02 Επιμέτρησις της ποινής

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε΄

Επιμέτρησις της ποινής

1.Γενικοί κανόνες Δικαστική επιμέτρησις της ποινής

Άρθρ.79.-1.Εν τη επιμετρήσει της ποινής εντός των υπό του νόμου διαγραφομένων ορίων το δικαστήριον λαμβάνει υπ’ όψιν αφ’ ενός μεν την βαρύτητα του τελεσθέντος εγκλήματος, αφ’ ετέρου δε την προσωπικότητα του εγκληματίου. Δια την εκτίμησιν της βαρύτητος του εγκλήματος το δικαστήριον αποβλέπει: α)εις την επελθούσαν εκ του εγκλήματος βλάβην ή τον εκ τούτου προκληθέντα κίνδυνον. β)εις την φύσιν, το είδος και το αντικείμενον του εγκλήματος, καθώς επίσης εις πάσας τας συνοδεύουσας την προπαρασκευήν ή τέλεσιν αυτού περιστάσεις χρόνου, τόπου, μέσων και τρόπου. γ)εις την έντασιν του δόλου ή τον βαθμόν της αμελείας του υπαιτίου. 3.Εν τη εκτιμήσει της προσωπικότητος του εγκληματίου το δικαστήριον αποβλέπει ιδία εις τον βαθμόν της εν τη πράξει εκ δηλουμένης εγκληματικής διαθέσεως του υπαιτίου και προς ακριβή διάγνωσιν τούτου: α)εις τα αίτια εξ ων ωρμήθη προς τέλεσιν του εγκλήματος, την δοθείσαν αφορμήν και τον σκοπόν, ον επεδίωξε. β)εις τον χαρακτήρα αυτού και τον βαθμόν της αναπτύξεώς του. γ)εις τας ατομικάς και κοινωνικάς περιστάσεις και τον πρότερον βίον αυτού, δ)εις την κατά και μετά την πράξιν διαγωγήν αυτού. ιδία δε εις την επιδειχθείσαν μετάνοιαν και την προθυμίαν προς ανόρθωσιν των συνεπειών της πράξεώς του. 4.Εν τη αποφάσει γίνεται ρητή μνεία των λόγων, οίτινες δικαιολογούσι την περί της καταγνωσθείσης ποινής κρίσιν του δικαστηρίου. Επιμέτρησις των ποινών εις χρήμα Άρθρ.80.-1.Εν τη επιμετρήσει της χρηματικής ποινής και του προστίμου λαμβάνονται υπ’ όψιν και οι οικονομικοί όροι τόσον του καταδικασθέντος όσον και των εις βάρος αυτού μελών της οικογενείας του. 2.Εν αις περιπτώσεσιν ο νόμος απειλεί διαζευκικώς ποινήν στερητικήν της ελευθερίας ή χρηματικήν ποινήν ή πρόστιμον το δικαστήριον δύναται να καταγνώση αμφοτέρας τας ποινάς, εάν κρίνη ότι η ετέρα μόνον των ποινών δεν επαρκεί, ίνα αποτρέψη τον υπαίτιον από της τελέσεως άλλων αξιοποίνων πράξεων. Έγκλημα εκ φιλοκερδείας Άρθρ.81.-1.Οσάκις το έγκλημα επήγασεν εξ αιτίων προσπορίσεως κέρδους, το δικαστήριον δύναται προς τη στερητική της ελευθερίας, ποινή να καταγνώση και χρηματικήν ποινήν ή πρόστιμον έστω και αν εν τω νόμω δεν προβλέπεται δια το τελεσθέν έγκλημα ποινή εις χρήμα. 2.Οσάκις εν τω νόμω προβλέπεται δια το τελεσθέν έγκλημα μόνον χρηματική ποινή ή πρόστιμον, το δικαστήριον δύναται, συντρεχόντων των εν τη παρ. 1 αιτίων, να καταγνώση τοιαύτην ηυξημένην μέχρι του τριπλασίου του δια το έγκλημα τούτο προβλεπομένου ανωτάτου ορίου ποινής. Μετατροπή των περιοριστικών της ελευθερίας ποινών Άρθρ.82.-«1.Η περιοριστική της ελευθερίας ποινή που δεν υπερβαίνει το ένα έτος μετατρέπεται σε χρηματική ποινή ή πρόστιμο». Η παρ. 1 αντικαταστάθηκε ως άνω από την περίπτ. α΄ παρ. 3 άρθρ. 1 Νόμ. 2408/31 Μαΐου – 4 Ιουν. 1996 (ΦΕΚ Α΄ 104) (διόρθ. σφαλμ. στο ΦΕΚ Α΄ 158/11-7-1996), κατωτ. αριθ. 32. 2.«Η περιοριστική της ελευθερίας ποινή που είναι μεγαλύτερη από ένα έτος και δεν υπερβαίνει τα δύο μετατρέπεται σε χρηματική, εκτός και αν ο δράστης είναι υπότροπος και το δικαστήριο με ειδικά αιτιολογημένη απόφασή του κρίνει ότι απαιτείται η μη μετατροπή της για να αποτραπεί ο δράστης από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων». Το πρώτο μέσα σε «» εδάφιον αντικαταστάθηκε ως άνω από την περίπτ. β΄ παρ. 3 άρθρ. 1 Νόμ. 2408/31 Μαΐου –4 Ιουν. 1996 (ΦΕΚ Α΄ 104) (διόρθ. σφαλμ. στο ΦΕΚ Α΄ 158/11-7-1996), κατωτ. αριθ. 32. «Σε ποινές φυλάκισης άνω των δύο ετών, αν έχει εκτιθεί με οποιονδήποτε τρόπο το ήμισυ της ποινής και το προς έκτιση υπόλοιπο δεν υπερβαίνει τα δύο έτη, το τριμελές πλημμελειοδικείο του τόπου κράτησης ύστερα από αίτηση του καταδίκου μετατρέπει τούτο σε χρηματική ποινή, εκτός αν με ειδική αιτιολογία κρίνει από την εν γένει συμπεριφορά του καταδίκου κατά το χρόνο έκτισης της ποινής ότι η χρηματική ποινή δεν αρκεί για να αποτραπεί ο κατάδικος από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων. Κατά της αποφάσεως ο κατάδικος μπορεί να ασκήσει έφεση. Κατά τα λοιπά εφαρμόζεται η παρ. 5 του παρόντος». Τα μέσα σε « » εδάφια, που είχαν προστεθεί από την παρ. 2 άρθ. 1 Νόμ. 2145/1993 (ΦΕΚ Α΄ 88), αντικαταστάθηκαν ως άνω από το εδαφ. α΄ της παρ. 1 άρθρ. 1 Νόμ. 2207/1994, (ΦΕΚ Α΄ 65), κατωτ. αριθ. 30. (Μετά τη σελ. 30,02(β) Σελ.30,03 Τεύχος Σελ. «Η περιοριστική της ελευθερίας ποινή που είναι μεγαλύτερη από δύο έτη και δεν υπερβαίνει τα τρία, μπορεί, με απόφαση του δικαστηρίου ειδικά αιτιολογημένη, να μετατραπεί σε χρηματική, αν το δικαστήριο κρίνει ότι η μετατροπή αρκεί για να αποτρέψει το δράστη από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων». Το μέσα σε «» νέο εδάφιο προστέθηκε από την παρ. 1 άρθρ. 13 Νόμ. 2721/3-3 Ιουν. 1999 (ΦΕΚ Α΄ 112), κατωτ. αριθ. 38. Επίσης με την παρ. 2 του ιδίου άρθρου ορίστηκε ότι: «Κατηγορούμενοι που έχουν εις βάρος τους καταδικαστικές αποφάσεις με ποινές φυλάκισης από δύο έως τρία έτη, μπορούν, με αίτησή τους απευθυνόμενη προς το δικαστήριο που τις επέβαλε, να ζητήσουν τη μετατροπή τους σε χρηματική με τις προϋποθέσεις της προηγούμενης παραγράφου». 3.Το ποσό της μετατροπής καθορίζεται με ειδικά αιτιολογημένη απόφαση, αφού ληφθεί υπόψη η οικονομική κατάσταση του καταδικασμένου. Κάθε ημέρα φυλάκισης υπολογίζεται σε ποσό χιλίων έως είκοσι χιλιάδων δραχμών και κάθε ημέρα κράτησης σε ποσό πεντακοσίων έως πέντε χιλιάδων δραχμών. Αν ο καταδικασμένος αδυνατεί λόγω της οικονομικής του κατάστασης να καταβάλει το κατώτατο όριο της μετατροπής και το έγκλημα δεν οφείλεται σε φιλοκέρδεια, το δικαστήριο μπορεί, με ειδικά αιτιολογημένη απόφασή του, να μειώσει το ποσό της μετατροπής μέχρι του ενός τρίτου του κατώτατου ορίου. Με την 134423α/8 Δεκ. 1992-20 Ιαν. 1993 απ. Υπ. Οικον. και Δικ/νης (ΦΕΚ Β΄ 11) που ισχύει ένα μήνα μετά τη δημοσίευσή της, αναπροσαρμόστηκε το ποσό της μετατροπής των στερητικών της ελευθερίας ποινών ως εξής: «κάθε μέρα φυλακίσεως υπολογίζεται σε χίλιες πεντακόσιες έως είκοσι χιλιάδες δραχμές» αντί χίλιες έως είκοσι χιλιάδες δραχμές, που ίσχυε μέχρι σήμερα και «κάθε ημέρα κρατήσεως υπολογίζεται σε επτακόσιες έως πέντε χιλιάδες δραχμές» αντί πεντακόσιες έως πέντε χιλιάδες δραχμές, που ίσχυε μέχρι σήμερα. Με την με αριθ.58554/19-28 Ιουν. 2006 απόφ. Υπ. Οικονομίας και Οικονομικών και Σελ. 30,04 Τεύχος Σελ. Δικ/νης (ΦΕΚ Β΄ 776), που ισχύει ένα μήνα μετά τη δημοσίευσή της, αναπροσαρμόστηκε το πόσο της μετατροπής των στερητικών της ελευθερίας ποινών ως εξής: «κάθε ημέρα φυλάκισης υπολογίζεται σε πέντε (5,00) Ευρώ έως πενήντα εννέα (59,00) Ευρώ» αντί τέσσερα και σαράντα (4,40) Ευρώ έως πενήντα εννέα (59,00) Ευρώ, που ίσχυε μέχρι σήμερα και «κάθε ημέρα κράτησης υπολογίζεται σε τρία (3,00) Ευρώ έως δέκα πέντε (15,00) Ευρώ» αντί δύο και δέκα (2,10) Ευρώ, έως δέκα πέντε (15,00) Ευρώ που ίσχυε μέχρι σήμερα. 4.Με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης και Οικονομικών μπορεί να αυξομειώνονται τα προβλεπόμενα στην παρ. 3 ποσά μετατροπής των περιοριστικών της ελευθερίας ποινών. «5.Σε περίπτωση μετατροπής της στερητικής της ελευθερίας ποινής σε χρηματική ποινή ή πρόστιμο, η αρχική ποινή εκτελείται, μέχρι να καταβληθεί στο δημόσιο ταμείο ολόκληρο το ποσό της μετατροπής. «Με διάταξη όμως του εισαγγελέα πλημμελειοδικών που εκδίδεται μετά από αίτηση εκείνου που καταδικάσθηκε, μπορεί να επιτραπεί σε αυτόν η καταβολή του ποσού της μετατροπής εφάπαξ ή σε δόσεις μέσα σε δύο έτη από την καταδίκη. Η ρύθμιση αυτή γίνεται εφόσον εκείνος που καταδικάσθηκε: α)βρίσκεται σε πρόδηλη και απόλυτη οικονομική αδυναμία, β)από την εκπαίδευσή του, τις επαγγελματικές του δυνατότητες και τα στοιχεία της πρσωπικότητάς του γενικά πιθανολογείται ότι θα ανταποκριθεί στην υποχρέωση καταβολή και γ)έχει προηγουμένως ζητήσει τη μετατροπή της ποινής του σε παροχή κοινωφελούς εργασίας, αλλά το δικαστήριο έκρινε ότι η παροχή τέτοιας εργασίας από το συγκεκριμένο δεν είναι εφικτή για λόγους ανεξάρτητους από τη βούλησή του. Με την ίδια διάταξη αναστέλλεται η έκτιση της ποινής και μπορεί να επιβάλλονται περιοριστικοί όροι, εφόσον αυτοί είναι απολύτως αναγκαίοι και ανάλογοι προς το ύψος της ποινής, την επαγγελματική δραστηριότητα και την προσωπικότητα εκείνου που καταδικάσθηκε. Αν εκείνος που καταδικάσθηκε δεν τηρεί τις προθεσμίες που τάχθηκαν για την καταβολή του ποσού της μετατροπή ή των δόσεών του ή αν δεν συμμορφώνεται με τους περιοριστικούς όρους που του επιβλήθηκαν, η αναστολή που χορηγήθηκε ανακαλείται με όμοια διάταξη και διατάσσεται η εκτέλεση της ποινής. Αν εκείνος που καταδικάσθηκε δεν μπορεί, λόγω παράτασης της οικονομικής του αδυναμίας που δεν οφείλεται σε υπαιτιότητά του, να τηρήσει προθεσμία που του τάχθηκε για την καταβολή του ποσού της μετατροπής ή δόσης του, μπορεί με αιτήσή του που υποβάλλεται στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών πριν τη λήξη της προθεσμίας να ζητήσει μόνο μία φορά την παράτασή της το πολύ για έξι μήνες. Οι διατάξεις του εισαγγελέα πλημμελειοδικών που εκδίδονται κατά την παρούσα παράγραφο ανακοινώνονται στον εισαγγελέα έκτισης της ποινής. Κατά των διατάξεων αυτών χωρεί προσφυγή ενώπιον του εισαγγελέα εφετών». Τα μέσα σε « » δεύτερο έως και το τελευταίο εδάφια αντικαταστάθηκαν ως άνω από την περίπτ. γ΄ παρ. 3 άρθρ. 1 Νόμ. 2408/31 Μαΐου-4 Ιουλ. 1996 (ΦΕΚ Α΄ 104) (διόρθ. σφαλμ. στο ΦΕΚ Α΄ 158/11-7-96), κατωτ. αριθ. 32. Η παρ. 5 αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ. 3 άρθρ. 1 Νόμ. 2145/28-28 Μαΐου 1993 (ΦΕΚ Α΄ 88), κατωτ. αριθ. 28. (Αντί για τη σελ.31(ξβ) Σελ. 31(ξγ)





Τεύχος Σελ.



«6.Η περιοριστική της ελευθερίας ποινή που είναι μεγαλύτερη από ένα μήνα και έχει μετατραπεί σε χρηματική ποινή ή πρόστιμο μετατρέπεται περαιτέρω σε ποινή παροχής κοινωφελούς εργασίας, αν το ζητεί ή το αποδέχεται εκείνος που καταδικάσθηκε και εφόσον η παροχή τέτοιας εργασίας από το συγκεκριμένο καταδικασμένο είναι εφικτή. Η περιοριστική της ελευθερίας ποινή που είναι μεγαλύτερη από δύο έτη και δεν υπερβαίνει τα τρία μπορεί να μετατρέπεται σε ποινή παροχής κοινωφελούς εργασίας, αν το ζητεί ή το αποδέχεται εκείνος που καταδικάσθηκε και εφόσον η παροχή τέτοιας εργασίας από το συγκεκριμένο καταδικασμένο είναι εφικτή».
Η παρ. 6 αντικαταστάθηκε ως άνω από την περίπτ. δ΄ παρ. 3 άρθρ. 1 Νόμ. 2408/31 Μαΐου –4 Ιουν. 1996 (ΦΕΚ Α΄ 104) (διόρθ. σφαλμ. στο ΦΕΚ Α΄ 158/11-7-996), κατωτ. αριθ. 32.
7.Αν το δικαστήριο αποφασίσει τη μετατροπή της ποινής φυλακίσεως σε παροχή κοινωφελούς εργασίας κατά τα οριζόμενα στην προηγούμενη παράγραφο, καθορίζει συγχρόνως στην απόφασή του και τον αριθμό των ωρών κοινωφελούς εργασίας, που αντιστοιχούν σε κάθε ημέρα φυλακίσεως. Κάθε ημέρα φυλακίσεως μετατρέπεται σε παροχή κοινωφελούς εργασίας τεσσάρων ωρών, το δικαστήριο όμως, λαμβάνοντας υπόψη τις προσωπικές συνθήκες του καταδικασμένου, μπορεί να περιορίσει την κοινωφελή εργασία μέχρι δύο ή να την αυξήσει έως έξι ώρες για κάθε ημέρα ποινής φυλακίσεως. Ο εισαγγελέας εκτελέσεως της ποινής ορίζει αμέσως, ευθύς ως καταστεί εκτελεστή η ποινή, με διάταξή του την υπηρεσία, τον οργανισμό ή το πρόσωπο, προς το οποίο θα παρασχεθεί η κοινωφελής εργασία και το χρόνο παροχής της. Ο χρόνος αυτός ορίζεται εντός διαστήματος που αρχίζει από την επομένη της ημερομηνίας κατά την οποία γίνεται εκτελεστή η απόφαση και λήγει σε χρόνο που δεν μπορεί να υπερβεί το τριπλάσιο της διάρκειας της ποινής που του επιβλήθηκε.
8.Η κοινωφελής εργασία παρέχεται χωρίς αμοιβή σε υπηρεσίες του κράτους, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, των νομικών προσώπων του δημόσιου τομέα ή σε μη κερδοσκοπικά κοινωφελή νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου ή και άλλα, τα οποία ορίζονται με την υπουργική απόφαση του τελευταίου εδαφίου. Μπορεί επίσης να αφορά και σε παροχή υπηρεσιών προς τον παθόντα, αν κατέστη ανάπηρος και συμφωνούν ο καταδικασμένος και ο παθών. Την εκτέλεση της κοινωφελούς εργασίας επιβλέπει επιμελητής κοινωνικής αρωγής, εκτός αν το δικαστήριο διατάξει διαφορετικά.
«Έως ότου οργανωθεί το σώμα των επιμελητών κοινωνικής αρωγής ή αν στον τόπο παροχής της κοινωφελούς εργασίας δεν υπάρχει επαρκής αριθμός επιμελητών ή αν η συγκεκριμένη κοινωφελής εργασία δεν έχει ανάγκη επίβλεψης από ειδικό επιμελητή, η επίβλεψη της εκτέλεσης της κοινωφελούς εργασίας ανατίθεται σε όργανα της διοίκησης, μέλη συλλογικών οργάνων ή σε υπαλλήλους των υπηρεσιών ή των νομικών
προσώπων στα οποία παρέχεται η εργασία υπό την εποπτεία του εισαγγελέα πλημμελειοδικών του τόπου παροχής της εργασίας». Με απόφαση του Υπουργούν Δικαιοσύνης και των τυχόν άλλων συναρμόδιων υπουργών καθορίζονται η οργάνωση της παροχής κοινωφελούς εργασίας, η διαδικασία επιλογής, ανάθεσης και επίβλεψης της σχετικής εργασίας και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια.
Το νέο μέσα σε « » εδάφιο προστέθηκε από την περίπτ. ε παρ. 3 άρθρ. 1 Νόμ. 2408/31 Μαΐου- 4 Ιουν. 1996 (ΦΕΚ Α΄ 104) (διόρθ. σφαλμ. στο ΦΕΚ Α΄ 158/11-7-1996), κατωτ. αριθ. 32.
9.«Αν από υπαιτιότητα εκείνου που καταδικάσθηκε η εργασία παρέχεται ελλιπώς ή πλημμελώς, παύει να ισχύει η μετατροπή της ποινής σε ποινή παροχής κοινωφελούς εργασίας».
Το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση μπορεί σ’ αυτήν την περίπτωση, μετά από αίτηση του καταδικασθέντα, να μετατρέψει την ποινή σε χρηματική.
Το πρώτο μέσα σε « » εδάφιο αντικαταστάθηκε ως άνω από την περίπτ. στ΄ παρ. 3 άρθρ. 1 Νόμ. 2408/31 Μαΐου-4 Ιουλ. 1996 (ΦΕΚ Α΄ 104) (διόρθ. σφαλμ. στο ΦΕΚ Α΄ 158/11-7-1996), κατωτ. αριθ. 32.
Σε κάθε περίπτωση παράβασης ο επιμελητής κοινωνικής αρωγής ενημερώνει σχετικώς με έγγραφό του τον αρμόδιο εισαγγελέα, ο οποίος μπορεί να ερευνά και αυτεπαγγέλτως κάθε φορά αν η εργασία εκτελείται.
«Αν ο εισαγγελέας ύστερα από ακρόαση εκείνου που καταδικάσθηκε διαπιστώσει ότι αυτός παρέχει από υπαιτιότητά του ελλιπή η πλημμελή εργασία, διατάσσει την εκτέλεση της περιοριστικής της ελευθερίας ποινής ή της χρηματικής ποινής ή του προστίμου».
Το τέταρτο μέσα σε « » εδάφιο αντικαταστάθηκε ως άνω από την περίπτ. ζ΄ παρ. 3 άρθρ. 1 Νόμ. 2408/31 Μαΐου - 4 Ιουν. 1996 (ΦΕΚ Α΄ 104) (διόρθ. σφαλμ. στο ΦΕΚ Α΄ 158/11-7-1996), κατωτ. αριθ. 32.
Κατά της διατάξεως του εισαγγελέα επιτρέπεται προσφυγή στον καταδικασμένο εντός δέκα ημερών από της εκτελέσεως της, με δήλωσή του στο
γραμματέα της εισαγγελίας του τόπου παροχής
της εργασίας ή στο διευθυντή των φυλακών,
ο οποίος τη διαβιβάζει αμέσως στον αρμόδιο
εισαγγελέα. Η προσφυγή απευθύνεται








(Αντί για τη σελ. 32,001(α) Σελ. 32,001(β)
Τεύχος 1256-Σελ. 85
στο τριμελές πλημμελειοδικείο του τόπου παροχής της εργασίας, δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα, είναι απαράδεκτη «εάν ο προσφεύγων δεν υποβληθεί στην εκτέλεση της περιοριστικής της ελευθερίας ποινής ή της χρηματικής ποινής ή του προστίμου» και εισάγεται για συζήτηση κατά την πρώτη μετά την υποβολή της δικάσιμο, κατά την οποία προσάγεται ο προσφεύγων χωρίς κλήτευση. Αναβολή της συζητήσεως επιτρέπεται μόνο μία φορά σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρ. 349 Κ.Π.Δ.σε ρητή δικάσιμο χωρίς κλήτευση του προσφεύγοντος. Σε περίπτωση αναβολής το δικαστήριο μπορεί να διατάξει αναστολή εκτελέσεως της διατάξεως του εισαγγελέα μέχρι να εκδοθεί απόφαση για την προσφυγή. Αν ο προσφεύγων δεν εμφανισθεί, η προσφυγή απορρίπτεται ως ανυποστήρικτη. Σε κάθε περίπτωση το δικαστήριο αποφαίνεται αμετάκλητα, επιτρέπεται όμως αίτηση ακυρώσεως για μία φορά, εφαρμοζομένων αναλόγως των διατάξεων του άρθρ. 341 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
Η μέσα σε « » φράση του έκτου εδαφίου αντικαταστάθηκε ως άνω από την περίπτ. η παρ. 3 άρθρ. 1 Νόμ. 2408/31 Μαΐου- 4 Ιουν. 1996 (ΦΕΚ Α΄ 104) (διόρθ. σφαλμ. στο ΦΕΚ Α΄ 158/11-7-1996), κατωτ. αριθ. 32.
10.Η περιοριστική της ελευθερίας ποινή, που μετατράπηκε σε χρηματική ή πρόστιμο ή σε παροχή κοινωφελούς εργασίας, διατηρεί το χαρακτήρα της περιοριστικής της ελευθερίας ποινής και μετά τη μερική ή ολική απότιση της κατά μετατροπή ποινής. Αποκλείεται όμως η συγχώνευση ποινής που μετατράπηκε και αποτίθηκε, είτε με την καταβολή του ποσού της μετατροπής είτε με παροχή κοινωφελούς εργασίας, με ποινή περιοριστική της ελευθερίας, που δεν υπόκειται σε μετατροπή ή δεν μετατράπηκε.
«11.Η μετατροπή κατά τις προηγούμενες παραγράφους αποκλείεται στις περιπτώσεις καταδίκης για έγκλημα εμπορίας ναρκωτικών ή για έγκλημα που προβλέπεται από τις διατάξεις του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα, Διατάξεις του Ποινικού Κώδικα ή ειδικών ποινικών νόμων, που αποκλείουν ή ρυθμίζουν με άλλο τρόπο τη μετατροπή των στερητικών της ελευθερίας ποινών σε χρηματικές ή πρόστιμα ή καθορίζουν άλλως την έννοια της μετατροπής καταργούνται με την επιφύλαξη του προηγούμενου εδαφίου».
Η παρ. 11, αντικαταστάθηκε και πάλι ως άνω από το εδάφ. β΄ της παρ. 1 άρθρ. 1 Νόμ. 2207/1994, (ΦΕΚ Α΄ 65), κατωτ. αριθ. 30.
Το άρθρ. 82, όπως είχε αντικατασταθεί από το άρθρ. 1 του Νόμ. 1419/1984, (ΦΕΚ Α΄ 28) κατωτ. αριθ. 25, αντικαταστάθηκε ως άνω από το άρθρ. 2 του Νόμ. 1941/18-18 Μαρτ. 1991 (ΦΕΚ Α΄ 41), Τόμ 6Β, σελ. 667. Βλέπε σχετικά και τις μεταβατικές διατάξεις των παρ. 1, 3 (για την έναρξη ισχύος των παρ. 6, 7, 8 (εδάφ. α΄ και γ΄) και 9 του άρθρ. 82 και του άρθρ. 104α Π. Κ) και 4 του άρθρ. 29 του άνω Νόμ. 1941/1991.

Σελ. 32,002(β)
Τεύχος 1256-Σελ. 86
«12.Η εφαρμογή του άρθρου αυτού δεν προϋποθέτει αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση».
Η παρ. 12 προστέθηκε από την περίπτ. θ΄ παρ. 3 άρθρ. 1 Νόμ. 2408/31 Μαΐου-4 Ιουν. 1996 (ΦΕΚ Α΄ 104) (διόρθ. σφαλμ. στο ΦΕΚ Α΄ 158/11-7-1996), κατωτ. αριθ. 32.
«13.Αν το δικαστήριο παρέλειψε να αποφανθεί περί μετατροπής ποινής στερητικής της ελευθερίας, με αίτησή του στο δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση, αυτός που καταδικάστηκε μπορεί να ζητήσει τη μετατροπή».
Η παρ. 13, προστέθηκε από την παρ. 2 του άρθρ. 2 του Νόμ. 2479/6-6 Μαΐου 1997, (ΦΕΚ Α΄ 67), κατωτ. αριθ. 34.
Για τις απολύσεις που γίνονται κατ’ εφαρμογή του άνω άρθρ. 82 βλέπε και παρ. 4, 5 και 6 άρθρ. 1 Νόμ. 2145/93, κατωτ. αριθ. 28.
Λόγοι μειώσεως της ποινής
Άρθρ.83.-Όπου εν τω γενικώ μέρει προβλέπεται ποινή ηλαττωμένη άνευ άλλου τινός προσδιορισμού η επιβλητέα ποινή επιμετρείται ως ακολούθως: α)Αντί της ποινής του θανάτου ή της ισοβίου καθείρξεως καταγιγνώσκεται πρόσκαιρος κάθειρξις τουλάχιστον δέκα ετών. β)αντί της ποινής της καθείρξεως ανωτέρας των δέκα ετών καταγιγνώσκεται, κάθειρξις μέχρι δώδεκα ετών ή φυλάκισις τουλάχιστον δύο ετών. γ)αντί της ποινής της καθείρξεως μέχρι δέκα ετών καταγιγνώσκεται κάθειρξις μέχρι εξ ετών ή φυλάκισις τουλάχιστον ενός έτους. δ)εις πάσα άλλην περίπτωσιν η πονή μειούται ελευθέρως υπό του δικαστού μέχρι του ελαχίστου ορίου του είδους της ποινής. ε)εάν εν τω νόμω απειλούνται αθροιστικώς ποινή στερητική της ελευθερίας και ποινή εις χρήμα, δύναται να καταγνωσθή και μόνη η τελευταία αύτη.






Ελαφρυντικαί περιστάσεις
Άρθρ.84.-1.Η ποινή μειούται επίσης κατά το εν τω προηγουμένω άρθρω μέτρον και εν αις περιπτώσεσι το δικαστήριον κρίνει, ότι συντρέχουσιν ελαφρυντικαί περιστάσεις.
2.Ως ελαφρυντικαί περιστάσεις θεωρούνται ιδία: α)το ότι ο υπαίτιος μέχρι του εγκλήματος διήγαγεν έντιμον ατομικόν, οικογενειακόν, επαγγελματικόν και καθόλου κοινωνικόν βίον. β)το ότι ωθήθη εις την πράξιν εξ αιτίων μη ταπεινών ή εκ μεγάλης ενδείας ή υπό την επίδρασιν σοβαράς απειλής ή την επιβολήν προσώπου εις το οποίον ούτος οφείλει υπακοήν ή προς το οποίον τελεί εις σχέσιν εξαρτήσεως. γ)το ότι ωθήθη εις την πράξιν από συμπεριφοράν ανάρμοστον του παθόντος ή παρεσύρθη εξ οργής ή βιαίας θλίψεως προκληθείσης από άδικον κατ’ αυτού πράξιν δ)το ότι επέδειξεν ειλικρινή μετάνοιαν και επεζήτησε να άρη ή να μειώση τας συνεπείας της πράξεώς του και ε)το ότι επί σχετικώς μακρόν διάστημα χρόνου μετά την πράξιν του ο υπαίτιος συμπεριεφέρθη καλώς.
Συρροή λόγων μειώσεως της ποινής
Άρθρ.85.-Οσάκις συντρέχουν πλείονες λόγοι μειώσεως της ποινής κατ’ άρθρ. 83 ή οσάκις συντρέχουν εις ή πλείονες τοιούτοι λόγοι μετά ελαφρυντικών περιστάσεων (άρθρ. 84) εφαρμόζεται μόνον άπαξ η κατά το μέτρον του άρθρ. 83 μείωσις της ποινής, εν τη επιμετρήσει της οποίας λαμβάνονται υπ’ όψιν πάντες οι ως άνω λόγοι και ελαφρυντικαί περιστάσεις.
Επιβολή θανατικής ποινής
Άρθρ.86.-(Καταργήθηκε από το εδάφ. β΄ της παρ. 12 άρθρ. 1 Νόμ. 2207/1194, ΦΕΚ Α΄ 65, κατωτ. αριθ. 30).
Υπολογισμός χρόνου προφυλακίσεως
Άρθρ.87.-«1.Εκ της καταγνωσθείσης ποινής της ελευθερίας, μετά τον ορισμόν της διαρκείας αυτής, αφαιρείται ο χρόνος της παρ’ ανακριτικής αρχής οιασδήποτε δικαιοδοσίας διαταχθείσης προφυλακίσεως του καταδικασθέντος, ως και ο χρόνος κρατήσεως από της συλλήψεως μέχρι της προφυλακίσεως αυτού.
2.Επί συρρεόντων και συνεκδικαζομένων εγκλημάτων, εκ της καταγνωσθείσης επί τινι εξ αυτών ποινής, αφαιρείται ο χρόνος της εφ’ οιωδήποτε εξ αυτών διαταχθείσης προφυλακίσεως ως και ο κατά το εδαφ. 1 του παρόντος χρόνος κρατήσεως και όταν έτι δια της αποφάσεως εκηρύχθη αθώος του εγκλήματος δι’ ο είχε προφυλακισθή ο καταδικασθείς.
3.Επίσης αφαιρείται ο χρόνος της εν Ψυχιατρείω παραμονής του κατηγορουμένου (άρθρ. 200 Κώδικος Ποινικής Δικονομίας) από της εκδόσεως της αποφάσεως μέχρι του αμετακλήτου αυτής χρόνος της φυλακίσεως αφαιρείται από της ποινής υπό της εντεταλμένης την εκτέλεσιν των δικαστικών αποφάσεων αρχής».
Το άρθρ. 87 αντικατεστάθη ως άνω δια του άρθρ. 1 του Ν.Δ. 4090/1960, κατωτ. αριθ. 12.
Υποτροπή
«Άρθρ.88.-1.Όποιος καταδικάστηκε για κακούργημα ή εκ δόλου πλημμέλημα σε ποινή στερητική της ελευθερίας που υπερβαίνει τους έξι μήνες και μέσα σε πέντε χρόνια από τη δημοσίευση της αμετάκλητης καταδικαστικής απόφασης, αν έχει καταδικαστεί για πλημμέλημα, και σε 10 χρόνια, αν έχει καταδικαστεί για κακούργημα, τελεί νέο κακούργημα ή εκ δόλου πλημμέλημα, για το οποίο ο νόμος προβλέπει ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών μηνών, βρίσκεται σε υποτροπή.
2.Για τον υπολογισμό της πενταετίας η δεκαετίας δεν λαμβάνεται υπόψη ο χρόνος πραγματικής έκτισης στερητικής της ελευθερίας ποινής ή μέτρου ασφαλείας σε φυλακή ή άλλο σωφρονιστικό ή θεραπευτικό κατάστημα ή ίδρυμα καθώς και ο χρόνος κατά τον οποίο ο καταδικασμένος είναι φυγόποινος».
Το άρθρ. 88 αντικαταστάθηκε ως άνω από το άρθρ. 2 Νόμ. 1419/1984, ΦΕΚ Α΄ 28 κατωτ. αριθ. 25.
Για την έκταση εφαρμογής των άρθρ. 82 και 88 για την κατάργηση διατάξεων του Π.Κ. και των ειδικών ποινικών νόμων που αποκλείουν ή ρυθμίζουν με άλλο τρόπο τη μετατροπή των στερητικών της ελευθερίας ποινών σε χρηματικές ή πρόστιμα ή που καθορίζουν αλλοιώς την έννοια υποτροπής βλ. άρθρ. 6 Νόμ. 1419/84 κατωτ. αριθ. 25.
Ποινή της υποτροπής
«Άρθρ.89.-1.Σε περίπτωση υποτροπής η ποινή που προβλέπεται για την πράξη επιβαρύνεται και μπορεί να υπερβεί το ανώτατο όριο που ορίζεται στο νόμο και να φτάσει μέχρι το ανώτατο όριο του είδους της επιβαλλόμενης ποινής. Αν στο νόμο ορίζεται διαζευκτικώς ποινή στερητική της ελευθερίας ή χρηματική επιβάλλεται πάντοτε η πρώτη επιβαρυνόμενη κατά το προηγούμενο εδάφιο.
2.Σε περίπτωση τρίτης και κάθε περαιτέρω υποτροπής, αν για την πράξη απειλείται ποινή φυλάκισις, της οποίας το ανώτατο όριο υπερβαίνει το ένα έτος, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον δεκαοκτώ μηνών.
3.Σε περίπτωση μετατροπής της ποινής φυλάκισης που έχει επιβληθεί σύμφωνα με αυτό το
άρθρο, το ποσό της μετατροπής δεν μπορεί να
είναι κατώτερο από: α)το διπλάσιο του κατώτατου ορίου του ποσού μετατροπής στην πρώτη
υποτροπή, β)το τριπλάσιο του κατώτατου







(Αντί για τη σελ. 32,01(β) Σελ. 32,01(γ)
Τεύχος 1181-Σελ. 7
ορίου του ποσού μετατροπής στη δεύτερη υποτροπή και γ)το πενταπλάσιο του κατώτατου ορίου του ποσού μετατροπής σε κάθε περαιτέρω υποτροπή».
Το άρθρ. 89 αντικαταστάθηκε ως άνω από το άρθρ. 3 Νόμ. 1419/1984 ΦΕΚ Α΄ 28, κατωτ. αριθ. 25.
Καθ’ έξιν εγκληματίαι υπότροποι
Άρθρ.90.-1.Αν τις καίπερ επανειλημμένως αλλά τουλάχιστον τρις τιμωρηθείς ένεκα κακουργημάτων ή εκ δόλου πηγαζόντων πλημμελημάτων δια ποινών στερητικών της ελευθερίας, ων η μία τουλάχιστον ήτο κάθειρξις, διαπράξη νέον κακούργημα ή εκ δόλου πλημμέλημα, το οποίον εν συνδυασμώ προς τας προηγηθείσας πράξεις αποδεικνύει αυτόν ως καθ’ έξιν ή εξ επαγγέλματος εγκληματίαν, επικίνδυνον εις την δημοσίαν ασφάλειαν, το δικαστήριον, οσάκις η κατά τους όρους του προηγουμένου άρθρου επιβλητέα ποινή είναι πρόσκαιρος κάθειρξις, καταγιγνώσκει κάθειρξιν αορίστου διαρκείας, εκτισμένην εν ιδιαιτέροις κατατήμασιν ή εν ιδιατέροις τμήμασι των φυλακών. Εν τη αποφάσει καθορίζεται μόνον το ελάχιστον όριον διαρκείας της καθείρξεως, όπερ δεν δύναται να είναι κατώτερον των δύο τρίτων του κατά το προηγούμενον άρθρον ανωτάτου ορίου ποινής.
2.Ποιναί στερητικαί της ελευθερίας, καταγνωσθείσαι επί πράξει συνιστώση κατά τους ελληνικούς νόμους κακούργημα ή εκ δόλου πλημμέλημα και αποτιθείσαι εν τη αλλοδαπή εν όλω ή εν μέρει, λαμβάνονται υπ’ όψιν προς εφαρμογήν της άνω ποινής, εξομοιούται δε προς την κάθειρξιν η εν τη ξένη νομοθεσία, ως εκ του περιεχομένου της, πλειότερον ανταποκρινομένη εις ταύτην ποινή της ελευθερίας.
Λήξις της αορίστου καθείρξεως
Άρθρ.91.-1.Μετά την λήξιν του εν τη αποφάσει κατά το προηγούμενον άρθρον παρ. 1 ορισθέντος ελαχίστου ορίου της καθείρξεως και ακολούθως ανά πάσαν τριετίαν, είτε τη αιτήσει του κρατουμένου, είτε και αυτεπαγγέλτως, εξετάζεται αν δύναται ούτος ν’ απολυθή. Η απόλυσις διατάσσεται, αν ο κρατούμενος κατά το διάστημα της εν ταις φυλακαίς παραμονής του δείξη καλήν διαγωγήν παρέχουσαν την προσδοκίαν, ότι δεν θα περιπέση εις νέον έγκλημα. Περί τούτου μετά γνωμοδότησιν της διευθύνσεως του καταστήματος αποφαίνεται το δικαστήριον των πλημμελειοδικών, εις ου την περιφέρειαν εκτελείται η ποινή.
2.Η απόλυσις είναι πάντοτε υπό όρον, δυναμένη να ανακληθή υπό τους εν άρθρ. 107 παρ. 1 οριζομένους όρους, καθίσταται δε οριστική αν εντός πενταετίας δεν επέλθη ανάκλησις αυτής εφ’ ης εφαρμόζονται αναλόγως αι διατάξεις του άρθρ. 110 παρ. 3, 4 και 5.

Σελ. 32,02(γ)
Τεύχος 1181-Σελ. 8

3.Πάντως η εν ταις φυλακαίς παραμονή του εις αόριστον κάθειρξιν καταδικασθέντος μετά από την λήξιν του εν τη αποφάσει οριζομένου ελαχίστου ορίου δεν δύναται να διαρκέση πέραν των δέκα πέντε ετών προκειμένου περί πράξεως τιμωρουμένης δια καθείρξεως μέχρι δέκα ετών, πέραν δε των είκοσι ετών εις τας λοιπάς περιπτώσεις.
4.Αν συντρέξη περίπτωσις συρροής κατ’ άρθρ. 97 στοιχ. α΄ το δικαστήριον προσδιορίζει εκ νέου το ελάχιστον όριον της συμφώνως τω άρθρ. 90 παρ. 1 καταγνωστέας ποινής επηυξημένον κατά το εν άρθρ. 94 παρ. 1 μέτρον.
Καθ’ έξιν εγκληματίαι ανεξαρτήτως υποτροπής
Άρθρ.92.-Ανεξαρτήτως υπάρξεως υποτροπής, αι διατάξεις του άρθρ. 89 παρ. 1 έχουσιν εφαρμογήν και επί των καθ’ έξιν ή εξ επαγγέλματος εγκληματιών. Εάν δε ούτοι είναι επικίνδυνοι εις την δημοσίαν ασφάλειαν και η δια την τελεσθείσαν ή τας τελεσθείσας πράξεις επιβλητέα ποινή είναι πρόσκαιρος κάθειρξις, δύναται να καταγνωσθή κάθειρξις αορίστου διαρκείας της οποίας το ελάχιστον όριον δεν δύναται να είναι κατώτερον του ημίσεος του ανωτάτου ορίου της ποινής, ην επισύρει καθ’ εαυτού ο πράξας, εφαρμοζομένων κατά τα λοιπά των διατάξεων των άρθρ. 90 και 91.
Υπότροποι εγκληματίαι εξ αμελείας
«Άρθρ.93.-Οι διατάξεις του άρθρ. 89 παρ. 1 εφαρμόζονται επίσης σε περίπτωση καταδίκης σε στερητική της ελευθερίας ποινή τουλάχιστον 6 μηνών για πλημμέλημα από αμέλεια, αν ο υπαίτιος μέσα σε πέντε χρόνια από τη δημοσίευση της αμετάκλητης καταδικαστικής απόφασης εκτελέσει το ίδιο ή συγγενές πλημμέλημα από αμέλεια».
Το άρθρ. 93 αντικαταστάθηκε ως άνω από το άρθρ. 4 Νόμ. 1419/1984, ΦΕΚ Α΄ 28 αριθ. 25.




ΙΙΙ. Συρροή εγκλημάτων
Συνολική ποινή επί ποινών στερητικών της
ελευθερίας
Άρθρ.94.-1.Κατά του υπαιτίου πλειόνων εγκλημάτων δια πλειόνων πράξεων πραγματωθέντων και τιμωρουμένων εν τω νόμω δια προσκαίρων στερητικών της ελευθερίας ποινών, μετά την επιμέτρησιν τούτων, καταγινώσκεται μία συνολική ποινή αποτελουμένη εκ της βαρυτέρας των συντρεχουσών ποινών επαυξανομένης. Εάν αι συντρέχουσαι ποιναί είναι του αυτού είδους και ίσης διαρκείας, η συνολική ποινή αποτελείται δια της επαυξήσεως μιας τούτων. Η επαύξησις της βαρυτέρας ποινής δι’ εκάστην των λοιπών συντρεχουσών ποινών δεν δύναται να είναι κατωτέρα α)των τεσσάρων μηνών, αν η συντρέχουσα ποινή είναι ανωτέρω των δύο ετών, β)του ενός έτους, αν η ποινή αύτη είναι κάθειρξις μέχρι δέκα ετών και γ)των δύο ετών, αν η ποινή αύτη είναι κάθειρξις ανωτέρω των δέκα ετών. Εν πάση όμως περιπτώσει η επαύξησις δεν δύναται να είναι ανωτέρω των Ύ του αθροίσματος των λοιπών συντρεχουσών ποινών, ουδέ δύναται η συνολική ποινή να υπερβή τα είκοσι πέντε έτη επί καθείρξεως, τα δέκα έτη επί φυλακίσεως και τους έξ μήνας επί κρατήσεως.
2.Εάν τα συρρέοντα εγκλήματα επραγματώθησαν δια μιας πράξεως, το δικαστήριον επαυξάνει ελευθέρως της βαρυτέραν των συντρεχουσών ποινών, αλλ’ ουχί πέραν του ανωτάτου ορίου του είδους αυτής.
«Στην περίπτωση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από αμέλεια κατά συρροή, το δικαστήριο σε εξαιρετικές περιπτώσεις δύναται να επιβάλει συνολική ποινή, σύμφωνα με την παρ.1».
Το μέσα σε «» δεύτερο εδάφιο προστέθηκε με το άρθρ.23 νόμ.3346/16-17 Ιουν.2005 (ΦΕΚ Α΄140), τόμ.9 σελ.136,291.
«3.Εν η περιπτώσει επί ενός ή πλειόνων εκ των συρρεόντων αδικημάτων, ων αι ποιναί προσεμετρήθησαν κατά τας διατάξεις των προηγουμένων παραγράφων εχώρησεν αμνησία, χάρις, παραγραφή, αναστολή διώξεως, υφ’ όρον απόλυσις, ή αφέθη οπωσδήποτε η ποινή, εξακολουθεί η εκτέλεσις ως προς τας λοιπάς ποινάς, προκαλουμένης δια ταύτας, εάν συντρέχη περίπτωσις, νέας προσμετρήσεως υπό του Εισαγγελέως αυτεπαγγέλτως ή τη αιτήσει του καταδικασθέντος».
Η παρ. 3 προσετέθη δια του άρθρ. 2 Ν.Δ. 2493/1953, κατωτ. αριθ. 8.
Συντρέχουσαι παρεπόμεναι ποιναί κλπ.
Άρθρ.95.-Αι παρεπόμεναι ποιναί (άρθρ. 59-64) και τα μέτρα ασφαλείας (άρθρ. 71-76) καταγιγνώσκονται ή δύνανται να καταγνωσθώσι μετά της συνολικής ποινής, αν και εφ’ όσον ο νόμος ορίζη τούτο δι έν των συρρεόντων εγκλημάτων.
Συνολική ποινή επί συρροής ποινών
εις χρήμα.
Άρθρ.96.-1.Εάν συντρέχωσι πλείονες χρηματικαί ποιναί ή πρόστιμα η καταγιγνωσκομένη συνολική ποινή αποτελείται εκ της βαρυτέρας τούτων, επαυξανομένης αναλόγως των οικονομικών όρων του καταδικασθέντος, δεν δύνανται όμως η επαύξησις αύτη να υπερβή τα Ύ του αθροίσματος των λοιπών συντρεχουσών ποινών. Εάν δε συντρέχωσι ποιναί ίσου ποσού, η συνολική ποινή αποτελείται δια της ως άνω επαυξήσεως μιας τούτων.
2.Η διάταξις της παρ. 2 του άρθρ. 94 έχει και ενταύθα εφαρμογήν.
Άλλαι περιπτώσεις συνολικής ποινής.
Άρθρ.97.-«Αι διατάξεις των άρθρ. 94 παρ. 1 και 96 παρ. 1 έχουν εφαρμογήν και όταν, πριν ή η καταγνωσθείσα επί τινι αξιοποίνω πράξει κατά τινος ποινή αποτιθή ολοσχερώς, παραγραφή ή χαρισθή, επέλθη καταδίκη αυτού δι’ άλλην αξιόποινον πράξιν, οποτεδήποτε τελεσθείσαν».
Το άρθρ. 97 αντικατασταθέν δια του άρθρ. 3 Νόμ. 495/1974 (κατωτ. αριθ. 21) αντικατεστάθη εκ νέου ως άνω δια του άρθρ. 2 Νόμ. 410/1976 (κατωτ. αριθ. 22).
Επί της προκυπτούσης εκ της συγχωνεύσεως χρηματικών ποινών ωφελείας, επεβλήθη φορολογία 100% δια του άρθρου 3 Νόμ. 2286/1952 (τόμ. 8 σελ. 128,14).
Έγκλημα κατ’ εξακολούθησιν
Άρθρ.98.-1.Εάν πλείονες πράξεις του αυτού προσώπου συνιστώσιν εξακολούθησιν ενός και του αυτού εγκλήματος, το δικαστήριον δύναται, αντί να εφαρμόση την διάταξιν του άρθρ. 94 παρ. 1, να καταγνώση μίαν και μόνον ποινήν εν τη επιμετρήσει της οποίας λαμβάνεται, υπ’ όψιν το όλον περιεχόμενον των μερικωτέρων πράξεων.,




(Αντί για τη σελ.32,03) Σελ. 32,03(α)
Τεύχος 1398 Σελ. 5
«2.Η αξία του αντικειμένου της πράξεως και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ’ εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνονται συνολικά υπόψη αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως προσδιορίζεται με βάση τη συνολική αξία του αντικειμένου και τη συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε».
To ισχύον κείμενο αριθμήθηκε ως παρ.1 και η μέσα σε «» παρ. 2 προστέθηκε από την παρ. 1.1. του άρθρ. 14 Νόμ. 2721/3-3 Ιουν. 1999 (ΦΕΚ Α΄ 112), κατωτ. αριθ. 38.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΣΤ΄
Υφ’ όρον αναστολή της ποινής και υφ’ όρον
απόλυσις.
Υφ’ όρον αναστολή της εκτελέσεως
της ποινής
Ποινές που αναστέλλονται
και διάρκεια της αναστολής
Άρθρ.99.-«1.Αν κάποιος που δεν έχει καταδικασθεί αμετακλήτως για κακούργημα ή πλημμέλημα σε περιοριστική της ελευθερίας ποινή ανωτέρα των έξι μηνών, με μία μόνη ή με περισσότερες αποφάσεις που οι ποινές δεν υπερβαίνουν συνολικώς το ανωτέρω όριο, καταδικασθεί σε τέτοια ποινή που δεν υπερβαίνει τα δύο έτη, το δικαστήριο με την απόφασή του διατάσει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής για ορισμένο διάστημα, που δεν μπορεί να είναι κατώτερο από τρία και ανώτερο από πέντε έτη, εκτός αν κρίνει με βάση ειδικά μνημονευόμενα στην αιτιολογία στοιχεία ότι η εκτέλεση της ποινής κατά το άρθρ. 82 είναι απολύτως αναγκαία για να αποτρέψει τον κατάδικο από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων».
Η παρ. 1, αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ. 3 του άρθρ. 2 του Νόμ. 2479/6-6 Μαΐου 1997 (ΦΕΚ Α΄ 67), κατωτ. αριθ. 34.
«2.Αν αλλοδαπός, στον οποίο δεν έχει χορηγηθεί πολιτικό άσυλο, καταδικασθεί σε περιοριστική της ελευθερίας ποινή μέχρι πέντε ετών και διαταχθεί με την ίδια απόφαση η απέλασή του από τη χώρα, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την επ’ αόριστο αναστολή της εκτέλεσης της ποινής κατά παρέκκλιση της προηγούμενης παραγράφου και των άρθρ. 100 έως 102 του παρόντος Κώδικα, οπότε εκτελείται αμέσως η απέλαση.



Σελ. 32,04(α)
Τεύχος 1398 Σελ. 6

Η αναστολή και η απέλαση δεν κωλύονται από τη μη καταβολή των δικαστικών εξόδων και της χρηματικής ποινής που τυχόν επιβλήθηκε».
Η παρ. 2 αντικαταστάθηκε ως άνω από την περίπτ. α΄ παρ. 4 άρθρ. 1 Νόμ. 2408/31 Μαΐου-4 Ιουν. 1996 (ΦΕΚ Α΄ 104) (διόρθ. σφαλμ. στο ΦΕΚ Α΄ 158/11-7-1996), κατωτ. αριθ. 32. Σύμφωνα δε με την περίπτ. β΄ της ίδιας παρ. 4 άρθρ. 1 Νόμ. 2408/96, «Αλλοδαποί, που κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου εκτίουν ποινή φυλάκισης, μπορούν να ζητήσουν από το συμβούλιο πλημμελειοδικών του τόπου έκτισης της ποινής τους την άμεση εφαρμογή της παρ. 2 του άρθρ. 99 του Ποινικού Κώδικα, όπως αντικαταστάθηκε με τον παρόντα νόμο. Η αίτηση αυτή μπορεί να υποβληθεί και αυτεπάγγελτα από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών του τόπου έκτισης της ποινής».
«γ. Η αναστολή της εκτέλεσης της ποινής επέρχεται με την πραγματοποίηση της απέλασης του αλλοδαπού από τη χώρα. Στην περίπτωση αυτήν ο χρόνος κράτησής του, σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρ. 74 του Ποινικού Κώδικα, αφαιρείται από την ποινή που έχει ανασταλεί».
Το μέσα σε «» εδάφιο τρίτο προστέθηκε από την παρ. 2 άρθρ. 12 Νόμ. 2721/3-3 Ιουν. 1999 (ΦΕΚ Α΄ 112), κατωτ. αριθ. 38.
«3.Ο απελαθείς αλλοδαπός, του οποίου έχει ανασταλεί η ποινή κατά τα ανωτέρω, μπορεί να επιστρέφει στη χώρα με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης αφού περάσει πενταετία από την απέλαση και για ορισμένο χρονικό διάστημα, το οποίο δύναται να παρατείνεται».
Η παρ. 3 αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ. 4 άρθρ. 20 Νόμ. 2331/1995, ΦΕΚ Α΄ 173, (κατωτ. αριθ. 31).
«Ο Υπουργός Δικαιοσύνης δεν δεσμεύεται από το χρονικό περιορισμό του προηγούμενου εδαφ. σε περίπτωση αλλοδαπού ο οποίος έχει τελέσει γάμο με έλληνα υπήκοο, για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί ο γάμος, καθώς και σε περίπτωση παλιννοστούντος ελληνικής καταγωγής».
Το μέσα « » δεύτερο εδάφιο προστέθηκε από την παρ. 1 άρθρ. 20 Νόμ. 2521/1-1 Σεπτ. 1997, (ΦΕΚ Α΄ 174), κατωτ. αριθ. 35.
«Η πιο πάνω απόφαση λαμβάνεται μετά από γνώμη του κατά το άρθρο 74 παράγραφος 3 τριμελούς συμβουλίου.»
Το μέσα «» εδάφιο προστέθηκε από την παρ.4 άρθρ.6 Νόμ.3090/24-24 Δεκ.2002 (ΦΕΚ Α΄329), κατωτ.αριθ.41.
4.Ο αλλοδαπός της προηγούμενης παραγράφου, που εισέρχεται ή επιχειρεί να εισέλθει παράνομα στη χώρα, τιμωρείται με ποινή φυλακίσεως τουλάχιστον δύο ετών, η οποία δεν αναστέλλεται με κανέναν τρόπο και εκτελείται αθροιστικώς με την ανασταλείσα ποινή».
« 5.Αν ο αλλοδαπός έχει εκτίσει με οποιονδήποτε τρόπο την ποινή του και η απέλασή του που έχει διαταχθεί με δικαστική απόφαση δεν είναι δυνατή, η απέλαση αναστέλλεται με απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου του τόπου έκτισης της ποινής ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα που εποπτεύει το οικείο κατάστημα κράτησης και όπου αυτός δεν υπάρχει του εισαγγελέα που είναι αρμόδιος για την εκτέλεση της ποινής. Κατά τη χορήγηση της αναστολής το δικαστήριο μπορεί να επιβάλλει τους όρους που προβλέπονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 100Α ή ορισμένους από αυτούς. Αν εκλείψουν οι λόγοι που επέβαλαν την αναστολή της απέλασης, η απόφαση για τη χορήγησή της ανακαλείται με την ίδια διαδικασία.»
Η παρ.5 προστέθηκε από την παρ.5 άρθρ.6 Νόμ.3090/24-24 Δεκ.2002 (ΦΕΚ Α΄329), κατωτ.αριθ.41.
Το άρθρ. 99 αντικαταστάθηκε ως άνω από το άρθρ. 3 του Νόμ. 1941/18-18 Μαρτ. 1991 (ΦΕΚ Α΄ 41), Τόμ. 6Β σελ. 667. (Βλέπε σχετικά και
τη μεταβατική διάταξη της παρ. 2 άρθρ. 29 του άνω Νόμ. 1941/91 που αφορά τους αλλοδαπούς).
Δια του άρθρ. 15 Ν.Δ. 4189/1961 (τόμ. 6Α σελ. 390,09) ωρίσθη ότι δεν επιτρέπεται η υφ’ όρον αναστολή της εκτελέσεως της επιβαλλομένης πονής επί των εν άρθρ. 308 παρ. 1,309,310,330,333,334 και 363 Π.Κ. προβλεπομένων εγκλημάτων εάν ταύτα επράχθησαν κατά Δικαστών, Εισαγγελέων, Δικηγόρων, Συμβολαιογράφων, υπαλλήλων της Γραμματείας των Δικαστηρίων και Εισαγγελιών και Δικαστικών κλητήρων εν τη εκτελέσει των καθηκόντων των ή εξ αφορμής της εκτελέσεων τούτων.
Το προβλεπόμενο από το άνω άρθρο χρονικό όριο του ενός έτους αυξήθηκε σε 18 μήνες με το άρθρ. 5 Νόμ. 1419/1984, ΦΕΚ Α΄ 28, κατωτ. αριθ. 25. Το ίδιο άρθρ. όρισε ότι «Διατάξεις του Ποινικού Κώδικα ή ειδικών ποινικών νόμων με εξαίρεση εκείνες του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα, που αποκλείουν την υφ’ όρον αναστολή της ποινής, καταργούνται».






























(Αντί για τη σελ. 33(ιβ) Σελ. 33(ιγ)
Τεύχος 1357 Σελ. 3

«Προϋποθέσεις για τη χορήγηση της
αναστολής σε ποινή μεγαλύτερη των
δύο και μέχρι τριών ετών»
Ο τίτλος του άρθρ. 100, αντικαταστάθηκε ως άνω από το εδάφ. α΄ της παρ. 3, άρθρ. 1 Νόμ. 2207/1994, ΦΕΚ Α΄ 65, (Διόρθ. Σφαλμ. στο ΦΕΚ Α΄ 82/26.5.1994), κατωτ. αριθ. 30.
Άρθρ.100.-«1.Αν κάποιος καταδικαστεί σε ποινή φυλάκισης μεγαλύτερη των δύο και μέχρι τριών ετών και συντρέχει η προϋπόθεση του άρθρ. 99, το δικαστήριο μπορεί με την απόφασή του να διατάξει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής για ορισμένο διάστημα, που δεν μπορεί να είναι κατώτερο από τρία και ανώτερο από πέντε έτη.
Η αναστολή της εκτέλεσης μπορεί να χορηγηθεί αν το δικαστήριο από την έρευνα των περιστάσεων κάτω από τις οποίες τελέστηκε η πράξη και ιδίως των αιτίων της, της προηγούμενης ζωής και του χαρακτήρα του καταδικασμένου κρίνει ότι η εκτέλεση της ποινής δεν είναι αναγκαία για να τον αποτρέψει από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων.
Στην κρίση του αυτή το δικαστήριο πρέπει ακόμη να λαμβάνει υπόψη και τη διαγωγή του υπαιτίου μετά την πράξη και ιδίως τη μετάνοια που έδειξε και την προθυμία του να επανορθώσει τις συνέπειες της πράξης του».
Η παρ. 1, αντικαταστάθηκε ως άνω από το εδάφ. β΄ της παρ. 3 άρθρ.1 Νόμ. 2207/1994, ΦΕΚ Α΄ 65, (Διόρθ. Σφαλμ. στο ΦΕΚ Α΄ 82/26.5.1994), κατωτ. αριθ. 30.
2.Οι δικαιολογούντες την αναστολήν της εκτελέσεως λόγοι δέον να περιέχωνται συγκεκριμένως εν τη αποφάσει.
3.Το δικαστήριον δύναται να εξαρτήση την αναστολήν εκ της προηγουμένης πληρωμής των δικαστικών εξόδων και της επιδικασθείσης τω αδικηθέντι αποζημιώσεως και χρηματικής ικανοποιήσεως, δυνάμενον να ορίση και προθεσμίαν εκπληρώσεως των όρων τούτων.
4.Ο πρόεδρος, απαγγέλλων την περί αναστολής απόφασιν, γνωστοποιεί εις τον καταδικασθέντα τους όρους, υφ’ ους τω παρέχεται αύτη.
Αναστολή υπό επιτήρηση
Άρθρ.100Α.-«1.Αν κάποιος καταδικαστεί σε ποινή φυλάκισης μεγαλύτερη των τριών και μέχρι πέντε ετών και συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρ. 99 και 100 του Ποινικού Κώδικα, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής υπό όρους και υπό την επιμέλεια και επιτήρηση επιμελητή κοινωνικής αρωγής, για χρονικό διάστημα που δεν μπορεί να είναι κατώτερο από τρία και ανώτερο από πέντε έτη».
Η παρ. 1, αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ. 4 άρθρ. 1 Νόμ. 2207/1994, ΦΕΚ Α΄ 65 (κατωτ. αριθ. 30).
2.Οι όροι, εκτός από αυτούς που αναφέρονται στο άρθρ. 100 παρ. 3, μπορεί να αφορούν τον τρόπο διαβίωσης και τον τόπο διαμονής του καταδικασμένου.
Οι όροι αυτοί μπορεί να συνίστανται ιδίως:
α)στην απαγόρευση απομάκρυνσης του καταδικασμένου χωρίς άδεια από το συνήθη τόπο διαμονής του ή από άλλον τόπο που θα ορίσει το δικαστήριο. Η άδεια απομάκρυνσης του καταδικασμένου χωρίς άδεια από το συνήθη τόπο διαμονής του ή από άλλον τόπο που θα ορίσει το δικαστήριο. Η άδεια απομάκρυνσης, που πρέπει να είναι έγγραφη και προσωρινής ισχύος, χορηγείται στον καταδικασμένο από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών, μετά από πρόταση του επιμελητή κοινωνικής αρωγής, αποκλειστικά για λόγους εργασίας, σπουδών, υγείας ή οικογενειακούς,
β)στην αφαίρεση διαβατηρίου ή άλλου ισοδύναμου ταξιδιωτικού εγγράφου και την απαγόρευση εξόδου από τη χώρα, εκτός αν έχει χορηγηθεί και στην περίπτωση αυτήν, κατά τα αναφερόμενα υπό στοιχ. (α), άδεια εξόδου, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τον ένα μήνα,
γ)στην υποχρέωση του καταδικασμένου να εμφανίζεται κατά τακτά χρονικά διαστήματα στις αστυνομικές αρχές του τόπου όπου διαμένει ή στα γραφεία της υπηρεσίας επιμελητών κοινωνικής αρωγής.
δ)στην αφαίρεση της άδειας οδήγησης για ορισμένο χρονικό διάστημα 1 έως 5 ετών, αν η πράξη του συνιστά παράβαση των καθηκόντων του ως οδηγού οχήματος.
ε)στην απαγόρευση να συναναστρέφεται ορισμένα πρόσωπα,
στ)στην εκπλήρωση υποχρεώσεων του καταδικασμένου για διατροφή ή επιμέλεια προς άλλα πρόσωπα.
3.Επίσης το δικαστήριο δύναται να θέσει ως όρους την τήρηση υποχρεώσεων που εκούσια αναλαμβάνει ο καταδικασμένος, όπως:
α)Να υποβληθεί σε θεραπεία ή ειδική μεταχείριση.
β)Να διαμένει σε ορισμένο ίδρυμα.
γ)Να παρέχει κοινωφελή εργασία.
4.Ο επιμελητής κοινωνικής αρωγής επιβλέπει την εκπλήρωση των όρων και υποβάλλει ανά τρίμηνο έκθεση στον αρμόδιο εισαγγελέα. Με τον ίδιο τρόπο αναφέρει αμέσως κάθε σοβαρή παραβίαση των όρων που έχουν τεθεί στον καταδικασμένο.
5.Αν κατά τη διάρκεια της αναστολής της
ποινής ο καταδικασμένος παραβαίνει τους όρους που του έχουν τεθεί, το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση, ύστερα από αίτηση του αρμόδιου εισαγγελέα, κρίνει αν πρέπει να διατάξει την άρση της αναστολής. Αν το δικαστήριο αυτό είναι μικτό




(Αντί για τη σελ. 34,01) Σελ. 34,01(α)
Τεύχος 1181- Σελ. 11.
ορκωτό δικαστήριο ή μικτό ορκωτό εφετείο, αρμόδιο είναι το τριμελές και πενταμελές εφετείο αντίστοιχα.
Η άρση της αναστολής διατάσσεται αν το δικαστήριο κρίνει ότι οι παραβιάσεις είναι σε αριθμό και σοβαρότητα τόσο σημαντικές, ώστε να απαιτείται πλέον η έκτιση της περιοριστικής της ελευθερίας ποινής για να αποτραπεί ο καταδικασμένος από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων.
6.Κατά την προηγούμενη παράγραφο δικαστήριο μετά από αίτηση του αρμόδιου εισαγγελέα ή του καταδικασμένου μπορεί να αποφασίσει την τροποποίηση των όρων, τη σύντμηση ή επιμήκυνση του χρόνου επιτήρησης ή και την πλήρη κατάργηση της επιτήρησης με παράλληλη διατήρηση της αναστολής της ποινής σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρ. 99 επ Π.Κ., εφ’ όσον κρίνει ότι αυτό επιβάλλεται από τη γενικότερη διαγωγή του καταδικασμένου κατά τη διάρκεια της αναστολής της ποινής. Νέα αίτηση του καταδικασμένου μπορεί να υποβληθεί μετά πάροδο εξαμήνου από της απορρίψεως της προηγουμένης.
7.Οι διατάξεις των άρθρ. 101 και 102 Π.Κ. εφαρμόζονται και στην ανατολή υπό επιτήρηση».
Το άρθρ. 100Α προστέθηκε από το άρθρ. 4 του Νόμ. 1941/18-18 Μαρτ. 1991 (ΦΕΚ Α΄ 41), Τόμ. 6Β, σελ. 667.
«8.Μέχρις ότου λειτουργήσει ο Κλάδος Επιμελητών Κοινωνικής Αρωγής, που προβλέπεται από τα άρθρ. 15-17 του Νόμ. 1941/1991, τα καθήκοντα επιβλέψεως των όρων ασκούνται από τον εισαγγελέα του δικαστηρίου, που εξέδωσε την απόφαση για την αναστολή υπό επιτήρηση».
Η παρ. 8 προστέθηκε από την παρ. 7 άρθρ. 1 Νόμ. 2145/28-28 Μαΐου 1993 (ΦΕΚ Α΄ 88), κατωτ. αριθ. 28.
Ανάκλησις της αναστολής
Άρθρ.101.-1.Αν μετά την παροχήν της αναστολής, αλλ’ εντός του χρόνου αυτής, αποδειχθή ότι ο τυχών ταύτης είχε καταδικασθή πρότερον αμετακλήτως εις ποινήν στερητικήν της ελευθερίας ένεκά τινος των εν τω άρθρ. 99 οριζομένων πράξεων, το δικαστήριον, τη αιτήσει του εισαγγελέως, ανακαλεί την χορηγηθείσαν αναστολήν.
2.Αν εντός του χρόνου της αναστολής καταστή αμετάκλητος καταδίκη επί τινι των αυτών πράξεων πραχθείση προς της δημοσιεύσεως της περί αναστολής αποφάσεως, η αναστολή θεωρείται ως μη χορηγηθείσα και η ανασταλείσα ποινή εκτελείται, εφαρμοζομένων των διατάξεων των άρθρων 94 παρ. 1, και 96 παρ. 1, πλην αν το δικαστήριον απαγγέλλον την νέαν καταδίκην διατάξη ρητώς εν τη αυτή αποφάσει την διατήρησιν της αναστολής, ως εκ της
Σελ. 34,02(α)
Τεύχος 1181-Σελ. 12

ελαφράς φύσεως του πλημμελήματος, εφ’ ω η νέα καταδίκη. Το αυτό ισχύει και αν μετά την πάροδον του χρόνου της αναστολής επήλθε καταδίκη ή ήρξατο ποινική δίωξις δια πράξιν τελεσθείσαν προ της αναστολής, άμα ως η επί τη πράξει ταύτη καταδίκη καταστή αμετάκλητος.
Άρσις της αναστολής
Άρθρ.102.-1.Εάν ο καταδικασθείς κατά το διάστημα της αναστολής καταδικασθή εκ νέου εις ποινήν στερητικήν της ελευθερίας δια κακούργημα ή πλημμέλημα πραχθέν εντός του χρόνου της αναστολής, αίρεται αύτη άμα καταστή αμετάκλητος η νέα καταδίκη, και η δι’ αυτής καταγνωσθείσα ποινή εκτελείται εν συνεχεία μετά την ανασταλείσαν, πλην αν ως εκ της ελαφράς φύσεως του πλημμελήματος, εφ’ ω η νέα καταδίκη, το δικαστήριον διατάξη ρητώς εν τη αυτή αποφάσει την μη άρσιν της αναστολής.
2.Της αναστολής μη αρθείσης κατά τα ανωτέρω, ή μη ανακληθείσης κατά τας διατάξεις του άρθρ. 101, η ανασταλείσα ποινή θεωρείται ως μη καταγνωσθείσα.
Ενέργεια αλλοδαπής αποφάσεως
Άρθρ.103.-Εάν η εν τοις άρθρ. 99, 101 και 102 οριζομένη καταδίκη επήλθε δι’ αποφάσεως αλλοδαπού δικαστηρίου, η ενέργεια αυτής καθ’ όσον αφορά εις την χορήγησιν ,την ανάκλησιν ή την άρσιν της αναστολής εν πάση περιπτώσει κρίνεται ελευθέρως υπό του δικαστηρίου.
Δικαστικαί δαπάναι, αποζημιώσεις και
παρεπόμεναι ποιναί.
Άρθρ.104.-1.Η αναστολή της ποινής δεν απαλλάσσει τον καταδικασθέντα της πληρωμής των δικαστικών εξόδων και της αστικής αποζημιώσεως και χρηματικής ικανοποιήσεως.
2.Αι παρεπόμεναι τη ποινή στερήσεις δικαιωμάτων και ανικανότητες αναστέλλονται μετά της κυρίας ποινής και αφίενται μετ’ αυτής, εκτός αν το δικαστήριον, προκειμένου περί στερήσεων ή ανικανοτήτων κατά δημοσίων υπαλλήλων (άρθρ. 263) ήθελε διατάξει την μη αναστολήν αυτών.





11.Απόλυση του καταδίκου υπό όρο
Κατάδικοι που δικαιούνται να απολυθούν
Για τις προϋποθέσεις της απόλυσης κρατουμένων υπό τον όρο της ανάκλησης βλέπε άρθρ.15 Νόμ.2721/3-3 Ιουν.1999(ΦΕΚ Α΄ 112), τόμ.9 σελ.136,283.
Άρθρ.105.-«1.Όσοι καταδικάσθηκαν σε ποινή στερητική της ελευθερίας μπορούν να απολυθούν υπό τον όρο της ανάκλησης σύμφωνα με τις πιο κάτω διατάξεις και εφόσον έχουν εκτίσει:
α)προκειμένου για φυλάκιση, τα δύο πέμπτα της ποινής τους,
β)προκειμένου για πρόσκαιρη κάθειρξη, τα τρία πέμπτα της ποινής τους,
γ)προκειμένου για ισόβια κάθειρξη, τουλάχιστον είκοσι έτη.
Για τη χορήγηση της υπό όρο απόλυσης δεν απαιτείται να έχει καταστεί η καταδίκη αμετάκλητη».
Η παρ. 1 αντικαταστάθηκε ως άνω από την περίπτ. α΄ παρ. 5 άρθρ. 1 Νόμ. 2408/31 Μαΐου-4 Ιουν. 1996 (ΦΕΚ Α΄ 104) (διόρθ. σφαλμ. στο ΦΕΚ Α΄ 158/11-7-1996), κατωτ. αριθ. 32.
«2.Το χρονικό διάστημα των τριών πέμπτων περιορίζεται στα δύο πέμπτα της ποινής που επιβλήθηκε και προκειμένου για ισόβια κάθειρξη, τα είκοσι έτη περιορίζονται σε δεκαέξι, αν ο κατάδικος έχει υπερβεί το εβδομηκοστό έτος της ηλικίας του. Το χρονικό διάστημα των δεκαέξι ετών προσαυξάνεται κατά τα δύο πέμπτα των λοιπών ποινών που τυχόν έχουν επιβληθεί, στην περίπτωση που αυτές συντρέχουν σωρευτικά. Σε κάθε περίπτωση όμως, ο κατάδικος μπορεί να απολυθεί, αν έχει εκτίσει είκοσι έτη. «Μετά τη συμπλήρωση του εξηκοστού πέμπτου έτους της ηλικίας του καταδίκου, κάθε ημέρα παραμονής του σε σωφρονιστικό κατάστημα υπολογίζεται ευεργετικά ως δύο ημέρες εκτιόμενης ποινής». Αν ο κατάδικος εργάζεται, κάθε ημέρα απασχόλησης υπολογίζεται ως επιπλέον μισή ημέρα εκτιόμενης ποινής. Αν για τους καταδίκους αυτούς προκύπτει από άλλες διατάξεις ευνοϊκότερος υπολογισμός, εφαρμόζονται εκείνες.
Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου δεν εφαρμόζονται σε καταδίκους για το έγκλημα της εσχάτης προδοσίας, για τους οποίους εξακολουθεί να ισχύει η παρ. 2 του άρθρ. 105 του Νόμ. 1492/1950 «Κύρωση του Ποινικού Κώδικα».
Το μέσα σε «» τέταρτο εδάφιο αντικαταστάθηκε ως άνω από το άρθρ.24 Νόμ.3346/16-17 Ιουν.2005 (ΦΕΚ Α΄140), τόμ.9 σελ.136,291.
Η παρ. 2 αντικαταστάθηκε ως άνω από την περίπτ. β΄ παρ. 5 άρθρ. 1 Νόμ. 2408/31 Μαΐου-4 Ιουν. 1996 (ΦΕΚ Α΄ 104) (διόρθ. σφαλμ. στο ΦΕΚ Α΄ 158/11-7-1996), κατωτ. αριθ. 32.
«3.Στην περίπτωση που συντρέχουν σωρευτικά περισσότερες ποινές, ο κατάδικος μπορεί να απολυθεί υπό όρο, αν έχει εκτίσει το άθροισμα των τμημάτων των ποινών, που προβλέπεται στην παρ. Ι. Σε κάθε περίπτωση ο κατάδικος μπορεί να απολυθεί αν έχει εκτίσει είκοσι πέντε έτη και όταν το παραπάνω άθροισμα υπερβαίνει το όριο αυτό».
Η παρ. 3 αντικαταστάθηκε ως άνω από το εδάφ. γ΄ της παρ. 5 άρθρ. 1 Νόμ. 2207/1994 (ΦΕΚ Α΄ 65), κατωτ. αριθ. 30.
«4.Αν απολυθεί υπό όρο κατάδικος, ο οποίος μετά την έκτιση της ποινής πρέπει να υποβληθεί σε στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας, ο χρόνος της δοκιμασίας αρχίζει μετά τη λήξη του μέτρου αυτού».
Η παρ. 4, προστέθηκε από το εδάφ. δ΄ της παρ. 5 άρθρ. 1 Νόμ. 2207/1994, ΦΕΚ Α΄ 65, (κατωτ. αριθ. 30).
«Αν με δικαστική απόφαση έχει διαταχθεί η απέλαση του καταδίκου που απολύεται υπό όρο, η απέλαση εκτελείται αμέσως μετά την υπό όρο απόλυση αυτού, εκτός αν η απέλαση είναι αδύνατη, οπότε απολύεται ο κατάδικος και αρχίζει ο χρόνος δοκιμασίας.»
Το μέσα «» εδάφιο προστέθηκε από την παρ.6 άρθρ.6 Νόμ.3090/24-24 Δεκ.2002 (ΦΕΚ Α΄329), κατωτ.αριθ.41.
«5.(Βλ. σχόλιο στην παρ.6).
«6.Για τη χορήγηση της υπό όρο απόλυσης, ως ποινή που εκτίθηκε θεωρείται αυτή που υπολογίστηκε ευεργετικά κατά το Νόμ. 2058/1952. Προκειμένου για ποινές κάθειρξης δεν μπορεί να χορηγηθεί στον κατάδικο η υπό όρο απόλυση, αν δεν έχει παραμείνει στο σωφρονιστικό κατάστημα για χρονικό διάστημα ίσο με το ένα τρίτο της ποινής που του επιβλήθηκε και, σε περίπτωση ισόβιας κάθειρξης, δεκαέξι έτη. Το χρονικό διάστημα των δύο πέμπτων ή, σε περίπτωση ισόβιας κάθειρξης, των δεκαέξι ετών, προσαυξάνεται κατά τα δύο πέμπτα των λοιπών ποινών που τυχόν έχουν επιβληθεί, στην περίπτωση που αυτές συντρέχουν σωρευτικά. Σε κάθε περίπτωση όμως ο κατάδικος μπορεί να απολυθεί αν έχει εκτίσει είκοσι έτη. (Σε περίπτωση ποινικού σωφρονισμού, για την εφαρμογή του άρθρ. 129, κάθε ημέρα εργασίας υπολογίζεται ευεργετικά, η απόλυση υπό όρο όμως δεν μπορεί να χορηγηθεί, αν ο κατάδικος δεν έχει παραμείνει σε σωφρονιστικό κατάστημα για χρονικό ίσο με τα τρία πέμπτα του ελάχιστου ορίου που του έχει οριστεί.)
Το μέσα σε () πέμπτο εδάφιο καταργήθηκε με την παρ.4 άρθρ.2 Νόμ.3189/17-21 Οκτ.2003 (ΦΕΚ Α΄243), κατωτ.αριθ.45.

(Αντί για τη σελ. 35(ια) Σελ. 35(ιβ)
Τεύχος 1398 Σελ. 7
Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου δεν εφαρμόζονται σε όσους καταδικάσθηκαν για το έγκλημα της εσχάτης προδοσίας, για τους οποίους εξακολουθεί να ισχύει το άρθρ. 5 του Νόμ. 2058/1952».
Η μέσα σε « » παρ. 6, η οποία αποτελούσε την παρ. 5 άρθρ.25 του Νόμ. 2058/1952, τόμ. 9 σελ. 174, προστέθηκε κάτω από την άνω παρ. 4 από την περίπτ. γ΄ παρ. 5 άρθρ. 1 Νόμ. 2408/31 Μαΐου-4 Ιουν. 1996 (ΦΕΚ Α΄ 104) (διόρθ. σφαλμ. στο ΦΕΚ Α΄ 158/11-7-1996), κατωτ. αριθ. 32. Προφανώς εκ παραδρομής παρελήφθη η παρ.5.
Προϋποθέσεις χορηγήσεως της απολύσεως
Άρθρ. 106.-«1.Η απόλυση υπό όρο χορηγείται οπωσδήποτε, εκτός αν κριθεί με ειδική αιτιολογία ότι η διαγωγή του καταδίκου, κατά την έκτιση της ποινής του, καθιστά απολύτως αναγκαία τη συνέχιση της κράτησής του για να αποτραπεί η τέλεση από αυτόν νέων αξιόποινων πράξεων.
Η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται σε καταδικασθέντες για το έγκλημα της εσχάτης προδοσίας, για τους οποίους εξακολουθεί να ισχύει η παρ. 1 του άρθρ.106 του Νόμ. 1492
/1950 «Κύρωση του Ποινικού Κώδικα».
Η παρ. 1 αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ. 2 του άρθρ. 33 του Νόμ. 2172/16-16 Δεκ. 1993 (ΦΕΚ Α΄ 207), κατωτ. αριθ. 29
2.Εις τον απολυόμενον δύνανται να επιβληθώσιν ωρισμέναι υποχρεώσεις αφορώσαι εις τον τρόπον του βίου, ιδία δε εις τον τόπον της διαμονής του. Αι επιβληθείσαι υποχρεώσεις δύνανται πάντοτε τη αιτήσει του απολυθέντος ν’ ανακληθώσιν ή τροποποιηθώσιν.
«3.Οι διατάξεις των παρ. 2 έως και 4 του άρθρ. 100Α εφαρμόζονται αναλόγως».
Η παρ. 3 προστέθηκε από την παρ. 2 άρθρ. 16 Νόμ. 1968/10-11 Οκτ. 1991 (ΦΕΚ Α΄ 150), τόμ. 6 σελ. 104,260.
Άρθρ.106Α.-(Καταργήθηκε από την παρ. 12α Νόμ. 2207/22-25 Απρ. 1994, ΦΕΚ Α 65, κατωτ. αριθ. 30).










Σελ. 36(ιβ)
Τεύχος 1398 Σελ. 8

Ανάκλησις της απολύσεως
Άρθρ.107.-«1.Η απόλυση μπορεί να ανακληθεί, αν εκείνος που απολύθηκε δεν συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις που του επιβλήθηκαν κατά την απόλυση».
Η παρ. 1, αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ. 6 άρθρ. 1 Νόμ. 2207/1994 (ΦΕΚ Α΄ 65), κατωτ. αριθ. 30.
2.Εν περιπτώσει ανακλήσεως, ο από της απολύσεως μέχρι της εκ νέου συλλήψεως χρόνος δεν υπολογίζεται εν τη διαρκεία της ποινής.
Άρσις της απολύσεως
«Άρθρ.108.-Αν μέσα στο χρονικό διάστημα που προβλέπει το άρθρ. 109, εκείνος που απολύθηκε διαπράξει έγκλημα από δόλο, για το οποίο του επιβλήθηκε αμετακλήτως οποτεδήποτε ποινή φυλάκισης ανώτερη από έξι μήνες, εκτίει αθροιστικά και ολόκληρο το υπόλοιπο της προηγούμενης ποινής, το οποίο έπρεπε να εκτίσει κατά το χρόνο της προσωρινής απόλυσης».
Το άρθρ. 108, αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ. 7, άρθρ. 1 Νόμ. 2207/1994, ΦΕΚ Α΄ 65, (κατωτ. αριθ. 30).
Συνέπειαι μη ανακλήσεως
Άρθρ.109.-Εάν από της απολύσεως παρέλθη το υπολειπόμενον προς απότισιν χρονικόν διάστημα της ποινής, εν αις περιπτώσεσι τούτο είναι ανώτερον της τριετίας, ή εάν παρέλθωσι τρία έτη χωρίς να επέλθη ανάκλησις, η ποινή θεωρείται ως αποτιθείσα. Η ισόβιος κάθειρξις θεωρείται ως αποτιθείσα εάν παρέλθωσι δέκα έτη από της απολύσεως, χωρίς να επέλθη ανάκλησις αυτής.
Διαδικασία παροχής και ανακλήσεως
της απολύσεως
Άρθρ.110.-1.Περί της παροχής και της ανακλήσεως της υφ’ όρον απολύσεως αποφαίνεται το συμβούλιον των πλημμελειοδικών του τόπου της εκτίσεως της ποινής.
«Ο κατάδικος κλητεύεται υποχρεωτικά δέκα τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συνεδρίαση, κατά την οποία μπορεί να παραστεί αυτοπροσώπως ή με συνήγορο τον οποίο διορίζει με απλό έγγραφο θεωρημένο από το διευθυντή της φυλακής ή τις αρμόδιες αρχές».
Το μέσα σε «» τελευταίο εδάφιο προστέθηκε από το εδάφ. α΄ της παρ. 8 άρθρ. 1 Νόμ. 2207/1994, ΦΕΚ Α΄ 65 (κατωτ. αριθ. 30),
«2.Η απόλυση υπό όρο χορηγείται με αίτηση της διεύθυνσης του καταστήματος στο οποίο κρατείται ο κατάδικος. Η αίτηση υποβάλλεται ένα μήνα πριν από τη συμπλήρωση του χρόνου, που προβλέπει το άρθρ. 105. Αν η διεύθυνση του ιδρύματος κρίνει ότι συντρέχουν προϋποθέσεις για τη μη χορήγηση της απόλυσης υπό όρο υποβάλλει σχετική αναφορά μαζί με έκθεση της κοινωνικής υπηρεσίας του καταστήματος στον εισαγγελέα των πλημμελειοδικών, ο οποίος την εισάγει στο συμβούλιο».
Η παρ. 2, αντικαταστάθηκε ως άνω από το εδάφ. β. της παρ. 8 άρθρ. 1 Νόμ. 2207/1994 (ΦΕΚ Α΄ 65),κατωτ. αριθ. 30.
3.Περί της ανακλήσεως αποφαίνεται το αυτό δικαστικόν συμβούλιον κατόπιν προτάσεως των εποπτευουσών τον υφ’ όρον απολυθέντα αρχών.
4.Η εποπτεία αύτη δύναται να ανατεθή και εις προστατευτική εταιρείαν αποφυλακιζομένων.
5.Εν επειγούση ανάγκη, προς πρόληψιν κινδύνου της δημοσίας τάξεως, ο παρά πλημμελειοδίκαις εισαγγελεύς του τόπου της διαμονής του απολυθέντος δύναται να διατάξη την προσωρινήν αυτού σύλληψιν, μεθ’ ην προκαλείται ανυπερθέτως δια της νομίμου οδού η περί ανακλήσεως απόφασις. Εν περιπτώσει δε οριστικής ανακλήσεως, αύτη θεωρείται ως επελθούσα κατά την ημέραν της συλλήψεως.
Άρθρ.110Α.-1.Η απόλυση υπό όρο χορηγείται ανεξαρτήτως της συνδρομής των προϋποθέσεων των άρθρ. 105 και 106, εφόσον ο κατάδικος νοσεί από σύνδρομο επίκτητης ανοσοποιητικής ανεπάρκειας.
2.Η διακρίβωση της προϋποθέσεως της παρ. 1 γίνεται μετά από αίτηση του καταδίκου από το αρμόδιο συμβούλιο Πλημμελειοδικών, το οποίο διατάσσει ειδική πραγματογνωμοσύνη και η διαδικασία της καθορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης και Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων.
3.Η απόλυση υπό όρο κατά την παρ. 1 σημειώνεται στο Ποινικό Μητρώο του καταδίκου και χορηγείται μόνο μία φορά».
Το άρθρ. 110Α, προστέθηκε από την παρ. 3, άρθρ. 33 Νόμ. 2172/16-16 Δεκ. 1993, (ΦΕΚ Α΄ 207), κατωτ. αριθ. 29.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ζ΄.
Λόγοι εξαλείφοντες το αξιόποινον
Ι. Παραγραφή
Χρόνος παραγραφής των εγκλημάτων
Άρθρ.111.-1.Το αξιόποινον εξαλείφεται δια της παραγραφής.
2.Τα κακουργήματα παραγράφονται: α)μετά είκοσιν έτη, αν η κατ’ αυτών απειλουμένη εν τω Νόμω ποινή είναι η του θανάτου ή της ισοβίου καθείρξεως β)μετά δέκα πέντε έτη εις πάσαν άλλην περίπτωσιν.
3.Τα πλημμελήματα παραγράφονται μετά πέντε έτη.
4.Τα πταίσματα παραγράφονται μετά έν έτος.
5.Αι άνω προθεσμίαι υπολογίζονται κατά το εν χρήσει ημερολόγιον.
6.Αν εν τω Νόμω ορίζωνται πλείονες ποιναί διαζευκτικώς, αι άνω προθεσμίαι υπολογίζονται κατά την βαρυτέραν τούτων.
Έναρξις του χρόνου αυτής
Άρθρ.112.-Η προθεσμία της παραγραφής άρχεται, αφ’ ης ημέρας ετελέσθη η αξιόποινος πράξις, «εκτός αν ορίζεται άλλως».
Οι μέσα σε «» λέξεις προστέθηκαν από το εδάφ. β΄ της παρ. 5 άρθρ. 20 Νόμ. 2331/1995, ΦΕΚ Α΄ 173. (κατωτ. αριθ. 31).
Αναστολή της παραγραφής των εγκλημάτων
«Άρθρ. 113.-1)Η προθεσμία της παραγραφής αναστέλλεται για όσο χρόνο σύμφωνα με τη διάταξη νόμου δεν μπορεί να αρχίσει ή να εξακολουθήσει η ποινική δίωξη.
2)Επίσης, η προθεσμία της παραγραφής αναστέλλεται για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η κύρια διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση.









(Αντί για τη σελ.36,01(α) Σελ. 36,01(β)
Τεύχος 1398 Σελ. 9

«3)Η κατά τις προηγούμενες παραγράφους αναστολή δεν μπορεί να διαρκέσει περισσότερο από πέντε χρόνια για τα κακουργήματα, τρία χρόνια για τα πλημμελήματα και ένα χρόνο για τα πταίσματα. Ο χρονικός περιορισμός της αναστολής δεν ισχύει οσάκις η αναβολή ή αναστολή της ποινικής δίωξης έλαβε χώρα κατ’ εφαρμογή των άρθρ. 30 παρ. 2 και 59 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας».
Η παρ.3 αντικαταστάθηκε ως άνω από το άρθρ.25 Νόμ.3346/16-17 Ιουν.2005 (ΦΕΚ Α΄140), τόμ.9 σελ.136,291.
4)Αν για την ποινική δίωξη απαιτείται έγκληση, η έλλειψη της δεν αναστέλλει την παραγραφή.
5)Για εκκρεμείς υποθέσεις, ως προς τις οποίες συμπληρώνεται ο χρόνος της παραγραφής, κατ’ εφαρμογή του παρόντος και των δύο προηγούμενων άρθρων, την παύση της ποινικής δίωξης μπορεί να τη διατάσσει με σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα εφετών ο αρμόδιος εισαγγέλεας πλημμελειοδικών, θέτοντας τη δικογραφία στο αρχείο».
Το άρθρ. 13 αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ. 6 άρθρ. 5 Νόμ. 2408/31 Μαΐου-4 Ιουν. 1996 (ΦΕΚ Α΄ 104) (διόρθ. σφαλμ. στο ΦΕΚ Α΄ 158)/11-7-1996), κατωτ. αριθ. 32.
Χρόνος παραγραφής των καταγνωσθεισών
ποινών
Άρθρ.114.-Αι αμετακλήτως καταγνωσθείσαι ποιναί, μείνασαι ανεκτέλεστοι, παραγράφονται: α)η ποινή του θανάτου και η ισόβιος κάθειρξις μετά τριάκοντα έτη β)ο περιορισμός εντός ψυχιατρικού καταστήματος (άρθρ. 38) και η κάθειρξις μετά είκοσιν έτη "γ) η φυλάκιση, η χρηματική ποινή και ο περιορισμός σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων (άρθρο 54) μετά δέκα έτη" και δ)πάσα άλλη μικροτέρα ποινή μετά δύο έτη.
Η μέσα σε «» περίπτ.γ αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ.5 άρθρ.2 Νόμ.3189/17-21 Οκτ.2003 (ΦΕΚ Α΄243), κατωτ.αριθ.45.
Έναρξις του χρόνου αυτής
Άρθρ.115.-Η παραγραφή άρχεται από της ημεράς, καθ’ ην η απόφασις κατέστη αμετάκλητος.
Αναστολή αυτής
Άρθρ.116.-Η προθεσμία της παραγραφής αναστέλλεται: α)εφ’ όσον χρόνον κατά Νόμον δεν δύναται να αρχίση ή να εξακολουθήση η εκτέλεσις της ποινής β)εφ’ όσον χρόνον κατ’ άρθρ. 99 έχει ανασταλή η εκτέλεσις ή εφ’ όσον έχει επιτραπή η κατά δόσεις καταβολή της καταγνωσθείσης χρηματικής ποινής ή προστίμου και γ) εφ’ όσον χρόνον διαρκεί η εκτέλεσίς τινος των εν άρθρ. 71 και 72 κανονιζομένων μέτρων.

Σελ. 36,02(β)
Τεύχος 1398 Σελ. 10
ΙΙ.Παραίτησις από της εγκλήσεως
Μη υποβολή εγκλήσεως ή δήλωσις παραιτήσεως
από του προς έγκλησιν δικαιώματος.
Άρθρ.117.-1.Οσάκις ο Νόμος προς ποινικήν δίωξιν αξιοποίνου τινός πράξεως απαιτεί έγκλησιν, το αξιόποινον εξαλείφεται, αν η έγκλησις δεν υποβληθή υπό του δικαιουμένου εις ταύτην εντός τριών μηνών από της ημέρας, καθ’ ην ούτος έλαβε γνώσιν της τελεσθείσης πράξεως και του προσώπου του τελέσαντος αυτήν ή τινος των συμμετόχων αυτής.
2.Το αυτό αποτέλεσμα συνεπάγεται και η ενώπιον της αρμοδίας αρχής ρητή δήλωσις παραιτήσεως από του δικαιώματος ης εγκλήσεως εκ μέρους του δικαιουμένου εις ταύτην.
Πρόσωπα δικαιούμενα εις έγκλησιν
Άρθρ.118.-1.Το δικαίωμα της εγκλήσεως ανήκει εις τον αμέσως εκ της αξιοποίνου πράξεως παθόντα, εφ’ όσον ο Νόμος δι’ ειδικής διατάξεως δεν ορίζει άλλο τι.
2.Αν ο παθών δεν έχη συμπεπληρωμένον το 12ον έτος της ηλικίας του ή τελή υπό δικαστικήν απαγόρευσιν, το δικαίωμα της εγκλήσεως έχει ο νόμιμος αντιπρόσωπος αυτού.








Εάν ο παθών έχη συμπεπληρωμένον το 12 έτος της ηλικίας του, το δικαίωμα της εγκλήσεως έχουσιν ο τε παθών και ο νόμιμος αντιπρόσωπος αυτού, μετά δε την συμπλήρωσιν του 17ου έτους της ηλικίας του το δικαίωμα τούτο έχει μόνον ο παθών.
3.Αν πλείονες δικαιούνται εις έγκλησιν, το προς ταύτην δικαίωμα εκάστου είναι αυτοτελές.
4.Μετά τον θάνατον του παθόντος το δικαίωμα της εγκλήσεως μεταβιβάζεται εις τον επιζήσαντα σύζυγον και τα τέκνα αυτού και εν ελλείψει τούτων εις τους γονείς αυτού.
5.»Επί των κατ’ έγκλησιν διωκομένων αξιοποίνων πράξεων τελεσθεισών κατά του Βασιλέως, της Βασιλίσσης, της Διαδόχου, και των λοιπών μελών της Βασιλικής Οικογενίας, ή του ασκούντος την Βασιλικήν Εξουσίαν, η δίωξις γίνεται τη αιτήσει του Υπουργού της Δικαιοσύνης.
Δια των διατάξεων του παρόντος ουδαμώς θίγονται οι ορισμοί του άρθρ. 118 του Ποινικού Κώδικος».
Η παρ. 5 αντικατεστάθη ως άνω δια του Νόμ. 4451 της 30/31 Δεκ. 1964 (ΦΕΚ Α΄ 258).
Αδιαίρετον της εγκλήσεως
Άρθρ.119.-Η ποινική δίωξις χωρεί κατά πάντων των συμμετόχων του εγκλήματος και αν έτι η υποβληθείσα έγκλησις απευθύνηται καθ’ ενός τούτων.
Ανάκλησις της γενομένης εγκλήσεως
Άρθρ.120.-1.Η έγκλησις δύναται να ανακληθή υπό του εγκαλέσαντος, υφ’ ους όρους ορίζει ο κώδιξ ποινικής δικονομίας.
2.Η δι’ ένα των συμμετόχων της πράξεως γενομένη ανάκλησις ως συνέπειαν έχει την παύσιν της ποινικής διώξεως και των λοιπών εφ’ όσον και ούτοι διώκονται κατ’ έγκλησιν.
3.Η ανάκλησις ουδέν έχει αποτέλεσμα δια τον κατηγορούμενον, όστις ήθελε δηλώσει προς την αρχήν, ότι δεν αποδέχεται ταύτην. Μετά την ανάκλησιν της υποβληθείσης εγκλήσεως δεν δύναται να υποβληθή νέα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Η΄.
"Ειδικές διατάξεις για ανηλίκους".
Ο μέσα σε «» τίτλος αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ.1 άρθρ.1 Νόμ.3189/17-21 Οκτ.2003 (ΦΕΚ Α΄243), κατωτ.αριθ.45.
Ορισμοί
"Άρθρ.- 121.- 1. Στο κεφάλαιο αυτό με τον όρο ανήλικοι νοούνται αυτοί που, κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης, έχουν ηλικία μεταξύ του όγδοου και του δέκατου όγδοου έτους της ηλικίας τους συμπληρωμένων.
2. Οι ανήλικοι υποβάλλονται σε αναμορφωτικά ή θεραπευτικά μέτρα ή σε ποινικό σωφρονισμό σύμφωνα με τις διατάξεις των επόμενων άρθρων."
Το άρθρ.121 αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ.2 άρθρ.1 Νόμ.3189/17-21 Οκτ.2003 (ΦΕΚ Α΄243), κατωτ.αριθ.45.
Αναμορφωτικά μέτρα
"Άρθρ. 122.-1. Αναμορφωτικά μέτρα είναι: α) η επίπληξη του ανηλίκου, β) η ανάθεση της υπεύθυνης επιμέλειας του ανηλίκου στους γονείς ή στους επιτρόπους του, γ) η ανάθεση της υπεύθυνης επιμέλειας του ανηλίκου σε ανάδοχη οικογένεια, δ) η ανάθεση της επιμέλειας του ανηλίκου σε προστατευτικές εταιρείες ή σε ιδρύματα ανηλίκων ή σε επιμελητές ανηλίκων, ε) η συνδιαλλαγή μεταξύ ανήλικου δράστη και θύματος για έκφραση συγγνώμης και εν γένει για εξώδικη διευθέτηση των συνεπειών της πράξης, στ) η αποζημίωση του θύματος ή η κατ΄ άλλον τρόπο άρση ή μείωση των συνεπειών της πράξης από τον ανήλικο, ζ) η παροχή κοινωφελούς εργασίας από τον ανήλικο, η) η παρακολούθηση από τον ανήλικο κοινωνικών και ψυχολογικών προγραμμάτων σε κρατικούς, δημοτικούς, κοινοτικούς ή ιδιωτικούς φορείς, θ) η φοίτηση του ανηλίκου σε σχολές επαγγελματικής ή άλλης εκπαίδευσης ή κατάρτισης, ι) η παρακολούθηση από τον ανήλικο ειδικών προγραμμάτων κυκλοφοριακής αγωγής, ια) η ανάθεση της εντατικής επιμέλειας και επιτήρησης του ανηλίκου σε προστατευτικές εταιρείες ή σε επιμελητές ανηλίκων και ιβ) η τοποθέτηση του ανηλίκου σε κατάλληλο κρατικό, δημοτικό, κοινοτικό ή ιδιωτικό ίδρυμα αγωγής.
2. Σε κάθε περίπτωση ως πρόσθετο αναμορφωτικό μέτρο μπορεί να επιβληθούν επιπλέον υποχρεώσεις που αφορούν τον τρόπο ζωής του ανηλίκου ή τη διαπαιδαγώγησή του. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις μπορεί να επιβληθούν δύο ή περισσότερα από τα μέτρα που προβλέπονται στις περιπτώσεις α΄ έως και ια΄ της προηγούμενης παραγράφου.
3. Στην απόφαση του δικαστηρίου ορίζεται η μέγιστη διάρκεια του αναμορφωτικού μέτρου."
Το άρθρ.122 αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ.3 άρθρ.1 Νόμ.3189/17-21 Οκτ.2003 (ΦΕΚ Α΄243), κατωτ.αριθ.45.


(Αντί για τη σελ.37(ζ) Σελ.37(η)
Τεύχος 1365 Σελ. 17
Θεραπευτικά μέτρα
"Άρθρ.123.- 1. Αν η κατάσταση του ανηλίκου απαιτεί ιδιαίτερη μεταχείριση, ιδίως αν πάσχει από ψυχική ασθένεια ή τελεί σε νοσηρή διατάραξη των πνευματικών του λειτουργιών ή από οργανική νόσο ή κατάσταση που του δημιουργεί σοβαρή σωματική δυσλειτουργία ή του έχει γίνει έξη η χρήση οινοπνευματωδών ποτών ή ναρκωτικών ουσιών και δεν μπορεί να την αποβάλει με τις δικές του δυνάμεις ή εμφανίζει ανώμαλη καθυστέρηση στην πνευματική και την ηθική του ανάπτυξη, το δικαστήριο διατάσσει: α) την ανάθεση της υπεύθυνης επιμέλειας του ανηλίκου στους γονείς, στους επιτρόπους του ή στην ανάδοχη οικογένεια, β) την ανάθεση της επιμέλειας του ανηλίκου σε προστατευτικές εταιρίες ή σε επιμελητές ανηλίκων, γ) την παρακολούθηση συμβουλευτικού θεραπευτικού προγράμματος από τον ανήλικο και δ) την παραπομπή του ανηλίκου σε θεραπευτικό ή άλλο κατάλληλο κατάστημα. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις μπορεί να επιβληθούν τα μέτρα που προβλέπονται στις περιπτώσεις α΄ ή β΄ σε συνδυασμό με το μέτρο που προβλέπεται στην περίπτωση γ΄.
2. Τα θεραπευτικά μέτρα διατάσσονται ύστερα από προηγούμενη διάγνωση και γνωμοδότηση από εξειδικευμένη ομάδα ιατρών, ψυχολόγων και κοινωνικών λειτουργών, οι οποίοι κατά περίπτωση υπάγονται σε Μονάδα του Υπουργείου Δικαιοσύνης ή σε ιατρικά κέντρα υγείας ή κρατικά νοσηλευτικά ιδρύματα.
3. Αν ο ανήλικος είναι χρήστης ναρκωτικών και αν η χρήση του έχει γίνει έξη και δεν μπορεί να την αποβάλει με τις δικές του δυνάμεις, το δικαστήριο πριν επιβάλει θεραπευτικά μέτρα που προβλέπονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου διατάσσει ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη και εργαστηριακή εξέταση, σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 2 του Ν. 1729/1987."
Το άρθρ.123 αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ.4 άρθρ.1 Νόμ.3189/17-21 Οκτ.2003 (ΦΕΚ Α΄243), κατωτ.αριθ.45.
Μεταβολή ή άρση μέτρων
"Άρθρ. 124. - 1. Το δικαστήριο που δίκασε μπορεί οποτεδήποτε να αντικαταστήσει τα αναμορφωτικά μέτρα που επέβαλε με άλλα, αν το κρίνει αναγκαίο. Αν τα μέτρα εκπλήρωσαν το σκοπό τους, τα αίρει.
2. Το ίδιο μπορεί να πράξει και για τα θεραπευτικά μέτρα, ύστερα από γνωμοδότηση σύμφωνα με το άρθρο 123 παρ. 2.


Σελ. 38(η)
Τεύχος 1365 Σελ. 18
3. Το δικαστήριο αντικαθιστά τα αναμορφωτικά μέτρα με θεραπευτικά, ύστερα από γνωμοδότηση, σύμφωνα με το άρθρο 123 παράγραφος 2.
4. Η συνδρομή των προϋποθέσεων αντικατάστασης ή άρσης των αναμορφωτικών ή θεραπευτικών μέτρων ελέγχεται από το δικαστήριο το αργότερο μετά την πάροδο ενός έτους από την επιβολή τους."
Το άρθρ.124 αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ.5 άρθρ.1 Νόμ.3189/17-21 Οκτ.2003 (ΦΕΚ Α΄243), κατωτ.αριθ.45.
Διάρκεια μέτρων
"Άρθρ. 125 - 1. Τα αναμορφωτικά μέτρα που επέβαλε το δικαστήριο παύουν αυτοδικαίως, όταν ο ανήλικος συμπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας. Το δικαστήριο μπορεί, με ειδικά αιτιολογημένη απόφασή του, να παρατείνει τα μέτρα, το πολύ μέχρι τη συμπλήρωση του εικοστού πρώτου έτους της ηλικίας του ανηλίκου.
2. Τα θεραπευτικά μέτρα επιτρέπεται να παραταθούν και μετά το δέκατο όγδοο έτος, ύστερα από γνωμοδότηση, σύμφωνα με το άρθρο 123 παράγραφος 2, το πολύ μέχρι τη συμπλήρωση του εικοστού πρώτου έτους της ηλικίας του ανηλίκου."
Το άρθρ.125 αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ.6 άρθρ.1 Νόμ.3189/17-21 Οκτ.2003 (ΦΕΚ Α΄243), κατωτ.αριθ.45.


Ανήλικοι ποινικώς ανεύθυνοι
"Άρθρο 126 - 1. Η αξιόποινη πράξη που τελέστηκε από ανήλικο οκτώ έως δεκατριών ετών δεν καταλογίζεται σε αυτόν.
2. Σε ανήλικο που τέλεσε αξιόποινη πράξη χωρίς να έχει συμπληρώσει το δέκατο τρίτο έτος της ηλικίας του επιβάλλονται μόνο αναμορφωτικά ή θεραπευτικά μέτρα.
3. Σε ανήλικο που τέλεσε αξιόποινη πράξη και έχει συμπληρώσει το δέκατο τρίτο έτος της ηλικίας του επιβάλλονται αναμορφωτικά ή θεραπευτικά μέτρα, αν δεν υπάρχει περίπτωση να υποβληθεί ο ανήλικος σε ποινικό σωφρονισμό κατά το επόμενο άρθρο."
Το άρθρ.126 αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ.7 άρθρ.1 Νόμ.3189/17-21 Οκτ.2003 (ΦΕΚ Α΄243), κατωτ.αριθ.45.
Ανήλικοι ποινικώς υπεύθυνοι
"Άρθρ. 127 - 1. Αν το δικαστήριο ερευνώντας τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέστηκε η πράξη και την όλη προσωπικότητα του ανηλίκου που έχει συμπληρώσει το δέκατο τρίτο έτος της ηλικίας του κρίνει ότι είναι αναγκαίος ο ποινικός σωφρονισμός του για να συγκρατηθεί από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων, τον καταδικάζει σε περιορισμό σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων.
2. Στην απόφαση του δικαστηρίου ορίζεται επακριβώς ο χρόνος παραμονής του ανηλίκου στο κατάστημα αυτό σύμφωνα με το άρθρο 54."
Το άρθρ.127 αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ.8 άρθρ.1 Νόμ.3189/17-21 Οκτ.2003 (ΦΕΚ Α΄243), κατωτ.αριθ.45.
Πταίσματα ανηλίκων
"Άρθρ.128 - Αν η πράξη που τέλεσε ο ανήλικος συνιστά πταίσμα, εφαρμόζονται μόνο τα αναμορφωτικά μέτρα υπό στοιχεία α΄, β΄ και ι΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 122."
Το άρθρ.128 αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ.9 άρθρ.1 Νόμ.3189/17-21 Οκτ.2003 (ΦΕΚ Α΄243), κατωτ.αριθ.45.
Απόλυση υπό όρο
"Άρθρ. 129 - 1. Με τη λήξη του ημίσεος της ποινής του περιορισμού σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων, η οποία έχει επιβληθεί, το δικαστήριο απολύει τον ανήλικο, κατά τα οριζόμενα παρακάτω. Στην απόφαση για την απόλυση υπό όρο ορίζεται ο χρόνος της δοκιμασίας, που δεν μπορεί να υπερβαίνει το υπόλοιπο της ποινής.
2. Η απόλυση υπό όρο χορηγείται οπωσδήποτε, εκτός αν κριθεί με ειδική αιτιολογία ότι η διαγωγή του ανηλίκου κατά την έκτιση της ποινής καθιστά απολύτως αναγκαία τη συνέχιση της κράτησής του, για να αποτραπεί η τέλεση από αυτόν νέων αξιόποινων πράξεων. Για τη χορήγηση της υπό όρο απόλυσης η διεύθυνση του καταστήματος στο οποίο κρατείται ο ανήλικος υποβάλλει αίτηση μαζί με έκθεση της κοινωνικής υπηρεσίας του καταστήματος μόλις συμπληρωθεί η έκτιση του ημίσεος της επιβληθείσας ποινής.
3. Η απόλυση υπό όρο μπορεί να χορηγηθεί και πριν από την έκτιση του ημίσεος της ποινής που έχει επιβληθεί, μόνο για σπουδαίους λόγους και εφόσον έχει εκτιθεί πραγματικά το ένα τρίτο αυτής.
4. Για τη χορήγηση της υπό όρο απόλυσης, ως ποινή που εκτίθηκε θεωρείται και αυτή που υπολογίστηκε ευεργετικά σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις. Η απόλυση υπό όρο δεν μπορεί να χορηγηθεί, αν ο ανήλικος δεν έχει παραμείνει σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων για χρονικό διάστημα ίσο με το ένα τρίτο της ποινής που έχει επιβληθεί.
5. Στον απολυόμενο μπορεί να επιβληθούν κατά τη διάρκεια του χρόνου δοκιμασίας του υποχρεώσεις που αφορούν τον τρόπο ζωής του και ιδίως τον τόπο διαμονής, τη διαπαιδαγώγηση ή την παρακολούθηση εγκεκριμένου από το νόμο θεραπευτικού προγράμματος ψυχικής απεξάρτησης από ναρκωτικές ή άλλες οινοπνευματώδεις ουσίες. Στον αλλοδαπό απολυόμενο μπορεί να διαταχθεί και η απέλασή του στη χώρα από την οποία προέρχεται, εκτός αν η οικογένειά του διαμένει νομίμως στην Ελλάδα ή η απέλασή του είναι ανέφικτη. Αν ο απολυόμενος παραβιάσει τους όρους εφαρμόζεται αναλογικώς το άρθρο 107.
6. Αν ο απολυόμενος κατά το χρόνο δοκιμασίας του καταδικασθεί για κακούργημα ή πλημμέλημα από δόλο, η απόλυση αίρεται και εφαρμόζεται το άρθρο 132.
7. Αν μετά την απόλυση παρέλθει ο χρόνος δοκιμασίας τον οποίο όρισε η απόφαση χωρίς να γίνει ανάκληση, η ποινή θεωρείται ότι εκτίθηκε.
8. Αρμόδιο για την απόλυση του ανηλίκου και την ανάκληση της υπό όρο απόλυσης είναι το Τριμελές Δικαστήριο Ανηλίκων στο Πλημμελειοδικείο του τόπου όπου εκτίεται ο περιορισμός σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων.
9. Αν ανήλικος κατά τη διάρκεια του περιορισμού του σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων για έγκλημα του άρθρου 5 του Ν. 1729/1987, όπως ισχύει, ή για έγκλημα που φέρεται ότι τελέστηκε για να διευκολυνθεί η χρήση ναρκωτικών ουσιών, παρακολούθησε επιτυχώς εγκεκριμένο συμβουλευτικό πρόγραμμα και υπάρχει δήλωση από τον υπεύθυνο αναγνωρισμένου προγράμματος ψυχικής απεξάρτησης ότι γίνεται δεκτός σε αυτό, η παρακολούθηση αυτή συνιστά σπουδαίο λόγο για πρόωρη απόλυση υπό όρο με την έννοια της παραγράφου 3. Οι υπεύθυνοι του εκτός καταστήματος προγράμματος ψυχικής απεξάρτησης έχουν την υποχρέωση να ενημερώνουν ανά δίμηνο τη δικαστική αρχή για τη συνεπή παρακολούθηση του προγράμματος από τον εν λόγω ανήλικο ή για την επιτυχή ολοκλήρωση του προγράμματος και χωρίς καθυστέρηση για την αδικαιολόγητη διακοπή της παρακολούθησής του. Στην περίπτωση διακοπής ανακαλείται η υπό όρο απόλυση.



(Αντί για τη σελ.38,01(α) Σελ. 38,01(β)
Τεύχος 1365 Σελ. 19
10. Αν η αίτηση για απόλυση υπό όρο δεν γίνει δεκτή, νέα αίτηση μπορεί να υποβληθεί μετά δύο μήνες από την απόρριψη, εκτός αν υπάρξουν νέα στοιχεία."
Το άρθρ.129 αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ.10 άρθρ.1 Νόμ.3189/17-21 Οκτ.2003 (ΦΕΚ Α΄243), κατωτ.αριθ.45.
Εκδίκαση μετά τη συμπλήρωση
του δέκατου όγδοου έτους
"Άρθρ. 130 - 1. Αν ανήλικος που έχει συμπληρώσει το δέκατο τρίτο έτος της ηλικίας του τέλεσε αξιόποινη πράξη και εισάγεται σε δίκη μετά τη συμπλήρωση του δέκατου όγδοου έτους, το δικαστήριο μπορεί, αντί για περιορισμό σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων, να επιβάλει την ποινή που προβλέπεται για την πράξη που τελέστηκε, ελαττωμένη, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 83. Τούτο γίνεται, αν το δικαστήριο κρίνει ότι, αν και ο ποινικός σωφρονισμός του ανηλίκου είναι αναγκαίος, δεν είναι όμως σκόπιμος ο περιορισμός του σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων.
2. Οι στερητικές της ελευθερίας ποινές που επιβλήθηκαν σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο δεν συνεπάγονται σε καμία περίπτωση τη στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων ή την παραπομπή σε κατάστημα εργασίας.
3. Κατά γενικό κανόνα οι κατάδικοι αυτοί κρατούνται χωριστά από άλλους ενήλικους καταδίκους."
Το άρθρ.130 αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ.11 άρθρ.1 Νόμ.3189/17-21 Οκτ.2003 (ΦΕΚ Α΄243), κατωτ.αριθ.45.
Έναρξη εκτέλεσης της απόφασης
μετά τη συμπλήρωση του δέκατου όγδοου έτους
"Άρθρο 131 - 1. Αν ο καταδικασμένος σε περιορισμό σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων συμπλήρωσε το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας του, πριν αρχίσει η εκτέλεση της απόφασης, το δικαστήριο που δίκασε, αν κρίνει ότι ο περιορισμός αυτός δεν είναι σκόπιμος, μπορεί να τον αντικαταστήσει με την ποινή που προβλέπεται στο προηγούμενο άρθρο.
2. Αν ο καταδικασμένος συμπλήρωσε το εικοστό πρώτο έτος της ηλικίας του, η αντικατάσταση του περιορισμού κατά την παράγραφο 1 είναι υποχρεωτική.
3. Οι παράγραφοι 2 και 3 του προηγούμενου άρθρου ισχύουν και στις περιπτώσεις του άρθρου αυτού."
Το άρθρ.131 αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ.12 άρθρ.1 Νόμ.3189/17-21 Οκτ.2003 (ΦΕΚ Α΄243), κατωτ.αριθ.45.

Σελ. 38,02(β)
Τεύχος 1365 Σελ. 20
Συρροή
"Άρθρ. 132 - 1. Αν ο κρατούμενος σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων διαπράξει αξιόποινη πράξη πριν συμπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας του ή αν συντρέξει άλλη περίπτωση συρροής κατά το άρθρο 97, το δικαστήριο επαυξάνει την ποινή που του είχε καθορίσει με την προηγούμενη απόφασή του χωρίς να υπερβεί τα όρια του άρθρου 54.
2. Αν ο κρατούμενος σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων διαπράξει αξιόποινη πράξη μετά τη συμπλήρωση του δέκατου όγδοου έτους της ηλικίας του:
α) Εφόσον η ποινή που προσδιορίσθηκε για την πράξη αυτή είναι πρόσκαιρη κάθειρξη, το δικαστήριο επιβάλλει συνολική ποινή κάθειρξης επαυξημένη. Η επαύξηση της κάθειρξης δεν μπορεί να είναι κατώτερη από το ήμισυ της ποινής που είχε καθορίσει η προηγούμενη απόφαση του δικαστηρίου. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 94 παρ. 1.
β) Αν η ποινή που επιβλήθηκε για τη νέα πράξη είναι ηπιότερη από την πρόσκαιρη κάθειρξη, το δικαστήριο επαυξάνει την ποινή που είχε καθορίσει με προηγούμενη απόφαση, όχι όμως πέρα από το ανώτατο όριο περιορισμού, το οποίο ορίζεται στο άρθρο 54."
Το άρθρ.132 αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ.13 άρθρ.1 Νόμ.3189/17-21 Οκτ.2003 (ΦΕΚ Α΄243), κατωτ.αριθ.45.
Νεαροί ενήλικες
"Άρθρ. 133 - Το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83) σε όποιον, κατά το χρόνο που τέλεσε αξιόποινη πράξη, είχε συμπληρώσει το δέκατο όγδοο, όχι όμως και το εικοστό πρώτο έτος της ηλικίας του. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζονται οι διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 130."
Το άρθρ.133 αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ.14 άρθρ.1 Νόμ.3189/17-21 Οκτ.2003 (ΦΕΚ Α΄243), κατωτ.αριθ.45.



ΒΙΒΛΙΟΝ ΔΕΥΤΕΡΟΝ
ΕΙΔΙΚΟΝ ΜΕΡΟΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α
Προσβολές του πολιτεύματος
Ο άνω τίτλος αντικαταστάθηκε ως ανωτέρω από το άρθρ. 1 Νόμ. 1366/1983 (ΦΕΚ Α΄ 81), τόμ. 6α, σελ. 390,318.
Εσχάτη προδοσία
Άρθρον 134
1.Τιμωρούνται δια της ποινής της ισοβίου καθείρξεως ή της προσκαίρου καθείρξεως: Α΄) Ο αποπειρώμενος ν’ αποστερήση δι’ οιουδήποτε τρόπου τον Βασιλέα ή τον ασκούντα την βασιλικήν εξουσίαν της εκ του Συντάγματος εξουσίας αυτού. Β΄) Ο δια βίας σωματικής ή δι’ απειλών τοιαύτης αποπειρώμενος: α) να παρακωλύση τινά εξ αυτών από της ασκήσεως της εκ του Συντάγματος εξουσίας αυτού ή να εξαναγκάση εις επιχείρησιν πράξεως απορρεούσης εκ της εξουσίας ταύτης, β) να μεταβάλη το πολίτευμα του κράτους ή
γ.(Καταργήθηκε από την παρ. 2 άρθρ. 2 Νόμ. 1366/83 τόμ. 6Α σελ. 390,318).
«2.Με ισόβια ή πρόσκαιρη κάθειρξη τιμωρείται, όποιος εκτός από την περίπτωση της προηγούμενης παραγράφου α)επιχειρεί με βία ή απειλή βίας ή με σφετερισμό της ιδιότητάς τους ως οργάνου του Κράτους να καταλύσει ή να αλλοιώσει ή να καταστήσει ανενεργό, διαρκώς ή προσκαίρως, το δημοκρατικό πολίτευμα που στηρίζεται στη λαϊκή κυριαρχία ή θεμελιώδεις αρχές ή θεσμούς του πολιτεύματος αυτού, β)επιχειρεί με τα μέσα που αναφέρονται στο προηγούμενο εδάφιο και με τρόπο πρόσφορο να διαταράξει την ομαλή λειτουργία του πολιτεύματος, να αποστερήσει ή να παρακωλύσει τη Βουλή, την Κυβέρνηση ή τον Πρωθυπουργό από την ενάσκηση της εξουσίας που τους παρέχει το Σύνταγμα ή να τους εξαναγκάσει να εκτελέσουν ή να παραλείψουν πράξεις που απορρέουν από την εξουσία αυτή, γ)ασκεί ή άσκησε την εξουσία που ο ίδιος ή άλλος κατέλαβε με τους τρόπους και τα μέσα που προβλέπει το άρθρο αυτό».
Η παραπάνω παρ. 2 πήρε τον αριθ. 3 και η παρ. 2 προστέθηκε ως άνω από την παρ. 3 άρθρ. 2 Νόμ. 1366/1983, τόμ. 6Α σελ. 390,318. Με την παρ. 1 άνω άρθρ. 2 τέθηκε ο τίτλος «Εσχάτη Προδοσία» στο ανωτέρω άρθρ. 134.
3.Ο αποπειρώμενος την θανάτωσιν του Βασιλέως ή του ασκούντος την βασιλικήν εξουσίαν τιμωρείται με θάνατον ή με ισόβιον κάθειρξιν.
Θεμελιώδεις αρχές και θεσμοί
του Πολιτεύματος
«Άρθρ.134α.-Θεμελιώδεις αρχές και θεσμοί του Πολιτεύματος θεωρούνται στο πλαίσιο του προηγούμενου άρθρου: α)η ανάδειξη με εκλογή του Αρχηγού του Κράτους, β)το δικαίωμα του λαού να εκλέγει τη Βουλή με γενικές, άμεσες, ελεύθερες, ίσες και μυστικές ψηφοφορίες μέσα στα συνταγματικά χρονικά πλαίσια, γ)το κοινοβουλευτικό σύστημα διακυβέρνησης, δ)η αρχή του πολυκομματισμού, ε)η αρχή της διάκρισης των εξουσιών όπως προβλέπεται στο Σύνταγμα, στ)η αρχή της δέσμευσης του μεν νομοθέτη από το Σύνταγμα, της δε εκτελεστικής και της δικαστικής εξουσίας από το Σύνταγμα και τους νόμους, ζ)η αρχή της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης και η ) η γενική ισχύς και προστασία των ατομικών δικαιωμάτων που προβλέπει το Σύνταγμα».
Το άρθρ. 134α προστέθηκε ως άνω από το άρθρ. 3 Νόμ. 1366/1983, τόμ. 6Α σελ. 390,318.
Άρθρ.134β.-Δεν τιμωρούνται ως συμμέτοχοι στις πράξεις του άρθρ. 134 δημόσιοι υπάλληλοι ή λειτουργοί οι οποίοι άσκησαν τα καθήκοντά τους όσο διήρκεσε ο σφετερισμός της λαϊκής κυριαρχίας ή η παράνομη κατάλυση, μεταβολή ή αδράνεια του δημοκρατικού πολιτεύματος, εφόσον η άσκηση των καθηκόντων τους ήταν αναγκαία αποκλειστικά για τη συνέχιση της λειτουργίας του κράτους και δεν έγινε με σκοπό τη διατήρηση της εξουσίας από τους σφετεριστές της».
Το άρθρ. 134β προστέθηκε ως άνω από το άρθρ. 4 Νόμ. 1366/1983, τόμ. 6Α σελ. 390,318.






















(Αντί για τη σελ. 39(α) Σελ. 39(β)
Τεύχος 1181-Σελ. 19
Προπαρασκευαστικές πράξεις εσχάτης
προδοσίας
«Άρθρ.135.-1.Όποιος δημόσια ή με τη διάδοση εγγράφων, εικόνων ή παραστάσεων εκ προθέσεως προκαλεί ή προσπαθεί να διεγείρει άλλους στον να επιχειρήσουν πράξεις από εκείνες που αναφέρονται στο άρθρ. 134 τιμωρείται με κάθειρξη.
2.Όποιος συνωμοτεί με άλλον με σκοπό να προβούν στην εκτέλεση πράξης από εκείνες που αναφέρονται στο άρθρ. 134 ή με συνεννοήσεις με ξένη κυβέρνηση προπαρασκευάζει την εκτέλεση μιας από αυτές τις πράξεις, τιμωρείται με κάθειρξη.
3.Οποιαδήποτε άλλη εκ προθέσεως προπαρασκευαστική ενέργεια μιας από τις αναφερόμενες στο άρθρ. 134 πράξεις τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών.
4.Συνωμοσία υπάρχει όταν δύο ή περισσότεροι συναποφασίσουν την τέλεση πράξης εσχάτης προδοσίας ή αναλάβουν αμοιβαία υποχρέωση για την τέλεση τέτοιας πράξης».
Το άρθρ. 135 αντικαταστάθηκε ως άνω από το άρθρ. 5 νόμ. 1366/1983, τόμ. 6Α, σελ. 390,318.
Προσβολές κατά της ζωής φορέων
πολιτειακών λειτουργημάτων
«Άρθρ.135α.-Όποιος αποπειράται να θανατώσει τον Πρωθυπουργό, τον Πρόεδρο της Βουλής ή τους νόμιμους αναπληρωτές τους ή αρχηγό κόμματος που αναγνωρίζεται από τον Κανονισμό της Βουλής τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη».
Το άρθρ. 135α προστέθηκε από το άρθρ. 6 Νόμ. 1366/1983, τόμ. 6Α σελ. 390,318.
«Άρθρ.136.-Στις περιπτώσεις του άρθρ. 135 το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει μαζί με την ποινή της φυλάκισης και στέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων (άρθρ.61). Αν αυτός που καταδικάστηκε είναι αλλοδαπός το δικαστήριο μπορεί να διατάξει και την απέλασή του από το κράτος (άρθρ. 74)».
Το άρθρ. 136 αντικαταστάθηκε ως άνω από το άρθρ. 7 Νόμ. 1366/1983, τόμ. 6Α σελ. 390,318.
«Άρθρ.137.-1.Στις περιπτώσεις του άρθρ. 134 παρ. 1 και 2 και 135 ο δράστης μένει ατιμώρητος αν οικειοθελώς παρεμπόδισε την επέλευση του αποτελέσματος που επιδίωκε με την πράξη του.
2.Αν στις περιπτώσεις του άρθρ. 134 ο δράστης συνετέλεσε αποφασιστικά στην αποκατάσταση του Δημοκρατικού Πολιτεύματος τιμωρείται με ποινή μειωμένη. Το δικαστήριο όμως μπορεί, εκτιμώντας ελεύθερα όλες τις περιστάσεις, να κρίνει την πράξη του ατιμώρητη».
Το άρθρ. 137 αντικαταστάθηκε ως άνω από το άρθρ. 8 Νόμ. 1366/1983, τόμ. 6Α σελ. 390,318.
Βασανιστήρια και άλλες προσβολές της
ανθρώπινης αξιοπρέπειας
Άρθρ.137Α.-«1.Υπάλληλος ή στρατιωτικός στα καθήκοντα του οποίου ανάγεται η δίωξη ή η ανάκριση ή η εξέταση αξιόποινων πράξεων ή πειθαρχικών παραπτωμάτων ή η εκτέλεση ποινών ή η φύλαξη ή η επιμέλεια κρατουμένων, τιμωρείται με κάθειρξη, εάν υποβάλλει σε βασανιστήρια κατά την εκτέλεση αυτών των καθηκόντων πρόσωπα που βρίσκεται στην εξουσία του με σκοπό α)να αποσπάσει από αυτό ή από τρίτο πρόσωπο ομολογία, κατάθεση, πληροφορία ή δήλωση ιδίως αποκήρυξης ή αποδοχής πολιτικής ή άλλης ιδεολογίας, β)να το τιμωρήσει, γ)να εκφοβίσει αυτό ή τρίτα πρόσωπα.
Με την ίδια ποινή τιμωρείται υπάλληλος ή στρατιωτικός, που με εντολή των προϊσταμένων του ή αυτοβούλως σφετερίζεται τέτοια καθήκοντα και τελεί της πράξεις του προηγούμενου εδαφίου.
2.Βασανιστήρια συνιστούν, σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, κάθε μεθοδευμένη πρόκληση έντονου σωματικού πόνου ή σωματικής εξάντλησης επικίνδυνης δια την υγεία ή ψυχικού πόνου ικανού να επιφέρει σοβαρή ψυχική βλάβη, καθώς και κάθε παράνομη χρησιμοποίηση χημικών ναρκωτικών ή άλλων φυσικών ή τεχνικών μέσων με σκοπό να κάμψουν τη βούληση του θύματος.
3.Σωματική κάκωση, βλάβη της υγείας, άσκηση παράνομης σωματικής ή ψυχολογικής βίας και κάθε άλλη σοβαρή προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, που τελείται από τα πρόσωπα, υπό τις περιστάσεις και για τους σκοπούς που προβλέπει η παρ. 1, εφόσον δεν υπάγεται στην έννοια της παρ. 2, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστο 3 ετών, αν δεν τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη. Ως προσβολές της ανθρώπινης αξιοπρέπειας θεωρούνται ιδίως α)η χρησιμοποίηση ανιχνευτή αλήθειας, β)η παρατεταμένη απομόνωση, γ)η σοβαρή προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας.
4.Δεν υπάγονται στην έννοια του άρθρου αυτού πράξεις ή συνέπειες συμφυείς προς τη νόμιμη εκτέλεση ποινής ή άλλου νόμιμου περιορισμού της ελευθερίας ή προς άλλο νόμιμο μέτρο δικονομικού καταναγκασμού».
Διακεκριμένες περιπτώσεις
Άρθρ.137Β.-«1.Οι πράξεις της πρώτης παραγράφου του προηγούμενου άρθρου τιμωρούνται με κάθειρξη τουλάχιστο 10 ετών:
α)αν χρησιμοποιούνται μέσα ή τρόπο συστηματικού βασανισμού, ιδίως κτυπήματα στα πέλματα του θύματος (φάλαγγα) ή ηλεκτροσόκ ή εικονική εκτέλεση ή παραισθησιογόνες ουσίες,
β)αν έχουν ως αποτέλεσμα τη βαρειά σωματική βλάβη του θύματος,
γ)αν ο δράστης τελεί τις πράξεις κατά συνήθεια
ή κρίνεται από τις περιστάσεις τέλεσης
ως ιδιαιτέρως επικίνδυνος,



(Αντί για τη σελ. 40,01) Σελ. 40,01(α)
Τεύχος Ζ32-Σελ. 59
δ)αν ο υπαίτιος ως προϊστάμενος έδωσε την εντολή τέλεσης της πράξης.
2.Τιμωρούνται με κάθειρξη μέχρι 10 έτη οι πράξεις της παρ. 3 του προηγούμενου άρθρου, όταν συντρέχουν οι περιπτώσεις β, γ και δ της προηγούμενης παραγράφου.
3.Αν οι πράξεις του προηγούμενου άρθρου επέφεραν το θάνατο του θύματος επιβάλλεται ισόβια κάθειρξη».
Παρεπόμενες ποινές
Άρθρ.137Γ.-«1.Καταδίκη για πράξεις των άρθρ. 137Α και 137Β συνεπάγεται αυτοδίκαιη αποστέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων, διαρκή σε περίπτωση καταδίκης σε ισόβια κάθειρξης και πενταετή τουλάχιστο σε περίπτωση φυλάκισης, εφόσον άλλη διάταξη δεν προβλέπει βαρύτερη αποστέρηση. Επίσης συνεπάγεται ανικανότητα απόκτησης των ιδιοτήτων που προβλέπονται στην περίπτ. 1 του άρθρ. 63, διαρκή σε περίπτωση καταδίκης σε κάθειρξη και δεκαετή σε περίπτωση καταδίκης σε φυλάκιση».
Γενικές διατάξεις
Άρθρ.137Δ.-«1.Κατάσταση ανάγκης ουδέποτε αποκλείει τον άδικο χαρακτήρα των πράξεων των άρθρ. 137Α και 137Β.
2.Προσταγή προϊσταμένου, που αφορά τις πράξεις των άρθρ. 137Α και 137Β, ουδέποτε αποκλείει τον άδικο χαρακτήρα τους.
3.Σε περίπτωση που οι πράξεις των άρθρ. 137Α και 137Β, τελούνται υπό καθεστώς σφετερισμού της λαϊκής κυριαρχίας, η προθεσμία της παραγραφής αρχίζει μόλις αποκατασταθεί η νόμιμη εξουσία.
4.Ο παθών των πράξεων των άρθρ. 137Α και 137Β, δικαιούται να απαιτήσει από το δράστη και από το δημόσιο, οι οποίοι ευθύνονται εις ολόκληρον, αποζημίωση για τις ζημιές που υπέστη και χρηματική ικανοποίηση για ψυχική οδύνη ή ηθική βλάβη».
Τα άρθρ. 137Α-137Δ προστέθηκαν από τα άρθρ. 1,2,3 και 4 αντίστοιχα του Νόμ. 1500/1984 (ΦΕΚ Α΄ 191), κατωτ. αριθ. 26.











Σελ. 40,02(α)
Τεύχος Ζ32-Σελ. 60

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β΄.
Προδοσία της χώρας.
Άρθρον 138
Επιβουλή της ακεραιότητος της χώρας
1.Ο δια βίας σωματικής ή δι’ απειλών τοιαύτης αποπειρώμενος ν’ αποσπάση από του ελληνικού κράτους έδαφος ανήκον εις αυτό ή να συγχωνεύση εις ετέραν πολιτείαν έδαφος του ελληνικού κράτους, τιμωρείται με θάνατον.-2.Αι διατάξεις των άρθρ. 135 και 137 εφαρμόζονται και εν προκειμένω.
Άρθρον 139
Προσβολή κατά της διεθνούς ειρήνης της χώρας.
1.Ο μετά ξένης κυβερνήσεως συνεννοούμενος ή διαπραγματευόμενος επί τω σκοπώ του να επιφέρη πόλεμον ή εχθροπραξίας κατά του ελληνικού κράτους ή συμμάχου αυτού, τιμωρείται δια καθείρξεως ισοβίου ή προσκαίρου.-2.Εάν δε συνεπεία των ως άνω ενεργειών του εξερράγη πράγματι ο πόλεμος ή ήρξαντο αι εχθροπραξίαι, τιμωρείται με ισόβιον κάθειρξιν ή με θάνατον.






Άρθρον 140
Όστις δια πράξεων εχθρικών μη εγκρινομένων υπό της κυβερνήσεως ή δια μηχανορραφιών εκθέτει εκ προθέσεως το ελληνικόν κράτος ή σύμμαχον αυτού εις τον κίνδυνον πολέμου ή εχθροπραξιών, τιμωρείται με κάθειρξιν μέχρι δέκα ετών, εάν δε συνεπεία των ως άνω ενεργειών του εξερράγη πράγματι ο πόλεμος ή ήρξαντο αι εχθροπραξίαι, τιμωρείται δια καθείρξεως τουλάχιστον δεκαετούς.
Άρθρον 141
Όστις εκ προθέσεως και δι’ οιωνδήποτε ενεργειών εκθέτει το ελληνικόν κράτος ή σύμμαχον αυτού ή τους κατοίκους τινός εκ τούτων εις κίνδυνον αντιποίνων, ή εκθέτει εις κίνδυνον διαταράξεως τας φιλικάς σχέσεις της ελληνικής πολιτείας ή συμμάχου αυτής μετά ξένης τοιαύτης, τιμωρείται δια φυλακίσεως τριών μηνών μέχρι τριών ετών, εάν δε τα αντίποινα πράγματι επήλθον συνεπεία των ενεργειών του, τιμωρείται δια φυλακίσεως τουλάχιστον τριών ετών.
Άρθρον 142
Ο εξ αμελείας γενόμενος υπαίτιος τινός των εν άρθροις 139-141 πράξεων τιμωρείται εις μεν τας περιπτώσεις των άρθρων 139 και 140 δια φυλακίσεως μέχρι τριών ετών, εις δε τας περιπτώσεις του άρθρου 141 δια φυλακίσεως μέχρις ενός έτους.
Άρθρον 143
Στρατιωτική υπηρεσία παρά τω εχθρώ
Έλλην υπήκοος, όστις, εν καιρώ πολέμου κατά της ελληνικής πολιτείας, υπηρετεί παρά τω στρατώ του εχθρού ή φέρει όπλα εναντίον της ελληνικής πολιτείας ή των συμμάχων αυτής, τιμωρείται δια της ποινής του θανάτου ή ισοβίου καθείρξεως.
Άρθρον 144
Υποστήριξις της πολεμικής δυνάμεως του εχθρού
1.Όστις, εν σχέσει προς εκραγέντα ή επικείμενον πόλεμον κατά της ελληνικής πολιτείας, ενεργεί παρανόμως και εν γνώσει κατά τρόπον δυνάμενον να ενισχύση τας πολεμικάς δυνάμεις του εχθρού ή να επιφέρη βλάβην εις τας πολεμικάς δυνάμεις της ελληνικής πολιτείας ή των συμμάχων αυτής, τιμωρείται δια της ποινής του θανάτου ή ισοβίου καθείρξεως.
-2.Ο ξένος υπήκοος, ο παρέχων τω εχθρώ τα προς πόλεμον επιτήδεια ή δάνειον, δεν τιμωρείται, εκτός εάν κατά τον χρόνον της πράξεως κατώκει εν Ελλάδι ή εν εδάφει κατεχομένω παρά της Ελλάδος, ή εάν τα παρασχεθέντα τω εχθρώ προέρχωνται εκ των εδαφών τούτων.
-3.Όστις εν εδάφει του κράτους ευρισκομένω εν καιρώ πολέμου υπό εχθρικήν επιδρομήν ή κατάληψιν, ευνοεί τας επί του εδάφους τούτου πολιτικάς βλέψεις του εχθρού ή εν γνώσει ενεργεί κατά τρόπον δυνάμενον να μειώση την πίστιν των πολιτών προς το ελληνικόν κράτος, τιμωρείται με κάθειρξιν ισόβιον ή πρόσκαιρον.
Άρθρον 145
Παράβασις συμβάσεων
1.Όστις, εν σχέσει προς εκραγέντα ή επικείμενον πόλεμον κατά της ελληνικής πολιτείας, παραλείψη εν όλω ή εν μέρει την εκτέλεσιν συμβάσεως περί αναγκών των πολεμικών δυνάμεων της πολιτείας ή των τυχόν συμμάχων αυτής, τιμωρείται με φυλάκισιν. Αν η παράλειψις προήλθεν εξ αμελείας, τιμωρείται με φυλάκισιν μέχρι δύο ετών.-2.Τα εγκλήματα ταύτα τιμωρούνται μόνον, κατ’ αίτησιν του Υπουργού επί της Δικαιοσύνης.
Άρθρον 146
Παραβίασις μυστικών της Πολιτείας
1.Ο εκ προθέσεως και παρανόμως παραδίδων ή αφίνων να περιέλθωσιν εις την κατοχήν ή γνώσιν ετέρου έγγραφα, σχέδια ή άλλα πράγματα ή ειδήσεις, η τήρησις του απορρήτου των οποίων έναντι ξένης κυβερνήσεως απαιτείται υπό των συμφερόντων της πολιτείας ή συμμάχων αυτής, τιμωρείται με κάθειρξιν μέχρι δέκα ετών.
-2.Εν καιρώ πολέμου ο υπαίτιος τιμωρείται δια καθείρξεως ισοβίου ή προσκαίρου τουλάχιστον δέκα ετών.
Άρθρον 147.
Όστις εξ αμελείας γίνεται υπαίτιος τινός των πράξεων των εν τω προηγουμένω άρθρω αναφερομένων, εάν τα εν λόγω έγγραφα, σχέδια, πράγματα ή ειδήσεις εισίν εμπεπιστευμένα αυτώ υπηρεσιακώς ή εισί προσιτά αυτώ δυνάμει της δημοσίας υπηρεσίας του ή δυνάμει εντολής εκ μέρους της αρχής ή έλαβε γνώσιν αυτών συνεπεία συμβάσεως εκ των αναφερομένων εν τω άρθρω 145 του παρόντος, τιμωρείται με φυλάκισιν μέχρι τριών ετών.
Άρθρον 148.
Κατασκοπεία
1.Όστις εκ προθέσεως και παρανόμως επιτυγχάνει να περιέλθωσιν εις την κατοχήν ή την γνώσιν του αντικείμενα ή ειδήσεις εκ των εν άρθρω 146 αναφερομένων, τιμωρείται με φυλάκισιν τουλάχιστον ενός έτους.-2.Εάν όμως ο υπαίτιος ενήργησεν επί τω σκοπώ χρησιμοποιήσεως των ανωτέρω αντικειμένων ή ειδήσεων προς περαιτέρω διαβίβασιν ή ανακοίνωσιν δυναμένην να εκθέση εις κίνδυνον το συμφέρον του κράτους, και ιδίως την ασφάλειαν αυτού ή τινος των συμμάχων, τιμωρείται δια της ποινής της καθείρξεως, εν καιρώ δε πολέμου δια καθείρξεως ισοβίου ή θανάτου.
Άρθρον 149
1.Όστις: α)άνευ δικαιώματος καταρτίζει εικόνας ή σχέδια οχυρώσεων, πλοίων, οδών, καταστημάτων ή άλλων έργων ή τόπων στρατιωτικών, ή β)προς τον σκοπόν τούτον εισέρχεται κρυφά ή δι’ απάτης εις τα εν λόγω μέρη, εάν η εις αυτά προσέλευσις απαγορεύηται εις το κοινόν, τιμωρείται δια φυλακίσεως μέχρι δύο ετών, εάν η πράξις δεν τιμωρείται βαρύτερον δι’ ειδικής διατάξεως.-2.Ο εις τα ρηθέντα μέρη κρυφά ή δι’ απάτης εισερχόμενος τιμωρείται δια τούτο και μόνον, δια φυλακίσεως μέχρις έξ μηνών.
(Αντί για τη σελ. 41) Σελ. 41(α)
Τεύχος 1181-Σελ. 21
Άρθρον 150
Νόθευσις αποδεικτικών
Όστις εκ προθέσεως νοθεύει, καταστρέφει ή αποκρύπτει έγγραφα ή άλλα αντικείμενα δυνάμενα να χρησιμεύσωσιν εις απόδειξιν δικαιωμάτων ή υπστήριξιν συμφερόντων του ελληνικού κράτους ή συμμάχου αυτού έναντι ετέρου κράτους, τιμωρείται δια καθείρξεως.
Άρθρον 151
Κατάχρησις πληρεξουσιότητος
Όστις ως πληρεξούσιος του ελληνικού κράτους ή συμμάχου αυτού διεξάγει μετ’ άλλης τινός κυβερνήσεως υποθέσεις αυτού εκ προθέσεως κατά τρόπον τοιούτον, ώστε να δύναται εντεύθεν να προκύψη εις τον εντολέα βλάβη, τιμωρείται δια καθείρξεως.
Άρθρον 152
Γενική διάταξις
Εν ταις περιπτώσεσι των άρθρων 142, 145, 147, 148, 149 δύναται το δικαστήριον,προς τη ποινή της φυλακίσεως, να επιβάλη την στέρησιν των εν άρθρω 63 αρ. 1 αξιωμάτων και θέσεων.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ΄.
Εγκλήματα κατά ξένων κρατών
Άρθρον 153
Προσβολή κατά ξένου κράτους και του αρχηγού αυτού.
1.α)Ο εναντίον ξένου κράτους, τελούντος εν ειρήνη μετά της Ελλάδος και ανεγνωρισμένου υπ’ αυτής, γινόμενος υπαίτιος μιας των εν άρθροις 134 και 135 πράξεων, ως και ιβ)ο εναντίον του αρχηγού ξένου κράτους, τελούντος, εν ειρήνη μετά της Ελλάδος και ανεγνωρισμένου υπ’ αυτής, εκ προθέσεως βιαιοπραγιών ή αποπειρώμενος βιαιοπραγίαν, ως και ο καθ’ οιονδήποτε τρόπον προσβάλλων δημοσία την τιμήν αυτού, τιμωρείται, εφ’ όσον, κατ’ άλλην διάταξιν του νόμου, η πράξις δεν τιμωρείται δια βαρυτέρας ποινής, δια φυλακίσεως, εάν η αμοιβαιότης είναι εξησφαλισμένη κατά τε τον χρόνον της εκτελέσεως της πράξεως και τον της τιμωρήσεως. Η δίωξις χωρεί μόνον συνεπεία αιτήσεως της ξένης κυβερνήσεως.-2.Ο εναντίον του αρχηγού τοιούτου ξένου κράτους κατά τον χρόνον της εν Ελλάδι διατριβής του και εν Ελλάδι γενόμενος υπαίτιος μιας των εν τη παραγρ. 1 υπό στοιχείον β΄ πράξεων τιμωρείται ανεξαρτήτως αμοιβαιότητος, καταδιώκεται δε αυτεπαγγέλτως, εάν εγένετο ως άνω υπαίτιος βιαιοπραγίας ή απεπειράθη τοιαύτην.-3.Αι εν τω παρόντι άρθρω αναφερόμεναι προσβολαί της τιμής παραγράφονται μετά πάροδον έξ μηνών, η δε απόδειξις της αληθείας δεν επιτρέπεται.-4.επί της υπό στοιχείον α΄ περιπτώσεως της § 1 του προκειμένου άρθρου εφαρμόζεται η διάταξις του άρθρου 137.

Σελ. 42(α)
Τεύχος 1181-Σελ. 22

Άρθρον 154
Προσβολή τιμής διπλωματικών αντιπροσώπων
Ο εναντίον διαπεπιστευμένου παρά τη ελληνική πολιτεία πρεσβευτού ή ετέρου διπλωματικού αντιπροσώπου ξένου κράτους γινόμενος υπαίτιος μιας των εν τω προηγουμένω άρθρω § 1 υπό στοιχείον β΄ πράξεων, τιμωρείται με φυλάκισιν μέχρι δύο ετών, εφ’ όσον κατ’ άλλην διάτξαιν του νόμου η πράξις δεν τιμωρείται δια βαρυτέρας ποινής. Η δίωξις χωρεί μόνον εγκλήσει του παθόντος ή αιτήσει της κυβερνήσεως του.
Προσβολή συμβόλων ξένου κράτους
«Άρθρ.155.-Όποιος, για να εκδηλώσει μίσος ή περιφρόνηση, αφαιρεί, καταστρέφει, παραμορφώνει ή ρυπαίνει την επίσημη σημαία ή έμβλημα της κυριαρχίας ξένου κράτους, που τελεί σε ειρήνη με την Ελλάδα και είναι αναγνωρισμένο από αυτήν ή διακόπτει ή ηχητικά παρεμποδίζει τη δημόσια ανάκρουση του εθνικού του ύμνου, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρις έξι (6) μηνών ή με χρηματική ποινή, εφόσον η αμοιβαιότητα είναι εξασφαλισμένη τόσο κατά το χρόνο εκτέλεσης της πράξης, όσο και κατά το χρόνο εκδίκασής της. Η δίωξη ασκείται μόνο ύστερα από αίτηση της ξένης κυβέρνησης».
Το άρθρ. 155, αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ. 5 του άρθρ. 33 του Νόμ. 2172/16-16 Δεκ. 1993 (ΦΕΚ Α΄ 207), κατωτ. αριθ. 29.






Προσβολή της ουδετερότητος
Άρθρ.156.-Με φυλάκισιν ή με ποινήν χρηματικήν τιμωρείται, όστις παραβιάζει απαγορευτικήν διαταγήν εκδιδομένην υπό της Κυβερνήσεως και δημοσιευθείσαν εν τη εφημερίδι της κυβερνήσεως προς τον σκοπόν τηρήσεως της ουδετερότητος κατά την διάρκειαν πολέμου τινός. Η δίωξις χωρεί μόνον κατ’ αίτησιν του Υπουργού επί της Δικαιοσύνης.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ΄
Εγκλήματα κατά της ελευθέρας ασκήσεως
των πολιτικών δικαιωμάτων
1.«Εγκλήματα κατά πολιτικών σωμάτων
και της Κυβερνήσεως»
«Βία κατά πολιτικού σώματος
ή της Κυβερνήσεως»
Άρθρ.157.-1».Ο δια βίας ή δι’ απειλής βίας επιβάλλων εις την Βουλήν ή την Κυβέρνησιν ή εις μέλος αυτών την εκτέλεσιν, παράλειψιν ή ανοχήν πράξεως αναγομένης εις τα καθήκοντά των τιμωρείται δια καθείρξεως τουλάχιστον δέκα ετών. Η αυτή ποινή επιβάλλεται εάν η πράξις στρέφεται κατά Αρχηγού ανεγνωρισμένου κατά τον Κανονισμόν της Βουλής πολιτικού κόμματος.
2.Ο υπαίτιος των ανωτέρω πράξεων εναντίον νομαρχιακών, δημοτικών ή κοινοτικών συμβουλίων ή άλλου συμβουλίου τοπικής αυτοδιοικήσεως ή μέλους αυτών, τιμωρείται δια φυλακίσεως τουλάχιστον ενός έτους.
3.Ο δημοσία περιϋβρίζων την Βουλήν, τιμωρείται δια φυλακίσεως τουλάχιστον τριών μηνών.
Εάν η περιύβρισις ετελέσθη κατά τινος των εν τη παρ. 2 συμβουλίων, επιβάλλεται φυλάκισις μέχρι δύο ετών. Η ποινική δίωξις γίνεται κατ’ αίτησιν της Βουλής ή του Συμβουλίου.
4.Το δικαστήριον δύναται προς ταις ποιναίς ταύταις να επιβάλη και στέρησιν των εν άρθρ. 63 αριθ. 1 αξιωμάτων και θέσεων».
Οι εντός « » τίτλοι ετροποποιήθησαν και το άρθρ. 157 αντικατεστάθη ως άνω δια του άρθρ. 3 Νόμ. 410/1976 (κατωτ. αριθ. 22).
«Βία κατά πολιτικού κόμματος»
Άρθρ.157Α.-1.Όστις προβαίνει εις πράξεις βίας κατά γραφείων νομίμως λειτουργούντων πολιτικών κομμάτων, τιμωρείται δια φυλακίσεως τουλάχιστον ενός έτους, εκτός εάν η πράξις τιμωρήται βαρύτερον δι’ ετέρας διατάξεως.
2.Η παρ. 2 του άρθρ. 167 έχει και εν προκειμένω εφαρμογήν.
3.Εάν δια των εις τας προηγουμένας παραγράφους αναφερομένων πράξεων προεκλήθησαν φθοραί, αύται χαρακτηρίζονται ως διακεκριμέναι και επισύρουν κατά του υπαιτίου τας εν άρθρ. 382 ποινάς».
Το άρθρ. 157Α προσετέθη δια του άρθρ. 4 Νόμ. 410/1976 (κατωτ. αριθ. 22).
Νόθευσις εκλογής ή ψηφοφορίας
Άρθρ.158.-1.Ο καθ’ οιονδήποτε τρόπον εκ προθέσεως προκαλών την παραγωγήν μη γνησίου αποτελέσματος εν εκλογή ή ψηφοφορία ενεργουμένη υπό της Βουλής ή επιτροπής τινος αυτής, ως και ο νοθεύων το γνήσιον αποτέλεσμα αυτής, τιμωρείται δια φυλακίσεως μέχρι δύο ετών.
2.Ο υπαίτιος τινός των πράξεων τούτων εν εκλογή ή ψηφοφορία ενεργουμένη υπό νομαρχιακού, δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου ή άλλου συμβουλίου τοπικής αυτοδιοικήσεως ή επιτροπής τινος αυτών, τιμωρείται δια φυλακίσεως μέχρις ενός έτους.
3.Το δικαστήριον δύναται, προ ταις ποιναίς ταύταις να επιβάλη και στέρησιν των εν των άρθρω 63 αριθ. 1 αξιωμάτων και θέσεων.
Δωροδοκία
Άρθρ.159.-1.Ο εν σχέσει προς τινα εκλογήν ή ψηφοφορίαν, ενεργουμένην υπό της Βουλής ή επιτροπής τινος αυτής προτείνων, παρέχων ή υπισχνούμενος εις Βουλευτήν δώρα ή έτερα οιαδήποτε μη οφειλόμενα αυτώ ωφελήματα, ως αντάλλαγμα, όπως μη λάβη μέρος εις την εκλογήν ή ψηφοφορίαν ή όπως ψηφίση καθ’ ωρισμένον τρόπον, τιμωρείται δια φυλακίσεως μέχρι δύο ετών και με χρηματικήν ποινήν.
2.Ο βουλευτής, εν σχέσει προς τινα των εν παρ. 1 του άρθρ. τούτου εκλογών ή ψηφοφοριών, δεχόμενος την παροχήν ή υπόσχεσιν δώρων, ή ετέρων μη οφειλομένων αυτώ ωφελημάτων ή απαιτών τοιαύτα ως αντάλλαγμα, όπως μη λάβη μέρος εις την εκλογήν ή ψηφοφορίαν, ή όπως ψηφίση καθ’ ωρισμένον τρόπον, τιμωρείται δια φυλακίσεως μέχρι δύο ετών και με χρηματική ποινήν.
2.Ο βουλευτής, ο εν σχέσει προς τινα των εν παρ. 1 του άρθρ. τούτου εκλογών ή ψηφοφοριών, δεχόμενος την παροχήν ή υπόσχεσιν δώρων, ή ετέρων μη οφειλομένων αυτώ ωφελημάτων ή απαιτών τοιαύτα ως αντάλλαγμα, όπως μη λάβη μέρος εις την εκλογήν ή ψηφοφορίαν, ή όπως ψηφίση καθ’ ωρισμένον τρόπον, τιμωρείται δια φυλακίσεως και χρηματικής ποινής.
3.Ο εν σχέσει προς τινα εκλογήν ή ψηφοφορίαν ενεργουμένην υπό νομαρχ., δημοτ. ή κοινοτ. συμβουλίου ή άλλου συμβουλίου τοπικής αυτοδιοικήσεως ή επιτροπής τινος αυτών, προτείνων, παρέχων ή υπισχνούμενος εις μέλος αυτού δώρα ή έτερα οιαδήποτε μη οφειλόμενα αυτώ ωφελήματα, ως αντάλλαγμα, όπως μη λάβη μέρος εις την εκλογήν ή ψηφοφορίαν ή όπως ψηφίση καθ’ ωρισμένον τρόπον, τιμωρείται δια φυλακίσεως μέχρις ενός έτους και δια χρηματικής ποινής.
4.Ο σύμβουλος, ο εν σχέσει προς τινα των εν παρ. 3 του άρθρου τούτου εκλογών ή ψηφοφοριών δεχόμενος την παροχήν ή υπόσχεσιν δώρων ή ετέρων μη οφειλομένων αυτώ ωφελημάτων, ή απαιτών τοιαύτα ως αντάλλαγμα, όπως μη λάβη μέρος εις την εκλογήν ή ψηφοφορίαν, ή όπως ψηφίση καθ’ ωρισμένον τρόπον, τιμωρείται δια φυλακίσεως μέχρις ενός έτους και δια χρηματικής ποινής.
5.Το δικαστήριον δύναται, προς ταις ποιναίς ταύταις να επιβάλη και στέρησιν των εν των άρθρ. 63 αριθ. 1 αξιωμάτων και θέσεων.

(Αντί της σελ. 43) Σελ. 43(α)
Τεύχος 605-Σελ. 19
Διατάραξις συνεδριάσεων
Άρθρ.160.-1.Όστις εκ προθέσεως παρεμποδίζει την διεξαγωγήν συνεδριάσεως της Βουλής ή επιτροπής τινος αυτής, ή διαταράττει αυτήν δια διεγέρσεως θορύβου ή αταξίας ή καθ’ οιονδήποτε άλλον τρόπον, τιμωρείται με φυλάκισιν μέχρι τριών ετών.
2.Ο κατά τινα των ανωτέρω τρόπων εκ προθέσεως παρεμποδίζων ή διαταράττων την διεξαγωγήν συνεδριάσεως νομαρχιακού, δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου ή άλλου συμβουλίου τοπικής αυτοδιοικήσεως ή επιτροπής τινος αυτών, τιμωρείται με φυλάκισιν μέχρις ενός έτους ή με χρηματικήν ποινήν.
11.Εγκλήματα κατά τας εκλογάς
Βία κατ’ εκλογέων
Άρθρ.161.-Όστις δια βίας ή απειλών βίας παρεμποδίζει εκλογέα τινά από της ενασκήσεως του εκλογικού αυτού δικαιώματος ή επιβάλλει την ενάσκησιν αυτού, ή την υπέρ ή κατά τινος υποψηφίου ψηφοφορίαν, εν εκλογή βουλευτών ή εν εκλογή νομαρχιακών, δημοτικών ή κοινοτικών αρχών, τιμωρείται δια φυλακίσεως. Το δικαστήριον δύναται προς τούτοις να επιβάλη και στέρησιν των εν τω άρθρ. 63 αριθ. 1 αξιωμάτων και θέσεων.
Εξαπάτησις εκλογέων
Άρθρ.162.-Ο δια ψευδών ειδήσεων ή συκοφαντικών διαδόσεων, αναγομένων εις το πρόσωπον υποψηφίου τινός, ή δι’ άλλου τρόπου εξαπατών εκλογέα τινά είτε όπως ούτος παραλίπη την άσκησιν του εκλογικού αυτού δικαιώματος, είτε όπως μεταβάλη το εκλογικόν αυτού φρόνημα επί τινος των εν άρθρ. 161 αναφερομένων εκλογών, τιμωρείται δια φυλακίσεως μέχρι δύο ετών και δια χρηματικής ποινής.
Παραβίασις μυστικότητος ψηφοφορίας
Άρθρ.163.-Όστις εν μυστική εκλογή δι’ οιουδήποτε τρόπου επιτυγχάνει να λάβη, είτε αυτός, είτε τρίτος, γνώσιν της διδομένης παρά του εκλογέως ψήφου, τιμωρείται με φυλάκισιν μέχρις ενός έτους.
Νόθευσις της εκλογής
Άρθρ.164.-1.Ο ψηφίζων άνευ δικαιώματος κατά τινα των εν άρθρ. 161 εκλογών ή ο κατ’ επανάληψιν ψηφίζων ή πολλαπλήν ψήφον δίδων ή καθ’ οιονδήποτε άλλον τρόπον εκ προθέσεως προκαλών παραγωγήν μη γνησίου αποτελέσματος της εκλογής, ως και ο νοθεύων το γνήσιον αποτέλεσμα αυτής, τιμωρείται δια φυλακίσεως μέχρι δύο ετών. Εάν δε ο υπαίτιος εξεπλήρου υπηρεσίαν κατά την εκλογήν, τιμωρείται δια φυλακίσεως μέχρι τριών ετών.
2.Το τελευταίον εδαφ. του άρθρ. 161 ισχύει και εν προκειμένω.

Σελ. 44(α)
Τεύχος 605-Σελ. 20

Δωροδοκία κατά τας εκλογάς
Άρθρ.165.-1.Ο εν σχέσει προς τινα των εν άρθρ. 161 εκλογών, από της προκηρύξεως αυτών μέχρι πέρατος της ψηφοφορίας, προτείνων, παρέχων ή υπισχνούμενος εις εκλογέα δώρα ή έτερα οιαδήποτε μη οφειλόμενα αυτώ ωφελήματα, ως αντάλλαγμα, όπως παραλίπη την άσκησιν του εκλογικού του δικαιώματος ή όπως ασκήση αυτό καθ’ ωρισμένον τρόπον, τιμωρείται με φυλάκισιν μέχρι δύο ετών και με χρηματικήν ποινήν. Το τελευταίον εδάφιον του άρθρ. 161 ισχύει και εν προκειμένω.
2.Με φυλάκισιν μέχρι δύο ετών και χρηματικήν ποινήν τιμωρείται ο εκλογεύς, ο εν σχέσει προς τινα των εν άρθρ. 161 εκλογών και κατά τον εν τη προηγουμένη παραγράφω χρόνον, δεχόμενος την παροχήν, ή υπόσχεσιν δώρων ή ετέρων μη οφειλομένων αυτώ ωφελημάτων ή απαιτών τοιαύτα ως αντάλλαγμα, όπως παραλίπη την άσκησιν του εκλογικού δικαιώματος ή όπως ασκήση αυτό καθ’ ωρισμένον τρόπον.
Διατάραξις της εκλογής
Άρθρ.166.-Όστις εκ προθέσεως παρεμποδίζει την διεξαγωγήν εκλογής τινος εκ των εν άρθρ. 161 αναφερομένων ή διαταράττει αυτήν δια διεγέρσεως θορύβου ή αταξίας ή καθ’ οιονδήποτε άλλον τρόπον, τιμωρείται με φυλάκισιν μέχρις ενός έτους.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε΄
Προσβολαί κατά της πολιτειακής εξουσίας
Αντίστασις
Άρθρ.167.-«1.Όστις μεταχειρίζεται βίαν ή απειλήν βίας, ίνα εξαναγκάση αρχήν τινά ή υπάλληλον εις την ενέργειαν πράξεως αναγομένης εις τα καθήκοντά των ή παράλειψιν νομίμου τοιαύτης, ως και ο βιαιοπραγών κατά υπαλλήλου ή προσώπου προσληφθέντος ή ετέρου υπαλλήλου προστρέξαντος προς υποστήριξιν τούτου, διαρκούσης της νομίμου ενεργείας του, τιμωρείται δια φυλακίσεως τουλάχιστον ενός έτους, αποκλειομένης εις πάσαν περίπτωσιν της μετατροπής ή αναστολής αυτής.
2.Εάν αι περί ων η προηγουμένη παράγραφος πράξεις ετελέσθησαν υπό οπλοφορούντος ή φέροντος μεθ’ εαυτού αντικείμενα, δια των οποίων δύναται να προκληθή σωματική βλάβη, ή υπό προσώπου έχοντος κεκαλυμμένα ή ηλλοιωμένα τα χαρακτηριστικά αυτού ή υπό πλειόνων, ως και εάν ο καθ’ ου εστράφη η πράξις διέτρεξε σπουδαίον προσωπικόν κίνδυνον, επιβάλλεται φυλάκισις τουλάχιστον δύο ετών, εφ’ όσον η πράξις δεν τιμωρείται βαρύτερον υπό ετέρας διατάξεως».
Το άρθρ. 167 αντικατεστάθη ως άνω δια του αριθ. 5 Νόμ. 410/1976 (κατωτ. αριθ. 22).


Προσβολαί κατά του Βασιλέως και του Διαδόχου
Άρθρ.168.-1.Όστις βιαιοπραγεί κατά του προσώπου του Βασιλέως της Βασιλίσσης ή του Διαδόχου ή του ασκούντος την βασιλικήν εξουσίαν τιμωρείται με κάθειρξιν.
2.Όστις προσβάλλει την τιμήν του Βασιλέως, της Βασιλίσσης, του Διαδόχου ή του ασκούντος την Βασιλικήν Εξουσίαν ή δυσφημεί αυτόν δημοσία ή επί παρουσία αυτού, τιμωρείται με φυλάκισιν τουλάχιστον τριών μηνών.
3.Το αξιόποινον των εν ταις προηγουμέναις παρ. 1 και 2 εγκλημάτων παραγράφεται μετά εξ μήνας.
Απείθειαι
Άρθρ.169.-Με φυλάκισιν μέχρις εξ μηνών τιμωρείται όστις, μετά προηγηθείσαν νόμιμον πρόσκλησιν, αρνείται εις τινα των εν άρθρ. 13 παρ. α΄ υπαλλήλων άνευ αντιστάσεως την κατά νόμον οφειλομένην υπηρεσίαν ή συνδρομήν ή την εις οιονδήποτε μέρος είσοδον προς επιχείρησιν νομίμου τινός υπηρεσιακής ενεργείας.
Στάσις
Άρθρ.170.-1.Ο εκ προθέσεως συμμετέχων δημοσίας συναθροίσεως πλήθους διαπράττοντος με ηνωμένας δυνάμεις πράξιν τινα εκ των εν άρθρ. 167 τιμωρείται δια φυλακίσεως τουλάχιστον εξ μηνών.
2.Οι υποκινηταί της στάσεως, ως και οι μεταχειρισθέντες σωματικήν βίαν ή απειλάς τοιαύτης ή βιαιοπραγήσαντες, τιμωρούνται δια φυλακίσεως τουλάχιστον δύο ετών, εφ’ όσον κατ’ άλλην διάταξιν του νόμου η πράξις δεν τιμωρείται δια βαρυτέρας ποινής.
Θρασύτης κατά της αρχής
Άρθρ.171.-1.Ο μετέχων δημοσίας συναθροίσεως εν υπαίθρω απαγορευθείσης νομίμως υπό της αρμοδίας αρχής, τιμωρείται δια φυλακίσεως μέχρις εξ μηνών ή δια χρηματικής ποινής.
2.Οσάκις πλήθος συνηθροισμένον εν υπαίθρω προσκληθή νομίμως εις διάλυσιν υπό του αρμοδίου πολιτικού υπαλλήλου ή στρατιωτικού, έκαστος των συνηθροισμένων, μη απομακρυνόμενος από της συναθροίσεως μετά την τρίτην πρόσκλησιν, τιμωρείται δια φυλακίσεως μέχρις ενός έτους ή δια χρηματικής ποινής.
Ελευθέρωσις φυλακισμένου
Άρθρ.172.-«1.Όποιος με πρόθεση ελευθερώνει φυλακισμένο ή άλλον που κρατείται με διαταγή της αρχής τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών».
Η παρ. 1, αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ. 4 του άρθρ. 2 του Νόμ. 2479/6-6 Μαΐου 1997, (ΦΕΚ Α΄ 67), κατωτ. αριθ. 34.
2.Ο εξ αμελείας γενόμενος υπαίτιος τινός των πράξεων τούτων, τιμωρείται δια φυλακίσεως μέχρις ενός έτους ή δια χρηματικής ποινής, εάν ήτο εξ οιουδήποτε λόγου υπόχρεως εις φύλαξιν του αποδράντος, μένει δε παντελώς ατιμώρητος, εάν τη προσπαθεία του συνελήφθη πάλιν ούτος εντός δέκα πέντε ημερών.
Απόδρασις κρατουμένου
Άρθρ.173.-1.Ο φυλακισμένος ή πάς διαταγή της αρχής κρατούμενος, αποδράς, τιμωρείται δια φυλακίσεως μέχρις ενός έτους. Η ανωτέρω ποινή εκτίεται ολόκληρος μετά την έκτισιν της επιβληθείσης ή επιβληθησομένης ποινής δια την πράξιν, δι’ ην εκρατείτο ο αποδράς.
«2.Οποιοσδήποτε άλλος συμμετείχε στην απόδραση, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών».
Η παρ. 2, αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ. 5, του άρθρ. 2 του Νόμ. 2479/6-6 Μαΐου 1997, (ΦΕΚ Α΄ 67), κατωτ. αριθ. 34.
Στάσις κρατουμένων
Άρθρ.174.-«1.Φυλακισμένοι ή άλλοι κρατούμενοι με διαταγή της αρχής που με ενωμένες δυνάμεις: α)επιχειρούν βίαια να αποδράσουν, β)επιτίθενται με έργα κατά των υπαλλήλων της φυλακής ή του κρατητηρίου ή κατά εκείνων στους οποίους έχει ανατεθεί η φύλαξη ή η επίβλεψη, γ)επιχειρούν με τη βία ή με απειλή να εξαναγκάσουν κάποιον από αυτούς σε πράξη ή παράλειψη τιμωρούνται με κάθειρξη μέχρι δέκα χρόνια».
Η παρ. 1, αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ. 6 του άρθρ. 2 του Νόμ. 2479/6-6 Μαΐου 1997, (ΦΕΚ Α΄ 67), κατωτ. αριθ. 34.
«2.Όποιος από αυτούς βιαιοπραγήσει κατά κάποιου από τα παραπάνω πρόσωπα, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα χρόνια».
Η παρ. 2 αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ. 7 του άρθρ. 2 του Νόμ. 2479/6-6 Μαΐου 1997, (ΦΕΚ Α΄ 67), κατωτ. αριθ. 34. Σύμφωνα δε με την παρ. 8, του ιδίου άρθρου ορίστηκε ότι:
«Αρμόδιο για την εκδίκαση των κακουργημάτων των δύο προηγουμένων παραγράφων του άρθρου αυτού είναι το Τριμελές Εφετείο».
3.Αι ανωτέρω ποιναί εκτίονται ολόκληροι μετά την έκτισιν της επιβληθείσης ή επιβληθησομένης ποινής δια την πράξιν, δι’ ην εκρατείτο ο υπαίτιος.

















(Αντί για τη σελ. 45(ζ) Σελ. 45(η)
Τεύχος 1256-Σελ. 93
Αντιποίησις
Άρθρ.175.-1.Όστις εκ προθέσεως αντιποιείται την άσκησιν υπηρεσίας τινός δημοσίας, δημοτικής ή κοινοτικής, τιμωρείται με φυλάκισιν μέχρις ενός έτους ή με χρηματικήν ποινήν.
2.Η διάταξις αύτη εφαρμόζεται και εν αντιποιήσει ασκήσεως της δικηγορίας, ως επίσης και εν αντιποιήσει ασκήσεως υπηρεσίας λειτουργού της Ανατολικής Ορθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας ή άλλης θρησκείας γνωστής εν Ελλάδι.
Άρθρ.176.-Ο δημοσίως και άνευ δικαιώματος φέρων την στολήν ή άλλο διακριτικόν σημείον υπαλλήλου δημοσίου, δημοτικού ή κοινοτικού ή θρησκευτικού λειτουργού εκ των εν παρ. 2 του άρθρ. 175 αναφερομένων, ή παράσημον ή τίτλον τα οποία δεν δικαιούται νομίμως να φέρη, τιμωρείται με φυλάκισιν μέχρις εξ μηνών ή με χρηματικήν ποινήν.
Παραβίασις κατασχέσεως
Άρθρ.177.-Ο εκ προθέσεως καταστρέφων, βλάπτων ή υφαιρών κατεσχημένον πράγμα, τιμωρείται δια φυλακίσεως μέχρις δύο ετών.
Παραβίασις των υπό της αρχής
τεθειμένων σφραγίδων
Άρθρ.178.-Ο εκ προθέσεως και αυτογνωμόνως διαρρηγνύων ή βλάπτων σφραγίδα τεθειμένην υπό αρχής προς κατάσχεσιν ή προς φύλαξιν κεκλεισμένων πραγμάτων ή εγγράφων ή προς βεβαίωσιν της ταυτότητος αυτών ή καθ’ οιονδήποτε τρόπον ματαιών τοιαύτην σφράγισιν, τιμωρείται δια φυλακίσεως μέχρι δύο ετών.





















Σελ. 46(η)
Τεύχος 1256-Σελ. 94

Παραβίασις φυλάξεως της αρχής
Άρθρ.179.-Ο εκ προθέσεως καταστρέφων, βλάπτων ή καθ’ οιονδήποτε τρόπον αφαιρών εκ της εξουσίας της αρχής έγγραφα ή άλλα πράγματα διατελούντα υπό την φύλαξιν αυτής ή παραδοθέντα παρ’ αυτής εις έτερον προς φύλαξιν, τιμωρείται με φυλάκισιν μέχρι τριών ετών.
Βλάβη επισήμων κοινοποιήσεων
Άρθρ.180.-Με φυλάκισιν μέχρις ενός έτους ή με χρηματικήν ποινήν τιμωρείται, όστις εκ προθέσεως και αυτογνωμόνως αφαιρεί, βλάπτει ή παραμορφώνει τας παρά της αρχής δημοσίως τοιχοκολλημένας ή εκτεθειμένας επισήμους κοινοποιήσεις.
Προσβολή συμβόλων του ελληνικού Κράτους
«Άρθρ.181.-Όποιος, για να εκδηλώσει μίσος ή περιφρόνηση, αφαιρεί, καταστρέφει, παραμορφώνει ή ρυπαίνει την επίσημη σημαία του Κράτους ή έμβλημα της κυριαρχίας του, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι 2 ετών».
Το άρθρ. 181 αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ. 6 του άρθρ. 33 του Νόμ. 2172/16-16 Δεκ. 1993 (ΦΕΚ Α΄ 207), κατωτ. αριθ. 29.
Άρθρ.182.-Με φυλάκισιν μέχρις εξ μηνών τιμωρείται ο παραβιάζων τους νομίμως επιβεβλημένους αυτώ περιορισμούς περί την ελευθερίαν της διαμονής και τας σχετικάς υποχρεώσεις.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΣΤ΄
Επιβουλή της δημοσίας τάξεως
Διέγερσις
Άρθρ.183.-Ο δημοσία καθ’ οιονδήποτε τρόπον προκαλών ή διεγείρων εις απείθειαν κατά των νόμων ή διαταγμάτων ή εναντίον άλλων νομίμων διαταγών της αρχής, τιμωρείται δια φυλακίσεως μέχρι τριών ετών.
Άρθρ.184.-Ο δημοσία καθ’ οιονδήποτε τρόπον προκαλών ή διεγείρων εις διάπραξιν κακουργήματος ή πλημμελήματος τιμωρείται δια φυλακίσεως μέχρι τριών ετών.
Άρθρ.185.-Ο δημοσία καθ’ οιονδήποτε τρόπον εγκωμιάζων διαπραχθέν κακούργημα και εκθέτων ούτως εις κίνδυνον την δημοσίαν τάξιν τιμωρείται δια φυλακίσεως μέχρι τριών ετών.
Πρόκλησις και προσφορά εις τέλεσιν
κακουργήματος ή πλημμελήματος
Άρθρ.186.-1.Ο προκαλών ή οπωσδήποτε παροτρύνων τινά εις διάπραξιν ωρισμένου κακουργήματος, ως και ο προς τούτο προσφερόμενος και ο αποδεχόμενος τοιαύτην πρόκλησιν ή προσφοράν τιμωρείται με φυλάκισιν τουλάχιστον τριών μηνών.
«2.΄Οποιος προκαλεί ή παροτρύνει με οποιονδήποτε τρόπο κάποιον να διαπράξει ορισμένο πλημμέλημα, καθώς και όποιος προσφέρεται γι’ αυτό και όποιος αποδέχεται τέτοια πρόκληση ή προσφορά, τιμωρείται με την ποινή που προβλέπεται για το σχεδιαζόμενο πλημμέλημα ελαττωμένη κατά το άρθρ.83.
Για την ποινική δίωξη του αδικήματος αυτού, απαιτείται έγκληση του προσώπου κατά του οποίου σχεδιαζόταν η τέλεση του πλημμελήματος, αν το υπό εκτέλεση πλημμέλημα διώκεται κατ’ έγκληση».
Η παρ.2 αντικαταστάθηκε ως άνω από το άρθρ.26 Νόμ.3346/16-17 Ιουν.2005 (ΦΕΚ Α΄140), τόμ.9 σελ.136,291.
3.Αι εν ταις προηγουμέναις παραγράφοις ποιναί επιβάλλονται, εάν κατ’ άλλην διάταξιν ή πράξις δεν τιμωρείται βαρύτερον.
4.Αι εν τω άρθρω τούτω πράξεις δύνανται να μείνωσιν ατιμώρητοι, εάν ο υπαίτιος οικεία βουλήσει ανεκάλεσεν την πρόσκλησιν, την προσφοράν ή την αποδοχήν.
Εγκληματική οργάνωση
«Άρθρ.187.-1. Με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών τιμωρείται όποιος συγκροτεί ή εντάσσεται ως μέλος σε δομημένη και με διαρκή δράση ομάδα από τρία ή περισσότερα πρόσωπα (οργάνωση) και επιδιώκει τη διάπραξη περισσότερων κακουργημάτων που προβλέπονται στα άρθρα 207 (παραχάραξη), 208 (κυκλοφορία παραχαραγμένων νομισμάτων), 216 (πλαστογραφία), 218 (πλαστογραφία και κατάχρηση ενσήμων), 242 (ψευδής βεβαίωση, νόθευση), 264 (εμπρησμός), 265 (εμπρησμός σε δάση), 268 (πλημμύρα), 270 (έκρηξη), 272 (παραβάσεις σχετικές με τις εκρηκτικές ύλες), 277 (πρόκληση ναυαγίου), 279 (δηλητηρίαση πηγών και τροφίμων), 291 (διατάραξη της ασφάλειας σιδηροδρόμων, πλοίων και αεροσκαφών), 299 (ανθρωποκτονία με πρόθεση), 310 (βαριά σωματική βλάβη), 322 (αρπαγή), 323 (εμπόριο δούλων), "323Α (εμπορία ανθρώπων)", 324 (αρπαγή ανηλίκων), 327 (ακούσια απαγωγή), 336 (βιασμός),





(Αντί για τη σελ. 46,01(β) Σελ. 46,01(γ)
Τεύχος 1398 Σελ. 11

338 (κατάχρηση σε ασέλγεια), 339 (αποπλάνηση παιδιών), "348Α (πορνογραφία ανηλίκων), 351 (σωματεμπορία), 351Α (ασέλγεια με ανήλικο έναντι αμοιβής)",374 (διακεκριμένες περιπτώσεις κλοπής), 375 (υπεξαίρεση), 380 (ληστεία), 385 (εκβίαση), 386 (απάτη), 386Α (απάτη με υπολογιστή), 404 (τοκογλυφία), όπως επίσης περισσότερων κακουργημάτων που προβλέπονται στη νομοθεσία περί ναρκωτικών, όπλων, εκρηκτικών υλών και προστασίας από υλικά που εκπέμπουν επιβλαβείς για τον άνθρωπο ακτινοβολίες.
Οι μέσα σε «» φράσεις προστέθηκαν με την παρ.3 άρθρ.11 Νόμ.3064/11-15 Οκτ.2002, (ΦΕΚ Α΄248), κατωτ.αριθ.43.
2. Όποιος με απειλή ή χρήση βίας κατά δικαστικών λειτουργών, ανακριτικών ή δικαστικών υπαλλήλων, μαρτύρων, πραγματογνωμόνων και διερμηνέων ή με δωροδοκία των ίδιων προσώπων επιχειρεί να ματαιώσει την αποκάλυψη ή δίωξη και τιμωρία των πράξεων της προηγούμενης παραγράφου τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους.
3. Όποιος, εκτός από τις περιπτώσεις της παραγράφου 1, ενώνεται με άλλον για να διαπράξει κακούργημα (συμμορία), τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών. Με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών τιμωρείται ο υπαίτιος, αν η κατά το προηγούμενο εδάφιο ένωση έγινε για τη διάπραξη πλημμελήματος το οποίο τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και με το οποίο επιδιώκεται οικονομικό ή άλλο υλικό όφελος ή η προσβολή της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας ή της γενετήσιας ελευθερίας.
4. Η κατασκευή, προμήθεια ή κατοχή όπλων, εκρηκτικών υλών και χημικών ή βιολογικών υλικών ή υλικών που εκπέμπουν επιβλαβείς για τον άνθρωπο ακτινοβολίες προς εξυπηρέτηση των σκοπών της οργάνωσης της παραγράφου 1 ή της συμμορίας της παραγράφου 3 ή η επιδίωξη οικονομικού ή άλλου υλικού οφέλους των μελών τους συνιστούν επιβαρυντικές περιστάσεις. Η μη τέλεση οποιουδήποτε από τα επιδιωκόμενα εγκλήματα των παραγράφων 1 και 3 συνιστά ελαφρυντική περίσταση. Η απλή ψυχική συνέργεια στα εγκλήματα της συγκρότησης ή συμμετοχής κατά την παράγραφο 1 ή της συμμορίας κατά την παράγραφο 3 δεν τιμωρείται, εφόσον τα μέλη της οργάνωσης ή συμμορίας δεν επιδιώκουν οικονομικό ή άλλο υλικό όφελος.




Σελ. 46,02(γ)
Τεύχος 1398 Σελ. 12

5. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται και όταν οι προβλεπόμενες σε αυτό αξιόποινες πράξεις τελέσθηκαν στην αλλοδαπή από ημεδαπό ή στρέφονταν κατά Έλληνα πολίτη ή κατά νομικού προσώπου που εδρεύει στην ημεδαπή ή κατά του Ελληνικού κράτους, ακόμη και αν αυτές δεν είναι αξιόποινες κατά τους νόμους της χώρας στην οποία τελέσθηκαν.»
Το άρθρ.187 αντικαταστάθηκε ως ανω από την παρ.1 άρθρ.1 Νόμ.2928/25-27 Ιουν.2001 (ΦΕΚ Α΄141), κατωτ.αριθ.40.
Τρομοκρατικές πράξεις
«΄Αρθρ.187Α.-1. Όποιος, με εξαίρεση των περιπτώσεων που ορίζονται στην παράγραφο 8, τελεί ένα ή περισσότερα από τα παρακάτω εγκλήματα:
α΄) ανθρωποκτονία με πρόθεση (άρθρο 299),
β΄) βαριά σωματική βλάβη (άρθρο 310),
γ΄) θανατηφόρα βλάβη (άρθρο 311),
δ΄) αρπαγή (άρθρο 322),
ε΄) αρπαγή ανηλίκων (άρθρο 324),
στ΄) διακεκριμένη φθορά ξένης ιδιοκτησίας (άρθρο 382 παρ. 2),
ζ΄) εμπρησμό (άρθρο 264),
η΄) εμπρησμό σε δάση (άρθρο 265),
θ΄) πλημμύρα (άρθρο 268),
ι΄) έκρηξη (άρθρο 270),
ια΄) παραβάσεις σχετικές με τις εκρηκτικές ύλες (άρθρο 272),
ιβ΄) κοινώς επικίνδυνη βλάβη (άρθρο 273),
ιγ΄) άρση ασφαλιστικών εγκαταστάσεων (άρθρο 275),
ιδ΄) πρόκληση ναυαγίου (άρθρο 277),
ιε΄) δηλητηρίαση πηγών και τροφίμων (άρθρο 279),
ιστ΄) νοθεία τροφίμων (άρθρο 281 παρ. 1),
ιζ΄) διατάραξη της ασφάλειας των συγκοινωνιών (άρθρο 290),
ιη΄) διατάραξη της ασφάλειας σιδηροδρόμων, πλοίων και αεροσκαφών (άρθρο 291),
ιθ΄) τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 1 του άρθρου 8 του Ν.Δ. 181/1974 "Περί προστασίας εξ ιοντιζουσών ακτινοβολιών" (ΦΕΚ 347 Α΄),
κ΄) τα προβλεπόμενα στα άρθρα 161, 162, 163, 164, 165, 168, 169, 170, 173, 174, 178, 179, 180, 181, 182, 183, 184 και 186 του Κώδικα Αεροπορικού Δικαίου που κυρώθηκε με το Ν. 1815/1988 (ΦΕΚ 250 Α΄),
κα΄) τα προβλεπόμενα στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 15 και στις παραγράφους 1 και 3 του άρθρου 17 Ν. 2168/1993 "Ρύθμιση θεμάτων που αφορούν όπλα, πυρομαχικά, εκρηκτικές ύλες, εκρηκτικούς μηχανισμούς και άλλες διατάξεις" (ΦΕΚ 147 Α΄),
κβ΄) τα προβλεπόμενα στις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 4 του Ν. 2991/2002 "Εφαρμογή Σύμβασης απαγόρευσης χρήσης κ.λπ. χημικών όπλων" (ΦΕΚ 35 Α΄), με τρόπο ή σε έκταση ή υπό συνθήκες που είναι δυνατό να βλάψουν σοβαρά μια χώρα ή έναν διεθνή οργανισμό και με σκοπό να εκφοβίσει σοβαρά έναν πληθυσμό ή να εξαναγκάσει παρανόμως δημόσια αρχή ή διεθνή οργανισμό να εκτελέσει οποιαδήποτε πράξη ή να απόσχει από αυτήν ή να βλάψει σοβαρά ή να καταστρέψει τις θεμελιώδεις συνταγματικές, πολιτικές, οικονομικές δομές μιας χώρας ή ενός διεθνούς οργανισμού τιμωρείται:
i) Με ισόβια κάθειρξη αν η προβλεπόμενη ποινή για ένα από τα εγκλήματα του καταλόγου που περιλαμβάνονται στα στοιχεία α΄ έως κβ΄ είναι ισόβια κάθειρξη. Στην περίπτωση αυτή η πράξη παραγράφεται μετά από τριάντα χρόνια.
Αν επιβληθεί η ποινή της ισόβιας κάθειρξης εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 105 μέχρι 110, εφόσον ο καταδικασθείς έχει εκτίσει ποινή είκοσι πέντε ετών.
ii) Με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών αν η προβλεπόμενη ποινή για ένα από τα εγκλήματα του καταλόγου που περιλαμβάνονται στα στοιχεία α΄ έως κβ΄ είναι πρόσκαιρη ποινή καθείρξεως.
iii) Με φυλάκιση τουλάχιστον τριών ετών αν η προβλεπόμενη ποινή για ένα από τα εγκλήματα του καταλόγου που περιλαμβάνονται στα στοιχεία α΄ έως κβ΄ είναι ποινή φυλάκισης.
Αν η τρομοκρατική πράξη είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο περισσότερων ανθρώπων εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 94 παράγραφος 1.
2. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου δεν εφαρμόζονται αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 134 έως 137.
3. Όποιος, με εξαίρεση των περιπτώσεων που ορίζονται στην παράγραφο 8, απειλεί σοβαρά με την τέλεση του κατά την παράγραφο 1 εγκλήματος και έτσι προκαλεί τρόμο τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Η απόπειρα του εγκλήματος αυτού δεν είναι αξιόποινη.
4. Με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών τιμωρείται όποιος συγκροτεί ή εντάσσεται ως μέλος σε δομημένη και με διαρκή δράση ομάδα από τρία ή περισσότερα πρόσωπα που δρουν από κοινού με σκοπό να τελέσει το έγκλημα της παραγράφου 1 (τρομοκρατική οργάνωση). Η κατασκευή, προμήθεια ή κατοχή όπλων, εκρηκτικών υλών και χημικών ή βιολογικών υλικών ή υλικών που εκπέμπουν επιβλαβείς για τον άνθρωπο ακτινοβολίες προς εξυπηρέτηση των σκοπών της τρομοκρατικής οργάνωσης συνιστά επιβαρυντική περίσταση. Η μη τέλεση από την τρομοκρατική οργάνωση οποιουδήποτε από τα εγκλήματα του καταλόγου που περιλαμβάνονται στα στοιχεία α΄ έως κβ΄ της παραγράφου 1 συνιστά ελαφρυντική περίσταση.
5. Όποιος διευθύνει την κατά την προηγούμενη παράγραφο τρομοκρατική οργάνωση τιμωρείται με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών.
6. Όποιος για να διευκολύνει την τέλεση πράξεως κατά την παράγραφο 4 παρέχει πληροφορίες ή υλικά μέσα ή με οποιονδήποτε τρόπο εισπράττει ή διαθέτει κεφάλαια υπό την έννοια της παραγράφου 1 του άρθρου 1 της Διεθνούς Σύμβασης για την καταστολή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας (που κυρώθηκε με το Ν. 3034/2002, ΦΕΚ 168 Α΄) ή παρέχει οικονομικά μέσα με οποιονδήποτε τρόπο, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών.


(Μετά τη σελ. 46,02(γ) Σελ.46,03
Τεύχος 1398 Σελ. 13
7. Όποιος για να προπαρασκευάσει το έγκλημα της παραγράφου 1 διαπράττει διακεκριμένη κλοπή (άρθρο 374), ληστεία (παράγραφοι 1 και 3 του άρθρου 380), πλαστογραφία (άρθρο 216) που αφορά δημόσιο έγγραφο ή εκβίαση (άρθρο 385) τιμωρείται με κάθειρξη, εκτός αν η εκβίαση τιμωρείται με μεγαλύτερη ποινή. Αν η πράξη που τελέσθηκε είναι πλημμέλημα, επιβάλλεται ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών ετών.
8. Δεν συνιστά τρομοκρατική πράξη κατά την έννοια των προηγούμενων παραγράφων του άρθρου αυτού η τέλεση ενός ή περισσότερων από τα εγκλήματα των προηγούμενων παραγράφων, αν εκδηλώνεται ως προσπάθεια εγκαθίδρυσης δημοκρατικού πολιτεύματος ή διαφύλαξης ή αποκατάστασης αυτού ή ως δράση υπέρ της ελευθερίας με την έννοια του άρθρου 5 παρ. 2 του Συντάγματος ή αποσκοπεί στην άσκηση θεμελιώδους ατομικής, πολιτικής ή συνδικαλιστικής ελευθερίας ή άλλου δικαιώματος προβλεπόμενου στο Σύνταγμα ή στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (Ν.Δ. 53/1974, ΦΕΚ 256 Α΄).
9. Η παράγραφος 2 του άρθρου 187 ισχύει και για τα εγκλήματα των προηγούμενων παραγράφων."
Το νέο άρθρ.187Α προστέθηκε και το υπάρχον άρθρ.187Α έλαβε τον αριθμό 187Β, με την παρ.1 άρθρ.40 Νόμ.3251/8-9 Ιουλ.2004 (ΦΕΚ Α΄127, τόμ.9 σελ.160,61.














Σελ.46,04
Τεύχος 1398 Σελ. 14
Μέτρα επιείκειας
Άρθρ. 187Β(187Α).-«1. Αν κάποιος από τους υπαιτίους των πράξεων της συγκρότησης εγκληματικής οργάνωσης ή συμμορίας ή της συμμετοχής σε αυτές κατά τις παραγράφους 1 και 3 του άρθρου 187 ή της συγκρότησης τρομοκρατικής οργάνωσης ή της συμμετοχής σε αυτήν κατά την παρ.4 του άρθρ.187Α καταστήσει δυνατή με αναγγελία στην αρχή την πρόληψη της διάπραξης ενός από τα σχεδιαζόμενα εγκλήματα ή με τον ίδιο τρόπο συμβάλλει ουσιωδώς στην εξάρθρωση της εγκληματικής οργάνωσης ή της συμμορίας, ή της τρομοκρατικής οργάνωσης, απαλλάσσεται από την ποινή για τις πράξεις αυτές.
Αν δεν έχει ακόμη ασκηθεί ποινική δίωξη, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών με αιτιολογημένη διάταξή του απέχει από την άσκηση της ποινικής δίωξης και υποβάλλει τη δικογραφία στον εισαγγελέα εφετών, ο οποίος ενεργεί σύμφωνα με το άρθρ. 43 παράγραφος 2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
2. Αν στην περίπτωση της προηγούμενης παραγράφου ο υπαίτιος έχει τελέσει κάποιο από τα επιδιωκόμενα εγκλήματα των παραγράφων 1 και 3 του άρθρου 187 ή έχει τελέσει κάποιο από τα εγκλήματα της παρ.1 του άρθρ.187Α, το δικαστήριο επιβάλλει σε αυτόν ποινή ελαττωμένη κατά το άρθρο 83. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις το δικαστήριο, εκτιμώντας όλες τις περιστάσεις και ιδίως την επικινδυνότητα της εγκληματικής οργάνωσης, της συμμορίας ή της τρομοκρατικής οργάνωσης, την έκταση της συμμετοχής του υπαιτίου σε αυτήν και το βαθμό της συμβολής του στην εξάρθρωσή της, μπορεί να διατάξει την αναστολή της εκτέλεσης της ποινής για τρία έως δέκα έτη, εφαρμοζομένων κατά τα λοιπά των άρθρων 99 έως 104».
Οι μέσα σε «» παρ.1 και 2 αντικαταστάθηκαν ως άνω από την παρ.2 άρθρ.40 Νόμ.3251/8-9 Ιουλ.2004 (ΦΕΚ Α΄127, τόμ.9 σελ.160,61.
3. Για όποιον καταγγέλλει αξιόποινες πράξεις που τελέσθηκαν σε βάρος του από εγκληματική οργάνωση του άρθρου 187, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών, αν η καταγγελία πιθανολογείται βάσιμη, μπορεί, ύστερα από έγκριση του εισαγγελέα εφετών, να απόσχει προσωρινά από την ποινική δίωξη για παραβάσεις του νόμου περί αλλοδαπών και περί εκδιδομένων με αμοιβή προσώπων μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση για τις πράξεις που καταγγέλθηκαν. Αν η καταγγελία αποδειχθεί βάσιμη, η αποχή από την ποινική δίωξη γίνεται οριστική.
4. Η απέλαση αλλοδαπών που βρίσκονται παράνομα στη χώρα και καταγγέλλουν αξιόποινες πράξεις που τελέσθηκαν από εγκληματική οργάνωση του άρθρου 187, μπορεί, με διάταξη του εισαγγελέα πλημμελειοδικών και έγκριση του εισαγγελέα εφετών, να αναστέλλεται μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση για τις πράξεις που καταγγέλθηκαν. Όσο χρόνο διαρκεί η αναστολή της απέλασης χορηγείται στους αλλοδαπούς άδεια παραμονής κατά παρέκκλιση από την ισχύουσα νομοθεσία περί αλλοδαπών.»
Το άρθρ.187Β(187Α) προστέθηκε από το άρθρ.2 Νόμ.2928/25-27 Ιουν.2001 (ΦΕΚ Α΄141), κατωτ.αριθ.40.
Συμμετοχή εις αθέμιτον σωματείον
Άρθρ.188.-Ο συμμετέχων σωματείου, του οποίου οι σκοποί αντιβαίνουσιν εις ποινικάς διατάξεις, τιμωρείται δια φυλακίσεως μέχρι τριών ετών.



































(Μετά τη σελ. 46,04) Σελ.46,05
Τεύχος 1398 Σελ. 15
Διατάραξις της κοινής ειρήνης
Άρθρ.189.-1.Ο συμμετέχων εις δημοσίαν συνάθροισιν πλήθους, με ηνωμένας δυνάμεις διαπράττοντας βιαιοπραγίας εναντίον προσώπων ή πραγμάτων ή εισπίπτοντος παρανόμως εις ξένας οικίας, κατοικίας ή άλλα ακίνητα κτήματα, τιμωρείται δια φυλακίσεως μέχρι δύο ετών.
2.Οι υποκινηταί και οι εκτελέσαντες βιαιοπραγίας τιμωρούνται δια φυλακίσεως τουλάχιστον τριών μηνών.
3.Αι ποιναί αύται επιβάλλονται, εάν κατ’ άλλην διάταξιν η πράξις δεν τιμωρείται βαρύτερον.
Διατάραξις της ειρήνης των πολιτών
Άρθρ.190.-Ο δι’ απειλών περί διαπράξεως κακουργημάτων ή πλημμελημάτων διεγείρων ανησυχίαν ή τρόμον εις τους πολίτας, τιμωρείται δια φυλακίσεως μέχρι δύο ετών.
Άρθρ.191.-«1.Εις φυλάκισιν τουλάχιστον τριών μηνών και εις χρηματικήν ποινήν καταδικάζεται, όστις καθ’ οιονδήποτε τρόπον διασπείρει ψευδείς ειδήσεις ή φήμας επιτηδείας να φέρωσιν ανησυχίας ή φόβον εις τους πολίτας ή να ταράξωσι την δημοσίαν πίστιν ή να κλονίσωσι την προς το εθνικόν νόμισμα ή προς τας ενόπλους δυνάμεις της χώρας εμπιστοσύνην του κοινού ή να επιφέρωσι διαταραχήν εις τας διεθνείς σχέσεις της χώρας. Εάν η πράξις ετελέσθη κατ’ επανάληψιν δια του τύπου καταδικάζεται τουλάχιστον εις φυλάκισιν εξ μηνών και χρηματικήν ποινήν τουλάχιστον διακοσίων χιλιάδων μεταλλικών δραχμών.
2.Όστις εξ αμελείας γίνεται υπαίτιος τινός των εν τη προηγουμένη παραγράφω αναφερομένων πράξεων τιμωρείται με φυλάκισιν μέχρις ενός έτους ή με χρηματικήν ποινήν».
Το άρθρ. 191 αντικατεστάθη ως άνω δια του άρθρ. 5 Ν.Δ. 2493/1953, κατωτ. αριθ. 8.
Περαιτέρω τροποποιήσεις αυτού δια των άρθρ. 2 Α.Ν. 230/1967 και άρθρ. 1 Ν.Δ. 372/1969 (κατωτ. αριθ. 13 και 17) κατηργήθησαν δια της παρ. 3 άρθρ. 4 Νόμ. 10/1975 (τόμ. 18Α σελ. 318, ).
Διάταξιν σχετικήν με το άρθρ. 191 περιείχε και το Ν.Δ. 735/1970 (κατωτ. αριθ. 18).
Άρθρ.192.-Ο δημοσία καθ’ οιονδήποτε τρόπον προκαλών ή διεγείρων τους πολίτας εις βιαιοπραγίας εναντίον αλλήλων ή εις αμοιβαίαν διχόνοιαν και δια τούτου διαταράσσων την κοινήν ειρήνην, τιμωρείται με φυλάκισιν μέχρι δύο ετών, εφ’ όσον κατ’ άλλην διάταξιν δεν επιβάλλεται αυστηροτέρα ποινή.
Έγκλημα εν υπαιτίω μέθη
Άρθρ.193.-1.Όστις, εκτός των περιπτώσεων του άρθρ. 35, εκ προθέσεως ή εξ αμελείας περιάγει εαυτόν εις κατάστασιν μέθης αποκλειούσης κατά το άρθρ. 34 την δια τον καταλογισμόν ικανότητα και εν τοιαύτη καταστάσει γίνεται υπαίτιος πράξεως, ήτις άλλως ήθελε καταλογισθή αυτώ ως κακούργημα ή πλημμέλημα, τιμωρείται δια φυλακίσεως μέχρις εξ μηνών, εάν η πράξις είναι πλημέλλημα, δια φυλακίσεως δε μέχρι δύο ετών, εάν η πράξις είναι κακούργημα.
2.Η ποινική δίωξις χωρεί μόνον επί εγκλήσει, εάν η τελεσθείσα πράξις διώκηται μόνον κατ’ έγκλησιν.
Πρόσκλησις εις συνεισφοράν υπέρ χρηματικών ποινών
Άρθρ.194.-Όστις επί σκοπώ αποδοκιμασίας δικαστικής αποφάσεως, επιβαλούσης χρηματικήν ποινήν ή αποζημίωσιν ή δικαστικά έξοδα, προσκαλεί δημοσία εις συνεισφοράν προς καταβολήν αυτών ή δημοσιεύει τα ονόματα των προς τοιούτον σκοπόν συνδρομητών, τιμωρείται δια φυλακίσεως μέχρις εξ μηνών ή δια χρηματικής ποινής.
Καταρτισμός ενόπλου ομάδος
Άρθρ.195.-Όστις άνευ δικαιώματος καταρτίζει ένοπλον ομάδα, μη αποβλέπουσιν εις διάπραξιν εγκλημάτων, εφοδιάζει τοιαύτην δια πολεμοφοδίων ή αναλαμβάνει την αρχηγίαν της, ως και ο συμμετέχων τοιαύτης ομάδος, τιμωρείται δια φυλακίσεως τουλάχιστον εξ μηνών.
Κατάχρησις εκκλησιαστικού αξιώματος
Άρθρ.196.-Θρησκευτικός λειτουργός, όστις εν τη ενασκήσει των έργων του ή δημοσία και δυνάμει της ιδιότητός του προκαλεί ή διεγείρει τους πολίτας εις εχθροπάθειαν κατά της πολιτειακής εξουσίας ή εναντίον αλλήλων, τιμωρείται δια φυλακίσεως μέχρι τριών ετών.
Διατάραξις συνεδριάσεων
Άρθρ.197-«1.Όστις, χωρίς να διαταράξη την κοινήν ειρήνην, εμποδίζει αυθαιρέτως τας συνεδριάσεις υπηρεσιακού τινος συλλόγου, συγκροτουμένου δυνάμει του νόμου προς διεξαγωγήν δημοσίων υποθέσεων, ή νομίμως λειτουργούντος πολιτικού κόμματος, ή ανεγνωρισμένου κατά νόμον σωματείου, των αρχών αυτών ή των αρχών και συμβουλίου καθιδρύματος τινος, ή διαταράσσει σοβαρώς ταύτας δια διεγέρσεως θορύβου ή αταξίας ή καθ’ οιονδήποτε άλλον τρόπον, τιμωρείται δια φυλακίσεως μέχρι δύο ετών.





(Αντί των σελ. 47(ε) και 48,01 Σελ. 47(ζ)
Τεύχος 605-Σελ. 23
2.Εάν η πράξις ετελέσθη εν σχέσει προς συνεδρίασιν δικαστηρίου επιβάλλεται φυλάκισις τουλάχιστον εξ μηνών».
Το άρθρ. 197 αντικατεστάθη ως άνω δια του άρθρ. 6 Νόμ. 410/1976 (κατωτ. αριθ. 22).
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ζ΄
Επιβουλή της θρησκευτικής ειρήνης
Κακόβουλος βλασφημία
Άρθρ.198.-1Δια φυλακίσεως μέχρι δύο ετών τιμωρείται ο δημοσία και κακοβούλως καθ’ οιονδήποτε τρόπον καθυβρίζων τον Θεόν.
2.Όστις, εκτός της περιπτώσεως της παρ. 1, εκδηλοί δημοσία δια βλασφημίες έλλειψιν του προς το θείον σεβασμού, τιμωρείται δια φυλακίσεως μέχρι τριών μηνών.
Καθύβρισις θρησκευμάτων
Άρθρ.199.-Ο δημοσία κακοβούλως καθ’ οιονδήποτε τρόπον καθυβρίζων την Ανατολικήν Ορθόδοξον του Χριστού Εκκλησίαν ή ετέραν τινα θρησκείαν ανεκτήν εν Ελλάδι, τιμωρείται δια φυλακίσεως μέχρι δύο ετών.
Διατάραξις θρησκευτικών συναθροίσεων
Άρθρ.200.-1.Ο κακοβούλως προσπαθών να εμποδίση ή εκ προθέσεως διαταράσσων ανεκτήν κατά το πολίτευμα θρησκευτικήν συνάθροισιν επί λατρεία ή τελετήν τιμωρείται δια φυλακίσεως μέχρι δύο ετών.
2.Με την αυτήν ποινήν τιμωρείται ο εν εκκλησία ή τόπω ωρισμένων προς θρησκευτικήν συνάθροισιν ανεκτήν κατά το πολίτευμα ενεργών πράξεις υβριστικώς αναρμόστους.
Περιύβρισις νεκρών
Άρθρ.201.-Ο από της παραφυλακής των εχόντων δικαίωμα αυτογνωμόνως αφαιρών νεκρόν ή μέλη ή την τέφραν τοιούτου ή ο ενεργών σχετικώς προς ταύτα ή προς τάφον πράξεις υβριστικώς αναρμόστους, τιμωρείται δια φυλακίσεως μέχρι δύο ετών.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Η΄
Εγκλήματα αναγόμενα εις την εν τω στρατώ
υπηρεσίαν και την προς στράτευσιν
υποχρέωσιν
Διέγερσις των εις στρατιωτικήν υπηρεσίαν
υποχρέων
Άρθρ.202.-1.Ο καθ’ οιονδήποτε τρόπον εκ προθέσεως προκαλών ή διεγείρων πρόσωπον υπηρετούν εν τω στρατώ εις παράβασιν υπηρεσιακής τινος υποχρεώσεως, τιμωρείται δια φυλακίσεως μέχρι τριών ετών.


Σελ. 48(ζ)
Τεύχος 605-Σελ. 24

2.Με την αυτήν ποινήν τιμωρείται, όστις εκ προθέσεως προκαλεί ή διεγείρει πρόσωπον υποκείμενον εις στράτευσιν, όπως, καλούμενον εις τον στρατόν, μη υπακούση εις την πρόσκλησιν.
3.Ο εν καιρώ πολέμου, ενόπλου στάσεως ή γενικής επιστρατεύσεως διαπράττων τας εν ταις προηγουμέναις παραγράφοις πράξεις, τιμωρείται δια καθείρξεως μέχρι δέκα ετών.
4.Αι ποιναί του παρόντος άρθρου επιβάλλονται, εάν η πράξις δεν τιμωρείται βαρύτερον κατ’ άλλην τινά διάταξιν.
Τεχνητή πρόσκλησις ανικανότητος δια την
στρατιωτικήν υπηρεσίαν
Άρθρ.203.-1.Όστις εκ προθέσεως και προς αποφυγήν της στρατεύσεως καθιστά εαυτόν, μόνον ή δι’ άλλου, εν όλω ή εν μέρει, διαρκώς ή προσκαίρως, ανίκανον προς την εν τω στρατώ υπηρεσίαν δι’ ακρωτηριασμού ή καθ’ οιονδήποτε άλλον τρόπον, τιμωρείται δια φυλακίσεως μέχρι δύο ετών, δυναμένου του δικαστηρίου να επιβάλη και στέρησιν των πολιτικών δικαιωμάτων.
2.Δια της αυτής ποινής φυλακίσεως και δια χρηματικής ποινής τιμωρείται και όστις εκ προθέσεως επιφέρει παρ’ ετέρω, τη θελήσει αυτού τοιαύτην ανικανότητα, εάν η πράξις δεν τιμωρείται βαρύτερον κατ’ άλλην τινά διάταξιν.
3.Ο εν καιρώ πολέμου, ενόπλου στάσεως ή γενικής επιστρατεύσεως διαπράττων τας εν ταις προηγουμέναις παραγράφοις πράξεις, τιμωρείται δια καθείρξεως μέχρι 10 ετών, αν η πράξις δεν τιμωρείται βαρύτερον κατ’ άλλην διάταξιν.
Απάτη προς αποφυγήν της στρατεύσεως
Άρθρ.204.-Όστις μεταχειρίζεται απατηλά μέσα, ίνα αυτός ή άλλος τις αποφύγη, εν όλω ή εν μέρει, διαρκώς ή προσκαίρως την προς στράτευσιν υποχρέωσιν, εάν η πράξις δεν επισύρη κατ’ άλλην διάταξιν βαρυτέραν ποινήν, τιμωρείται δια φυλακίσεως μέχρι ενός έτους, δυναμένου του δικαστηρίου να επιβάλη και στέρησιν των πολιτικών δικαιωμάτων.
Παράνομος αποδημία
Άρθρ.205.-1.Ο άνευ αδείας και προς αποφυγήν της στρατεύσεως αποδημών εις την αλλοδαπήν, ως και ο εν τη αλλοδαπή ευρισκόμενος και μη προσελθών εγκαίρως προς εκπλήρωσιν των στρατιωτικών του υποχρεώσεων, τιμωρείται δια φυλακίσεως μέχρις ενός έτους ή δια χρηματικής ποινής, εάν κατ’ άλλην διάταξιν η πράξις δεν τιμωρείται βαρύτερον.
2.Ο αποδημών εις την αλλοδαπήν άνευ της προς τούτο κατά τον στρατολογικόν νόμον απαιτουμένης αδείας τιμωρείται δια φυλακίσεως μέχρις εξ μηνών ή δια χρηματικής ποινής.
Στρατολογία υπέρ ξένου κράτους
Άρθρ.206.-Ο στρατολογών έλληνα πολίτην προς στρατιωτικήν εν ξένω κράτει υπηρεσίαν, ως και ο καθ’ οιονδήποτε τρόπον βοηθών τούτον, τιμωρείται δια φυλακίσεως.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Θ΄
Εγκλήματα περί το νόμισμα
Παραχαράξεις
«Άρθρ.207.-Όποιος παραποιεί ή νοθεύει μεταλλικό νόμισμα ή χαρτονόμισμα οποιουδήποτε κράτους ή εκδοτικής αρχής, είτε κατά είτε πριν από το χρόνο νόμιμης κυκλοφορίας του είτε κατά το διάστημα κατά το οποίο γίνεται δεκτό προς ανταλλαγή από τους αρμόδιους φορείς, με σκοπό να το θέσει σε κυκλοφορία σαν γνήσιο, καθώς και όποιος προμηθεύεται, αποδέχεται, εισάγει, εξάγει, μεταφέρει ή κατέχει τέτοιο νόμισμα για τον ίδιο σκοπό, τιμωρείται με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών και χρηματική ποινή. Σε ιδιαίτερα ελαφρές περιπτώσεις τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και με χρηματική ποινή».
Το άρθρ.207 αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ.1 άρθρ.8 Νόμ.2948/16-19 Οκτ.2001 (ΦΕΚ Α΄242), κατωτ.αριθ.41.
Κυκλοφορία παρακεχαραγμένων νομισμάτων
Άρθρ.208.-«1. Όποιος με πρόθεση θέτει σε κυκλοφορία παραχαραγμένο μεταλλικό νόμισμα ή χαρτονόμισμα οποιουδήποτε κράτους ή εκδοτικής αρχής σαν γνήσιο, είτε κατά είτε πριν από το χρόνο νόμιμης κυκλοφορίας του είτε κατά το διάστημα κατά το οποίο γίνεται δεκτό προς ανταλλαγή από τους αρμόδιους φορείς, τιμωρείται με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών και χρηματική ποινή. Σε ιδιαίτερα ελαφρές περιπτώσεις τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και με χρηματική ποινή».
Η παρ.1 αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ.2 άρθρ.8 Νόμ.2948/16-19 Οκτ.2001 (ΦΕΚ Α΄242), κατωτ.αριθ.41.
2.Εάν όμως ο υπαίτιος ή αντιπρόσωπός του είχε δεχθή το νόμισμα τούτο ως γνήσιον, επιβάλλεται φυλάκισις μέχρις εξ μηνών ή χρηματική ποινή. Η αυτή ποινή επιβάλλεται, εάν ο υπαίτιος ενήργησε κατ’ εντολήν του εις ον εδόθη το νόμισμα ως γνήσιον, όταν προς τον εντολέα τούτον τελεί εν σχέσει εξαρτήσεως ή ενδιαιτάται μετ’ αυτού εν τω αυτώ οίκω.
«΄Αρθρ.208Α.-Όποιος με πρόθεση κατασκευάζει, προμηθεύεται, κατέχει ή θέτει σε κυκλοφορία μεταλλικό νόμισμα ή χαρτονόμισμα είτε κατά είτε πριν από το χρόνο νόμιμης κυκλοφορίας τους είτε κατά το διάστημα κατά το οποίο γίνεται δεκτό προς ανταλλαγή από τους αρμόδιους φορείς και για την κατασκευή του οποίου έχουν χρησιμοποιηθεί νόμιμες εγκαταστάσεις και υλικά, χωρίς όμως την άδεια της αρμόδιας αρχής ή καθ’ υπέρβαση του σχετικού δικαιώματος, τιμωρείται με τις ποινές της παραγράφου 1 του άρθρου 208».
Το άρθρ.208Α προστέθηκε με την παρ.3 άρθρ.8 Νόμ.2948/16-19 Οκτ.2001 (ΦΕΚΑ΄242), κατωτ.αριθ.41.
Κιβδηλεία
Άρθρ.209.-Ο δια περικοπής, διατρυπήσεως, ρινίσματος ή κατ’ άλλον τρόπον ελαττώνων την εσωτερικήν αξίαν μεταλλικού νομίσματος επί τω σκοπώ, όπως θέση τούτο εις κυκλοφορίαν, ως έχων πλήρη την εσωτερικήν του αξίαν, ως και προς τον σκοπόν τούτο προμηθευόμενος κίβδηλον νόμισμα, τιμωρείται δια φυλακίσεως τουλάχιστον τριών μηνών και δια χρηματικής ποινής.
Κυκλοφορία κιβδήλων νομισμάτων
Άρθρ.210.-1.Ο εκ προθέσεως θέτων εις κυκλοφορίαν κίβδηλον νόμισμα ως έχων πλήρη την εσωτερικήν του αξίαν, τιμωρείται δια φυλακίσεως τουλάχιστον τριών μηνών και δια χρηματικής ποινής.
2.Εάν όμως ο υπαίτιος ή ο αντιπρόσωπός του είχε δεχθή το νόμισμα τούτο ως γνήσιον, επιβάλλεται φυλάκισις μέχρις εξ μηνών ή χρηματική ποινή. Η αυτή ποινή επιβάλλεται, εάν ο υπαίτιος ενήργησε κατ’ εντολήν του εις ον εδόθη το νόμισμα ως γνήσιον, όταν προς τον εντολέα τούτον τελεί εν σχέσει εξαρτήσεως ή ενδιαιτάται μετ’ αυτού εν τω αυτώ οίκω.
Προπαρασκευαστικαί πράξεις
«Άρθρ.211.-Όποιος με σκοπό να διαπράξει κάποιο από τα εγκλήματα των άρθρων 207 και 209 κατασκευάζει, προμηθεύεται ή κατέχει εργαλεία, αντικείμενα, προγράμματα ηλεκτρονικών υπολογιστών ή άλλα μέσα, χρήσιμα γι’ αυτόν το σκοπό, καθώς και ολογραφήματα ή λοιπά συστατικά στοιχεία του νομίσματος, τα οποία χρησιμεύουν για την προστασία από την παραχάραξη, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή».
Το άρθρ.211 αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ.4 άρθρ.8 Νόμ.2948/16-19 Οκτ.2001 (ΦΕΚ Α΄242), κατωτ.αριθ.41
Άρθρ.212.-Απαλλάσεται πάσης ποινής ο εν ταις περιπτώσεσι του προηγουμένου άρθρου ελευθέρα θελήσει καταστρέφων τα αυτόθι αναφερόμενα αντικείμενα προ πάσης χρήσεως αυτών.
Δήμευσις
Άρθρ.213.-1.Η δήμευσις των παρακεχαραγμένων ή κιβδήλων νομισμάτων και των εν άρθρ. 211 αναφερομένων μέσων, σκευών και εργαλείων διατάσσεται, και αν έτι δεν γίνηται καταδίωξις και καταδίκη ωρισμένου προσώπου και αδιαφόρως του αν ταύτα ανήκωσιν ή μη εις τον αυτουργόν ή συναίτιον της παραχαράξεως ή κιβδηλείας.
2.Εάν όμως ο κύριος των νομισμάτων ή του υλικού, εκ του οποίου ταύτα κατεσκευάσθησαν, είναι αποδεδειγμένως αμέτοχος εις την παραχάραξιν ή κιβδηλείαν, καθιστώνται τα νομίσματα ανεπίδεκτα χρησιμοποιήσεως ως τοιαύτα, αποδιδόμενα μετά τούτο εις τον κύριον.
(Αντί για τη σελ. 49(ε) Σελ. 49(στ)
Τεύχος Σελ.
Τραπεζογραμμάτια και έτεροι εξομοιούμενοι
τίτλοι
Άρθρ.214.-Προς το χαρτονόμισμα εξομοιούνται ως προς την εφαρμογήν των εν τω παρόντι κεφαλαίω διατάξεων τραπεζογραμμάτια, ομολογία περιέχουσαι υπόσχεσιν πληρωμής ωρισμένου χρηματικού ποσού, μετοχαί, προσωρινοί τίτλοι τοιούτων, τοκομερίδια, μερισματαποδείξεις ή αποδείξεις ανανεώσεως τοιούτων, εφ’ όσον οι τίτλοι ούτοι είναι εις τον φέροντα και εξεδόθησαν υπό τινος δικαιουμένου εις έκδοσιν αυτών ή φαίνονται εκδοθείσαι υπό τοιούτου προσώπου.
Παράνομος έκδοσις ανωνύμων ομολογιών
Άρθρ.215.-Ο εν Ελλάδι παρανόμως θέτων εις κυκλοφορίαν ανωνύμους ομολογίας περιεχούσας υπόσχεσιν πληρωμής ωρισμένου χρηματικού ποσού τιμωρείται δια φυλακίσεως μέχρι δύο ετών.
Άρθρ.215Α.- 1. Όποιος παράγει, πωλεί, εισάγει ή διανέμει για πώληση ή για άλλους εμπορικούς σκοπούς μετάλλια ή μάρκες τα οποία:
α) φέρουν στην όψη τους όρους «ευρώ» ή «λεπτά ευρώ» ή το σύμβολο του ευρώ, ή
β) έχουν μέγεθος εντός των ορίων αναφοράς, όπως αυτά προσδιορίζονται σύμφωνα με την περίπτωση στ’ του άρθρου 1 του Κανονισμού 2182/2004 του Συμβουλίου της 6ης Δεκεμβρίου 2004 (E.E.L. 373/1/21.12.2004) ή
γ) φέρουν στην όψη τους οποιοδήποτε σχέδιο που είναι παρόμοιο με εκείνο των εθνικών εμπρόσθιων όψεων ή των κοινών οπίσθιων όψεων των κερμάτων ευρώ ή είναι πανομοιότυπο ή παρόμοιο με το σχέδιο της στεφάνης των κερμάτων των 2 ευρώ, τιμωρείται με χρηματική ποινή από € 1.000 έως € 20.000.
2. Οι ανωτέρω πράξεις δεν τιμωρούνται όταν εμπίπτουν στις εξαιρέσεις, που προβλέπονται στο άρθρο 3 του πιο πάνω Κανονισμού ή έχει χορηγηθεί ειδική άδεια, όπως προβλέπεται στο άρθρο 4 του ιδίου ως άνω Κανονισμού.
3. Με την ίδια χρηματική ποινή τιμωρούνται και όσοι συνεχίσουν να χρησιμοποιούν πέραν του τέλους του 2009 τα μετάλλια και τις μάρκες που εκδόθηκαν πριν την 21 Δεκεμβρίου 2004 και δεν πληρούν τους όρους που θεσπίζονται στα άρθρα 2, 3 και 4 του Κανονισμού.
Το άρθρ. 215Α προστέθηκε με το άρθρ.2 Π.Δ 221/13-21 Οκτ. 2005 (ΦΕΚ Α΄ 263).

Σελ. 50(στ)

Δεν υπάρχουν σχόλια: