρίου (Εκτελεστ. Β.Δ. της 4/9 Μαρτ. 1915 περί συστάσεως Στρατοδικείων Σωμάτων Στρατού).
γ)Νόμος 710 της 3/11 Μαρτ. 1916 περί κυρώσεως του Ν.Δ. της 21 Δεκ. 1915/16 Ιαν. 1916 περί μεταθέσεως της έδρας παντός Στρατοδικείου εν καιρώ επιστρατεύσεως ή πολέμου (Εκτελεστ. Β.Δ. της 24 Σεπτ./1 Οκτ. 1916 περί προσωρινής μεταθέσεως της έδρας παντός Διαρκούς Στρατοδικείου).
δ)Ν.Δ. της 24/28 Νοεμ. 1917 περί διορισμού, αντικαταστάσεως και αναπληρώσεως Στρατοδικών εν καιρώ πολέμου (Παραταθέν επί δύο τρίμηνα δια των Ν.Δ. της 15/25 Σεπτ. 1923 και 11/14 Δεκ. 1923 περί παρατάσεως της ισχύος κλπ.).
ε)Β.Δ. της 12/15 Δεκ. 1920 περί συστάσεως καθ’ άπασαν την Μακεδονίαν, Κρήτην και Νήσους του Αρχιπελάγους δύο Διαρκών Στρατοδικείων, κυρωθέν υπό του ν. 2706 της 16/30 Αυγ. 1921 περί κυρώσεως του από 12 Δεκ. 1920 Β.Δ. κλπ.
ς)Ν.Δ. της 7/10 Φεβρ. 1923 περί διαιρέσεως των Διαρκών Στρατοδικείων εις Τμήματα.
ζ)Ν.Δ. της 11/16 Σεπτ. 1925 περί τροποποιήσεως άρθρων τινών της Στρατ. Ποιν. Νομοθεσίας και ετέρων διατάξεων αφορωσών την Στρατιωτικήν Δικαιοσύνην.
η)Νόμος 3608 της 7 Ιουλ./8 Αυγ. 1928 περί ιδρύσεως Στρατοδικείου εν Πάτραις.
θ)Νόμος 6337 της 12/18 Οκτ. 1934 περί επανιδρύσεως Στρατοδικείων Πατρών και Χανίων.
Αντικατεστάθησαν δια νεωτέρων διατάξεων.

2. ΝΟΜΟΣ 573
της 7/10 Σεπτ. 1943
Περί ιδρύσεως Στρατοδικείου εν Χανίοις.
Τροποποιηθείς και συμπληρωθείς υπό των:
α)Νόμου 1508 της 30 Απρ./6 Ιουλ. 1944 περί υπαγωγής εις την αρμοδιότητα του εν Χανίοις Στρατοδικείου και κοινών τινών αδικημάτων και συμπληρώσεως του ν. 573/43.
β)Νόμου 1742 της 2/7 Σεπτ. 1944 περί συμπληρώσεως διατάξεων του υπ’ αριθ. 1508/1944 νόμου.
γ)Α.Ν. 413 της 19/22 Ιουν. 1945 περί υπαγωγής των εν Κρήτη διαπραττομένων αδικημάτων εις τα κοινά Ποινικά Δικαστήρια, κατηργήθη υπό του Α.Ν. 624/1948 (τόμ.1).

3. ΝΟΜΟΣ 1707
της 1 Ιουλ./4 Σεπτ. 1944
Περί ιδρύσεως Στρατοδικείου εν Πελοπονήσω.
Δια του Β.Δ. 13/18 Απρ. 1945 η Πελοπόνησος υπήχθη εις το Στρατοδικείον Κορίνθου, μετά την κατάργησιν δε τούτου δια του Β.Δ. της 20/27 Μαΐου 1950, εις το Στρατοδικείον Αθηνών.




(Αντί για τη σελ. 191(α) Σελ. 191(β)
Τεύχος 1181-Σελ. 107
4. ΑΝΑΓΚ. ΝΟΜΟΣ 169
της 7/9 Μαρτ. 1945
Περί διατάξεων αφορωσών την ίδρυσιν Διαρκών Στρατοδικείων.
Άρθρον μόνον.
Δια Βασιλικών Διαταγμάτων, προκαλουμένων υπό του Υπουργού των Στρατιωτικών, επιτρέπεται η ίδρυσις Στρατοδικείων Στρατιωτικής Ποινικής Νομοθεσίας (άρθρ. 177-179 του νέου Στρατ. Ποιν. Κώδικος).
2.Εκτός των περιπτώσεων της προηγουμένης παραγράφου επιτρέπεται δια Βασιλικού Διατάγματος, προκαλουμένου υπό του Υπουργού των Στρατιωτικών η ίδρυσις διαρκών Στρατοδικείων και εις τόπους εκτός της εδαφικής αρμοδιότητος Μεγάλων Μονάδων ή και εντός αυτών, εφ’ όσον εν τη τελευταία ταύτη περιπτώσει λόγοι γεωγραφικοί, διοικητικοί ή συγκοινωνιακοί δικαιολογούσι την ίδρυσιν αυτών.
Εν τω Βασιλικώ Διατάγματι ιδρύσεως τοιούτων Στρατοδικείων ορίζεται η εδαφική αρμοδιότης εκάστου, ο παρ’ αυτοίς ασκών την ποινικήν αγωγήν και ο χρόνος ενάρξεως της λειτουργίας αυτών.
3.Ο παρών Νόμος ισχύει από της δημοσιεύσεώς του εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και υποβληθήσεται προς κύρωσιν εις την Βουλήν άμα συνερχομένην.
Περί της ισχύος του νόμου τούτου, βλ. άρθρ. 1 του εδ. ι΄ Α.Ν. 2840/941 (8.Μα.9) και άρθρ. 177 Σ.Π.Κ. (8.Μα.3).
Εις εκτέλεσιν του νόμου τούτου εξεδόθη το Β.Δ. της 13/18 Απρ. 1945 δι’ ου ιδρύονται Στρατοδικεία και ορίζεται η εδαφική αρμοδιότης αυτών ως εξής:
Αθηνών (νομοί Αττικής, Βοιωτίας, Φθιώτιδος, Φωκίδος, Ευβοίας, Κυκλάδων και Ευρυτανίας). (Εις την αρμοδιότητα του Στρατοδικείου Αθηνών προσετέθησαν δια του Β.Δ. 20/27 Μαΐου 1950 περί καταργήσεως του Διαρκούς στρατοδικείου Κορίνθου, και αι περιφέρειαι του καταργηθέντος Στρατοδικείου Κορίνθου, ήτοι οι νομοί Αργολιδοκορινθίας, Αρκαδίας, Λακωνίας, Μεσσηνίας, Ηλείας, Αχαΐας, Αιτωλοακαρνανίας (πλην των επαρχιών Βάλτου, Βονίτσης και Ξηρομέρου), Ζακύνθου και Κεφαλληνίας.
Θεσσαλονίκης (νομοί Θεσ/κης, Πέλλης, Χαλκιδικής και Σερρών).
Λαρίσης (νομοί Λαρίσης, Μαγνησίας, Τρικκάλων και Καρδίτσης).
Καβάλλας (νομοί Καβάλλας, Δράμας, Ξάνθης, Έβρου και Ροδόπης).
Ιωαννίνων (νομοί Ιωαννίνων, Άρτης, Πρεβέζης, Κερκύρας, Θεσπρωτίας και επαρχίας Βάλτου, Βονίτσης και Ξηρομέρου)
Χανίων (ολόκληρος η Κρήτη).
Μυτιλήνης (νομοί Χίου, Σάμου και Λέσβου).


Σελ. 192(β)
Τεύχος 1181-Σελ. 108

Δια του Β.Δ. της 28/28 Ιουν. 1950 ιδρύθη Διαρκές Στρατοδικείον Κοζάνης με αρμοδιότητα επί των νομών Κοζάνης, Καστορίας και Φλωρίνης, περιοριζομένης αναλόγως της αρμοδιότητος των στρατοδικείων Λαρίσης και Θεσσαλονίκης. Την ποινικήν αγωγήν παρά τω Στρατοδικείω τούτω ασκεί ο Διοικητής της εν τη πόλει της Κοζάνης εδρευούσης μεγαλυτέρας Στρατιωτικής Μονάδος. Χρονολογία ενάρξεως της λειτουργίας αυτού ωρίσθη η 20 Ιουλ. 1950.

5. ΠΡΟΕΔΡΙΚΟΝ ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ’ αριθ. 830
της 16/24 Οκτ. 1979 (ΦΕΚ Α΄ 241)
Περί του ασκούντος την ποινικήν αγωγήν παρά τω Διαρκεί Στρατωδικείω Αθηνών.
Έχοντες υπ’ όψει:
α)Το άρθρον μόνον του Α.Ν. 169/45 «περί διατάξεων αφορωσών την ίδρυσιν Διαρκών Στρατοδικείων».
β)Την υπ’ αριθ. 1021/1979 γνωμοδότησιν του Συμβουλίου της Επικρατείας, προτάσει του επί της Εθνικής Αμύνης Υπουργού, αποφασίζομεν:
Άρθρον μόνον.-Την ποινικήν αγωγήν παρά τω Διαρκεί Στρατοδικείω Αθηνών ασκεί από 1ης Νοεμ. 1979 ο Διοικητής της Στρατιωτικής Διοικήσεως Αθηνών (ΣΔΑ).

6. ΠΡΟΕΔΡΙΚΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ’ αριθ. 192
της 15 Φεβρ./4 Μαρτ. 1991
(ΦΕΚ Α΄26)
Κατάργηση των διαρκών Στρατοδικείων Ιωαννίνων και Κοζάνης.





7. ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΘΝΙΚΗΣ
ΑΜΥΝΑΣ
Αριθ. Φ. 4541/301083
της 11/18 Δεκ. 1995 (ΦΕΚ Β΄ 1040)
Καθορισμός των δικαστικών καταστημάτων στα οποία θα συνεδριάζουν τα στρατιωτικά δικαστήρια.
Έχοντας υπόψη:
α. Το άρθρ. 169 παρ. 1 του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα (Κυρωτικός Νόμ. 2287/95, ΦΕΚ Α΄ 20/95).
β. Το άρθρ. 29 Α΄ του Νόμ. 1558/85 «Κυβέρνηση και Κυβερνητικά Όργανα», που προστέθηκε με το άρθρ. 27 του Νόμ. 2081/92 (ΦΕΚ Α΄ 154/92).
γ. Το γεγονός ότι από τις διατάξεις της παρούσας απόφασης δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του Κρατικού Προϋπολογισμού, αποφασίζουμε:
Καθορίζουμε τα δικαστικά καταστήματα, στα οποία θα συνεδριάζουν τα στρατιωτικά δικαστήρια, ως ακολούθως:
α.Το Αναθεωρητικό Δικαστήριο, ως Α΄ μεν Τμήμα στο δικαστικό κατάστημα της οδού Πέτρου Ράλλη 1, στο Ρουφ Αττικής (Στρατόπεδο Γαζή), ως Β΄ δε Τμήμα στο δικαστικό κατάστημα του Στρατοδικείου Θεσσαλονίκης.
β. Το Στρατοδικείο Αθηνών, στο δικαστικό κατάστημα της οδού Πέτρου Ράλλη 1, στο Ρουφ Αττικής (Στρατόπεδο Γαζή).
γ.Το Στρατοδικείο και το Αεροδικείο Λάρισας, στο δικαστικό κατάστημα της οδού Μ. Αλεξάνδρου και Πατρόκλου (Στρατόπεδο ΣΥΦΛ).
δ. Το Στρατοδικείο Θεσσαλονίκης, στο δικαστικό κατάστημα εντός του στρατοπέδου Γ.Σ.Σ.
ε. Το Στρατοδικείο Ξάνθης, στο δικαστικό κατάστημα της οδού Λευκού Πύργου και 4ης Οκτ. (Δυτική Πτέρυγα του κτιρίου του πρώην Δημοτικού Νοσοκομείου Ξάνθης).
στ. Το Στρατοδικείο, Ναυτοδικείο και Αεροδικείο Χανίων, στο Δικαστικό Μέγαρο Χανίων.
ζ. Το Ναυτοδικείο Πειραιώς, στο δικαστικό κατάστημα της οδού Ακτής Μουτσοπούλου 66, στον Πειραιά.
η. Το Αεροδικείο Αθηνών, στο δικαστικό κατάστημα της οδού Δημητρίου Σούτσου 40, περιοχής Αμπελοκήπων.

8. ΠΡΟΕΔΡΙΚΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ’ αριθ. 83
της 24/14 Μαΐου 1997 (ΦΕΚ Α΄ 72)
Ίδρυση Στρατοδικείου στα Ιωάννινα.




























































(Μετά τη σελ. 192 (β) Σελ. 192,01
Τεύχος 1257-Σελ. 45
ΘΕΜΑ
β

Έκτακτα Στρατοδικεία
Βλ. και άρθρα 214-219 Στρατ. Ποιν. Κώδικος
και νόμον ΔΞΘ΄ περί καταστάσεως πολιορκίας (τόμ. 1).

1. ΝΟΜΟΣ
της 5/7 Σεπτ. 1833
Περί εκτάκτου στρατιωτικής δίκης.
Σχετικοί και οι:
α)Νόμος 447 της 27 Νοεμ./6 Δεκ. 1914 π. κυρώσεως Β.Δ. π. συστάσεως και λειτουργίας εκτάκτων στρατοδικείων και καταργήσεως διαρκών στρατοδικείων εν επιστρατεύσει, (δι’ ου κυρούται το από 21/25 Αυγ. 1914 Β.Δ. π. συστάσεως και λειτουργίας εκτάκτων στρατοδικείων κλπ. «Ήδη η σύστασις των στρατοδικείων εν γένει γίνεται δια διαταγής του υπ. των Στρατιωτικών (άρθρ. 3 του Α.Ν. 1532 π. οργανώσεως και στελεχών του στρατού κλπ. τ. 36).
β)Ν.Δ. της 10/11 Απρ. 1924 π. συστάσεως εκτάκτων στρατοδικείων εν περιπτώσει εφαρμογής του ν. ΔΞΘ΄ «περί καταστάσεως πολιορκίας».
γ)Ν.Δ. της 18/19 Απρ. 1924 π. προσθήκης διατάξεως εις το από 10 Απρ. ε.έ. Ν.Δ. «περί συστάσεως Εκτάκτου Στρατοδικείου εν περιπτώσει εφαρμογής του Νόμου ΔΞΘ΄ και λοιπών τροποποιήσεων Στρατ. Π. Νομοθεσίας».
(Τα υπ’ αριθ. β-γ΄ Ν. Δ/τα προέβλεπον την υπό του υπουργού της Εννόμου Τάξεως σύστασιν εκτάκτων στρατοδικείων κατά την διάρκειαν της καταστάσεως πολιορκίας, κηρυχθείσης τότε δια Δ. της 11/11 Απρ. 1924).
δ)Συντακτική Απόφασις της 17 Φεβρ. 1926 π. συστάσεως εκτάκτου πενταμελούς στρατοδικείου εν Αθήναις κλπ. (Κατηργήθη υπό του επομένου Π.Δ.).
ε)Π.Δ. της 5/9 Αυγ. 1927 π. κυρώσεως του Ν. Δ. 10/11 Σεπτ. 1926 π. καταργήσεως της από 17 Φεβρ. 1926 Συντακτ. Αποφάσεως π. συστάσεως εκτάκτου πενταμελούς στρατοδικείου εν Αθήναις, (δι’ ου καταργούνται η Συντ. Απόφασις της 17 Φεβρ. 1926 (ανωτ. στοιχ. δ΄) και τα από 20 Ιουλ. 1925 και 13 Αυγ. 1925 Ν. Δ/τα (8.Μβ.4). Αι λοιπαί διατάξεις είναι μεταβατικαί).
στ)Α.Ν. της 3/3 Μαρτ. 1935 π. συστάσεως και λειτουργίας στρατοδικείων (δι’ εκδίκασιν των αδικημάτων, των σχετιζομένων προς το κίνημα της 1 Μαρτ. 1935).
ζ)Α.Ν. της 21/22 Ιαν. 1936 π. εξαφανίσεως της από 19 Νοεμ. 1922 αποφάσεως του εν Αθήναις εκτάκτου επαναστατικού στρατοδικείου (αφορώσης τον πρίγκηπα Ανδρέαν).

2. ΝΟΜΟΣ 62
της 7/7 Μαΐου 1943
Περί συστάσεως εκτάκτων Στρατοδικείων Ασφαλείας.
Τροποποιηθείς και συμπληρωθείς υπό των:
α)νόμου 122 της 22/25 Μαΐου 1943 π. διατάξεών τινων αφορωσών την Στρατιωτ. Ποινική Νομοθεσίαν,
β)νόμου 337 της 30 Ιουν./14 Ιουλ. 1943 π. συμπληρώσεως του υπ’ αριθ. 62/43 νόμου,
γ)νόμου 1000 της 3/11 Δεκ. 1943,
δ)νόμου 1028 της 21/22 Δεκ. 1943,
ε)νόμου 1165 της 1/4 Φεβρ. 1944,
στ)νόμου 1337 της 20 Μαρτ./4 (αναδημ. 28) Απρ. 1944,
ζ)νόμου 1909 της 25 Σεπτ./3 Οκτ. 1944 και
η)νόμου 1932 της 2 Σεπτ./6 Οκτ. 1944,
κατηργήθη μετ’ αυτών δια του ν. 42 της 23/25 Νοεμ. 1944 περί καταργήσεως του Νόμου υπ’ αριθ. 62/1943 «περί συστάσεως εκτάκτων στρατοδικείων Ασφαλείας».

3. ΑΝΑΓΚ. ΝΟΜΟΣ υπ’ αριθ. 885
της 31/31 Ιαν. 1949
Περί εφαρμογής διατάξεών τινων του Στρατ. Ποιν. Κώδικος κατά την διάρκειαν της ισχύος του Γ΄ Ψηφίσματος.
Άρθρον μόνον
1.Διαρκούσης της ισχύος του υπό στοιχείον Γ΄ του έτους 1946 Ψηφίσματος «περί εκτάκτων μέτρων αφορώντων την δημοσίαν τάξιν και ασφάλειαν», τα κατά το άρθρον 214 του Στρατ. Ποιν. Κώδικος προβλεπόμενα στρατοδικεία λειτουργούν, εγκρίσει και εξουσιοδοτήσει του Υπουργού των Στρατιωτικών, όστις δύναται, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 256 του αυτού Σ.Π.Κ., να υπαγάγη εις ταύτα και Μονάδας ή Τμήματα ή Σχηματισμούς ή υπηρεσίας μη υπαγομένας διοικητικώς ή τακτικώς εις τα Μονάδας παρ’ αις λειτουργούν τ’ άνω Στρατοδικεία.
2.Την ποινικήν αγωγήν παρά τοις άνω Στρατοδικείοις ασκούν οι Διοικηταί των Μονάδων, παρ’ αις ιδρύονται ταύτα.
3.Η ενώπιον των Στρατοδικείων τούτων διαδικασία διέπεται υπό των άρθρων 144-150 της Στρατ. Ποιν. Νομοθεσίας, οι δ’ ενώπιον τούτων ασκούντες την ποινικήν αγωγήν έχουν τα δικαιώματα των εν άρθροις 146-149 της αυτής Νομοθεσίας Διοικητών.

(Αντί της σελ. 193α) Σελ. 193(β)
-293
- 4.Αι τελεσίδικοι αποφάσεις των ως άνω εκτάκτων Στρατοδικείων εκτελούνται δια διαταγής των ασκούντων την ποινικήν αγωγήν, άνευ άλλης διατυπώσεως.
Δια την εκτέλεσιν όμως της θανατικής ποινής δέον εν πάση περιπτώσει να παρέλθωσι πέντε τουλάχιστον ημέραι από της επομένης της αναγνώσεως της αποφάσεως εις τον καταδικασθέντα.
5.Κατά των αποφάσεων των εν γένει εκτάκτων στρατοδικείων (ως και των διαρκών τοιούτων), δεν επιτρέπεται έφεσις, αναθεώρησις και αναίρεσις.
Η διάταξις της παραγρ. 5 κατηργήθη ως προς τας αποφάσεις των Διαρκών Δικαστηρίων δια του άρθρ. 7 Νόμ. 2058/1952 περί μέτρων ειρηνεύσεως (ανωτέρ. σελ. 128,10).
«6.Η ισχύς του παρόντος άρχεται από της δημοσιεύσεώς του εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, πλην της διατάξεως της προηγουμένης παραγράφου, ης η ισχύς άρχεται μετά δέκα ημέρας από ταύτης, υποβληθήσεται δε προς κύρωσιν άμα τη ενάρξει των εργασιών της Βουλής».
Η §6 αντικατεστάθη ως άνω υπό του Α.Ν. 919 της 29/31 Μαρτίου 1949 «περί αντικαταστάσεως της παραγράφου 6 του άρθρου μόνου του υπ’ αριθ. 885/1949 Αναγκ. Νόμου.
Ο Α.Ν. 885 ως και ο ανωτέρω τροποποιητικός αυτού Α.Ν. 919 εκυρώθησαν δια του Ν.Δ. 1170 της 7/15 Οκτ. 1949 «περί κυρώσεως των Αναγκ. Νόμων υπ’ αριθ. 885/949 «περί εφαρμογής διατάξεών τινων του Σ.Π. Κώδικος κατά την διάρκειαν της ισχύος του Γ΄ Ψηφίσματος» και 919/1949 «περί αντικαταστάσεως της παραγράφου 6 του άρθρου μόνου του υπ’ αριθ. 885/1949 Αναγκαστικού Νόμου».

4. ΑΝΑΓΚ. ΝΟΜΟΣ υπ’ αριθ. 848
της 22/23 Δεκ. 1948
Περί διαιρέσεως του εκτάκτου Στρατοδικείου Αθηνών εις τρία Τμήματα.
Ο νόμος ούτος, ως και ο:
5.Α.Ν. 897 της 28/28 Φεβρ. 1949 περί διαιρέσεως του Εκτάκτου Στρατοδικείου Αθηνών εις τέσσαρα Τμήματα,
κυρωθέντος δια του
6.Ν.Δ. 1189 της 7/13 Οκτ. 1949 περί κυρώσεως των υπ’ αριθ. 848/1948 και 897/1949 Αναγκ. Νόμων.
είναι ήδη άνευ αντικειμένου, κατόπιν της δια του κατωτέρω Β. Δ/τος καταργήσεως του Εκτάκτου Στρατοδικείου Αθηνών.

Σελ. 194(β)
-294-
7. ΒΑΣΙΛΙΚΟΝ ΔΙΑΤΑΓΜΑ
της 28/30 Νοεμ. 1951
Περί καταργήσεως του Εκτάκτου τοπικού Στρατοδικείου Αθηνών.
Έχοντες υπ’ όψιν;
1.Τα άρθρα 11 και 16 του υπό στοιχ. Γ΄ της 18-6-46 Ψηφίσματος «περί εκτάκτων μέτρων αφορώντων την δημοσίαν τάξιν και ασφάλειαν».
2.Τα άρθρα 204 και 215 του υπ’ αριθ. 2803/41 Α.Ν. «περί Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικος».
3.Την υπ’ αριθ. 805/51 Γνωμάτευσιν του Συμβουλίου Επικρατείας.
Προτάσει των Ημετέρων επί της Δικαιοσύνης, Εθνικής Αμύνης και Εσωτερικών Υπουργών, απεφασίσαμεν και διατάσσομεν.
Άρθρ.1.-1.Το δια του από 13/13 Οκτ. 1947 Β. Διατάγματος συσταθέν έκτακτον τοπικόν Στρατοδικείον Αθηνών με την δια του αυτού Διατάγματος και των από 17/27 Φεβρ. 1950 και 20/23 Ιουν. 1950 ομοίων Β. Δ/των καθοριζομένην εδαφικήν αρμοδιότητα, καταργείται.
2.Αι παρ’ αυτώ εκκρεμείς υποθέσεις παραβάσεων του Α.Ν. 509/1947 «περί μέτρων ασφαλείας του Κράτους, κλπ.» μεταβιβάζονται εις τα κατά άρθρα 7 του Α.Ν. τούτου και 11 του υπό στοιχ. Γ΄/1946 Ψηφίσματος αρμόδια ειδικά πενταμελή Εφετεία.
Άρθρ.2.-Η ισχύς του παρόντος άρχεται από της δημοσιεύσεώς του εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Εις τους αυτούς επί της Δικαιοσύνης, Εθνικής Αμύνης και Εσωτερικών Υπουργούς, ανατίθεμεν την δημοσίευσιν και εκτέλεσιν του παρόντος.

Υπ’ όψει και ο Νόμος 1975/1951 περί εκδικάσεως των υπό του Γ΄/46 Ψηφίσματος και των Α.Ν. 509/47, 512/48, 516/48 και 733/1948 προβλεπομένων αδικημάτων εν περιπτώσει μη λειτουργίας Εκτάκτων Στρατοδικείων (ανωτ. σελ. 128,81).



8. BAΣΙΛΙΚΟΝ ΔΙΑΤΑΓΜΑ
της 31 Ιαν./13 Φεβρ. 1952
Περί καταργήσεως Εκτάκτων Τοπικών Στρατοδικείων.
Έχοντες υπ’ όψει:
1.Το άρθρ. 204 και 215 του υπ’ αριθ. 2803/41 Α. Νόμου «περί Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικος».
2.Τας διατάξεις του υπ’ αριθ. 1975/1951 Νόμου.
3.Την υπ’ αριθ. 77/52 γνωμάτευσιν του Συμβουλίου Επικρατείας.
Προτάσει των Ημετέρων επί της Δικαιοσύνης, Εθνικής Αμύνης και Εσωτερικών Υπουργών, απεφασίσαμεν και διατάσσομεν:
Άρθρ.1.-1.Καταργούμεν τα κάτωθι έκτακτα Τοπικά Στρατοδικεία:
α)Το δια του από 20.6.1946 Β.Δ/τος ιδρυθέν Έκτακτον Τοπικόν Στρατοδικείον Θεσσαλονίκης, με την δια του αυτού Διατάγματος και των από 27.2.1950 και 23.6.1950 ομοίων Β.Δ/των καθοριζομένην εδαφικήν αρμοδιότητα.
β)Το δια του από 20.6.1946 Β.Δ/τος ιδρυθέν Έκτακτον Τοπικόν Στρατοδικείον Λαρίσης, με την δια του αυτού Διατάγματος και των από 4.5.1950 και 23.6.1950 ομοίων Β.Δ/των καθοριζομένην εδαφικήν αρμοδιότητα.
γ)Το δια του από 20.6.1946 Β.Δ/τος ιδρυθέν Έκτακτον Τοπικόν Στρατοδικείον Ιωαννίνων με την δια του αυτού Διατάγματος καθοριζομένην εδαφική αρμοδιότητα.
δ)Το δια του από 20.6.1946 Β.Δ/τος ιδρυθέν Έκτακτον Τοπικόν Στρατοδικείον Δράμας, με την δια του αυτού Διατάγματος και του από 23.6.1950 ομοίου Β.Δ/τος καθοριζομένην εδαφικήν αρμοδιότητα.
2.Αι ενώπιον των καταργουμένων Εκτάκτων Τοπικών Στρατοδικείων εκκρεμείς υποθέσεις, μεταβιβάζονται εις τας αρμοδίας Δικαστικάς Αρχάς, συμφώνως τω άρθρ. 4 του Ν. 1975/1951.
Άρθρ.2.-Η ισχύς του παρόντος άρχεται από της δημοσιεύσεώς του εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Εις τους αυτούς επί της Δικαιοσύνης, Εθνικής Αμύνης και Εσωτερικών Υπουργούς, ανατίθεμεν την δημοσίευσιν και εκτέλεσιν του παρόντος.

9. ΝΟΜΟΘ. ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ’ αριθ. 183
της 7/10 Μαΐου 1969 (ΦΕΚ Α΄ 88)
Περί αναθεωρήσεως των αποφάσεων των Στρατοδικείων.
Άρθρ.1.-1.Οι υπό των Εκτάκτων Στρατοδικείων, από της 21ης Απρ. 1967 και μέχρι της δημοσιεύσεως του παρόντος Ν.Δ/τος καταδικασθέντες ή αθωωθέντες λόγω εμπράκτου μετανοίας ή ένεκα λόγου αποκλείοντος τον καταλογισμόν, δύνανται να αιτήσωνται την αναθεώρησιν των αποφάσεων τούτων.
2.Του ενδίκου τούτου μέσου εξαιρούνται τα εγκλήματα άτινα, λαμβανομένου υπ’ όψιν της βαρύτητος αυτών, των συνθηκών υφ’ ας ετελέσθησαν, της προσωπικότητος του δράστου και του σκοπού εις ον απέβλεπεν ούτος, εστρέφοντο, κατά την ανέλεγκτον κρίσιν του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου, κατά της δημοσίας τάξεως και ασφαλείας.
3.Το υπό του άρθρου τούτου προβλεπόμενον ένδικον μέσον και υπό τους αυτούς περιορισμούς, επιτρέπεται και κατά των αποφάσεων των Διαρκών Στρατοδικείων επί δικασθεισών υπό αυτών υποθέσεων αρμοδιότητος Εκτάκτων Στρατοδικείων.
Άρθρ.2.-1.Η περί αναθεωρήσεως αίτησις ασκείται εντός τριών μηνών από της δημοσιεύσεως του παρόντος Ν.Δ/τος, ενώπιον του Γραμματέως οιουδήποτε Στρατοδικείου ή Ειρηνοδίκου ή ενώπιον του Διευθυντού της Φυλακής εν η κρατείται ο αναθεωρησείων.
2.Η περί αναθεωρήσεως αίτησις διαβιβάζεται αμελλητί παρά του παραλαβόντος αυτήν υπαλλήλου προς τον παρά τω Αναθεωρητικώ Δικαστηρίω Βασιλικόν Επίτροπον όστις προκαλεί την κατά τας κειμένας διατάξεις απόφασιν του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου. Εάν ο Βασιλικός Επίτροπος φρονή ότι η περίπτωσις εις ην αναφέρεται η αίτησις αναθεωρήσεως εμπίπτει εις την εξαίρεσιν της παρ. 2 ή δι’ αυτήν δεν συντρέχουν αι προϋποθέσεις της παρ. 3 του προηγουμένου άρθρου, εισάγει δι’ ητιολογημένης προτάσεώς του την αίτησιν αναθεωρήσεως ενώπιον του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου, όπερ αποφαίνεται αμετακλήτως περί αυτής εν Συμβουλίω και άνευ κλητεύσεως του αναθεωρησείοντος.
3.Η περί αναθεωρήσεως αίτησις εις ουδέν τέλος υπόκειται.
Άρθρ.3.-1.Η αίτησις αναθεωρήσεως απευθύνεται ενώπιον του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου.
Ο παρ’ αυτώ Βασιλικός Επίτροπος κλητεύει τον αναθεωρησείοντα και τους κατά την κρίσιν του ουσιώδεις και αναγκαίους εκ των, κατά την πρωτόδικον δίκην εξετασθέντων μαρτύρων, δυνάμενος να καλέση και άλλους.
2.Εξαιρέσει της περιπτώσεως της παρ. 2
του προηγουμένου άρθρου, η επί της αναθεωρήσεως συζήτησις επί της ουσίας γίνεται κατά τας
διατάξεις περί της ενώπιον των Στρατοδικείων
επ’ ακροατηρίω διαδικασίας των άρθρ. 323 επ.
του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικος. Εάν ο
αναθεωρησείων δεν ήθελε, δι’ οιονδήποτε λόγον, εμφανισθή ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την συζήτησιν της περί αναθεωρήσεως αιτήσεώς του,
η συζήτησις γίνεται ωσεί ούτος ήτο παρών, ο Πρόεδρος όμως υποχρεούται να διορίση συνήγορον εις τον απόντα εκ του παρά του οικείου Δικηγορικού


(Αντί της σελ. 194,1(α) Σελ. 194,1(β)
Τεύχος 515-Σελ. 15
Συλλόγου αποστελλουμένου αυτών πίνακος, εφ’ όσον ο αναθεωρησείων δεν έχει διορίσει τοιούτον και δι’ απλής έτι επιστολής του.
3.Η επί της αιτήσεως αναθεωρήσεως απόφασις του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου εκδίδεται κατά τας σχετικάς διατάξεις του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικος. Εάν δια Βασιλικής χάριτος, η υπό του Στρατοδικείου επιβληθείσα ποινή εμετριάσθη, η τυχόν επιβληθησομένη υπό του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου βαρυτέρα ποινή περιορίζεται αυτοδικαίως εις την δια του περί χάριτος Β.Δ/τος μετριασθείσαν, εάν δ’ εχαρίσθη ολοσχερώς η ποινή, η τυχόν επιβληθησομένη υπό του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου νέα ποινή, περιορίζεται αυτοδικαίως εις το εκτιθέν μέρος αυτής.
4.Κατά της αποφάσεως του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου ουδέν ένδικον μέσον επιτρέπεται.
Άρθρ.4.-1.Δια την εκδίκασιν των κατά το παρόν Ν.Δ/μα αιτήσεων αναθεωρήσεως, δύναται το Αναθεωρητικόν Δικαστήριον, δια κοινής αποφάσεως των Υπουργών Εθνικής Αμύνης και Δικαιοσύνης, να διαιρεθή εις δύο Τμήματα, με διάφορον έκαστον σύνθεσιν. Του Β΄ Τμήματος έδρα ορίζεται η Θεσσαλονίκη.
2.Δια την λειτουργίαν των δύο Τμημάτων του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου τίθεται, δι’ αποφάσεως του Υπουργού Δικαιοσύνης, εις την διάθεσιν του Προέδρου του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου ανά τρεις Εφέται εξ εκάστου των εν Αθήναις και Θεσσαλονίκη υπηρετούντων, οίτινες, μη απαλλασσόμενοι των κυρίων αυτών καθηκόντων, δύνανται να ορίζωνται μέλη του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου υπό του Προέδρου εκάστου των δύο Τμημάτων αυτού.
3.Την σύνθεσιν των δύο Τμημάτων ορίζει εκάστοτε ο Πρόεδρος του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου.
4.Τα καθήκοντα της Γραμματείας εκάστου Τμήματος ασκούσι γραμματείς, υπογραμματείς και γραφείς της Στρατιωτικής Δικαιοσύνης. Προς ενίσχυσιν του προσωπικού της Γραμματείας, δύναται να καλώνται υπό τα όπλα Υπάλληλοι της Γραμματείας των Πολιτικών Δικαστηρίων και Εισαγγελιών, κατ’ εφαρμογήν του άρθρ. 53 του Α.Ν. 833/1937 «περί Στελέχους Εφέδρων Αξιωματικών του κατή γην Στρατού», εις ους και προ της απονομής βαθμού Εφέδρου Αξιωματικού ανατίθενται καθήκοντα γραμματέως, υπογραμματέως ή γραφέως του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου.
Άρθρ.5.-Η ισχύς του παρόντος άρχεται από της δημοσιεύσεώς του εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.



Σελ.194,2(β)
Τεύχος 515-Σελ. 16
10. ΠΡΟΕΔΡΙΚΟΝ ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ’ αριθ. 218
της 5/5 Σεπτ. 1973 (ΦΕΚ Α΄ 200)
Περί καταργήσεως Εκτάκτων Τοπικών Στρατοδικείων.
Έχοντες υπ’ όψει:
α)Το από 20 Αυγ. 1973 Προεδρικόν Διάταγμα «περί άρσεως του Νόμ. ΔΞΘ΄/1912 περί καταστάσεως πολιορκίας» και εκ των λοιπών περιοχών της Επικρατείας.
β)Τα άρθρ. 215 και 395 του Α.Ν. 2803/1941 «περί Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικος», προτάσει του επί της Εθνικής Αμύνης Υπουργού, απεφασίσαμεν και διατάσσομεν:
Άρθρ.1.-Καταργούμεν τα κάτωθι Έκτακτα Τοπικά Στρατοδικεία:
α΄.Το, δια του από 21.4.67 Β.Δ/τος, συσταθέν και δια του από 26.9.67 τοιούτου, εις δύο τμήματα διαιρεθέν, Έκτακτον Τοπικόν Στρατοδικείον Αθηνών.
β΄.Το, δια του από 11.5.67 Β.Δ/τος, συσταθέν Έκτακτον Στρατοδικείον Αεροπορίας.
Άρθρ.2.-Δια τας παρά τοις εν άρθρ. 1 Στρατοδικείοις εκκρεμούσαν υποθέσεις εφαρμόζονται αι διατάξεις του άρθρ. 2 του από 20 Αυγ. 1973 Π.Δ/τος «περί άρσεως του Νόμ. ΔΞΘ΄/1912 περί καταστάσεως πολιορκίας και εκ των λοιπών περιοχών της Επικρατείας» (τόμ. 1 σελ. 38,07)
Άρθρ.3.-Η ισχύς του παρόντος άρχεται από 20 Αυγ. 1973.
Εις τον αυτόν επί της Εθνικής Αμύνης Υπουργόν, ανατίθεμεν την δημοσίευσιν και εκτέλεσιν του παρόντος.


ΘΕΜΑ
γ

Κανονισμός Στρατοδικείων
1. ΒΑΣΙΛΙΚΟΝ ΔΙΑΤΑΓΜΑ
της 17 Μαρτ. 1886
Περί προσωρινού κανονισμού των στρατιωτικών δικαστηρίων
Ετροποποιήθη υπό του Β.Δ της 6/25 Σεπτ. 1903 π. αντικαταστάσεως του δευτέρου Κεφαλαίου του από 17 Μαρτ. 1886 Β.Δ. Βλ. νεώτερον κανονισμόν (κατωτ. αριθ. 2).

2. ΠΡΟΕΔΡΙΚΟΝ ΔΙΑΤΑΓΜΑ
της 5/16 Απρ. 1930
Περί κυρώσεως κανονισμού στρατιωτικού δικαστηρίου ως και των δικαστικών γραφείων των ασκούντων ποινικήν αγωγήν.

3. ΠΡΟΕΔΡΙΚΟΝ ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ’ αριθ. 308
της 4 Απρ./13 Μαΐου 1975 (ΦΕΚ Α΄ 91)
Περί κυρώσεως Κανονισμού Λειτουργίας των Στρατιωτικών Δικαστηρίων και των Δικαστικών Γραφείων των Ασκούντων την Ποινικήν Δίωξιν.
Έχοντες υπ’ όψει τας διατάξεις των:
α)Άρθρου 5 παρ. 11 του Ν.Δ 58/68 «περί Υπουργείου Εθνικής Αμύνης και των Οργάνων της ανωτάτης Διοικήσεως», ως ούτος ετροποποιήθη δια του Ν.Δ. 395/1969.
β)Άρθρου 41 παράγρ. 5 και 6 του Ν.Δ 1400/73, «περί Καταστάσεων των Αξιωματικών».
γ)Τας από 4.6.74 και 20.3.75 προτάσεις του Αρχηγού Ενόπλων Δυνάμεων.
δ)Την υπ’ αριθ. 448/1974 γνωμοδότησιν του Συμβουλίου της Επικρατείας, προτάσει του επί της Εθνικής Αμύνης Υπουργού, απεφασίσαμεν και διατάσσομεν:
Κυρούμεν τον υπό του Υπουργού Εθνικής Αμύνης εκδοθέντα Κανονισμόν Λειτουργίας των Στρατιωτικών Δικαστηρίων και των Δικαστικών Γραφείων των Ασκούντων την Ποινικήν Δίωξιν έχοντα ως ακολούθως:
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΝ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΜΥΝΗΣ
ΑΡΧΗΓΕΙΟΝ ΕΝΟΠΛΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ
Δ/ΝΣΙΣ ΔΙΚΑΣΤ./ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟΥ
ΑΠΟΦΑΣΙΣ
Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΜΥΝΗΣ
Έχοντες υπ’ όψει τας διατάξεις των:
α)Άρθρου 5 του Ν.Δ. 58/68 «περί Υπουργείου Εθνικής Αμύνης και των Οργάνων της Ανωτάτης
Διοικήσεως και Ελέγχου των Ενόπλων Δυνάμεων» ως τούτο, συμπληρωθέν δια του Ν.Δ. 395/1969, νυν ισχύει.
β)Άρθρου 41 παρ. 5 και 6 του Ν.Δ. 1400/1973 «περί Καταστάσεων των Αξιωματικών».
γ)Τας από 4.6.74 και 20.3.75 προτάσεις του Αρχηγού Ενόπλων Δυνάμεων, αποφασίζομεν:
ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ
ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΩΝ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΓΡΑΦΕΙΩΝ ΤΩΝ ΑΣΚΟΥΝΤΩΝ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗΝ ΔΙΩΞΙΝ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α΄
ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ-ΙΕΡΑΡΧΙΚΗ ΣΧΕΣΙΣ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΑΥΤΩΝ. ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΚΑΙ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ
ΓΕΝΙΚΑ
Άρθρον 1.
Στρατιωτικά Ποινικά Δικαστήρια.
1.Η ποινική δικαιοσύνη εις τας Ενόπλους Δυνάμεις απονέμεται υπό των καθωρισμένως, εν τω Οργανισμώ Δικαστηρίων του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικος, Στρατιωτικών Ποινικών Δικαστηρίων.
2.Το Αναθεωρητικόν Δικαστήριον είναι το ανώτερον Δικαστήριον των Ενόπλων Δυνάμεων και δια του Προέδρου και του Επιτρόπου ή των νομίμων αναπληρωτών των προϊσταται και εποπτεύει των λοιπών Στρατιωτικών Δικαστηρίων, κατά τα ειδικώτερον εν άρθροις 5 και 36 του παρόντος οριζόμενα, μη υφισταμένης όμως μεταξύ των και προς άλληλα εξαρτήσεως όσον αφορά εις τας δικαστικάς και διοικητικάς αυτών ενεργείας.
Άρθρον 2
Ιεραρχική σχέσις του προσωπικού των Στρατιωτικών
Δικαστηρίων.
1.Ως Πρόεδρος εκάστου Στρατιωτικού Δικαστηρίου ορίζεται ο παρ’ αυτώ ανώτερος ή αρχαιότερος των Δικαστ. Συμβούλων όστις τυγχάνει Διευθυντής του Στρατιωτικού Καταστήματος. Προΐσταται άπαντος του παρ’ αυτώ υπηρετούντος στρατιωτικού και πολιτικού προσωπικού και


(Αντί της σελ. 195) Σελ. 195(α)
Τεύχος 560-Σελ. 13
έχει επ’ αυτού την προβλεπομένην υπό του εκάστοτε ισχύοντος Γενικού Κανονισμού Υπηρεσίας εν τω Στρατώ δια τον Διοικητήν Μονάδος, πειθαρχικήν δικαιοδοσίαν.
2.Τον Πρόεδρον απόντα ή κωλυόμενον ή μη υπάρχοντα αναπληροί εν τη Διευθύνσει του Καταστήματος ο ανώτερος ή ο αρχαιότερος των εν αυτώ υπηρετούντων Δικαστικών Συμβούλων. Οσάκις λόγω προσωρινής αναπληρώσεως του τακτικού Προέδρου ο Γραμματεύς Στρατιωτικού τινός Δικαστηρίου τυγχάνει ανώτερος κατά βαθμόν του αναπληρωτού του Προέδρου, δεν υπόκειται εις ιεραρχικήν, έναντι αυτού, εξάρτησιν, υπαγόμενος απ’ ευθείας εις το αμέσως προϊστάμενον κλιμάκιον.
3.Οι Πρόεδροι και Επίτροποι των Στρατιωτικών Δικαστηρίων, εν τη προς τον Πρόεδρον και Επίτροπον του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου αλληλογραφία των, τηρούν τον τύπον της προς προϊσταμένην Αρχήν αναφοράς.
4.Παρ’ εκάστω Προέδρω Στρατιωτικού Δικαστηρίου λειτουργεί Γραφείον διευθυνόμενον υπ’ αυτού, δια του Γραμματέως του Δικαστηρίου, παρ’ ου και τηρούνται τα εν άρθρω 26 προβλεπόμενα βιβλία.
Άρθρον 3.
Δικαστικά καθήκοντα των Προέδρων.
Ο Πρόεδρος παντός Στρατιωτικού Δικαστηρίου:
α)Συγκαλεί το Δικαστήριον εις Δημοσίαν Συνεδρίασιν κατά τας κειμένας διατάξεις, προσδιορίζει τας ημέρας και ώρας διασκέψεων του παρ’ αυτώ Δικαστικού Συμβουλίου, ως και τας ώρας της εν γένει εργασίας των υπ’ αυτόν Υπηρεσιών, εντός του προγράμματος των ωρών εργασίας των Δημοσίων Υπηρεσιών, παρακολουθεί την τήρησιν τούτων και καθορίζει εν γενικαίς γραμμαίς τον τρόπον εκτελέσεως της υπηρεσίας εκάστου Γραφείου του Δικαστηρίου.
β)Κατά την εκτέλεσιν των δικαστικών αυτού καθηκόντων, πρώτος μεταξύ ίσων τυγχάνων, διευθύνει τας συνεδριάσεις του Δικαστηρίου ή Δικαστικού Συμβουλίου, συμφώνως προς τας ισχυούσας δικονομικάς διατάξεις.
γ)Προεδρεύει των Στρατοδικών των Στρατιωτικών Δικαστηρίων ανεξαρτήτως αρχαιότητος. Οι ως Στρατοδίκαι διοριζόμενοι Αξιωματικοί, από της παρουσιάσεώς των εις τον Πρόεδρον προς ανάληψιν των καθηκόντων των, οφείλουν εφ’ όσον είναι κατώτεροι ή ομοιόβαθμοι τούτου, να συμπεριφέρωνται προς αυτόν ως προς άμεσον υπηρεσιακόν προϊστάμενόν των.
Προς τους Στρατοδίκας και προς τον Επίτροπον δύναται ο Πρόεδρος ν’ απευθύνη απλάς μόνον συστάσεις ή παρατηρήσεις, αναφερόμενος δια παραλήψεις αυτών ή παρεκτροπάς, κατά τας συνεδριάσεις, ο μεν Πρόεδρος του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου εις τον Υπουργόν Εθνικής Αμύνης δια του Αρχηγού Ενόπλων Δυνάμεων, ο δε τοιούτος των λοιπών Στρατιωτικών Δικαστηρίων απ’ ευθείας, εις την αρμοδίας κατά περίπτωσιν Αρχήν.
δ)Εγκρίνει την χορήγησιν αποσπασμάτων και αντιγράφων, των αποφάσεων, πρακτικών, βουλευμάτων και παντός εγγράφου της ποινικής διαδικασίας, αιτουμένων παρ’ Αρχής τινος ή στρατιωτικών ή ιδιωτών, συμφώνως προς τας κειμένας διατάξεις.

Σελ. 196(α)
Τεύχος 560-Σελ. 14
ε)Υποβάλλει αρμοδίως, εις τον Ασκούντα την ποινικήν δίωξιν, εις την αρχή εκάστου μηνός, αντίγραφα των εκδοθέντων, κατά τον προηγούμενον μήνα, βουλευμάτων.
Άρθρον 4.
Διοικητικά καθήκοντα των Προέδρων
Ο Πρόεδρος παντός Στρατιωτικού Δικαστηρίου:
α)Έχει την γενικήν του Καταστήματος Διεύθυνσιν και εποπτείαν και οφείλει να φροντίζει δια την τήρησιν της τάξεως και πειθαρχίας και την κανονικήν διεξαγωγήν της υπηρεσίας εν’ αυτώ, την άρσιν πάσης υπηρεσιακής ανωμαλίας και την θεραπείαν δικαίων παραπόνων των υπ’ αυτόν.
β)Μεριμνά δια των υπ’ αυτόν οργάνων περί της ευπρεπούς εμφανίσεως του καταστήματος και επιμελείται του εφοδιασμού αυτού δια πάντων των χρεωδών υλικών, ως και των απαιτουμένων νομικών συγγραμμάτων και λοιπών χρησίμων βιβλίων και κανονισμών.
γ)Μεριμνά δια την κατανομήν του υπ’ αυτόν βοηθητικού προσωπικού αναλόγως των καθέκαστα υπηρεσιακών αναγκών, εις τρόπον ώστε να εξασφαλίζηται η εύρυθμος λειτουργία απασών των Υπηρεσιών του Καταστήματος.
δ)Εκδίδει τας Ημερησίας Διαταγάς του Καταστήματος.
ε)Τηρεί τα ατομικά έγγραφα του υπ’ αυτόν προσωπικού, συμφώνως προς τας εκάστοτε ισχυούσας διατάξεις επί του αντικειμένου τούτου.
ζ)Τηρεί άκρως απόρρητον πρωτόκολλον προσωπικώς, το δε απόρρητον και εμπιστευτικόν τοιούτον, δια του Γραμματέως και εποπτεύει γενικώς εφ’ όλων των καθ’ έκαστα Υπηρεσιών του Καταστήματος δια την επακριβή εφαρμογήν των εν τω παρόντι Κανονισμώ αναγραφομένων.
η)Χορηγεί εις το υπ’ αυτόν προσωπικόν αδείας απουσίας, συμφώνως προς τας περί αυτών ισχυούσας διατάξεις. Οι Δικαστικοί Γραμματείς υποβάλλουν τας περί αδειών αιτήσεις δια του Γραμματέως. Οι Αντεπίτροποι υποβάλλουν ταύτας δια του Επιτρόπου, όστις και γνωμοδοτεί επ’ αυτών. Επί αιτήσεων κανονικών αδειών, του παρά τω Επιτροπείω και τοις Ανακριταίς υπηρετούντος προσωπικού, γνωμοδοτούν, αντιστοίχως, ο Επίτροπος ή ο οικείος Ανακριτής.
Άρθρον 5.
Ιδιαίτερα καθήκοντα Προέδρου του
Αναθεωρητικού Δικαστηρίου.
Ο Πρόεδρος του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου ενεργεί επιθεωρήσεις συμφώνως τοις άρθροις 36, 37 και 38 του παρόντος και τηρεί εν ιδιαιτέρω εμπιστευτικώ φακέλλω τας εκθέσεις επιθεωρήσεως, τόσον των υπ’ αυτού, όσον και των παρά των επιθεωρητών αναθεωρητών ενεργουμένων επιθεωρήσεων.
Άρθρον 6.
Δικαστικά καθήκοντα Επιτρόπου.
Ο Επίτροπος παντός Στρατιωτικού Δικαστηρίου:
α)Αντιπροσωπεύει γενικώς την Επιτροπικήν Αρχήν, καθ’ ον ιδιαίτερον χαρακτήρα φέρει αύτη.
β)Διευθύνει αυτοπροσώπως τας εις αυτόν ανατιθεμένας υποθέσεις, δύναται όμως να αναθέση εις τους παρ’ αυτών Αντεπιτρόπους, υπό την εποπτείαν του, μέρος των υποθέσεων ή και να αναθέση εις αυτούς ωρισμένην υπηρεσίαν εκ των καθηκόντων του.
γ)Ενεργεί κατ’ ιδίαν πεποίθησιν, κατά την εκτέλεσιν των υπό του Νόμου ανατεθειμένων αυτώ επιτροπικών καθηκόντων, φέρων την ευθύνην των σχετικών ενεργειών του.
δ)Υποβάλλει τας υπ’ αυτού συντασσομένας εμπεριστατωμένως, κατά τε το πραγματικόν και το νομικόν μέρος, προτάσεις μετά των επ’ αυτών δικογραφιών αιτήσεων κ.λπ. προς το Δικαστικόν Συμβούλιον, εις ας περιπτώσεις απαιτείται απόφασις τούτου.
ε)Προσδιορίζει τας, κατά πάσαν δικάσιμον του Δικαστηρίου, εκδικαστέας υποθέσεις και εισάγει ενώπιον αυτού ταυτας. Κατά τον προσδιορισμόν επιμελείται ιδιαιτέρως δια την προτίμησιν υποθέσεων αφορωσών κρατουμένους εν γένει, αξιωματικούς, Ανθυπασπιστάς και μονίμους οπλίτας, μεριμνά δε όπως άπασαι αι προσδιοριζόμεναι υποθέσεις κατανέμωνται, αναλόγως της βαρύτητος αυτών και του αριθμού των καλουμένων μαρτύρων, εις εκάστην δικάσιμον, κατά τρόπον ώστε η επιφόρτησις των δικασίμων να είναι, κατά το δυνατόν, ομοιόμορφος.
ζ)Επιμελείται της εκτελέσεως των αποφάσεων γενικώς και ιδία των αφορωσών ανασταλείσας ποινάς, των οποίων η εκτέλεσις επιβάλλεται εις τας υπό του Νόμου οριζομένας περιπτώσεις. Παρίσταται κατα τας εκτελέσεις των παρά του Δικαστηρίου, εις ο ανήκει, επιβαλλομένων θανατικών ποινών, οσάκις η εκτέλεσις λαμβάνει χώραν εις την έδραν του Δικαστηρίου, κατά τους οικείους Κανονισμούς, και κοινοποιεί εις τους καταδίκους τα. επί αιτήσεων απονομής χάριτος, εκδιδόμενα Διατάγματα.
η)Ελέγχει τας υπό του Γραμματέως του Δικαστηρίου υποβαλλομένας αυτώ δικογραφίας, μετά το πέρας της διαδικασίας, και, εφ’ όσον δεν χρήζουσι περαιτέρω ενεργείας, διαβιβάζει ταύτας εις τον αρχειοφύλακα δια την τήρησιν και φύλαξίν των εις το Αρχείον.
Άρθρον 7.
Καθήκοντα Επιτρόπων.
Διοικητικά καθήκοντα Επιτρόπου.
1.Ο Επίτροπος εκάστου Στρατιωτικού Δικαστηρίου έχει τα ακόλουθα διοικητικά καθήκοντα.
α)Προΐσταται αμέσως των Αντεπιτρόπων και του, παρά τω Επιτροπείω, υπηρετούντος Στρατιωτικού και Πολιτικού Προσωπικού, δι’αυτού λαμβανόντων διαταγάς παρά του Προέδρου και δι’ αυτού αναφερομένων εις τον Πρόεδρον. Έχει την άμεσον και γενικήν διεύθυνσιν του Επιτροπείου και οφείλει να καταβάλη πάσαν προσπάθειαν και επίβλεψιν δια την κανονικήν και ταχείαν διεξαγωγήν της, εν αυτώ κεκανονισμένης υπηρεσίας και δια την πλήρη ενημερώτητα αυτού, κατά τε το δικαστικόν και το διοικητικόν μέρος, ων υπεύθυνος έναντι του Προέδρου δια πάσαν διοικητικήν ανωμαλίαν.
β)Απευθύνεται εγγράφως προς τον οικείον Πρόεδρον, τηρών τον τύπον της προς προϊσταμένην Αρχήν αναφοράς. Την μετ’ άλλων Αρχών αλληλογραφίαν ενεργεί ούτος, καθ’ όσον μεν αφορά εις το διοικητικόν μέρος δια του Προέδρου, καθ’ όσον δε αφορά το δικαστικόν, απ’ ευθείας.
γ)Υποβάλλει, μετά το πέρας της διαδικασίας, εις το αρμόδιον γραφείον του οικείου Αρχηγείου τας
δικογραφίας, επί επιστροφή κατ’ αξιωματικών και ανθυπασπιστών, ως και τας κατά μονίμων, εθελοντών και ανακατεταγμένων υπαξιωματικών και οπλιτών μετ’ αποσπάσματος ή αντιγράφου των πρακτικών και αποφάσεων της δίκης, δια τον, από διοικητικής πλευράς, έλεγχον επί των υποθέσεων και δια την θέσιν των αποσπασμάτων ή αντιγράφων των αποφάσεων εις τους ατομικούς φακέλλους τούτων. Υποβάλλει ωσαύτως, μετά το πέρας της διαδικασίας, εις το αρμόδιον Γραφείον του οικείου Αρχηγείου τας δικογραφίας, επί επιστροφή, δι’ ας εκκρεμούν θέματα απογραφικής τακτοποιήσεως και καταλογισμού αξίας ειδών ανηκόντων εις το Κράτος, μετ’ αντιγράφων αποφάσεων και Πρακτικών.
δ)Τηρεί προσωπικώς το άκρως απόρρητον, ιδιαιτέρως δε δια του Γραμματέως του Επιτροπείου το απόρρητον, και εμπιστευτικόν Πρωτόκολλον.
2.Παρ’ εκάστω Επιτρόπω Στρατιωτικού Δικαστηρίου λειτουργεί Γραφείον διευθυνόμενον υπ’ αυτού δια του παρ’ αυτώ τοποθετουμένου Δικαστικού Γραμματέως, παρ’ ου και τηρούνται τα εν άρθρω 27 προβλεπόμενα βιβλία.
Άρθρον 8
Ιδιαίτερα Καθήκοντα Επιτρόπου.
Ο Επίτροπος παντός Στρατιωτικού Δικαστηρίου:
α)Δύναται να παρίσταται εις τας υπό των Ανακριτών ενεργουμένας ανακρίσεις και να υποβάλη τας, κατά την κρίσιν του, συντελούσας προς διευκρίνισιν των υποθέσεων ερωτήσεις.
β)Υποβάλλει εις την Διεύθυνσιν Δικαστικού του Αρχηγείου Ενόπλων Δυνάμεων, εις το Δικαστικόν Γραφείον της προϊσταμένης του Δικαστηρίου αρχής και εις τον Επίτροπον Αναθεωρητικού Δικαστηρίου, τους υποβαλλομένους εις αυτόν παρά των Ανακριτών, αριθμητικούς πίνακας μηνιαίας κινήσεως των δικογραφιών των Γραφείων τούτων, των εκδοθέντων ενταλμάτων συλλήψεως, φυλακίσεως και των παρ’ αυτοίς εκκρεμουσών υποθέσεων, μετ’ ιδιαιτέρας μνείας των τοιούτων κατ’ αξιωματικών, Ανθυπασπιστών και μονίμων ή εθελοντών Οπλιτών, ως και κατά προφυλακισμένων.
γ)Υποβάλλει εις τον, κατά περίπτωσιν αρμοδίως, ασκούντα την ποινικήν δίωξιν, το πρώτον δεκεπενθήμερον του μηνός Ιανουαρίου εκάστου έτους, αριθμητικούς πίνακας των, μέχρι τέλους του προηγουμένου έτους, υποθέσεων, κατά προσώπων αγνώστου διαμονής, ως επερατώθη η ανάκρισις, ως και των ανεκτελέστων, αποφάσεων, μετ’ εκθέσεως των προς σύλληψιν των αγνώστου διαμονής προσώπων και των προς εκτέλεσιν των αποφάσεων ενεργειών.
δ)Ενεργεί επιθεώρησιν, εις το τέλος εκάστου εξαμήνου, εις τα Γραφεία του Δικαστηρίου, παρ’ ω διατελεί, προς εξακρίβωσιν της ενημερότητος, επιμελείας και τάξεως, τόσον εις το Γραφείον του Γραμματέως, την Γραμματείαν του Επιτροπείου, την Γραμματειακήν υπηρεσίαν των Γραφείων Ανακριτών και του Τμήματος Βουλευμάτων, όσον και εις το Αρχείον και τα Γραφεία προσδιορισμού των υποθέσεων, συντάξεως πρακτικών και αποφάσεων και διεκπεραιώσεως.
Περί της επιθεωρήσεως ταυτης, ο Επίτροπος συντάσσει λεπτομερή έκθεσιν, εν η αναφέρει την τε γενικήν κατάστασιν της διεξαγωγής της Υπηρεσίας, ως και τας παρατηρηθείσας τυχόν παραβάσεις, ελλείψεις ή ανωμαλίας, προτείνων και τα ληπτέα μέτρα. Την έκθεσιν ταύτην υποβάλλει ούτος ιεραρχικώς αμελλητί εις την Διεύθυνσιν Δικαστικού του Αρχηγείου Ενόπλων Δυνάμεων, το Δικαστικόν Γραφείον της προϊσταμένης του Δικαστηρίου Αρχής και εις τον Επίτροπον του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου. Τοιαύτην επιθεώρησιν ενεργεί ο Επίτροπος και εκτάκτως, οσάκις κρίνει τούτο αναγκαίον, ενεργών καθ’ όμοιον τρόπον.
(Αντί της σελ. 197) Σελ. 197(α)
Τεύχος 560-Σελ. 15
ε)Ενεργεί επιθεώρησιν των εις την αρμοδιότητά του υπαγομένων Στρατιωτικών φυλακών, κατά τα ειδικώτερον υπό του οικείου κανονισμού οριζόμενα. Εισηγείται ωσαύτως εις την Διοίκησιν τα κατά την κρίσιν του επιβαλλόμενα μέτρα προς σωφρονισμόν και βελτίωσιν των καταδίκων. Τοιαύτην επιθεώρησιν ενεργεί ο Επίτροπος τακτικώς μεν ανά τριμηνίαν, εκτάκτως δε οποτεδήποτε. Τας επί των επιθεωρήσεων τούτων συντασσομένας, παρ’ αυτού, εκθέσεις υποβάλλει ιεραρχικώς αμελλητί εις τον έχοντα την ανωτάτην ως και την άμεσον τακτική εποπτείαν εκάστης στρατιωτικής φυλακής και τον Επίτροπον του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου.
ζ)Χορηγεί αδείας επισκέψεως των εν ταις φυλακαίς κρατουμένων, ων αι υποθέσεις δεν είναι εκκρεμείς παρά τοις Ανακριταίς.
Άρθρον 9.
Ιδιαίτερα καθήκοντα Επιτρόπου
του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου.
Ο Επίτροπος του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου:
α)Γνωμοδοτεί επί των, παρά του Υπουργείου Εθνικής Αμύνης ή των Επιτρόπων, Ανακριτών και Διευθυντών των Δικαστικών Γραφείων των Ασκούντων την ποινικήν δίωξιν, τιθεμένων υπό την κρίσιν του ερωτημάτων και αποριών επί ζητημάτων καθαρώς ποινικών, αφορώντων την ποινικήν δικαιοσύνην των Ενόπλων Δυνάμεων, δυνάμενος να προκαλή, κατά την κρίσιν του και γνωμοδότησιν του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου.
β)Υποβάλλει εις Αρχηγείον Ενόπλων Δυνάμεων/Δνσιν Δικαστικού και τον Πρόεδρον του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου εντός του πρώτου πενθημέρου του επομένου, μετά την λήξιν εκάστης τριμηνίας, μηνός, αριθμητικήν κατάστασιν των κατά την λήξασαν τριμηνίαν εκδικασθεισών αιτήσεων αναθεωρήσεως και εφέσεων, μετά μνείας των παρά τω Επιτροπείω εκκρεμών τοιούτων.
γ)Εντός του πρώτου πενθημέρου, από της εκδικάσεως των υποθέσεων, γνωστοποιεί εις τους οικείους Ασκούντας την ποινική δίωξιν και τον Επίτροπον του δικάσαντος Στρατιωτικού Δικαστηρίου, πάσαν ακύρωσιν ή μεταρρύθμισιν της πρωτοδίκου αποφάσεως, συναποστέλλων άμα και απόσπασμα της σχετικής αποφάσεως του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου.
δ)Ασκεί την πειθαρχική δίωξιν κατά τα ειδικώτερον υπό του παρόντος Κανονισμού οριζόμενα.
Άρθρον 10.
Αντεπίτροπος.
1.Ο παρ’ εκάστω Στρατιωτικώ Δικαστηρίω διωρισμένος Αντεπίτροπος αναπληροί τον Επίτροπον συμφώνως και προς τα δικονομικώς κρατούντα περί του ενιαίου και αδιαιρέτου της κατηγουρούσης Αρχής. Εάν παρά τω αυτώ Δικαστηρίω είναι διωρισμένοι πλείονες του ενός Αντεπίτροποι, η αναπλήρωσις του Επιτρόπου, γίνεται κατά σειράν του βαθμού και της αρχαιότητος, εν όψει πάντοτε και των μνησθέντων ως άνω περί του ενιαίου της κατηγορούσης αρχής.
2.Οι Αντεπίτροποι υποχρεούνται να εκτελούν πάσαν ωρισμένην παραγγελίαν του Επιτρόπου, πλην και ούτοι, προκειμένου περί προτάσεως ή γνωμοδοτήσεως, αποφαίνονται ελευθέρως κατά την εαυτών πεποίθησιν.


Σελ. 198(α)
Τεύχος 560-Σελ. 16

Άρθρον 11.
Ανακριταί Στρατιωτικών Δικαστηρίων.
1.Οι παρ’ εκάστω Στρατιωτικώ Δικαστηρίω διωρισμένοι Ανακριταί, ενεργούντες την κυρίαν ανάκρισιν επι των εις αυτούς, κατά τους ορισμούς του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικος, διαβιβαζομένων υποθέσεων, οφείλουν να διεξάγουν ταύτην μετά πάσης δυνατής ταχύτητος και επιμελείας, μεριμνώντες δια την συλλογήν παντός αποδεικτικού στοιχείου, συντελούντες εις την διαλεύκανσιν της υποθέσεως, την ανακάλυψιν του δράστου, τον ακριβή χαρακτηρισμόν της πράξεως και την εξακρίβωσιν των συνθηκών, υφ’ άς αύτη ετελέσθη, καταβάλλοντες ιδιατέραν φροντίδα, δια την ταχείαν περαίωσιν των δικογραφιών των αφορωσών εις προφυλακισμένους εν γένει, εις αξιωματικούς, εις Ανθυπασπιστάς και εις μονίμους και εθελοντάς ή ανακατεταγμένους οπλίτας, ως και των αφορωσών εις εγκλήματα στρεφόμενα κατά της ασφαλείας των Ενόπλων Δυνάμεων. Κατά την εκτέλεσιν δε των δικαστικών αυτών καθηκόντων ενεργούν κατά την ελευθέραν αυτών κρίσιν και υπό ιδίαν ευθύνην.
2.Οι Ανακριταί κατά την εκτέλεσιν της υπηρεσίας των:
α)Διεξάγουν την μετ’ άλλων Αρχών αλληλογραφίαν, καθ’ όσον μεν αφορά εις το δικαστικόν μέρος, είτε απ’ ευθείας είτε δια του Επιτρόπου, δια του οποίου οπωσδήποτε ενεργούν την εκτέλεσιν των παρ’ αυτών εκδιδομένων ενταλμάτων, ως και την προς Ανωτέρας Αρχάς δικαστική αλληλογραφίαν καθ’ όσον δε αφορά εις το διοικητικόν μέρος, ιεραρχικώς δια του οικείου Προέδρου.
β)Υποβάλλουν εις τον Επίτροπον, δια τα κατ’ αυτόν περαιτέρω, εντός του πρώτου πενθημέρου εκάστου μηνός, ιδίαν αριθμητικήν κατάστασιν εις πενταπλούν, των κατά τον προηγούμενον μήνα περατωθεισών υποθέσεων, και των, κατά το τέλος του μηνός, παραμενουσών ως εκκρεμών, μετ’ ιδιαιτέρας μνείας των αφορωσών εις Αξ/κούς, Ανθυπασπιστάς και μονίμους ή Εθελοντάς οπλίτας και ονομαστικήν τοιαύτην των προφυλακισμένων εν γένει, μετά ιδιαιτέρας μνείας του χρόνου ενάρξεως της προφυλακίσεώς των, και των λόγων οίτινες προεκάλεσαν την τυχόν βραδείαν περάτωσιν των υποθέσεων τούτων. Καθ’ όμοιον τρόπον υποβάλλουν και αριθμητικόν πίνακα των παρ’ αυτών εκδοθέντων ενταλμάτων φυλακίσεως και συλλήψεως.
γ)Χορηγούν αδείας επισκέψεως, των εις τας φυλακάς κρατουμένων υποδίκων, ων αι υποθέσεις είναι παρ’ αυτοίς εκκρεμείς δι’ ανάκρισιν.
δ)Τηρούν τα εν άρθρω 28 του παρόντος βιβλία, υπ’ ευθύνη των παρ’ αυτοίς Δικαστικών Γραμματέων.
3.Ο Ανακριτής απών ή κωλυόμενος αναπληρούται κατά τα εν τω Στρατιωτικώ Ποινικώ Κώδικι καθοριζόμενα.

Άρθρον 12.
Καθήκοντα Γραμματέως
των Στρατιωτικών Δικαστηρίων.
1.Ο Γραμματευς εκάστου Στρατιωτικού Δικαστηρίου διευθύνει την γραφειακήν υπηρεσίαν πάντων των γραφείων του Δικαστηρίου υπό την ανωτέραν και άμεσον εποπτείαν του Προέδρου, συντάσσει δε τας εκθέσεις υπηρεσιακής ικανότητος του πολιτικού προσωπικού του Δικαστηρίου κατά τα κεκανονισμένα. Τούτον, κωλυόμενον ή απόντα, αναπληροί ο αρχαιότερος των υπηρετούντων Γραμματέων τη διαταγή του Προέδρου.
2.Ο Γραμματεύς παντός Στρατιωτικού Δικαστηρίου, επί πλέον:
α)Διενεργεί την αλληλογραφίαν του Στρατιωτικού Καταστήματος δια του Προέδρου, την δε αναγομένην εις τα καθαρώς δικαστικά αυτού καθήκοντα, ως Γραμματέως, απ’ ευθείας, εφ’ όσον δεν υποχρεούται εξ άλλων διατάξεων να διενεργήση ταύτην δια του Προέδρου ή του Επιτρόπου.
β)Μετέχει των συνεδριάσεων του Δικαστηρίου και του Δικαστικού Συμβουλίου ή αναπληρούται κατ’ αυτάς, διαταγή του Προέδρου, υπό τινος Δικαστικού Γραμματέως, αναγιγνώσκων τα έγγραφα και τηρών τα πρακτικά της δίκης, κατά τας σχετικάς διατάξεις. Συντάσσει αμελλητί τα πρακτικά και αποφάσεις του Δικαστηρίου, ως και τα βουλεύματα του Δικαστικού Συμβουλίου, ευθυνόμενος δια την ακρίβειαν τούτων ή και δια πάσαν βραδύτητα.
γ)Υποβάλλει εις τον Επίτροπον του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου εντός πενθημέρου αντίγραφα των πρακτικών και Αποφάσεων των αθωωθέντων.
δ)Συντάσσει και διαβιβάζει δια του Επιτρόπου εις τον αρμόδιον Εισαγγελέα τα δελτία Ποινικού Μητρώου των υπό του Δικαστηρίου οριστικώς και αμετακλήτως καταδικασθέντων.
ε)Παραδίδει επί αποδείξει, εντός πέντε ημερών από της εις αυτόν περιελεύσεως, παν, εις χρήματα ή τιμαλφή, πειστήριον εις το Ταμείον Παρακαταθηκών και Δανείων, εκτός αν άλλως ορίζει η σχετική απόφασις.
ζ)Φυλάσσει τα πρωτότυπα των αποφάσεων και πρακτικών, των βουλευμάτων, ως και την εφημερίδα της Κυβερνήσεως, τας εγκυκλίους των Υπουργείων και τα διάφορα νομικά περιοδικά έντυπα του τρέχοντος έτους, άτινα παραδίδει βιβλιοδετημένα εις τον αρχειοφύλακα του Δικαστηρίου εντός του μηνός Ιανουαρίου του επομένου έτους.
η)Φυλάσσει τα απαρτίζοντα την βιβλιοθήκην του Δικαστηρίου συγγράμματα, Νόμους, περιοδικά και λοιπά βιβλία κατά τα λεπτομερώς εν άρθροις 26 και 31 καθοριζόμενα.
θ)Χορηγεί, εφ’ όσον συντρέχει περίπτωσις, εις τους αιτούντας, εγκρίσει του Προέδρου, κεκευρωμένα παρ’ αυτού αντίγραφα ή αποσπάσματα των μήπω περιελθουσών εις το αρχείον αποφάσεων του Δικαστηρίου, ευθυνόμενος δια την προς τα πρωτότυπα ακρίβειάν των. Χορηγεί ωσαύτως προς τας τυχόν αιτούσας Αρχάς επί επιστροφή και αυτά τα πρωτότυπα των αποφάσεων και πρακτικών ή άλλου εγγράφου, αλλά μόνον κατόπιν δικαστικής περί τούτου αποφάσεως ή διαταγής του Προέδρου του Δικαστηρίου και επί αποδείξει.
ι)Προβαίνει εις την εκκαθάρισιν και βεβαίωσιν των δικαστικών, των οδοιπορικών και των λοιπών εν γένει εξόδων μαρτύρων, κατηγορουμένων κ.λπ., συμφώνως προς τας εκάστοτε ισχυούσας, περί εισπράξεως δημοσίων εσόδων, διατάξεις. Ομοίως ενεργεί την εκκαθάρισιν των χρηματικών ποινών και των μετατροπών των ποινών εις χρήμα, εκδίδων αμελλητί, σχετικούς πίνακας, προς τα αρμόδια Δημόσια Ταμεία. Προς τα αυτό Ταμεία, οφείλει ωσαύτως να διαβιβάζη αμελλητί προς είσπραξιν πίνακα εξόδων και τελών εκ των επιβαλλουσών ταύτα αποφάσεων, ευθύς ως καταστούν αύται αμετάκλητοι.
κ)Υποβάλλει εις τον Επίτροπον του Δικαστηρίου, δι’ αναφοράς του, τας εκδικασθείσας δικογραφίας δια τα περαιτέρω.
λ)Σημειοί εις το περιθώριον εκάστης αποφάσεως του Δικαστηρίου, τον αριθμόν και το διατακτικόν, εν συνόψει, πάσης σχετικής προς αυτήν ακυρωτικής ή τροποποιητικής αποφάσεως ανωτέρου Δικαστηρίου (Αρείου Πάγου, Αναθεωρητικού Δικαστηρίου).
μ)Συντάσσει και καταχωρίζει, εις τα επί τούτω τηρούμενα βιβλία, τας εκθέσεις αιτήσεων ακυρώσεως των εν απουσία των κατηγορουμένων εκδοθεισών αποφάσεων, εφέσεων, αναθεωρήσεων και αναιρέσεων, ας και υποβάλλει αρμοδίως συμφώνως τω νόμω, μετά των σχετικών Δικογραφιών και αντιγράφων πρακτικών και Αποφάσεων, ευθυνόμενος δια πάσαν καθυστέρησιν.
ν)Διανέμει μεταξύ αυτού και των μη τοποθετημένων εις ιδιαίτερον Γραφείον του Δικαστηρίου (Επιτροπείον-Ανακριτικά Γραφεία-Αρχειοφύλακα) Γραμματέων, γραφικήν εργασίαν, συμφώνως προς τας εντολάς του Προέδρου.
ξ)Συντάσσει και τηρεί τα εν άρθρω 26 καθοριζόμενα βιβλία.
ο)Διαχειρίζεται την δαπάνην δια την αναγκαίαν γραφικήν ύλην του Δικαστηρίου κατά τα εν άρθροις 16 και 17 καθοριζόμενα.
π)Κατά μήνα Ιανουάριον εκάστου έτους, προβαίνει εις τον έλεγχον και την βάσει της κειμένης νομοθεσίας καταστροφήν των υπό του Αρχειοφύλακος παραδοθεισών προς τούτο Δικογραφιών. Περί της καταστροφής συντάσσει και υποβάλλει εις τον Ασκούντα την Ποινικήν δίωξιν και την Διεύθυνσιν Δικαστικού Νομοθετικού Αρχηγείου Ενόπλων Δυνάμεων, πρακτικόν εις ο δέον απαραιτήτως να μνημονεύεται ο αριθμός και η χρονολογία της αποφάσεως ή του Βουλεύματος, ως και το ονοματεπώνυμον του εις ον αύτη αφορά.
4.Εις α Στρατιωτικά Δικαστήρια δεν προβλέπεται αρχειοφύλαξ τα καθήκοντα τούτου εκτελεί ο Γραμματεύς του Δικαστηρίου.
Άρθρον 13.
Καθήκοντα Γραμματέως Επιτρόπου.
1.Οι παρά τω Επιτροπείω υπηρετούντες Γραμματείς εκτελούν την γραφικήν υπηρεσίαν, την ανατιθεμένην αυτοίς υπό των προϊσταμένων των και την υπό του Γραμματέως εις τους λοιπούς κατανεμομένην αυτοίς εργασίαν δια την πλήρη των Γραφείων ενημερότητα.Τον Γραμματέα απόντα ή κωλυόμενον αναπληροί ο αρχαιότερον των εν τω Επιτροπείω υπηρετούντων, τη εντολή του Επιτρόπου.
2.Ο Γραμματεύς του Επιτροπείου ωσαύτως:
α)Διενεργεί δια του Επιτρόπου την εν γένει αλληλογραφίαν του Επιτροπείου.
β)Συμπράττει εις τας ενώπιον του Επιτρόπου συντασσομένας, κατά Νόμον, εκθέσεις και λοιπάς πράξεις.
γ)Μεριμνά δια την ταχείαν και ασφαλή διακίνησιν των δικογραφιών εκ του Επιτροπείου προς τα διάφορα Γραφεία του Δικαστηρίου και λοιπάς Αρχάς.
δ)Είναι υπεύθυνος δια την ασφαλή φύλαξιν των εν τω Επιτροπείω ευρισκομένων δικογραφιών, των πειστηρίων τούτων, εγγράφων και του αρχείου του Επιτροπείου.
ε)Φυλάσσει τα απαρτίζοντα την βιβλιοθήκην του Επιτροπείου συγγράμματα, Νόμους, περιοδικά και λοιπά βιβλία, ως λεπτομερώς καθορίζεται δια του παρόντος, δια τον Γραμματέα, προκειμένου περί της βιβλιοθήκης του Δικαστηρίου.
ζ)Συντάσσει τας υπό του Επιτρόπου υποβαλλομένας σχετικάς Καταστάσεις και τηρεί τα εν άρθρω 27 καθοριζόμενα βιβλία.

(Αντί της σελ. 199) Σελ. 199(α)
Τεύχος 560- Σελ. 17
Άρθρον 14.
Καθήκοντα Γραμματέως Ανακριτού.
Ο παρά τω Ανακριτή υπηρετών Γραμματεύς:
α)Συμπράττει εις τας συντασσομένας ενώπιον του Ανακριτου εκθέσεις και ετέρας, κατά νόμον, πράξεις.
β)Διεξάγει και διεκπεραιώνει την αλληλογραφίαν του Ανακριτικού Γραφείου.
γ)Μεριμνά δια την φύλαξιν, ασφαλή διακίνησιν και την αποχρέωσιν των διογραφιών του Ανακριτικού Γραφείου ως και των πειστηρίων τούτων.
δ)Συντάσσει τας σχετικάς καταστάσεις κινήσεως Δικογραφιών και τηρεί τα εν άρθρω 28 καθοριζόμενα βιβλία.
Άρθρον 15.
Καθήκοντα Αρχειοφύλακος.
1.Ο παρ’ εκάστω Στρατιωτικώ Δικαστηρίω τοποθετούμενος Αρχειοφύλαξ τελεί υπό τας αμέσους διαταγάς του Προέδρου, δι’ ου και διεξάγει την όλην του Γραφείου του αλληλογραφίαν. Παρά τω Γραφείω τούτου τοποθετούνται υπό του Προέδρου είς ή πλείονες Γραμματείς ή υπάλληλοι. Ο κατά βαθμόν ανώτερος ή αρχαιότερος τούτων, αναπληροί τον Αρχειοφύλακα απόντα ή κωλυόμενον.
2.Ο Αρχειοφύλαξ εκάστου Στρατιωτικού Δικαστηρίου έχει επί πλέον τας κάτωθι αρμοδιότητας:
α)Παραλαμβάνει παρά του Γραμματέως, εντός του μηνός Ιανουαρίου εκάστου έτους, βιβλιοδετημένα, τα πρακτικά και τας αποφάσεις του Δικαστηρίου, μετά των οικείων δικογραφιών, την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, τας εγκυκλίους των Υπουργείων και τα λοιπά έντυπα του προηγουμένου έτους και μεριμνά δια την τοποθέτησιν και φύλαξίν των εις το Αρχείον.
β)Παραλαμβάνεει παρά του Επιτρόπου, δια του Γραμματέως, παν πειστήριον, αφορών υπόθεσιν εκδικασθείσαν αμετακλήτως, επιφυλασσομένης και της περιπτώσεως του εδαφίου ε΄ της παρ. 2 του άρθρου 12 του παρόντος. Των ούτω παραδιδομένων αυτώ αντικειμένων έχει ο Αρχειοφύλαξ την φύλαξιν και επιμελείται δια την ταξινόμησιν και συντήρησίν των, μέχρι της κατά νόμον διαθέσεώς των, καταγράφων ταύτα λεπτομερώς εις ιδιαίτερον, επί τούτω τηρούμενον βιβλίον.
γ)Έχει ωσαύτως την φύλαξιν και συντήρησιν των επίπλων και παντός εν γένει αντικειμένου ανήκοντος εις το Κατάστημα, εξαιρέσει της βιβλιοθήκης, καταγράφων λεπτομερώς ταύτα εις το επί τούτω τηρούμενον βιβλίον.
δ)Χορηγεί, εφ’ όσον συντρέχει νόμιμος περίπτωσις, εγκρίσει του Προέδρου, κατόπιν αιτήσεως των ενδιαφερομένων, κεκευρωμένα αντίγραφα των εις το Αρχείον ευρισκομένων αποφάσεων και λοιπών εγγράφων, ευθυνόμενος δια την προς τα πρωτότυπα ακρίβειάν των, παραδίδει, επί επιστροφή, προς τας τυχόν αιτούσας, τα πρωτότυπα τούτων, Αρχάς, αλλά μόνον κατόπιν δικαστικής αποφάσεως ή διαταγής του Προέδρου και επί αποδείξει.
ε)Τηρεί τα εν άρθρω 29 καθοριζόμενα βιβλία.
ζ)Παραδίδει, βάσει καταστάσεως, κατά το πρώτον 15νθήμερον του μηνός Ιανουαρίου εκάστου έτους, τας προς καταστροφήν δικογραφίας εις τον Γραμματέα του Δικαστηρίου.


Σελ. 200(α)
Τεύχος 560-Σελ. 18

Άρθρον 16.
Διαχείρισις Γραφικής Ύλης των Δικαστηρίων.
1.Την δαπάνην δια την αναγκαίαν γραφική ύλην εκάστου Στρατιωτικού Δικαστηρίου διαχειρίζεται ο Γραμματεύς του Δικαστηρίου, υπό την εποπτείαν Δικαστικού Συμβούλου, οριζομένου υπό του Προέδρου.
2.Η κεκανονισμένη δια την γραφική ύλην επιχορήγησις διατίθεται αποκλειστικώς δια την προμήθειαν των, δια την υπηρεσίαν του Δικαστηρίου, απαιτουμένων γραφικών υλών.
3.Πάσα δαπάνη δια γραφική ύλην πρέπει να βεβαιούται δι’ αποδείξεως του χορηγητού, αντιστοίχου είδους, φερούσης την υπογραφήν αυτού. Η απόδειξις αύτη δέον επί πλέον να φέρη την χρονολογίαν και τον τόπον πληρωμής, κάτωθι δε αυτής την παρά του επόπτου Συμβούλου και του Γραμματέως βεβαίωσιν, περί της ακριβείας του περιεχομένου της.
Άρθρον 17.
Έλεγχος της Διαχειρίσεως.
1.Εντός του πρώτου δεκαημέρου του μηνός Ιανουαρίου εκάστου έτους, ο Γραμματεύς συντάσσει κατάστασιν περί της κατά το παρελθόν έτος γενομένης διαχειρίσεως, της δια την γραφικήν ύλην επιχορηγήσεως, αναγράφων εν αυτή την χρονολογίαν και το ποσόν της δι’ εκάστην αγοράν δαπάνης, το ληφθέν, έναντι αυτής, είδος και το ποσόν αυτού, ως και το ονοματεπώνυμον του χορηγητού.
2.Η κατάστασις αύτη, φέρουσα συνημμένως και τας αντιστοίχους αποδείξεις προσυπογεγραμμένας υπό του Γραμματέως και του Επόπτου Συμβούλου, υποβάλλεται υπό του Γραμματέως εις τον Πρόεδρον του Δικαστηρίου, όστις συγκροτεί εξελεγκτικήν Επιτροπήν εξ αυτού, ως Προέδρου, και δύο μελών εκ των παρά τω Δικαστηρίω υπηρετούντων Συμβούλων, εξαιρουμένου του επόπτου.
3.Η επιτροπή αύτη ελέγχει την ενιαύσιον Διαχείρισιν και ή εγκρίνει εν συνόλω ταύτην, ως καλώς έχουσαν, ή δεν εγκρίνει, εν όλω ή εν μέρει, ότε την μη εγκρινομένην δαπάνην καταλογίζει εις βάρος του υπαιτίου επόπτου Συμβούλου ή του Γραμματέως ή και αμφοτέρων, εάν αμέσως προκύπτη εις τίνος υπαιτιότητα οφείλεται το αδικαιολόγητον της μη εγκρινομένης δαπάνης. Εάν τούτο δεν προκύπτει αμέσως, ο Πρόεδρος διατάσσει την παρ’ ενός μέλους της εξελεγκτικής Επιτροπής διενέργειαν διοικητικής εξετάσεως, μεθ’ ην η επιτροπή καταλογίζει την δαπάνην, εις βάρος του καταδειχθέντος υπαιτίου, δια συμπληρωματικής πράξεως.
4.Αντίγραφον της καταλογιστικής πράξεως της Επιτροπής υποβάλλεται, υπό του Προέδρου, εις την αρμοδίαν Υπηρεσίαν ίνα διατάξη την εκ των αποδοχών του υπαιτίου κράτησιν του καταλογιζομένου εις βάρος του ποσού, υπέρ του Δημοσίου. Αντίγραφον της εκτελεστική πράξεως και της καταλογιστικής τοιαύτης κοινοποιείται πάντοτε, υπό του Προέδρου του Δικαστηρίου, εις τον Επόπτην Σύμβουλον και τον Γραμματέα, των πρωτοτύπων φυλασσομένων παρ’ αυτού εν τω εμπιστευτικώ αρχείω.
5.Εν περιπτώσει υπάρξεως και βαρυτέρων ευθυνών ο Πρόεδρος ενεργεί τα νόμιμα.

Άρθρον 18.
Παρουσίασις Προσωπικού.
Οι παρά τοις Στρατιωτικοίς Δικαστηρίοις τοποθετούμενοι Επίτροποι, Ανακριταί και ο Γραμματεύς του Δικαστηρίου, παρουσιάζονται απ’ ευθείας εις τον Πρόεδρον του Δικαστηρίου ή συντρεχούσης περιπτώσεως εις τον νόμιμον αυτού αναπληρωτήν. Οι Αντεπίτροποι παρουσιάζονται εις τον Επίτροπον και δι’ αυτού εις τον Πρόεδρον. Οι λοιποί Γραμματείς, ο Αρχειοφύλαξ και το Πολιτικόν Προσωπικόν παρουσιάζονται εις τον Γραμματέα του Δικαστηρίου και δι’ αυτού εις τον Πρόεδρον.
Άρθρον 19.
Χρόνος Εργασίας Προσωπικού.
Άπαν το προσωπικόν των Στρατιωτικών Δικαστηρίων οφείλει να παρευρίσκεται εις τας θέσεις του ανελλιπώς, καθ’ όλας τας εργασίμους ώρας, μη απομακρυνόμενον εξ αυτών άνευ ρητής αδείας των αμέσως προϊσταμένων του. Εν περιπτώσει κωλύματος, αποχρώντως ητιολογημένου, δέον να ειδοποιήται αμελλητί ο άμεσος του κωλυομένου προϊστάμενος ή ο Γραμματεύς του Δικαστηρίου, όστις αναφέρει σχετικώς εις τον Πρόεδρον του Δικαστηρίου.
Άρθρον 20.
Κώλυμα Απουσίας εκ των Συνεδριάσεων
Μελών του Δικαστηρίου.
Παν μέλος Στρατιωτικού Δικαστηρίου κωλυόμενον να παρευρεθή εις την συνεδρίασιν του Δικαστηρίου, οφείλει, επί πειθαρχική ποινή, εκτός των υπό του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικος προβλεπομένων συνεπειών, να ειδοποιήση περί τούτου εγκαίρως, δι’ αναφοράς του, τον Πρόεδρον, ίνα προκληθή αρμοδίως η αντικατάστασίς του. Εάν το κώλυμα αφορά εις τον Πρόεδρον του Δικαστηρίου, ειδοποιεί ούτος εγκαίρως και αρμοδίως δια την αναπλήρωσίν του.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β΄.
ΔΙΚΑΣΤΙΚΑ ΓΡΑΦΕΙΑ
ΤΩΝ ΑΣΚΟΥΝΤΩΝ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗΝ ΔΙΩΞΙΝ
Άρθρον 21.
Προσωπικόν.
1.Παρ’ εκάστω Ασκούντι την ποινικήν δίωξιν, λειτουργεί Δικαστικόν Γραφείον, αποτελούμενον εκ Δικαστικών Συμβούλων κατά τα καθοριζόμενα υπό του Στρατιωτικού Κώδικος, και το αναγκαιούν βοηθητικόν προσωπικόν εκ Δικαστικών Γραμματέων και Πολιτικού Προσωπικού.
2.Ο κατά βαθμόν ανώτερος ή αρχαιότερος των Δικαστικών Συμβούλων τοποθετείται ως Διευθυντής του Δικαστικού Γραφείου. Ούτος κατανέμει αναλόγως εις τους λοιπούς Δικαστικούς Συμβούλους μέρος της εν τω Γραφείω διεξαγωμένης υπηρεσίας, ην ούτοι ενεργούν και εισηγούνται αυτώ.
3.Ο Δ/ντής του Δικαστικού Γραφείου απών, ή κωλυόμενος αναπληρούται υπό του ανωτέρου ή αρχαιοτέρου των παρ’ αυτώ Δικαστικών Συμβούλων και ελλείψει τούτων συμφώνως προς τα υπό του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικος καθοριζόμενα.
4.Οι Διευθύνοντες δικαστικά Γραφεία υπόκεινται εις τας αμέσους διαταγάς των ασκούντων την ποινικήν δίωξιν, προς ους και εισηγούνται τας επιβαλλομένας ενεργείας, επί των πάσης φύσεως ποινικών υποθέσεων μονογραφούντες μετ’ αυτών τα πρωτότυπα σχέδια των διαταγών, εφ’ όσον είναι σύμφωνα προς τας εισηγήσεις των, άλλως δεν μονογράφουν ταύτα.
Άρθρον 22.
Αρμοδιότητες.
1.Τα δικαστικά Γραφεία έχουν τας κάτωθι αρμοδιότητας:
α)Εισηγούνται συμφώνως προς τας κειμένας διατάξεις, υπευθύνως εις τον Ασκούντα την ποινικήν δίωξιν επί πάσης εισερχομένης εις αυτά Ποινικής υποθέσεως.
β)Διατάσσουν την επίδοσιν κλήσεων, κλητηρίων θεσπισμάτων και επικριμάτων, βουλευμάτων και αποφάσεων των τε Κοινών Δικαστηρίων και των Στρατιωτικών Δικαστηρίων και την εκτέλεσιν αυτών, ως και των ενταλμάτων συλλήψεως, φυλακίσεως, βιαίας προσαγωγής και προσωπικής κρατήσεως.
2.Τ’ ανωτέρω έγγραφα διαβιβάζονται εις τα Δικαστικά Γραφεία συμφώνως προς τον Κανονισμόν Εσωτερικής λειτουργίας της Μονάδος ή Υπηρεσίας ης προΐσταται ο οικείος ασκών την ποινικήν Δίωξιν.
3.Εν πάση όμως περιπτώσει δύνανται να εισάγωνται απ’ ευθείας εις τα Δικαστικά Γραφεία:
α)Αι μετά προανάκρισιν ή τακτικήν ανάκρισιν εισερχόμεναι δικογραφίαι.
β)Αι μηνύσεις, εγκλήσεις και άλλα έγγραφα αφορώντα την διάπραξιν εγκλήματος.
γ)Παν έγγραφον σχετικόν προς διενεργουμένην τακτικήν ανάκρισιν ή υπόθεσιν εισαχθείσαν εις δίκην και
δ)Παν έγγραφον αφορών εις ιδίαν του Διευθυντού του Δικαστικού Γραφείου ενέργειαν συμφώνως τη παράγρ. 3 του επομένου άρθρου.
Άρθρον 23.
Ιδιαίτερα καθήκοντα του Διευθυντού
του Δικαστικού Γραφείου.
1.Ο Διευθύνων το Δικαστικόν Γραφείον, υπόκειται εις τας αμέσους διαταγάς μόνον του Ασκούντος την ποινικήν δίωξιν παρ’ ω υπηρετεί. Ο Διευθυντής ως και το λοιπόν παρ’ αυτώ προσωπικόν εκτελούν μόνον την δικαστικήν και λοιπήν νομικήν υπηρεσίαν του Γραφείου.
2.Ο διευθύνων το Δικαστικόν Γραφείον είναι ο άμεσος υπεύθυνος σύμβουλος του ασκούντος την ποινικήν δίωξιν, εισηγούμενος αυτώ με πάσαν επιμέλειαν και ταχύτητα την νόμιμον και κανονικήν ενέργειαν επί παντός θέματος της αρμοδιότητος του Γραφείου του. Επί των πρωτοτύπων των σχεδίων των ούτω προκαλουμένων διαταγών του Ασκούντος την ποινικήν δίωξιν θέτει ούτος την μονογραφήν του, ουδεμιάς, ετέρου προσώπου, προσαπαιτουμένης μονογραφής, εξαιρέσει της περιπτώσεως διορισμού των μελών των Στρατιωτικών Δικαστηρίων περί ης το εδάφιον α΄ του επομένου άρθρου. Ο ασκών την ποινικήν δίωξιν δύναται να μη αποδέχηται τας εισηγήσεις ταύτας του διευθύνοντος το Δικαστικόν Γραφείον, εν τη περιπτώσει όμως ταύτη δικαιούται ο τελευταίος ούτος να μη μονογραφήση το σχετικόν σχέδιον ενεργείας.
3.Ο ασκών την ποινικήν δίωξιν δύναται, δια διαταγής του, να εξουσιοδοτήση τον διευθύνοντα το Δικαστικόν Γραφείον, εφ’ όσον είναι ανώτερος αξιωματικός, όπως ενεργή ούτος, υπογράφων υπό ιδίαν του ευθύνην, τα σχετικά έγγραφα επί των εξής αντικειμένων:
α)Επί αιτήσεως ή παροχής πληροφοριών ή στοιχείων απαιτουμένων δια την μόρφωσιν γνώμης προς λήψιν αποφάσεων, εφ’ οιουδήποτε εκκρεμούς θέματος της αρμοδιότητος του Γραφείου του.
β)Επί παροχής πληροφοριών αρμοδιότητός του προς οιανδήποτε Αρχήν.

(Αντί της σελ. 201) Σελ. 201(α)
Τεύχος 560-Σελ. 19

γ)Επί διαβιβάσεως δικογραφιών και άλλων εγγράφων προς ετέρας αρμοδίας Αρχάς.
δ)Εφ’ οιουδήποτε θέματος τείνοντος προς εκτέλεσιν προϋφισταμένης Δ/γής.
ε)Επί εκτελέσεως αποφάσεων, βουλευμάτων, ενταλμάτων, συλλήψεως, φυλακίσεως, βιαίας προσαγωγής και προσωπικής κρατήσεως των Κοινών Δικαστηρίων κατά κατωτέρων Αξιωματικών, Ανθυπασπιστών και Οπλιτών.
στ)Επί επιδόσεως, εν γένει, κλήσεων, κλητηρίων θεσπισμάτων και επικριμάτων, βουλευμάτων και αποφάσεων των κοινών Ποινικών Δικαστηρίων και των Στρατιωτικών Δικαστηρίων, συντρεχούσης δε περιπτώσεως να εγκρίνη την μετακίνησιν τούτων, ως και των υπό των Ανακριτών κλητευθέντων και εκτός έδρας του Δικαστηρίου διαμενόντων μαρτύρων.
η)Επί συντάξεως εκθέσεων, εγχειρίσεως εγκλήσεων και μηνύσεων.
θ)Επί τεχνικών οδηγιών σχετικών προς τας προανακρίσεις και τας λοιπάς δικαστικάς ενεργείας των Μονάδων και Υπηρεσιών.
Άρθρον 24.
Ειδικά καθήκοντα Διευθυντού Δικαστικού
Γραφείου.
Επί πλέον των εν τω προηγουμένω άρθρω οριζομένων, ο διευθύνων το Δικαστικόν Γραφείον:
α)Μεριμνά δια τον διορισμόν των στρατοδικών, καθ’ εκάστην συνεδρίασιν, του οικείου Στρατιωτικού Δικαστηρίου κατά τας διατάξεις του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικος. Ο διορισμός τούτων ενεργείται δια διαταγής του Ασκούντος την ποινικήν δίωξιν, εξ ονομαστικής καταστάσεως καταλλήλων αξιωματικών του οικείου κλάδου των Ενόπλων Δυνάμεων, προτεινομένων υπό των οικείων Διοικητικών ή Διευθυντών προσωπικού.
Κατ’ εξαίρεσιν το σχέδιον εκάστης τοιαύτης Διαταγής μονογραφείται και υπό του Επιτελάρχου ή του Διευθυντού του Γραφείου προσωπικού της Μονάδος.
β)Καταρτίζει, δια του παρ’ αυτώ Γραμματέως, εντός του πρώτου πενθημέρου εκάστου μηνός, κατάστασιν κινήσεως των δικογραφιών του Γραφείου του, ην υποβάλλει εις τον Επίτροπον του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου και εις την Διεύθυνσιν Δικαστικού του Αρχηγείου Ενόπλων Δυνάμεων.
γ)Καταρτίζει και υποβάλλει, συμφώνως προς τα εκάστοτε ισχύοντα, κατάστασιν κινήσεως και μεταβολών του προσωπικού του Γραφείου του.
δ)Κοινοποιεί εις το Γραφείον προσωπικού της Μονάδος, παρ’ η διατέλει, ονομαστικήν κατάστασιν των εκδοθεισών, κατά μήνα, αποφάσεων του οικείου Δικαστηρίου και διαβιβάζει εις το αυτό Γραφείον ονομαστικήν κατάστασιν των κατ’ αξιωματικών εκκρεμουσών, κατά μήνα, παρ’ αυτώ δικογραφιών.
ε)Ενεργεί επιθεωρήσεις των Φυλακών της δικαιοδοσίας του, συμφώνως προς τον οικείον κανονισμόν, κατόπιν εντολής του ασκούντος την ποινικήν δίωξιν.


Σελ. 202(α)
Τεύχος 560-Σελ. 20

ζ)Ενδιαφέρεται δια παν γενικώτερον θέμα προκύπτον εκ της ενασκήσεως των καθηκόντων του και χρήζον ρυθμίσεως υποβάλλων, εγγράφως ή προφορικώς, προτάσεις εις τας αρμοδίας Υπηρεσίας της Μονάδος δια την υπ’ αυτών πρόκλησιν των σχετικών του Διοικητού.
η)Τηρεί, δια του παρ’ αυτώ Γραμματέως, τα εν άρθρω 30 προβλεπόμενα βιβλία.
Άρθρον 25.
Καθήκοντα Γραμματέων Δικαστικών Γραφείων.
1.Οι παρά τω Δικαστικώ Γραφείω του Ασκούντος την ποινικήν δίωξιν υπηρετούντες Γραμματείς και λοιπόν Στρατιωτικόν και Πολιτικόν προσωπικόν εκτελούν την ανατιθεμένην αυτοίς γραφικήν υπηρεσίαν. Τον Γραμματέα απόντα ή κωλυόμενον αναπληροί ο αρχαιότερος των εν τω Δικαστικώ Γραφείω υπηρετούντων τη εντολή του Διευθυντού.
2.Ο Γραμματεύς του Δικαστικού Γραφείου ωσαύτως:
α)Διενεργεί δια του Διευθυντού την εν γένει αλληλογραφίαν του Δικαστικού Γραφείου.
β)Συμπράττει εις τα ενώπιον του Διευθυντού ή των υπ’ αύτόν Δικαστικών Συμβούλων συντασσομένας, κατά Νόμον, εκθέσεις και λοιπάς πράξεις.
γ)Μεριμνά δια την ταχείαν και ασφαλή διακίνησιν των δικογραφιών εκ του Δικαστικού Γραφείου προς ετέρας υπηρεσίας.
δ)Είναι υπεύθυνος δια την ασφαλή φύλαξιν των εν τω Δικαστικώ Γραφείω ευρισκομένων δικογραφιών, των πειστηρίων τούτων, εγγράφων και αρχείου του Δικαστικού Γραφείου.
ε)Φυλάσσει τα απαρτίζοντα την βιβλιοθήκην του Δικαστικού Γραφείου συγγράμματα, Νόμους, περιοδικά και λοιπά βιβλία, υπέχων απάσας τας εν άρθροις 31 και 32 του παρόντος υποχρεώσεις και ευθύνας.
ζ)Συντάσσει και τηρεί τα εν άρθρω 30 του παρόντος καθοριζόμενα βιβλία.

Δεν υπάρχουν σχόλια: