12 ΘΕΜΑ ω Διάφορα Αδικήματα 1. ΝΟΜΟΣ ΑΤΙΒ΄ της 9/13 Δεκ. 1885 Περί των αδικημάτων κατά της ασφαλείας των υποβρυχίων καλωδίων.

(Αντί για τη σελ. 106,61(α) Σελ. 106,61(β)
Τεύχος Θ41-Σελ. 1
ΘΕΜΑ ω

Διάφορα Αδικήματα
1. ΝΟΜΟΣ ΑΤΙΒ΄
της 9/13 Δεκ. 1885
Περί των αδικημάτων κατά της ασφαλείας των υποβρυχίων καλωδίων.
Κεφάλαιον Α΄
Αδικήματα εν ανοικτή θαλάσση.
Βλ. και άρθρ. 9 και 42-47 ν. 4277 π. τηλεγραφικής ανταποκρίσεως (τ. 22).
Διά την επιμέτρησιν των χρηματικών ποινών βλ. Α.Ν. 110/1945 και άρθρ. 57 του νέου Ποιν. Κώδικος (8.Αα.2 και 3).
Άρθρον 1
Αι κατά της ασφαλείας των υποβρυχίων καλωδίων αξιόποινοι πράξεις, αι κατά παράβασιν της από 2/14 Μαρτ. 1884 διεθνούς συμβάσεως (τ. 22) γινόμεναι, διαπραχθείσαι δε παρά τινος αποτελούντος μέρος του πληρώματος ελληνικού πλοίου, δικάζονται υπό του πλημμελειοδικείου της περιφερείας, εις ην ανήκει ο λιμήν, ένθα υπάρχει νηολογημένον το πλοίον, ή ο της πρώτης αυτού προσορμήσεως εν Ελλάδι. Η καταδίωξις γίνεται αυτεπαγγέλτως, επιφυλαττομένης της πολιτικής αγωγής.
Άρθρον 2
Αι κατά το άρθρ. 10 της ειρημένης διεθνούς συμβάσεως συντασσόμεναι εκθέσεις αποτελούσι πλήρη απόδειξιν, ωσανεί εγένοντο παρά δημοσίου υπαλλήλου, κατά το άρθρ. 134 της Ποινικής Δικονομίας (άρθρ. 148-153 της νέας Ποιν. Δικον.).
Εν ελλείψει τοιαύτης εκθέσεως ή εν ανεπαρκεία της συνταχθείσης αρμοδίως, επιτρέπεται και η διά μαρτύρων απόδειξις.
Άρθρον 3
Ο αρνούμενος να εμφανίση τ’ αναγκαία έγγραφα προς σύνταξιν της εν τω προηγουμένω άρθρω αναφερομένης εκθέσεως τιμωρείται διά χρηματικής ποινής (το πολύ 100 δραχ.) και διά φυλακίσεως, μη υπερβαινούσης τας 15 ημέρας.
Άρθρον 4
Τιμωρείται ως αντίστασις, κατά τους όρους του άρθρ. 169 του ποιν. νόμου (άρθρ. 167 του νέου Ποιν. Κώδικος), πάσα βία ή απειλή, γενομένη κατά των εν τω άρθρ. 10 της ειρημένης διεθνούς συμβάσεως αναφερομένων αξιωματικών, εν τη ενασκήσει των καθηκόντων αυτών.
Άρθρον 5
Τιμωρείται διά χρηματικής ποινής (το πολύ 300 δραχ.): α) Ο πλοίαρχος πλοίου, όπερ ενασχολούμενον εις την επισκευήν ή την κατάδυσιν υποβρυχίου καλωδίου, δεν τηρεί τους παραδεδεγμένους κανονισμούς περί σημάτων προς πρόληψιν των συρράξεων. β) Ο πλοίαρχος ή κυβερνήτης του πλοίου, όστις, διακρίνων, ή δυνάμενος να διακρίνη, τα ειρημένα σήματα, δεν απομακρύνεται ή δεν τηρεί το πλοίον αυτού εις απόστασιν ενός τουλάχιστον ναυτικού μιλίου από του πλοίου, του ενασχολουμένου εις την κατάδυσιν ή την επισκευήν υποβρυχίου καλωδίου. γ) Ο πλοίαρχος ή κυβερνήτης πλοίου, όστις, διαβλέπων, ή δυνάμενος να διακρίνη, τα σήμαντρα, τα δηλούντα την θέσιν υποβρυχίου καλωδίου, δεν τηρεί το πλοίον αυτού εις απόστασιν τετάρτου τουλάχιστον ναυτικού μιλίου από της γραμμής των ειρημένων σημάντρων.
Άρθρον 6
Τιμωρείται διά χρηματικής ποινής (το πολύ 300 δραχ.) ή και διά φυλακίσεως, μη υπερβαινούσης τας 15 ημέρας: α) Ο πλοίαρχος ή κυβερνήτης, όστις ρίπτει την άγκυραν του πλοίου αυτού εις απόστασιν ελάσσονα τετάρτου ναυτικού μιλίου από της θέσεως υποβρυχίου καλωδίου, ην ηδύνατο να γνωρίζη, είτε εκ της γραμμής των σημάντρων, είτε άλλως πως. Επίσης και ο πλοίαρχος ή κυβερνήτης, όστις προσδένει το πλοίον αυτού εις σήμαντρον, προωρισμένον να ενδεικνύη την θέσιν υποβρυχίου καλωδίου, πλην εάν εις τούτο εξηναγκάσθη εξ ανωτέρας βίας. β) Ο κυβερνήτης πλοίου αλιευτικού, όστις δεν τηρεί τα μηχανήματα ή τα δίκτυα αυτού εις απόστασιν ενός τουλάχιστον ναυτικού μιλίου από του πλοίου του ενασχολουμένου εις την κατάδυσιν ή την επισκευήν υποβρυχίου καλωδίου. Χορηγείται δε προθεσμία 24 ωρών κατ’ ανώτατον όρον εις τ’ αλιευτικά πλοία, αφ’ ης διακρίνωσιν ή δύνανται να διακρίνωσι το εις την ανωτέρω εργασίαν ενασχολούμενον τηλεγραφικόν πλοίον, το φέρον τα παραδεδεγμένα σήματα, ίν’ αποτελειώσωσι την αρξαμένην ήδη αλιευτικήν αυτών εργασίαν. γ) Ο κυβερνήτης αλιευτικού πλοίου, όστις δεν τηρεί τα μηχανήματα ή τα δίκτυα αυτού εις απόστασιν ενός τουλάχιστον τετάρτου ναυτικού μιλίου από της γραμμής των
προωρισμένων ίνα ενδεικνύωσι την θέσιν υπο-

(Αντί για τη σελ. 107) Σελ. 107(α)
Τεύχος Δ102-Σελ. 15
βρυχίου καλωδίου σημάντρων.
Άρθρον 7
Τιμωρείται διά χρηματικής ποινής (το πολύ 300 δραχ.) ή και διά φυλακίσεως μη υπερβαινούσης τους δύο μήνας: α) Όστις εξ ασυγγνώστου αμελείας και ιδίως εν ταις περιπτώσεσι των άρθρ. 5 και 6 διαρρηγνύει υποβρύχιον καλώδιον, ή επιφέρει εις αυτό βλάβην, δυναμένην να διακόψη ή παρακωλύση καθόλου ή εν μέρει την τηλεγραφικήν συγκοινωνίαν. β) Ο πλοίαρχος πλοίου, όπερ, ενασχολούμενον εις την κατάδυσιν ή την επισκευήν υποβρυχίου καλωδίου, καθίσταται, ένεκα της μη τηρήσεως των κανονισμών περί σημάτων προς αποτροπήν συρράξεως, παραίτιος διαρρήξεως ή βλάβης υποβρυχίου καλωδίου γενομένης παρ άλλου πλοίου.
Άρθρον 8
Κατά τους όρους του προηγουμένου άρθρου τιμωρείται ωσαύτως: α) Όστις κατασκευάζει, τηρεί εκτός της κατοικίας του, πωλεί, επιβιβάζει αυτός ή δι’ άλλου όργανα ή μηχανήματα επιτήδεια αποκλειστικώς εις εκκοπήν ή καταστροφήν υποβρυχίων καλωδίων. β) Όστις ποιήσηται χρήσιν τοιούτων οργάνων ή μηχανημάτων.
Άρθρον 9
(Κατηργήθη υπό του άρθρ. 473 § 2 αρ. 45 του νέου Ποιν. Κώδικος, ούτινος το άρθρ. 292 περιέχει ανάλογον διάταξιν).
Κεφάλαιον Β΄
Αδικήματα εν τη εγχωρίω θαλάσση.
Άρθρον 10
Αι διατάξεις των άρθρ. 3, 5 έως 9 εφαρμόζονται και όταν η πράξις εξετελέσθη εν τη εγχωρίω θαλάσση παρά τινος, αποτελούντος μέλος του πληρώματος οιουδήποτε πλοίου, ελληνικού ή ξένου, τηρουμένης και της διατάξεως του άρθρ. 60 του από 15 Δεκ. 1836 Β.Δ/τος περί αστυνομίας της εμπορικής ναυτιλίας.
Άρθρον 11
Αρμόδιον προς εκδίκασιν των εν τω παρόντι κεφαλαίω προβλεπομένων αδικημάτων είναι το πλημμελειοδικείον της περιφερείας, εις ην ανήκει ο λιμήν, ένθα υπάρχει νηολογημένον το πλοίον, του οποίου επιβαίνει ο δράστης, ή ο λιμήν της πρώτης προσορμήσεως αυτού, ή ο τόπος, όπου εξετελέσθη η πράξις.
Άρθρον 12
Αι εν τω παρόντι κεφαλαίω μνημονευόμεναι αξιόποινοι πράξεις βεβαιούνται δι’ εκθέσεως· εν ελλείψει δε τοιαύτης, επιτρέπεται η δια μαρτύρων απόδειξις.
Αρμόδιοι προς σύνταξιν των ειρημένων εκθέσεων είναι, πλην των εν τοις άρθρ. 17 και 18 της Ποιν. Δικον. (άρθρ. 33 και 34 της νέας Ποιν. Δικον.) αναφερομένων ανακριτικών υπαλλήλων, και οι αξιωματικοί Κυβερνήται των πλοίων του Β. Ναυτικού και οι λιμενάρχαι κατά το άρθρ. 11 § 26, του από 4 Ιαν. 1834 π. οργανισμού των λιμενικών αρχών Β.Δ/τος (τ. 20).

Σελ. 108(α)
Τεύχος Δ102-Σελ. 16

Η αποδεικτική ισχύς των εκθέσεων τούτων κανονίζεται κατά το άρθρ. 134 της Ποιν. Δικονομίας (άρθρ. 148-153 της νέας Ποιν. Δικον.).
Άρθρον 13
Πάσα βία ή απειλή, γενομένη κατά τον εν τω προηγουμένω άρθρω αναφερομένων δημοσίων υπαλλήλων, εν τη εκπληρώσει του καθήκοντος αυτών, τιμωρείται κατά τους όρους του άρθρ. 169 του Ποινικού Νόμου (άρθρον 167 του νέου Ποιν. Κώδικος).
Κεφάλαιον Γ΄
Γενικαί Διατάξεις
Άρθρον 14
Εν τη περιπτώσει του άρθρ. 7 εδ. α΄ ο παραβάτης οφείλει εντός 24 ωρών από της αφίξεως αυτού εις τον πρώτον λιμένα να ειδοποιήση την επιτόπιον αρχήν περί της διαρρήξεως ή της βλάβης του υποβρυχίου καλωδίου, ης εγένετο παραίτιος. Παραλείπων την δήλωσιν ταύτην, υποβάλλεται εις το διπλάσιον της καταγνωστέας ποινής.
Εν δε τη περιπτώσει του άρθρ. 9ου εδ. 4 (τελευταίου) ο παραίτιος της διαρρήξεως ή βλάβης του υποβρυχίου καλωδίου οφείλει να ποιήση την αυτήν δήλωσιν, επί χρηματική ποινή (ουχί ανωτέρα των 100 δραχ.).
Άρθρον 15
Αι περί συρροής και υποτροπής διατάξεις των άρθρ. 109 και 111 του Ποιν. Νόμου (άρθρ. 94 και 88-89 του νέου Ποιν. Κώδικος) εφαρμόζονται και επί των διαλαμβανομένων εν τω παρόντι νόμω αδικημάτων.
Άρθρον 16
Οι εφοπλισταί των πλοίων, και αν δεν είναι ιδιοκτήται αυτών, είναι αλληλεγγύως υπεύθυνοι μετά των καταδικασθέντων εις τας εν τω παρόντι νόμω οριζομένας χρηματικάς ποινάς και τας πολιτικάς αποζημιώσεις, οσάκις αύται καταγινώσκονται εις τινα εκ του πληρώματος του πλοίου.
Αι λοιπαί περιπτώσεις της προς αποζημίωσιν ευθύνης κανονίζονται κατά τας διατάξεις του αστικού δικαίου.

2. ΝΟΜΟΣ 1038
της 2/11 Νοεμ. 1917
Περί προστασίας ζώων
Βλ. και Νόμ. 1197/25 Αυγ.-3 Σεπτ. 1981 (ΦΕΚ Α΄ 240), (κατωτ. αριθ. 14).
Άρθρον 1
«1.Όστις βασανίζει ή μεταχειρίζεται μετά σκληρότητος ή φορτώνει πέρα του υπό των αστυνομικών διατάξεων οριζομένου βάρους παν ζώον, ή όστις χρησιμοποιεί ζώον ασθενές ή ανάπηρον προς οιανδήποτε εργασίαν πέρα της φυσικής του αντοχής τιμωρείται με πρόστιμον 100 έως 1000 δραχμών, ή με κράτησιν μέχρι 20 ημερών, ή με αμφοτέρας τας ποινάς ταύτας. Εν υποτροπή τα ως άνω ανώτερα και κατώτερα όρια ποινών διπλασιάζονται.
2.Επί βασανισμού ή κακομεταχειρήσεως κατά τα ανωτέρω, ζώων μεταφερομένων δι’ εμπορικών πλοίων διαρκούντος του πλου

την ευθύνην υπέχουσιν ο τε αυτουργός της τοιαύτης πράξεως και ο κυβερνήτης του πλοίου.
3.Παν ζώον ανίκανον προς εργασίαν, λόγω βαθέως γήρατος, ή ανιάτου παθήσεως, ή λοιμώδους νόσου, δύναται να θανατούται και άνευ αποζημιώσεως, εάν έκθεσις πολιτικού ή στρατιωτικού κτηνιάτρου υποδείξη ως αναγκαίον το μέτρον τούτο».
Ετροποποιήθη ως άνω υπό του άρθρ. 1 Νόμ. 5504/1932.
Άρθρ.2.-«1.Τα εκ της εφαρμογής του Νόμου τούτου οπωσδήποτε εισρπαττόμενα πρόστιμα διατίθενται προς ενίσχυσιν ανεγνωρισμένων σωματείων προστασίας των ζώων.
2.Δι’ αποφάσεως του υπουργού υγιεινής δύναται να ανατεθή εις την εταιρείαν προστασίας των ζώων η περισυλλογή των αδεσπότων κυνών Αθηνών, Πειραιώς, και περιχώρων, παρεχομένης εν τη περιπτώσει ταύτη εις την εταιρείαν ετησίας αποζημιώσεως μέχρι δραχ. 300.000 εκ της πιστώσεως δια δαπάνας εν γένει δι’ αποσόβησιν μολυσματικών νόσων πάσης φύσεως του ειδικού προϋπολογισμού του υπουργείου υγιεινής.
3.Η αποζημίωσις αύτη καταβάλλεται εις μηνιαίας δόσεις, επί τη βάσει καταστάσεων υποβαλλομένων υπό της ειρημένης εταιρείας».
Ετροποποιήθη ως άνω υπό του άρθρ. 3 Νόμ. 5504/1932. Εις το αρχικόν άρθρ. 2 είχε προστεθή β΄ εδάφιον διά του Ν.Β.Δ. της 30 Μαΐου/6 Ιουν. 1919 περί συμπληρώσεως του άρθρ. 2 του Νόμ. 1038, όπερ εκυρώθη υπό του Νόμ. 1969 της 28 Ιαν./12 Φεβρ. 1920 περί κυρώσεως κλπ.
Άρθρ.3.-Αι απαιτούμεναι διατάξεις διά την εκτέλεσιν του παρόντος Νόμου, ιδία διά την έκδοσιν των αστυνομικών διατάξεων, κανονίζονται δια Β.Δ/τος, εκδιδομένου τη προτάσει των Υπουργών της Γεωργίας και των Εσωτερικών.
Καταργείται ο Νόμ. 287 της 1 Φεβρ. 1901 της Κρητικής Πολιτείας «περί προστασίας των ζώων».
Βλ.Β.Δ.5/8 Μαρτ. 1919 (κατωτ. αριθ. 26).

2α. ΝΟΜΟΣ υπ’ αριθ. 1681
της 16/22 Ιαν. 1919 (ΦΕΚ Α΄ 14)
Περί αλητείας και επαιτείας.
Άρθρ.1-7.(Κατηργήθησαν διά της παρ. 20 του άρθρ. 473 του Ποιν. Κώδ. Περί του θέματος προβλέπουσιν ήδη τα άρθρ. 407-410 Π.Κ.).
Άρθρ.8.-Αλήται ή επαίται, μη υπαγόμενοι εις τας διατάξεις των άρθρ. 1, 2 και 5 εισάγονται εις Άσυλον, επί τω σκοπώ τούτω ιδρυθησόμενον και του οποίου ο Οργανισμός κανονισθήσεται διά Β.Δ/τος. Ο αρνούμενος να εισαχθή συλλαμβάνεται υπό της Αστυνομίας και προσάγεται ενώπιον του Εισαγγελέως των Πρωτοδικών της περιφερείας εν η συνελήφθη. Ο Εισαγγελεύς ούτος δύναται να διατάξη την εφ’ ωρισμένον χρόνον, μη υπερβαίνοντα την τριετίαν, εισαγωγήν και
παραμονήν αυτού εις το Άσυλον, δύναται δε οποτεδήποτε να μεταρρυθμίση κατ’ οικείαν κρίσιν ή και να άρη ολοτελώς την σχετικήν περί τούτου διάταξιν.
Ο περί ου εξεδόθη η διάταξις του Εισαγγελέως ως και πας δυνάμενος να πιθανολογήση έννομον περιουσιακόν ενδιαφέρον ή άλλο εύλογον ενδιαφέρον, δικαιούται κατά πάντα χρόνον να επιδιώξη την άρσιν αυτής διά προσφυγής, απευθυνομένης ενώπιον του δικαστηρίου των Πρωτοδικών, παρ’ ω ο λαβών το μέτρον τούτο Εισαγγελεύς. Η προσφυγή ασκείται ενώπιον του Γραμματέως της Εισαγγελίας ταύτης προφορικώς ή εγγράφως, συντασσομένης κατ’ αμφοτέρας τας περιπτώσεις και εκθέσεως.
Η προσφυγή εισάγεται, άνευ άλλης κλήσεως, ενώπιον του ειρημένου δικαστηρίου την πρώτην αυτού δικάσιμον πολιτικών υποθέσεων μετά παρέλευσιν τριών ημερών από της ασκήσεώς της, δικαιούνται δε εις παράστασιν κατά την συζήτησιν, πλην του προσφυγόντος και εκείνου εις ον αφορά η προσβαλλομένη διάταξις και πας δυνάμενος να πιθανολογήση έννομον περιουσιακόν συμφέρον ή άλλο εύλογον ενδιαφέρον.
Η προσφυγή δεν έχει ανασταλτικήν δύναμιν.
Κατά της αποφάσεως επί της προσφυγής επιτρέπεται ανακοπή υπό παντός δικαιουμένου εις προσφυγήν, μη μετασχόντος όμως κατά την συζήτησιν ταύτης.
Εάν διά της αποφάσεως επί της προσφυγής διετάχθη η άρσις ή ο περιορισμός του υπό του Εισαγγελέως ληφθέντος μέτρου, η κατά της αποφάσεως ταύτης ανακοπή ή έφεσις έχει ανασταλτικήν δύναμιν.
Πάσαι αι εν τω άρθρω τούτω διαδικασίαι διεξάγονται εφ’ απλού χάρτου.
Ο μετά την καθ’ οιονδήποτε τρόπον εκ του Ασύλου απόλυσίν του υποπίπτων εκ νέου εις παρομοίαν αλητείαν ή επαιτείαν, δύναται να εγκλεισθή εκ νέου εν αυτώ κατά τας αυτάς διατυπώσεις.
Άρθρ.9.-Αι διατάξεις των άρθρ. 6, 7 και 8 του παρόντος Νόμου δεν εφαρμόζονται, προκειμένου περί ανηλίκων υπαγομένων εις το άρθρ. 1 του Νόμου «περί προστασίας των εις επαιτείαν, αλητείαν κλπ. εκδότων ανηλίκων».
Άρθρ.10.-(Κατήργει άρθρα του καταργηθέντος Π. Νόμου).
Άρθρ.11.-(Μεταβατική διάταξις).
Άρθρ.12.-Η ίδρυσις των εν τω παρόντι Νόμω
αναφερομένων ασύλων ή οίκων εργασίας ή
άλλων παρεμφερών Καταστημάτων γίνεται
δια Β.Δ/τος, προκαλουμένου υπό των Υπουργών της Δικαιοσύνης και Περιθάλψεως. Πάσα προς




(Αντί για τη σελ. 109(β) Σελ. 109(γ)
Τεύχος Δ102-Σελ. 17
ίδρυσιν και συντήρησιν τούτων δαπάνη βαρύνει τον Προϋπολογισμόν του Υπουργείου της Περιθάλψεως.
Άρθρ.13.-Η ισχύς του παρόντος Νόμου άρχεται από της εν τη Εφημερίδι της Κυβερνήσεως καταχωρίσεως αυτού.

2β. ΒΑΣΙΛΙΚΟΝ ΔΙΑΤΑΓΜΑ
της 5/8 Μαρτ. 1919 (ΦΕΚ Α΄ 52)
Περί εκτελέσεως του υπ’ αριθ. 1038 Νόμου της 11 Νοεμ. 1917 «περί προστασίας των ζώων».
Βλ. και Νόμ. 1197/25 Αυγ.-3 Σεπτ. 1981 (ΦΕΚ Α΄ 240), (κατωτ. αριθ. 14).
Έχοντες υπ’ όψει τον Νόμ. 1038 της 11ης Νοεμ. 1917 «περί προστασίας των ζώων», προτάσει των Ημετέρων επί των Εσωτερικών και της Γεωργίας Υπουργών, απεφασίσαμεν και διατάσσομεν.
Άρθρ.1.-Βασανισμοί ζώων θεωρούνται αι εν τοις επομένοις εδαφίοις διαλαμβανόμεναι περιπτώσεις.
Α΄.Η χρησιμοποίησις εις εργασίαν ζώων ασθενών, κατεσκληκότων, άτινα δυσκόλως και καταναγκαστικώς φέρουσιν ή σύρουσι το φορτίον.
Β΄.Η χρησιμοποίησις ζώων πασχόντων εκ χωλότητος των άκρων προερχομένης εξ οξείας παθήσεως ιασίμου ή και χρονίας τοιαύτης ανιάτου μετά παραμορφώσεως λίαν προφανούς του όλου ή μέρους των άκρων.
Επιτρέπεται η χρησιμοποίησις, ζώων πασχόντων χρονίαν χωλότητα ανίατον άνευ λίαν προφανούς παραμορφώσεως, μόνον εις εργασίας, εις ας τα ζώα εργάζονται βάδην.
Γ΄.Η χρησιμοποίησις ζώων φερόντων πληγάς εις μέρη του σώματος, εις α εφάπτονται τα εφίππια ζεύγματα ή σάγματα ή και εις άλλα μέρη του σώματος εφ’ όσον αι πληγαί δεν έχουσιν υποβληθή εις την δέουσαν θεραπείαν και προξενούσιν την κοινήν αηδίαν.
Δ΄.Η χρησιμοποίησις ζώων εντελώς τυφλών εις εργασίας εις ας εργάζονται μόνα. Επιτρέπεται η χρησιμοποίησις εντελώς τυφλών ζώων μόνον οσάκις εργάζονται εις ζεύγος μετ’ άλλου υγιούς ζώου.
Ε΄.Η χρησιμοποίησις και εξαναγκασμός των κυνών να σύρωσιν οποιονδήποτε φορτίον,ως και η εκβίασις των ζώων εις πεφοβισμένην φυγήν διά προσθέσεως εις την ουράν αυτών οιουδήποτε αντικειμένου ή επιθέσεως επί του σώματος αυτών οιουδήποτε ερεθιστικού φαρμάκου προξενούντος πόνους ή άλλην βλάβην.
ΣΤ΄.Η μαστίγωσις των ζώων επί της κεφαλής ή της κοιλίας, οι γρονθισμοί, τα λακτίσματα και η χρησιμοποίησις, πλην της κοινής εκ σχοινίου μάστιγος, των βουνεύρων ή ξύλων ή άλλων μέσων προξενούντων πληγάς ή πόνους εις τα ζώα.


Σελ. 110(γ)
Τεύχος Δ102-Σελ. 18

Ζ΄.Το δέσιμον των ζώων ή πτηνών εκ των ποδών ή της ουράς ή των κεράτων ή του λαιμού προς αιώρησιν αυτών, είτε προς μεταφοράν είτε προς φόρτωσιν.
Τα μεν πτηνά δέον να μεταφέρωνται εντός κιβωτίων ή καλάθου, τα δε λοιπά ζώα δέον να φορτώνονται επί των ατμοπλοίων ή λέμβων αιωρούμενα διά ζώνης περιβαλλούσης το σώμα αυτών.
Η΄.Η χρησιμοποίησις υπό μη ειδικών κτηνιάτρων θεραπευτικών μεθόδων, οίον καυστικά φάρμακα, καυτηριάσεις διά θερμοκαυτήρος κλπ. αίτινες εφαρμοζόμεναι άνευ αποχρώντος λόγου επιφέρουσι βασανισμούς εις τα ζώα.
Θ΄.Η μη χορήγησις τροφής και ποτού εις μεν τα εργαζόμενα επί δωδεκάωρον, εις δε τα μη εργαζόμενα επί εικοσιτετράωρον.
Φόρτος και ζεύξις ζώων
Άρθρ.2.-Ανώτατος όρος φορτίου ορίζεται ως εξής:
α)Δι’ όνους μέχρι 60 οκάδων.
β)Δι’ ίππους από 90 μέχρι 100 οκάδων.
γ)Δι’ ημιόνους μέχρι εκατόν είκοσι οκάδων.
δ)Διά κάρρα και δίτροχα αμάξια συρόμενα υφ’ ενός ίππου ή ημιόνου μεγάλου αναστήματος μέχρι 1000 οκάδων, δι’ ίππου μεσαίου αναστήματος μέχρι 650 οκάδων και δι’ ίππου μικρού αναστήματος μέχρι τετρακοσίων οκάδων.
ε)Διά κάρρα τετράτροχα συρόμενα υφ’ ενός ίππου ή ημιόνου πρώτου αναστήματος μέχρι 1100 οκάδων, δι’ ίππου μεσαίου αναστήματος μέχρι επτακοσίων οκάδων και δι’ ίππου μικρού αναστήματος μέχρι πεντακοσίων οκάδων.
ς)Διά κάρρα και αμάξια συρόμενα υπό δύο ίππων πρώτου αναστήματος μέχρι χιλίων πεντακοσίων οκάδων, υπό ίππων μεσαίου αναστήματος μέχρι χιλίων οκάδων και υπό ίππων μικρού αναστήματος μέχρι οκτακοσίων οκάδων.
Θανατώσεις ζώων
Άρθρ.3.-Ζώον εργασίας κατασταθέν άχρηστον συνεπεία ασθενείας, γήρατος, κατάγματος ή άλλης τινος αιτίας κατόπιν εκθέσεως αρμοδίου κτηνιάτρου φονεύεται. Ο τρόπος της θανατώσεως ορίζεται υπό του οικείου κτηνιάτρου.





Άρθρ.4.-Επί των περιπτώσεων των εδαφ. 1, 2, 3, 4 και 8 του άρθρ. 1 και του άρθρ. 3 θέλει γνωματεύη ο εκτελών την αστυκτηνιατρικήν υπηρεσίαν κτηνίατρος.
Άρθρ.5.-Επί τη βάσει των διατάξεων του παρόντος Δ/τος αι αστυνομικαί αρχαί θέλουσιν εκδώσει τας σχετικάς απαγορευτικάς διατάξεις προς εφαρμογήν των εν τοις ανωτέροις άρθροις διαλαμβανομένων.
Άρθρ.6.-Οι παραβάται οι οπωσδήποτε μη συμμορφούμενοι προς τας διατάξεις του παρόντος Δ/τος τιμωρούνται συμφώνως τω άρθρ. 1 του Νόμ. 1038 της 11 Δεκ. 1917 «περί προστασίας των ζώων» με πρόστιμον τριών έως πεντήκοντα δραχμών ή με κράτησιν μέχρις είκοσι ημερών ή με αμφοτέρας τας ποινάς ταύτας.
Εν υποτροπή τα κατώτερα και ανώτερα όρια των ποινών τούτων διπλασιάζονται.
Εις τους αυτούς Υπουργούς επί των Εσωτερικών και της Γεωργίας, ανατίθεμεν την δημοσίευσιν και εκτέλεσιν του παρόντος Δ/τος.

2γ. ΝΟΜΟΣ 2544
της 24 Σεπτ./21 Οκτ. 1920
Περί τροποποιήσεως προσθηκών εις τον Νόμ. 2018 της 28 Ιαν. 1920 «περί μεταρρυθμίσεως και προσθηκών εις τους Νόμ. 1681 και 1682 περί προστασίας των εις επαιτείαν και αλητείαν κλπ. εκδότων ανηλίκων και περί αλητείας και επαιτείας.

3. ΝΟΜΟΣ 5504
της 25/31 Μαΐου 1932 (ΦΕΚ Α΄ 177)
Περί τροποποιήσεως του Νόμ. 1038 περί προστασίας των ζώων.
Βλ. και Νόμ. 1197/25 Αυγ.-3 Σεπτ. 1981 (ΦΕΚ Α΄ 240), (κατωτ. αριθ. 14).
Άρθρ.1.-(Τροποποιείται το άρθρ. 1 του Νόμ. 1038/1917).
Άρθρ.2.-Τα υπό του παρόντος Νόμου προβλεπόμενα αδικήματα εκδικάζονται, συντρεχόντων των όρων του Νόμ. 237 (του 1914), κατά την διαδικασίαν των επ’ αυτοφώρω πταισμάτων άλλως εισάγονται προς εκδίκασιν, κατά την συνήθην πταισματικήν διαδικασίαν, εντός μηνός το πολύ από της τελέσεως αυτών. Δύνανται δε να εισαχθώσι και δι’ εκθέσεως δημοσίας αρχής, κατά την διαδικασίαν του άρθρ. 9 του Νόμ. 237, οπότε επιβάλλεται ποινή προστίμου μέχρι δραχμών εκατόν, εφαρμοζομένων κατά τα λοιπά των διατάξεων του Νόμ. 237, ως συνεπληρώθη υπό του Νόμ. 1582.
Άρθρ.3.-(Τροποποιείται το άρθρ. 2 του Νόμ. 1038/1917).
Άρθρ.4.-Οι ανά τας οδούς περιπλανώμενοι κύνες, οι παρά των αρμοδίως υπό της πολιτείας εντεταλμένων συλλαμβανόμενοι, θεωρούνται ως αδέσποτοι.
Άρθρ.5.-Πάσα διάταξις αντικειμένη εις τον παρόντα Νόμον καταργείται.

4. ΝΟΜΟΣ 3144
της 28 Ιουλ./4 Αυγ. 1924 (ΦΕΚ Α΄ 180)
Περί τιμωρίας της χρήσεως του στρατ. ενδύματος κατά την διάπραξιν αξιοποίνων πράξεων.
Βλ. και άρθρ. 176 του νέου Ποιν. Κώδικος και άρθρ. 105 Στρατιωτ. Π. Νόμου. Επίσης Νόμ. 3936 περί απαγορεύσεως χρησιμοποιήσεως πηληκίου, χλαίνης κλπ. και Α.Ν. 2403/1940 (τόμ. 36).
Άρθρ.1.-Πας μη στρατιωτικός, όστις, φέρων στρατιωτικήν στολήν χακί ή άλλου χρώματος ή πηλήκιον στρατιωτικόν μετά ή άνευ εθνοσήμου, ήθελε διαπράξει κακούργημα, τιμωρείται δια την χρήσιν των τοιούτων ειδών, εφ’ όσον εκηρύχθη ένοχος της κυρίας πράξεως, με φυλάκισιν τουλάχιστον ενός μηνός, εκτιομένην μετά την έκτισιν της διά την κυρίαν πράξιν επιβληθείσης ποινής ή και με χρηματικήν ποινήν 500 μέχρι 3.000 δραχμών, εάν δε ήθελε διαπράξει πλημμέλημα, δύναται να τιμωρηθή, προσθέτως επίσης, με τας αυτάς ποινάς, μη αποκλειομένης εις αμφοτέρας τας περιπτώσεις της βαρυτέρας διά παράβασιν του άρθρ. 229 του Π. Νόμου ή άλλης διατάξεως ποινής, συνυπολογιζομένης εν τοιαύτη περιπτώσει μετά της κυρίας πράξεως, κατά τα άρθρ. 109 και 110 του Π. Νόμου.
Άρθρ.2.-Οσάκις η κυρία πράξις δικάζεται υπό του δικαστηρίου των κακουργιοδικών, το δικαστήριον των συνέδρων αποφαίνεται περί της κατά το προηγούμενον άρθρ. 1 πράξεως, οιαδήποτε και αν είναι η ετυμηγορία των ενόρκων, και πάντοτε μετά την ετυμηγορίαν ταύτην.
Άρθρ.3.-Ο παρών Νόμος ισχύει εν Μακεδονία, Θράκη και Ηπείρω, δύναται δε να επεκταθή και αλλαχού του κράτους διά Β.Δ/τος προκαλουμένου υπό των υπουργών της Δικαιοσύνης και Στρατιωτικών.

5. ΝΟΜΟΣ 3579
της 28 Ιουν./12 Ιουλ. 1928 (ΦΕΚ Α΄ 123)
Περί κολασμού των παραβάσεων του άρθρ. 57 του Συντάγματος.
Άρθρον μόνον.-Ιδιοκτήται πλοίων, διευθυνταί ατμοπλοϊκών εταιρειών υπό ελληνικήν σημαίαν, ή σιδηροδρομικών, τροχιοδρομικών κλπ. εταιρειών, πλοίαρχοι, σταθμάρχαι, πράκτορες και εν γένει όστις παρεμβάλλει προσκόμματα εις την ελευθέραν κυκλοφορίαν των βουλευτών από της ανακηρύξεως αυτών μέχρι της ημέρας της ενεργείας των νέων εκλογών, διά των αμαξοστοιχιών ή δια των υπό ελληνικήν σημαίαν
(Αντί για τη σελ. 110,01) Σελ. 110,01(α)
Τεύχος Δ102-Σελ. 19
πλοίων, των εκτελούντων συγκοινωνίαν εν τω εσωτερικώ ή μετά του εξωτερικού, είτε απαιτών την έκδοσιν εισιτηρίων, είτε αρνούμενος να εξασφαλίση τω ταξιδεύοντι βουλευτή τα παρομαρτούντα εις επιβάτας α΄ θέσεως πλεονεκτήματα, ανάλογα προς το αξίωμά του, είτε οπωσδήποτε δυσχεραίνων αυτήν (την ελευθέραν κυκλοφορίαν) τιμωρείται με φυλάκισιν τουλάχιστον μιας εβδομάδος και με χρηματικήν ποινήν ίσην προς το δεκαπλάσιον της αξίας του εισιτηρίου. Το αδίκημα εισάγεται δι’ απ’ ευθείας κλήσεως και άνευ προδικασίας ενώπιον των πλημμελειοδικείων. Η ισχύς του παρόντος άρχεται από της δημοσιεύσεώς του εν τη Εφημερίδι της Κυβερνήσεως.

6. ΝΟΜΟΣ 4092
της 8/14 Μαρτ. 1929 (ΦΕΚ Α΄ 100)
Περί προστασίας περιουσιακών τινων δικαίων.
Βλ. και άρθρ. 330 Ποιν. Κώδικος (8.Αα.3).
Άρθρ.1.-(Όστις, επί σκοπώ του να περιποιήση εις εαυτόν ή άλλον παράνομον περιουσιακόν όφελος, εξαναγκάζει τινά διά της βίας ή απειλής εις πράξιν ή παράλειψιν, εξ ης επέρχεται ζημία εις την περιουσίαν αυτού του εξαναγκαζομένου, ή δικαιούχου του, ή τρίτου, ούτινος ο εξαναγκαζόμενος είναι αντιπρόσωπος, μισθωτής ή καλλιεργητής, ή κάτοχος εξ οιασδήποτε νομίμου σχέσεως, τιμωρείται, 1) με φυλάκισιν 6 μηνών, εάν η πράξις ετελέσθη διά σωματικής βίας ή απειλής, ηνωμένων με κίνδυνον σώματος ή ζωής, 2) κατά πάσαν άλλην περίπτωσιν με φυλάκισιν 1 μηνός μέχρις ενός έτους).
Κατηργήθη υπό του Νόμ. 6142 (τόμ. 9).
Άρθρ.2.-(Ο διά βίας ή απειλών ή καθ’ οιονδήποτε άλλον τρόπον, εκτός της προς τα δικαστήρια προσφυγής ή δι’ άλλου νομίμου μέσου, προσπαθών να παρακωλύση την εγκατάστασιν του δικαιουμένου ή των διαδόχων του εν τη κατοχή του επιδικασθέντος ή κατακυρωθέντος αυτώ ακινήτου ή την αφαίρεσιν κινητού επιδικασθέντος εις άλλον, ή την διατήρησίν του εν τη κατοχή, ή να ματαιώση ταύτην και πάσαν διαπραγμάτευσιν μετά τρίτων προς συνομολόγησιν συμβάσεως οιασδήποτε μετά τούτων, αφορώσης μεταβίβασιν, μίσθωσιν, καλλιέργειαν κλπ. του επιδικασθέντος, είτε αι απειλαί απευθύνονται προς τον δικαιωθέντα, ή διάδοχόν του, ή αντιπροσώπους αυτών είτε προς τρίτους, τιμωρείται με φυλάκισιν τριών ετών τουλάχιστον, εάν δεν επετεύχθη ο σκοπός, με ειρκτήν δε εάν επήλθε το επιδιωχθέν).
Κατηργήθη υπό του άρθρ. 473 παρ. 26 Ποιν. Κώδικος.



Σελ. 110,02(α)
Τεύχος Δ102-Σελ. 20

Άρθρ.3.-Ο διά δικαστικής, διαιτητικής αποφάσεως δικαιωθείς ως ανωτέρω ή ο υπέρ ου εξεδόθη περίληψις υπερθεματιστής δικαιούται είτε προ της εγκαταστάσεως, διά την ενέργειαν ταύτης, είτε μετ’ αυτήν, διά την διατήρησιν της κατοχής και καρπώσεως, αμέσως είτε διά μισθωτού, να ζητήση την συνδρομήν της αστυνομικής αρχής δια τε την εγκατάστασιν και διατήρησιν της κατοχής και την παραμονήν δημοσίας δυνάμεως εν τω επιδικασθέντι, προς παρακώλυσιν πάσης διαταράξεως, άμα δε την κατάσχεσιν και την αφαίρεσιν του εκ του κτήματος παραχθέντος καρπού, οιοσδήποτε και αν είναι ο καλλιεργητής αυτού, και την παράδοσιν εις τον μεσεγγυούχον, μέχρις ου περί του μέτρου αποφασίση ο εισαγγελεύς.
Άρθρ.4.-(Κατηργήθη υπό του άρθρ. 473 παρ. 26 Ποιν. Κώδικος).

6α. ΝΟΜΟΘΕΤ.ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ’ αριθ. 166
της 12/14 Ιουν. 1941 (ΦΕΚ Α΄ 194)
Περί τροποποιήσεως των περί επαιτείας διατάξεων και στερήσεως της συντάξεως των καταδικαζομένων επί επαιτεία αναπήρων πολέμου.
(Κατηργήθη διά του Ν.Δ. 624/1948).

7. ΝΟΜΟΘΕΤ.ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ’ αριθ. 1088
της 15 Ιαν./5 Μαρτ. 1942 (ΦΕΚ Α΄ 46)
Περί διώξεως αδικημάτων τινών στρεφομένων κατ’ οργάνων Δημοσίας Ασφαλείας.
Εκυρώθη εξ υπ’ αρχής και διετηρήθη εν ισχύϊ δια της υπ’ αριθ. 301 της 30/30 Μαΐου 1946 Πράξεως του Υπ. Συμβουλίου.
Άρθρ.1.-(Κατηργήθη υπό του άρθρ. 2 παρ. 6 Ν.Δ. 624/48 τ. 1).
Άρθρ.2.-Η επίθεσις κατ’ οργάνων Δημοσίας Ασφαλείας, καθόσον μεν δεν περιέχει άλλην τινά αξιόποινον πράξιν τιμωρείται με φυλάκισιν τουλάχιστον 3 μηνών, γενομένη δε δι’ όπλων ή διά βιαιοπραγίας κατά των οργάνων τούτων με φυλάκισιν τουλάχιστον εξ μηνών.
Το άνω άρθρον επεκυρώθη εκ νέου διά του άρθρ. 4 Ν.Δ. 624/948.
Άρθρ.3-4.(Κατηργήθησαν υπό του άρθρ. 2 παρ. 6 Ν.Δ. 624/948).
Άρθρ.5.-Με φυλάκισιν μέχρις ενός έτους τιμωρείται όστις προσκληθείς προφορικώς ή εγγράφως αρνείται να δηλώση ή δηλοί ψευδώς εις τα όργανα Δημοσίας Ασφαλείας την ταυτότητα αυτού ή ετέρου γνωστού αυτώ προσώπου.
Το άρθρ. 5 ετροποποιήθη ως άνω διά του άρθρ. 9 Ν.Δ. 624/948.
Άρθρ.6-8.(Κατηργήθησαν υπό του άρθρ. 2 παρ. 6 Ν.Δ. 624/948).

8. ΣΥΝΤΑΚΤ.ΠΡΑΞΙΣ υπ’ αριθ. 1
της 3/6 Νοεμ. 1944 (ΦΕΚ Α΄ 12)
Περί επιβολής κυρώσεων κατά των συνεργασθέντων μετά του εχθρού.
Τροποποιηθείσα υπό του
α)Νόμ.37 της 21/23 Νοεμ. 1944 περί αντικαταστάσεως διατάξεων της υπ’ αριθ. 1 Συντακτ. πράξεως, κατηργήθη μετ’ αυτού υπό της
β)Συντακτ. Πράξεως 6 της 20/20 Ιαν. 1945 περί επιβολής κυρώσεων κατά των συνεργασθέντων μετά του εχθρού, ήτις τροποποιηθείσα υπό των
γ)Συντ.Πραξ.12 της 7/7 Φεβρ. 1945,
δ)Α.Ν.217 της 24/24 Μαρτ. 1945,
ε)Α.Ν.295 της 27/30 Απρ. 1945 και
ς)Α.Ν.332 της 20/23 Μαΐου 1945, εκωδικοποιήθη υπό του κατωτ. Α.Ν. 533/1945.

8α. ΑΝΑΓΚ.ΝΟΜΟΣ υπ’ αριθ. 533
της 1/3 Σεπτ. 1945 (ΦΕΚ Α΄ 224)
Περί τροποποιήσεως, συμπληρώσεως και κωδικοποιήσεως της υπ’ αριθ. 6/1945 Συντακτικής Πράξεως περί επιβολής κυρώσεων κλπ. ως έχει τροποποιηθή.
Η υπ’ αριθ. 6 του 1945 Συντακτική Πράξις ως ετροποποιήθη διά της υπ’ αριθ. 12 του 1945 Συντακτικής Πράξεως και των Νόμ. 217, 271, 295, 332 του 1945 κλπ. κωδικοποιείται και τροποποιείται διά του παρόντος ως έπεται.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α΄
Αδικήματα
Άρθρ.1.-Υπό τους όρους και τας προϋποθέσεις του παρόντος Νόμου διώκονται και τιμωρούνται:
α)Όσοι διαρκούσης της ξένης κατοχής ανέλαβον τον σχηματισμόν Κυβερνήσεως και την προεδρίαν αυτής τη συγκαταθέσει των εχθρών της Πατρίδος. Η πρόθεσις προς εξυπηρέτησιν του εχθρού αποτελεί επιβαρυντικήν περίπτωσιν.
β)Όσοι διετέλεσαν Υπουργοί ή Υφυπουργοί των κατά την διάρκειαν της ξένης Κατοχής Κυβερνήσεως διευκολύναντες το έργον ταύτης.
γ)Όσοι κατέχοντες δημοσίαν θέσιν στρατιωτικήν, διοικητικήν, δικαστικήν ή άλλην εγένοντο συνειδητά όργανα του εχθρού ή ήσκησαν το λειτούργημά των προς διευκόλυνσιν του έργου της Κατοχής, κατά τρόπον πιεστικόν, διά τον Λαόν, ή οπωσδήποτε διηυκόλυναν το έργον της κατοχής.
Ως ιδιάζουσα επιβαρυντική περίπτωσις θεωρείται η ανάληψις δημοσίου αξιώματος διαρκούσης της κατοχής.
Η διάταξις αύτη ισχύει και δια τα όργανα της αυτοδιοικήσεως αιρετά, ή μη, ως και τους διοικητάς, διευθυντάς και υπαλλήλους Νομικών προσώπων Δημοσίου ή Ιδιωτικού Δικαίου.
δ)Όσοι ανέλαβον υπηρεσίαν παρά ταις Αρχαίς Κατοχής και ενήργησαν κατά τρόπον πιεστικόν διά τον Λαόν ή διηυκόλυναν το έργον της κατοχής.
ε)Όσοι εγένοντο συνειδητά όργανα του εχθρού προς διάδοσιν της προπαγάνδας του, εξαίροντες το έργον του κατακτητού ή προκαλούντες την ηττοπάθειαν παρά τω Ελληνικώ Λαώ ή την περιφρόνησιν του Εθνικού ή Συμμαχικού αγώνος. Η ιδιότης του δράστου ως εκδότου, διευθυντού εφημερίδος ή περιοδικού ή δημοσιογράφου, αποτελούν ιδιαιτέραν επιβαρυντικήν περίπτωσιν.
ς)Όσοι κατέδωκαν εις τον εχθρόν Έλληνας ή ξένους υπηκόους ή ενήργησαν διά την ανακάλυψιν ή σύλληψίν των.
Αποτελεί ιδιαιτέραν επιβαρυντικήν περίπτωσιν η τυχόν καταδίκη του καταδοθέντος ή συλληφθέντος.
ζ)Όσοι προέβησαν εις πράξεις βίας συμπράξει ή μη μετά των οργάνων των Αρχών Κατοχής εις βάρος Ελλήνων ένεκα της δράσεώς των κατά του εχθρού. Ιδιαιτέρα επιβαρυντική περίπτωσις θεωρείται ο εξοπλισμός του δράστου παρά των Αρχών Κατοχής.
Αποτελεί ιδιαιτέραν επιβαρυντικήν περίπτωσιν διά τα αδικήματα των εδαφ. 5 και 6 του παρόντος άρθρου η ιδιότης του δράστου ως ανήκοντος εις τας ενόπλους δυνάμεις της χώρας.
Εάν εκ πράξεων προβλεπομένων εις τα άνω εδάφια επήλθε θάνατος Έλληνος ή Συμμάχου, αποκλείεται η παροχή ελαφρυντικών περιπτώσεων κατά το άρθρ. 2.
η)Όσοι παρέσχον συστηματικώς εις τον εχθρόν πληροφορίας περί κινήσεων ατόμων ή οργανώσεων, εργαζομένων διά τον Εθνικόν ή Συμμαχικόν αγώνα.
θ)Όσοι παρημπόδισαν δι’ οιουδήποτε μέσου Εθνικήν ή Συμμαχικήν πολεμικήν εν γένει ενέργειαν.
ι)Όσοι εν συνεργασία και με την βοήθειαν του εχθρού εγένοντο αρχηγοί ή οδηγοί κινήσεως, τεινούσης εις την προσβολήν της ακεραιότητος της χώρας.
ια-ιβ)«Όσοι επί σκοπώ πλουτισμού εκμεταλλευθέντες την μετά του εχθρού οικονομικήν αυτών συνεργασίαν προκάλεσαν ζημίας εις τον Ελληνικόν Λαόν ή Έλληνας πολίτας και υπεβοήθησαν ουσιωδώς την πολεμικήν του εχθρού προσπάθειαν».
Τα εδάφ. ια και ιβ αντικατεστάθησαν ως άνω διά της Συντ. Πράξ. 107/1946.
ιγ)Κατά πάσας τας ανωτέρω περιπτώσεις η διευκόλυνσις του εχθρού, εφ’ όσον δεν αποτε-












(Μετά την σελ. 110,02) Σελ. 110,03
271-065
λεί στοιχείον του αδικήματος αποτελεί επιβαρυντικήν περίπτωσιν.
Άρθρ.2.-1.Οι ένοχοι πράξεων προβλεπομένων εν τω άρθρ. 1 του παρόντος, τιμωρούνται αναλόγως της ιδιότητος ή της θέσεως ην κατείχον, ή της σοβαρότητος ή των αποτελεσμάτων των πράξεών των με την ποινήν του θανάτου ή των ισοβίων ή προσκαίρων δεσμών, συντρεχουσών δε ελαφρυντικών περιπτώσεων με την ποινήν της ειρκτής, ή ισοβίου ή προσκαίρου τουλάχιστον πέντε ετών υπερορίας, οία νοείται η τη χρήσει της δημοσίας δυνάμεως απέλασις του καταδικασθέντος ημεδαπού έξω των ορίων του Κράτους. Εάν η εκτέλεσις της ποινής υπερορίας είναι αδύνατος δι’ οιονδήποτε λόγον, τίθεται ούτος υπό αστυνομικήν επιτήρησιν εν τόπω οριζομένω υπό του Ειδικού Επιτρόπου του εκδόντος την απόφασιν Ειδικού Δικαστηρίου, δι’ ίσον χρόνον προς τον ορισθέντα της υπερορίας. Εν περιπτώσει απομακρύνσεως του καταδικασθέντος εκ του ορισθέντος τόπου, τιμωρείται ούτος δια ποινής φυλακίσεως τουλάχιστον δύο ετών επιβαλλομένης υπό του αρμοδίου Πλημμελειοδικείου.
2.Το Δικαστήριον δύναται να επιβάλη επίσης εις τον κηρυχθέντα ένοχον μερικήν ή ολικήν δήμευσιν της περιουσίας του αναλόγως της βαρύτητος της πράξεως.
3.Η περίπτ. α΄ του άρθρ. 1 κρίνεται αυστηρότερον εν τη επιμετρήσει της ποινής.
Άρθρ.3.-1.Η καταδίκη επί αδικήματι, προβλεπομένω εν τω άρθρ. 1 επισύρει αυτοδικαίως τας συνεπείας των άρθρ. 21, 23 και 24 του Π. Νόμου ισοβίως και αν έτι το εκδόν την απόφασιν Δικαστήριον παραλείψη να παραγγείλη ταύτας.
2.Η στέρησις των πολιτικών δικαιωμάτων επέρχεται αυτοδικαίως και εις περίπτωσιν απαλλαγής λόγω πλήρους συγχύσεως.
Άρθρ.4.-1.Με φυλάκισιν τουλάχιστον 6 μηνών και με ισόβιον στέρησιν των πολιτικών δικαιωμάτων τιμωρείται επί Εθνική αναξιότητι, όστις καίτοι μη υποπεσών εις αδίκημα φέρον άπαντα τα στοιχεία του άρθρ. 1, συνειργάσθη εν τούτοις μετά του εχθρού κατά τρόπον ανάξιον Έλληνος Πολίτου θίγοντα την Εθνικήν αξιοπρέπειαν και διηυκόλυνεν ούτω το έργον της κατοχής.
2.Απαγορεύεται η μετατροπή εις χρηματικήν και η αναστολή των δυνάμει του παρόντος Νόμου επιβαλλομένων ποινών.
Άρθρ.5.-1.Εν περιπτώσει καθ’ ην μετά των κατά τα ανωτέρω εγκλημάτων συντρέχει και αδίκημα του Π. Νόμου, εφαρμόζονται αι γενικαί αρχαί περί συρροής αδικημάτων θεωρουμένων πάντως ως βαρυτέρων των εν άρθρ. 1 εγκλημάτων.
2.Αι εν άρθρ. 3 συνέπειαι επέρχονται και αν το συρρέον βαρύτερον κοινόν αδίκημα δεν συνεπάγεται ταύτας.

Σελ. 110,04
271-066

Άρθρ.6.-Αι διατάξεις των περί ευθύνης Υπουργών Νόμων δεν έχουσιν εφαρμογήν κατά των ασκησάντων καθήκοντα Υπουργού διαρκούσης της Κατοχής.
Άρθρ.7.-Τα αδικήματα τα προβλεπόμενα υπό των άρθρ. 1 και 4 θεωρούνται παραγεγραμμένα, εάν δεν ασκηθή η ποινική αγωγή αυτεπαγγέλτως ή εάν δεν υποβληθή κατά των ενόχων μήνυσις μέχρι της 20 Ιουλ. 1945 δια τα τελεσθέντα εν τη περιφερεία του Εφετείου Αθηνών, και μέχρι 31 Οκτ. 1945 δια τα τελεσθέντα αλλαχού (εκτός της περιφερείας του Εφετείου Αθηνών).
Άρθρ.8.-Περί όσων δεν προβλέπει ειδικώς η παρούσα ισχύουσιν αι διατάξεις του γενικού μέρους του Κοινού Π. Νόμου.







ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β΄
Σύστασις και συγκρότησις Δικαστηρίων
Άρθρ.9.-1.Προς επιδίκασιν των υπό της παρούσης Συντακτικής Πράξεως προβλεπομένων αδικημάτων και των συναφών τούτοις, συνιστάται εν τη έδρα εκάστου Εφετείου Ειδικόν Δικαστήριον συγκροτούμενον εξ ενός μέλους του Εφετείου ως Προέδρου, 2 άλλων μελών του Εφετείου ή του Πρωτοδικείου και δύο λαϊκών μελών οριζομένων ως εκατέρω, του Επιτρόπου και Γραμματέως.
Η αρμοδιότης του Ειδικού Δικαστηρίου προς εκδίκασιν των συναφών αδικημάτων παραμένει και μετά την τυχόν απαλλαγήν του κατηγορουμένου δι’ οιονδήποτε λόγον εκ των αδικημάτων των προβλεπομένων υπό της παρούσης Συντακτικής Πράξεως.
2.Δι’ αποφάσεως του Υπουργού της Δικαιοσύνης δύναται να ορισθώσι, και πλείονα του ενός Τμήματα του Ειδικού Δικαστηρίου, συντιθέμενα άπαντα ως ανωτέρω, εις α εισάγονται προς εκδίκασιν αι υποθέσεις υπό του Ειδικού Επιτρόπου.
3.Δι’ αποφάσεως του Υπουργού της Δικαιοσύνης δύναται να συσταθή Ειδικόν Δικαστήριον και εκτός της έδρας του Εφετείου εν τη έδρα Πρωτοδικείου ούτινος τοπική περιφέρεια είναι η του Πρωτοδικείου, εν τη έδρα του οποίου συνέστη, εκτός αν άλλως ορίζεται δια της Υπουργικής αποφάσεως δι’ ης συνέστη ή μεταγενεστέρως. Τα ούτω εκτός της έδρας του Εφετείου συνιστώμενα Ειδικά Δικαστήρια συντίθενται υπό του Προέδρου των Πρωτοδικών ως Προέδρου 2 τακτικών δικαστών του Πρωτοδικείου της έδρας των και δύο λαϊκών δικαστών, οριζομένων ως κατωτέρω. Τον Πρόεδρον κωλυόμενον αναπληροί ο νόμιμος αναπληρωτής του. Οι δικασταί καλούνται εις την σύνθεσιν κατά σειράν αρχαιότητος. Δύναται να ορισθή Πρόεδρος των δια της παρούσης παραγράφου προβλεπομένων Ειδικών Δικαστηρίων Εφέτης δι’ ωρισμένον χρόνον κατά τα οριζόμενα υπό της 6ης παραγράφου. Καθήκοντα Επιτρόπου των Ειδικών τούτων Δικαστηρίων εκτελεί ο αρμόδιος Εισαγγελεύς Πλημμελειοδικών και τούτου κωλυομένου ο νόμιμος αναπληρωτής του. Δύναται όμως να ορισθή αντεπίτροπος Αντεισαγγελεύς Εφετών δι’ ωρισμένον χρόνον κατά τα οριζόμενα υπό της 6ης παραγράφου. Εις τα δι’ αποφάσεως του Υπουργού της Δικαιοσύνης συνιστώμενα Ειδικά Δικαστήρια παραπέμπονται εκ των εκκρεμών υποθέσεων υπό του Ειδικού Επιτρόπου του Ειδικού Δικαστηρίου, εις ο υπήγετο μέχρι τούδε η περιφέρεια του συσταθέντος Ειδικού Δικαστηρίου, αι υποθέσεις, αίτινες κατά το άρθρ. 12 υπάγονται εις την αρμοδιότητα του συσταθέντος Ειδικού Δικαστηρίου. Κατά της τοιαύτης παραπομπής δεν επιτρέπεται αμφισβήτησις της αρμοδιότητος του Ειδικού Δικαστηρίου δια τας εις αυτό παραπεμφθείσας ως άνω υποθέσεις, ούτε δια πάσαν μη παραπεμφθείσαν.
4.Εξαιρετικώς προκειμένου περί κατηγορουμένου του άρθρ. 1 περιπτ. α΄ και β΄ το Ειδικόν Δικαστήριον συντίθεται εξ ενός Αρεοπαγίτου, ως Προέδρου, 5 Εφετών και 3 λαϊκών μελών οριζομένων ως κατωτέρω.
5.Δια την συγκρότησιν των εν παρ. 1 και 4 Δικαστηρίων ο Πρόεδρος και ο Εισαγγελεύς του Αρείου Πάγου δια κοινής Πράξεώς των ορίζουσι εκ των εν τη έδρα του Εφετείου υπηρετούντων οργανικώς τα εκ δικαστών μέλη εκάστου των ανωτέρω συνιστωμένων Δικαστηρίων και ανάλογον αριθμόν αναπληρωτών.
6.Ο Πρόεδρος και ο Εισαγγελεύς Εφετών μέχρι της 15 εκάστου μηνός εκλέγωσι δια τον επόμενον μήνα δι’ έκαστον Ειδικόν Δικαστήριον της περιφερείας των εκ του ισχύοντος δια το Πρωτοδικείον της έδρας των καταλόγου των ενόρκων, δια κοινής πράξεώς των, 16 ενόρκους, εκ των οποίων τα ονόματα των 8 παρόντων κατά σειράν εκφωνήσεως κατά την έναρξιν εκάστης συνεδριάσεως και δι’ απάσας τας κατ’ αυτήν εκδικασθησομένας υποθέσεις τίθενται εν τη κληρωτίδι, εξ ων ο Πρόεδρος του Ειδικού δικαστηρίου, συντιθεμένου μέχρι της κατά τα κατωτέρω ορκίσεως των λαϊκών μελών εκ των εκ τακτικών δικαστών μελών αυτού, εξάγει δύο ή τρεις κλήρους καθ’ εκατέραν των εν παρ. 1, 3 και 5 περιπτώσεων. Δι’ έκαστον Τμήμα Ειδικού Δικαστηρίου εκλέγονται κεχωρισμένως ένορκοι. Οι μέχρι τούδε εκλεγέντες ένορκοι εξασκούσι τα καθήκοντά των μέχρι εκλογής νέων και αναλήψεως τούτων κατά τα ανωτέρω.
7.Ο Πρόεδρος του Ειδικού Δικαστηρίου δύναται τη αιτήσει ενόρκου να χορηγήση αυτώ άδειαν απουσίας δια χρονικόν διάστημα ουχί μείζον των 15 ημερών εάν πεισθή ότι υπάρχει απόλυτος ανάγκη προς τούτο. Δεν δύναται να χορηγήση άδειαν απουσίας συγχρόνως εις πλείονας των 4.
8.Εάν βεβαιωθή ότι τινές των εκλεγέντων ενόρκων απεβίωσαν, απώλεσαν τα προσόντα του ενόρκου ή δεν είχον αρχικώς ταύτα, απηλλάγησαν ή εισίν ανύπαρκτα πρόσωπα ή εν γένει βεβαιωθή ότι εισίν ανίκανοι να εκπληρώσωσι τα καθήκοντα του ενόρκου, το Ειδικόν Δικαστήριον συγκροτούμενον εκ των τακτικών δικαστών, εκλέγει εκ του καταλόγου ισαρίθμους ενόρκους. Οι ούτως εκλεγέντες, ειδοποιούμενοι υπό του Επιτρόπου, οφείλουσι να εμφανίζωνται καθ’ εκάστην δικάσιμον.
9.Ο Πρόεδρος εφ’ όσον κατά την κρίσιν του η δίκη ήθελεν είναι μακράς διαρκείας δέον όπως προσλάβη δύο έτι αναπληρωτάς του εκ τακτικών δικαστικών μελών του Ειδικού Δικαστηρίου, εκ των κατά την προηγουμένην παράγραφον ωρισμένων δια το Ειδικόν Δικαστήριον τακτικών δικαστών έτι δε εξαγάγη εκ της κληρωτίδος δύο εισέτι ονόματα λαϊκών δικαστών. Οι τε αναπληρωματικοί τακτικοί δικασταί, ως και τα αναπληρωματικά λαϊκά μέλη, υποχρεούνται όπως παρακολουθώσιν αδιαλείπτως την δίκην και αναπληρώσι τα κωλυθησόμενα τυχόν κατά την διάρκειαν της δίκης μέλη.




(Μετά την σελ. 110,04) Σελ. 110,05
271-067

Τον Πρόεδρον εν τη τοιαύτη περιπτώσει κωλύματος, αναπληροί ο αμέσως αρχαιότερος, το αυτό και δια την περίπτωσιν κωλύματος ετέρου δικαστού, τα δε λαϊκά μέλη κατά την σειράν εξαγωγής των ονομάτων αυτών οι κληρωθέντες αναπληρωταί, των προ της εκδόσεως της αποφάσεως αποχωρησάντων ή κωλυθέντων.
Εάν δια τοιούτων αναπληρώσεων λαϊκών μελών ήθελον διαρκούσης της δίκης χρησιμοποιηθή προς σύνθεσιν του Δικαστηρίου αμφότερα τα κληρωθέντα αναπληρωματικά λαϊκά μέλη, τα μεταγενεστέρως κωλυθησόμενα λαϊκά μέλη αναπληρούνται δια των αναπληρωματικών τακτικών δικαστών, εφ’ όσον οι τελευταίοι ούτοι δεν έχουσιν ήδη χρησιμοποιηθή προς αναπλήρωσιν κωλυθέντων τυχόν τακτικών δικαστών.
10.Ο κατηγορούμενος δικαιούται υπό τους όρους και τας προϋποθέσεις των περί εξαιρέσεως διατάξεων των Κ.Π.Δ. να αιτήσηται εφ’ άπαξ την εξαίρεσιν των κληρωθέντων λαϊκών τακτικών ή αναπληρωματικών μελών του Ειδικού Δικαστηρίου η δε περί εξαιρέσεως αίτησις,, εκδικαζομένη παρά των εκ τακτικών δικαστών μελών του Δικαστηρίου, δεκτή καθισταμένη, εν όλω ή εν μέρει, υποχρεοί τον Πρόεδρον εις την συνέχισιν της κληρώσεως μέχρις ου συμπληρωθή ο κατά τας παρ. 1, 3 και 5 απαιτούμενος αριθμός των λαϊκών μελών του Ειδικού Δικαστηρίου.
11.Επί υποθέσεων διαρκείας πλέον των δύο ημερών παρέχεται αποζημίωσις εις έκαστον των λαϊκών δικαστών δραχμών πεντακοσίων ημερησίως δι’ εκάστην ημέραν συνεδριάσεως του Ειδικού Δικαστηρίου, της σχετικής δαπάνης καταλογιζομένης εις βάρος των κατηγορουμένων μετά των λοιπών δικαστικών εξόδων. Η αποζημίωσις αύτη καταβάλλεται υπό του οικείου Δημοσίου Ταμείου κατόπιν εντολής του Προέδρου του Ειδικού Δικαστηρίου εφαρμοζομένων αναλόγως των σχετικών διατάξεων της ποινικής διατιμήσεως περί αποζημιώσεως μαρτύρων. Πληρώνεται δε εκ του ειδικού προϋπολογισμού του Υπουργείου Δικαιοσύνης και εις βάρος της αναγραφομένης εν αυτώ πιστώσεως δι’ αποζημίωσιν και ημεραργίαν μαρτύρων.
12.Δια Πράξεως του Προέδρου και Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου διορίζονται παρ’ εκάστω Ειδικώ Δικαστηρίω εδρεύοντι εν τη έδρα του Εφετείου και παρά τω Ειδικώ Δικαστηρίω του Πειραιώς, Επίτροπος και ανάλογος αριθμός αντεπιτρόπων και αναπληρωτών τούτων, εκ των εν τη έδρα του Εφετείου και του Ειδικού Δικαστηρίου υπηρετούντων Εισαγγελέων και Αντεισαγγελέων Εφετών και Πρωτοδικών.






Σελ. 110,06
271-068

13.Εάν εξ οιουδήποτε λόγου είναι δυσχερής η εκδίκασις υποθέσεώς τινος υπό τινος των κατά τας παρ. 1 και 3 οριζομένων αρμοδίων Ειδικών Δικαστηρίων και δια την καλλιτέραν απονομήν της δικαιοσύνης επιβάλλεται η εκδίκασις ταύτης υπ’ άλλου Ειδικού Δικαστηρίου κατά σύμφωνον γνώμην του Προέδρου και Επιτρόπου, του αρμοδίου Δικαστηρίου, δύναται να παραπεμφθή η εκδίκασις ταύτης εις έτερον Ειδικόν Δικαστήριον δια πράξεως του Γενικού Επιτρόπου.
Άρθρ.10.-1.Δια πράξεως του Προέδρου και Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου διορίζεται δικαστικός λειτουργός έχων τουλάχιστον βαθμόν Εφέτου ή Αντεισαγγελέως Εφετών ως Γενικός Επίτροπος των Ειδικών Δικαστηρίων εις ον ανατίθεται η γενική εποπτεία της λειτουργίας των Ειδικών Δικαστηρίων με δικαιοδοσίαν εντός ολοκλήρου της Επικρατείας ην έχει ο Εισαγγελεύς Εφετών εν τη περιφερεία του Εφετείου κατά την κοινήν Ποινικήν Δικονομίαν και τον οργανισμόν των Δικαστηρίων.
2.Παρά τω Γενικώ Επιτρόπω τοποθετούνται Αντεπίτροποι αναλόγου βαθμού και Γραμματείς αποσπώμενοι δια κοινής αποφάσεως του Προέδρου και Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου. Κατ’ εξουσιοδότησιν του Γενικού Επιτρόπου την δικαιοδοσίαν αυτού δύναται ν’ ασκήση και ο εν έδρα Εφετείου εδρεύων Ειδικός Επίτροπος επί των εντός της περιφερείας του αυτού Εφετείου εδρευόντων Ειδικών Δικαστηρίων.







Άρθρ.11.-1.Παρά τη Γραμματεία των Ειδικών Δικαστηρίων και των παρ’ αυτοίς Ειδικών Επιτρόπων, των εν τη έδρα του Εφετείου συνιστωμένων δια της παρούσης και του εν Πειραιεί συσταθέντος δια την εκτέλεσιν της υπηρεσίας αποσπώνται ανάλογοι δικαστικοί υπάλληλοι κατά την 16/1945 Συντακτικήν Πράξιν εκ των εν τη περιφερεία του Ειδικού Δικαστηρίου υπηρετούντων, ως και κλητήρες δι’ αποφάσεως του Υπουργού της Δικαιοσύνης. Οι μέχρι τούδε απεσπασμένοι εξακολουθούσι να εκτελώσιν υπηρεσίαν μέχρι λήξεως της αποσπάσεώς των.
2.Δια τα άλλα τα εκτός της έδρας των Εφετείων Ειδικών Δικαστηρίων την υπηρεσίαν εκτελούσι παρά μεν τω Επιτρόπω υπάλληλοι οριζόμενοι υπό του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών εκ των παρά τη Εισαγγελία αυτού υπηρετούντων, παρά δε τω Ειδικώ Δικαστηρίω υπάλληλοι και κλητήρες οριζόμενοι υπό του Προέδρου Πρωτοδικών.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ΄
Αρμοδιότης του Δικαστηρίου
Άρθρ.12.-1.Προς ανάκρισιν επί των δια του παρόντος προβλεπομένων αδικημάτων ως και πάντων των συναφών προς ταύτα έστω και αν είναι βαρύτερα ή υπάγονται εις ειδικάς διαδικασίας τακτικών ή εκτάκτων ποινικών Δικαστηρίων λόγω του αδικήματος ή της ιδιότητος του κατηγορουμένου, διορίζονται δια πράξεως του Εισαγγελέως και Προέδρου του Αρείου Πάγου Πρωτοδίκαι, Πρόεδροι Πρωτοδικών, Αντεισαγγελείς και Εισαγγελείς Πρωτοδικών εκ των εν τη έδρα των Ειδικών Δικαστηρίων οργανικώς τοποθετημένων ή απεσπασμένων τοιούτων. Δια πράξεως του Γενικού Επιτρόπου διορίζονται δια την ενέργειαν προανακρίσεων ή πράξεων προδικασίας ή συλλογήν οιωνδήποτε πληροφοριών εν σχέσει με τα εν τη παρούση αδικήματα εν τω εξωτερικώ ή δια τα αδικήματα τα διαπραχθέντα εν τη αλλοδαπή παρ’ ημεδαπού κατοικούντος ή διαμένοντος εν τη αλλοδαπή τρεις Πρωτοδίκαι δυνάμενοι προς το τέλος τούτο να μεταβώσιν τη αδεία του Γενικού Επιτρόπου και εις αλλοδαπήν. Αι παρ’ αυτών συντασσόμεναι εκθέσεις εξετάσεως μαρτύρων ή κατηγορουμένων ή εκθέσεις περί ωρισμένων πληροφοριών ή οιαδήποτε ανακριτική παρά τούτων συντασσομένη πράξις θεωρείται ως τοιαύτη και είναι έγκυρος και δια μόνης της υπογραφής του προανακρίνοντος.
Ο Ειδικός Επίτροπος και οι Προανακριταί δύνανται να παραγγείλωσι την λήξιν καταθέσεως μαρτύρων και απολογίας κατηγορουμένων υπό ανακριτών ή προανακριτικών υπαλλήλων οίτινες οφείλουσι να εκτελώσι την παραγγελίαν των ταύτην ταχέως.
2.Δια τα αδικήματα της παρούσης Συντακτικής Πράξεως τα διαπραχθέντα εν τη αλλοδαπή παρ’ ημεδαπού κατοικούντος ή διαμένοντος εις την αλλοδαπήν, αρμόδιον τυγχάνει το Ειδικόν Δικαστήριον της Πρωτευούσης.
3.Μεταξύ πλειόνων συνεπιλαμβανομένων και επίσης αρμοδίων Δικαστηρίων και επί της προανακρίσεως υπαλλήλων, προτιμάται η πρότερον καλέσασα τον κατηγορούμενον ή διατάξασα την σύλληψιν ή φυλάκισιν τούτου Αρχή. Σύγκρουσις καταφατική ή αποφατική μεταξύ των επί της ανακρίσεως υπαλλήλων και των Ειδικών Δικαστηρίων ή μεταξύ αυτών και των κοινών ανακριτικών υπαλλήλων ή δικαστηρίων ή των Στρατιωτικών Δικαστηρίων, αίρεται δι’ αποφάσεως του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου εντός τριών ημερών από της εις τούτον ανακοινώσεως της συγκρούσεως. Προτιμάται όμως προς προανάκρισιν και εκδίκασιν η αρχή του τόπου της τελέσεως της πράξεως, όταν κατά το άρθρ. 14 παρ. 8 Συμβούλιον της το πρώτον επιληφθείσης προανακριτικής Αρχής κατά πρότασιν του παρ’ αυτή Επιτρόπου ήθελε κρίνη εκ της ενεργηθείσης προανακρίσεως επιβαλλομένην την τοιαύτην προτίμησιν.
4.Αι περί ιδιαζούσης δικαιοδοσίας διατάξεις της κοινής ποινικής Δικονομίας και παντός άλλου ειδικού Νόμου δεν έχουσιν εν προκειμένω εφαρμογήν, απάντων των κατηγορουμένων ασχέτως ιδιότητος, βαθμού υπηρεσίας, λειτουργήματος και θέσεως υπαγομένων εις την δικαιοδοσίαν και αρμοδιότητα του Ειδικού τούτου δικαστηρίου οι δε κατηγορούμενοι των περιπτ. α΄ και β΄ του άρθρ. 1 δοσιδικούσιν αποκλειστικώς ενώπιον του εν παρ. 5 του άρθρ. 9 Ειδικού εν Αθήναις εδρεύοντος Δικαστηρίου.
Άρθρ.13.-Ο Ειδικός Επίτροπος εν τη ασκήσει του λειτουργήματός του έχει πάντα τα δικαιώματα και καθήκοντα του Εισαγγελέως Πρωτοδικών κατά τας ισχυούσας διατάξεις του Οργανισμού των Δικαστηρίων και Ποινικής Δικονομίας επί των υπαλλήλων του Ειδικού Δικαστηρίου και των επί της προανακρίσεως υπαλλήλων της περιφερείας του παρ’ ω διατελεί Ειδικού Δικαστηρίου, όσον αφορά την εκτέλεσιν των καθηκόντων τούτων των εκ του παρόντος Νόμου απορρεόντων.
Άρθρ.14.-1.Την ποινικήν αγωγήν επί των ανωτέρω αδικημάτων ασκεί ο Ειδικός Επίτροπος αυτεπαγγέλτως ή μετά μήνυσιν. Πας ανακριτικός υπάλληλος υποχρεούται να δέχηται τας υποβαλλομένας μηνύσεις και να συντάσση τοιαύτας διαβιβάζων παραχρήμα τω αρμοδίω Ειδικώ Επιτροπώ ταύτας συντασσομένης της σχετικής εκθέσεως εγχειρίσεως.
2.Εντός δέκα ημερών το βραδύτερον από
της ισχύος της παρούσης αι αρμόδιαι υπηρεσίαι
των Υπουργείων Οικονομικών, Εθνικής






(Μετά την σελ. 110,06) Σελ. 110,07
271-069
Οικονομίας, Συγκοινωνίας, Εμπορικής Ναυτιλίας, Επισιτισμού, οι Διοικηταί των Τραπεζών Εθνικής, Αγροτικής και Τραπέζης της Ελλάδος, οι εκπρόσωποι των Εμπορικών, Βιομηχανικών και Τεχνικών Επιμελητηρίων, προσωπικώς υποχρεούνται όπως διαβιβάσωσιν εις τον αρμόδιον Ειδικόν Επίτροπον λεπτομερή και κατά το εφικτόν εξηκριβώμενα στοιχεία α) περί των εκτελεσθέντων διαρκούσης της Εχθρικής Κατοχής Δημοσίων Έργων στρατιωτικού ή μη σκοπού, β) των συναφθεισών συμβάσεων μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και Αρχών Κατοχής ή Ελλήνων φυσικών ή Νομικών προσώπων και Αρχών Κατοχής, μεταβιβάσεως καθ’ οιονδήποτε τρόπον εις φυσικά ή νομικά πρόσωπα εχθρικών χωρών μετοχών επιχειρήσεων ή εκμεταλλεύσεων ασκουμένων υπό μορφήν Ανωνύμων Εταιρειών, γ) των ονομάτων διοικητικών Συμβουλίων Ανωνύμων Εταιρειών εν οις μετείχον διαρκούσης της Κατοχής και υπήκοοι εχθρικών Κρατών, δ) εισαγωγέων εκ Γερμανίας, Ιταλίας, Βουλγαρίας, Σερβίας, Αυστρίας, Ουγγαρίας και Ρουμανίας ως και των εισαχθέντων ειδών, ε) ονομάτων πλοιοκτητών ων οπωσδήποτε εχρησιμοποιήθησαν υπό των Αρχών Κατοχής τα κατά θάλασσαν μεταφορικά μέσα, ς) ονομάτων των υπέρ ων επεμβάσει των Αρχών Κατοχής αποκλειστικώς επιτρέπεται η συγκέντρωσις, εμπορία ή διάθεσις εις την κατανάλωσιν γεωργικών ή κτηνοτροφικών προϊόντων, ζ) ονομάτων των ιδιωτών ή εμπορικών επιχειρήσεων αίτινες ειργάσθησαν δια λογαριασμόν των Αρχών Κατοχής είτε εξ ολοκλήρου είτε κατά σημαντικόν τμήμα της επιχειρήσεως αυτών, θ) κατάλογον μηχανικών εμπειρογνωμόνων ναυπηγών και λοιπών τεχνικών εργασθέντων εις υπηρεσίας των Αρχών Κατοχής. Εις τας αυτάς υποχρεώσεις υπόκεινται και πάντες οι εκπρόσωποι οργανισμών και παντός είδους ενώσεων, υπαγομένων εις τα εμπορικά, βιομηχανικά και Τεχνικά Επιμελητήρια.
3.Οι ανωτέρω παραλείποντες την εκτέλεσιν των εν τη παραγράφω ταύτη υποχρεώσεών των τιμωρούνται ως συνεργοί των εν άρθρ. 1 και 4 της παρούσης πράξεων συμφώνως προς τας διατάξεις των άρθρ. 71 και 72 του Π. Νόμου.
Επίσης τιμωρούνται ως συνεργοί κατά τ’ ανωτέρω και οι κατά το άρθρ. 149 της Ποινικής Δικονομίας αναφερόμενοι μη ανακοινούντες τω Ειδικώ Επιτρόπω παν ότι εκ μηνύσεων ή εξ ιδίας αντιλήψεως ή κατ’ άλλον τρόπον έμαθον περί των εν άρθρ. 1 και 4 της παρούσης αδικημάτων.





Σελ. 110,08
271-070

4.«Ο ασκών την ποινικήν αγωγήν προκειμένου μεν περί της α΄ και β΄ περιπτώσεως του άρθρ. 1 της παρούσης πράξεως παραπέμπει υποχρεωτικώς το κατηγορούμενον ενώπιον του ακροατηρίου του Ειδικού Δικαστηρίου δι’ απ’ ευθείας κλήσεως, επί δε των λοιπών περιπτώσεων διαβιβάζει την δικογραφίαν μετά της σχετικής προτάσεώς του εις το Συμβούλιον του Ειδικού Δικαστηρίου προς έκδοσιν βουλεύματος περί παραπομπής ή μη του κατηγορουμένου εις το ακροατήριον.
5.Η προανάκρισις δεν θεωρείται περαιωμένη άνευ της απολογίας του κατηγορουμένου ή της κατά το άρθρ. 190 της Π.Δ. κλήσεως κοινοποιουμένης δια τους απόντας ή αγνώστου διαμονής κατά τον Νόμ. 1228/1918. Η προς εμφάνισιν προθεσμία είναι πενθήμερος άνευ επεκτάσεως».
Αι παρ. 4 και 5 αντικατεστάθησαν ως άνω δια του άρθρ. 2 ψηφ. ΙΘ/1946.
6.Ο κατηγορούμενος καλούμενος εις απολογίαν δικαιούται να παραστή μετά του συνηγόρου ή συνηγόρων ουχί πλειόνων των δύο η μετά των οποίων επικοινωνία εν ουδεμιά περιπτώσει απαγορεύεται. Ο κατηγορούμενος δύναται να ζητήση προς απολογίαν προθεσμίαν το πολύ 24 ωρών, μετά την πάροδον της οποίας υποχρεούται να απολογηθή. Κατά τα λοιπά εφαρμόζεται η τετάρτη παράγραφος του άρθρ. 2 του ψηφίσματος της 31ης Δεκ. 1924 «περί ανακρίσεως και εκδικάσεως αδικημάτων τινων υπό των Εφετών».
7.Εις τον κατηγορούμενον δεν επιτρέπεται οιαδήποτε προσφυγή ή διαφωνία κατά των πράξεων του Ειδικού Επιτρόπου ή του Προανακριτικού υπαλλήλου.
8.Περί της προφυλακίσεως του κατηγορουμένου αποφαίνεται ό,τε ενεργήσας την προανάκρισιν και ο Επίτροπος. Εν περιπτώσει διαφωνίας προνακρίνοντος και Επιτρόπου αποφαίνεται Συμβούλιον συντιθέμενον εκ του Προέδρου και των δύο τακτικών δικαστών του Ειδικού Δικαστηρίου, εις ο δεν δύναται να μετάσχη ο ενεργήσας την προανάκρισιν και εάν είναι διωρισμένος δικαστής.
9.Απόλυσις προσωρινή επί εγγυήσει ή άνευ ταύτης δυνάμει οιασδήποτε ισχυούσης διατάξεως, απαγορεύεται απολύτως, δύναται όμως να διακοπή η προφυλάκισις υπό του προανακρίνοντος, εάν συμφωνή ο Ειδικός Επίτροπος. Εν διαφωνία εκατέρου τούτων, αποφαίνεται περί της διακοπής ή μη της προφυλακίσεως το κατά το επόμενον εδάφιον συμβούλιον.
Ο Ειδικός Επίτροπος εφ’ όσον ήθελε πεισθή περί της αθωότητος του κατηγορουμένου δύναται επίσης να υποβάλη την δικογραφίαν μετά ητιολογημένης προτάσεώς του προς έκδοσιν απαλλακτικού βουλεύματος εις το ως άνω Συμβούλιον.








10.Ο Ειδικός Επίτροπος και ο κατά παραγγελίαν τούτου ενεργών την προανάκρισιν, εις εκτάκτους και εξαιρετικάς περιπτώσεις δύναται να ενεργήση πάσαν ανακριτικήν πράξιν και άνευ της συμπράξεως γραμματέων ή μαρτύρων.
11.Ο Ειδικός Επίτροπος και Αντεπίτροπος, προανακριταί και το προσωπικόν αυτών δύνανται να μεταβαίνωσιν εις ετέραν δικαστικήν περιφέρειαν προς ενέργειαν πάσης ανακριτικής πράξεως χρησιμοποιούντες προς τούτο ελευθέρως και δωρεάν παν μεταφορικόν μέσον ανήκον είτε εις το Δημόσιον είτε εις ιδιωτικάς επιχειρήσεις επί τη απλή επιδείξει της ταυτότητός των, οφείλουσιν όμως να γνωρίζουσι τούτο εις τον Γενικόν Επίτροπον την ημέραν της αναχωρήσεως και επανόδου των.
12.Ο Ειδικός Επίτροπος ενεργεί πάντα τα υπό της κοινής Ποιν. Δικονομίας διατασσόμενα δια την ανακάλυψιν και βεβαίωσιν του διωκομένου αδικήματος.
Άρθρ.15.-«Κατά των υπό του Συμβουλίου του Ειδικού Δικαστηρίου εκδιδομένων βουλευμάτων επιτρέπεται το ένδικον μέσον της ανακοπής ενώπιον του Συμβουλίου των Εφετών, κατά τας διατάξεις της κοινής Ποινικής Δικονομίας, εις τε τον επίτροπον και κατηγορούμενον».
Η προθεσμία προς άσκησιν ανακοπής κατά των μέχρι της δημοσιεύσεως του παρόντος εκδοθέντων Βουλευμάτων ορίζεται μηνιαία αρχομένη από της δημοσιεύσεως του παρόντος.
Το άρθρ. 15 αντικατεστάθη ως άνω δια του άρθρ. 2 ψηφ. ΙΘ΄/1946.
Άρθρ.16.-1.Ο Ειδικός Επίτροπος καλεί τον κατηγορούμενον να εμφανισθή ενώπιον του ακροατηρίου του Ειδικού Δικαστηρίου δι’ επιδόσεως αυτώ κλητηρίου θεσπίσματος, περιέχοντος τα εν άρθρ. 265 της Κ.Π.Ν. οριζόμενα, τρεις τουλάχιστον πλήρεις ημέρας προ της δικασίμου εφ’ όσον ο κατηγορούμενος διαμένει εν τη έδρα του Δικαστηρίου, και οκτώ πλήρεις ημέρας προ της Δικασίμου εις πάσαν άλλην περίπτωσιν. Αι αυταί προθεσμίαι ισχύουσιν όσον αφορά την κλήτευσιν των μαρτύρων κατηγορίας.
Δια του αυτού κλητηρίου θεσπίσματος δύναται ο ειδικός Επίτροπος να καλή εις το ακροατήριον και πλείονας του ενός κατηγορουμένους δια το αυτό ή όμοιον μεν, αλλά κατά διαφόρων προσώπων και εν άλλω τόπω ή χρόνω πραχθέν αδίκημα και όταν έτι ούτοι δεν είναι συναίτιοι. Εν τη περιπτώσει ταύτη, άνευ ιδιαιτέρων λόγων, εκτιθεμένων ειδικώς εν τη αποφάσει του Δικαστηρίου δεν επιτρέπεται να χωρίζηται η περί πάντων των συνεισαγομένων κατηγορουμένων εν τω ακροατηρίω ανάκρισις και συζήτησις.
2.Ειδικαί διατάξεις όσον αφορά την κλήτευσιν και εξέτασιν μαρτύρων κατά την προδικασίαν και την επ’ ακροατηρίω συζήτησιν δεν έχουσιν εν προκειμένω εφαρμογήν, εφαρμοζομένων δια πάντας τους μάρτυρας, ασχέτως ιδιότητος και λειτουργήματος των διατάξεων του παρόντος.
3.Εάν ο κατηγορούμενος είναι αγνώστου διαμονής το κλητήριον θέσπισμα επιδίδεται συμφώνως προς τον Νόμ. 1228 της 31 Μαρτ. 1918, οκτώ πλήρεις ημέρας προ της δικασίμου.
4.Αρμόδια όργανα δια την κλήτευσιν και επίδοσιν παντός είδους δικογράφου τυγχάνουσιν οι άμισθοι, έμμισθοι δικαστικοί και ποινικοί κλητήρες, τα όργανα ασφαλείας και αγροφυλακής.
5.Η επίδοσις του κλητηρίου θεσπίσματος και των κλήσεων των μαρτύρων ως και παντός δικογράφου διενεργούνται κατά τα λοιπά συμφώνως προς τα εν άρθρ. 145 και 146 της Κ.Π.Δ. οριζόμενα, της τυχόν ελλείψεως οιουδήποτε των στοιχείων μη συνεπαγομένης την ακυρότητα της κλητεύσεως, ει μη μόνον όταν εκ της τοιαύτης ελλείψεως υπάρχη κατάδηλος έλλειψις κλητεύσεως. Εν περιπτώσει ακύρου κλητεύσεως και εντεύθεν αναβολής της δίκης καταδικάζεται ο επιδούς την κλήσιν δια της αυτής αποφάσεως του δικαστηρίου εις φυλάκισιν τουλάχιστον τριών μηνών. Η καταδικαστική απόφασις υπόκειται εις μόνον το ένδικον μέσον της ανακοπής κατά τα εν τη Ποιν. Δικονομία οριζόμενα ενώπιον του αυτού Ειδικού Δικαστηρίου.
Άρθρ.17.-Ο κατηγορούμενος δικαιούται να ποιήσηται χρήσιν του κατά την κοινήν Π. Δικονομίαν δικαιώματος όπως εξαιτήσηται την εξαίρεσιν δύο μόνον των μελών του Δικαστηρίου και εφ’ άπαξ μόνον. Περί της εξαιρέσεως αποφαίνεται το ειδικόν Δικαστήριον κατά τας διατάξεις της Κ.Π.Δ.
Άρθρ.18.-1.Η εν τω ακροατηρίω διαδικασία διέπεται υπό των διατάξεων των άρθρ. 364 μέχρι 372, 374 μέχρι 380, 383 μέχρι 400, 402 μέχρι 404, 423 μέχρι 424 της κοινής Ποιν. Δικονομίας, εφ’ όσον ειδικώς δεν τροποποιείται υπό της παρούσης. Ο Πρόεδρος του ειδικού Δικαστηρίου προ της ενάρξεως της συζητήσεως της υποθέσεως αναγινώσκει εις τα λαϊκά μέλη τον εξής όρκον: «Ορκίζομαι ότι θα εκτελέσω τιμίως και ευσυνειδήτως τα καθήκοντά μου ως μέλος του ειδικού Δικαστηρίου έχων προ οφθαλμών μόνον τον Θεόν, την Δικαιοσύνην, την Αλήθειαν και την Τιμήν του Ελληνικού Έθνους». Μετά την ανάγνωσιν του όρκου ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου καλεί κατ’ όνομα έκαστον των λαϊκών μελών όπερ ανατείνον την δεξιάν προφέρει την λέξιν «Ομνύω».Ο μηνυτής εμφανιζόμενος επ’ ακροατηρίω υποχρεούται να παραμείνη μέχρι πέρατος της συνεδριάσεως, εάν κρίνη τούτο απαραίτητον το Δικαστήριον.
2.Ο κατηγορούμενος δεν δικαιούται να γνωστοποιήση ως μάρτυρας υπερασπίσεως πλείονας των 10. Εις περίπτωσιν καθ’ ην οι μάρτυρες κατηγορίας είναι πλείονες των δέκα δικαιούται και ο κατηγορούμενος να εξετάση ίσον αριθμόν.






(Μετά την σελ. 110,08) Σελ. 110,09
271-071

3.Επί πλειόνων κατηγορουμένων έκαστος δεν δύναται να γνωστοποιήση πλείονας των πέντε μαρτύρων υπερασπίσεως, πάντες όμως οι κατηγορούμενοι εν τω συνόλω ουχί πλείονας του τετραπλασίου του συνολικού αριθμού των μαρτύρων της κατηγορίας. Ο Πρόεδρος προσδιορίζει εντός του ορίου τούτου τον αριθμόν των υφ’ ενός εκάστου των κατηγορουμένων γνωστοποιηθησομένων μαρτύρων.
Άρθρ.19.-Κατά του κύρους της προδικασίας ουδεμία ένστασις συγχωρείται εις τον κατηγορούμενον.
Άρθρ.20.-1.Κλητευθέντος νομίμως και μη εμφανισθέντος μάρτυρος το δικαστήριον δύναται να διατάξη την βιαίαν προσαγωγήν αυτού διακοπτομένης εν ανάγκη της συνεδριάσεως μέχρι 48 το πολύ ωρών. Κατά πάσαν περίπτωσιν και αν έτι δεν διαταχθή τοιαύτη αναβολή της συνεδριάσεως το Δικαστήριον καταδικάζει τον εξ απειθείας μη εμφανισθέντα μάρτυρα εις φυλάκισιν μέχρι 2 ετών και εις πληρωμήν όλων των εκ της μη εμφανίσεώς του προκληθέντων εξόδων, διατάσσων άμα εν περιπτώσει αναβολής, την βιαίαν τούτου προσαγωγήν κατά την νέαν δικάσιμον. Κατά της αποφάσεως ταύτης επιτρέπεται το ένδικον μέσον της ανακοπής κατά τας διατάξεις της Κ.Π.Δ.
2.Διαρκούσης της συνεδριάσεως το δικαστήριον δύναται να διατάξη την βιαίαν προσαγωγήν μαρτύρων μη γνωστοποιηθέντων, ων την μαρτυρίαν θεωρεί αναγκαίαν. Ωσαύτως και ο ειδικός επίτροπος δύναται διαρκούσης της δίκης να κλητεύη νέους μάρτυρας, εις την περίπτωσιν δε ταύτην δικαιούνται και οι κατηγορούμενοι να εξετάσωσιν ίσον αριθμόν μαρτύρων επί πλέον των αρχικώς προσδιορισθέντων.
Άρθρ.21.-1.Ο κατηγορούμενος παρίσταται ενώπιον του Δικαστηρίου υποχρεωτικώς μετά συνηγόρου, μη δυνάμενος όμως να διορίση πλείονας των 3. Εις ην περίπτωσιν στερείται συνηγόρου διορίζεται αυτεπαγγέλτως τοιούτος υπό του Προέδρου του Δικαστηρίου.
2. Η αγόρευσις εκάστου των συνηγόρων επ’ ακροατηρίω ουδέποτε δύναται να υπερβή τας δύο ώρας υποχρεουμένου εν πάση περιπτώσει του Προέδρου και προ της συμπληρώσεως του άνω χρονικού ορίου, να αφαιρέση τον λόγον εάν ο συνήγορος δια της αγορεύσεώς του επανέρχεται επ’ αναπτυχθέντων υπό των άλλων ζητημάτων.
3.Το άρθρ. 43 παρ. 2 του Κώδικος περί δικηγόρων δεν εφαρμόζεται εν προκειμένω, του συνηγόρου ουδέποτε δικαιουμένου να ποιήσηται χρήσιν υβριστικών ή προσβλητικών εκφράσεων. Κατά τα λοιπά εφαρμόζεται η ανάλογος διάταξις του άρθρ. 60 του περί τύπου 5060 Νόμου.

Σελ. 110,10
271-072

Άρθρ.22.-Εάν εξ ανωτέρας βίας ο κατηγορούμενος δεν δύναται να προσέλθη εις την δίκην, υποχρεούται να ειδοποιήση προηγουμένως τον Ειδικόν Επίτροπον όστις εισάγει την υπόθεσιν εις το Δικαστήριον όπερ αποφαίνεται περί του βασίμου των υπό του κατηγορουμένου προβαλλομένων λόγων και της αναβολής της υποθέσεως μετά διαπίστωσιν του λόγου ανωτέρας βίας αποσύρει την δικογραφίαν και ορίζει νέαν δικάσιμον. Επ’ ακροατηρίου αναγινώσκονται αι κατά την προδικασίαν τυχόν ληφθείσαι ένορκοι καταθέσεις των εν τη αλλοδαπή διατριβόντων μαρτύρων μη κλητευομένων ως και των κλητευθέντων και μη εμφανισθέντων εν τη ημεδαπή διαμενόντων μαρτύρων.
Άρθρ.23.-«Το Ειδικόν Δικαστήριον εν περιπτώσει αναβολής της δίκης δύναται να διατάξη την προφυλάκισιν του κατηγορουμένου ή την απόλυσιν του εν προφυλακίσει ήδη τελούντος επί εγγυήσει ή μη, δι’ αποφάσεως κατά την αυτήν Συνεδρίασιν λαμβανομένης».
Το άρθρ. 23 αντικατεστάθη ως άνω δια του άρθρ. 2 Ψηφ. ΙΘ΄/1946.
Άρθρ.24.-Εάν διαρκούσης της αποδεικτικής διαδικασίας, εγερθώσιν υπόνοιαι κατά τινος μάρτυρος επί ψευδορκία, ο Πρόεδρος του Ειδικού Δικαστηρίου ή ο Ειδικός Επίτροπος δύνανται να διατάξωσι την κράτησιν τούτου μέχρι πέρατος της συζητήσεως, εισαγομένων των επί ψευδορκία κατηγορουμένων εις το ως άνω Ειδικόν Δικαστήριον κατά την αυτήν διαδικασίαν.









Άρθρ.25.-1.Εις περίπτωσιν αθωώσεως του κατηγορουμένου το Δικαστήριον όπερ εξέδωσεν απόφασιν, αποφαίνεται δια της ιδίας του αποφάσεως υποχρεωτικώς εάν η παρά του μηνυτού υποβληθείσα μήνυσις ήτο ψευδής και δολία οπότε κατά την αυτήν συνεδρίασιν του δικαστηρίου εισάγεται και εκδικάζεται η επί ψευδεί καταμηνύσει κατηγορία κατά του μηνυτού.
2.Η τοιαύτη ψευδής καταμήνυσις τιμωρείται δια φυλακίσεως τουλάχιστον δύο ετών και δια των εν άρθρ. 21, 23 και 24 του Π. Νόμου παρεπομένων ποινών, καταψηφιζομένων των τελών και εξόδων της κατά του αθωωθέντος κατηγορουμένου δίκης. Κατά της αποφάσεως ταύτης ουδέν τακτικόν ή έκτακτον μέσον επιτρέπεται πλην της ανακοπής ήτις ασκουμένη κατά τας διατάξεις της κοινής Ποιν. Δικονομίας συγχωρείται μόνον εφ’ όσον ο καταδικασθείς μηνυτής δεν ενεφανίσθη κατά την δικάσιμον, καθ’ ην εξεδόθη η κατ’ αυτού δια ψευδή καταμήνυσιν καταδικαστική απόφασις.
3.Εν περιπτώσει απαλλαγής του κατηγορουμένου δια βουλεύματος επιβάλλονται τα δικαστικά έξοδα εις τον δολίως υποβαλόντα την ψευδή μήνυσιν δια του βουλεύματος. Η κατά την προηγουμένην παράγραφον ποινή επιβάλλεται υπό του αρμοδίου Πλημμελειοδικείου διαβιβαζομένου προς τον αρμόδιον Εισαγγελέα αντιγράφου του εκδοθέντος βουλεύματος μετά της συναφούς δικογραφίας. Εισάγεται δε προς εκδίκασιν η υπόθεσις δι’ απ΄ευθείας κλήσεως υποχρεωτικώς.
Άρθρ.26.-Ο οπωσδήποτε εκ του διωκομένου αδικήματος αμέσως ζημιωθείς δύναται να παραστή ως πολιτικός ενάγων ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου δια την ην υπέστη ψυχικήν οδύνην, ως και δια την εκ τούτου προελθούσαν θετικήν ή αποθετικήν περιουσιακήν ζημίαν, δια προφορικής ενώπιον του δικαστηρίου δηλώσεως καταχωρουμένης εις τα πρακτικά άνευ οιασδήποτε προδικασίας γινομένης δε το βραδύτερον κατά την έναρξιν της πρώτης επ’ ακροατηρίω συζητήσεως. Το δικαστήριο υποχρεούται εν περιπτώσει καταδίκης του κατηγορουμένου να επιδικάση ταύτας, απαγορευομένης της δι’ οιονδήποτε λόγον παραπομπής των τοιούτων αξιώσεων εις τα πολιτικά δικαστήρια. Ο πολιτικώς ενάγων έχει τα εκ της Ποιν. Δικονομίας προβλεπόμενα αυτώ δικαιώματα δεν δύναται όμως να προτείνη προς εξέτασιν πλέον των 5 μαρτύρων.
Άρθρ.27.-1.Ο Ειδικός Επίτροπος άμα τη ενασκήσει της ποινικής αγωγής λαμβάνει παν συντηρητικόν μέτρον επί πάσης κινητής ή ακινήτου περιουσίας του κατηγορουμένου, εις χείρας αυτού ή εις χείρας παντός τρίτου δι’ απλής εγγράφου αυτού εντολής καταχωρουμένης, προκειμένου περί ακινήτων εις τα οικεία των υποθηκών βιβλία, δια την εξασφάλισιν της υπό του Νόμου προβλεπομένης δημεύσεως και ικανοποίησιν των πολιτικών απαιτήσεων των ζημιωθέντων. Ωσαύτως, επί τη αυτή εγγράφω εντολή, παύει χορηγουμένη εις τον κατηγορούμενον οιαδήποτε παρ’ οιουδήποτε Ταμείου (Νομικού προσώπου δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου) οφειλομένη σύνταξις ης ούτος ισοβίως στερείται, εις ας περιπτώσεις κατά τας διατάξεις του παρόντος επιβάλλεται η δήμευσις της περιουσίας του.
2.Πάσα κινητή ή ακίνητος περιουσία της συζύγου, των ανιόντων και κατιόντων και αδελφών του κατηγορουμένου κτηθείσα μετά την διάπραξιν του διωκομένου αδικήματος θεωρείται κατά μαχητόν τεκμήριον ανήκουσα και αύτη εις τον κατηγορούμενον υποκειμένη εις την δήμευσιν προς όφελος του Δημοσίου και προς ικανοποίησιν των πολιτικών απαιτήσεων εν γένει, εφαρμοζομένων και επί της περιπτώσεως ταύτης των ανωτέρω καθοριζομένων συντηρητικών μέτρων.
3.Το Ειδικόν Δικαστήριον δια της αποφάσεώς του αποφαίνεται αμετακλήτως περί των υποβληθέντων τοιούτων συντηρητικών μέτρων. Κατά τα λοιπά εφαρμόζεται το άρθρ. 11 του από 29.12.1924 ψηφίσματος της Δ΄ των Ελλήνων Εθνοσυνελεύσεως, ως τούτο ετροποποιήθη δια μεταγενεστέρων Νόμων.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ΄
Ένδικα μέσα
Άρθρ.28.-1.Κατά των αποφάσεων του Ειδικού τούτου Δικαστηρίου ουδέν τακτικόν ή έκτακτον ένδικον μέσον επιτρέπεται η δε ανακοπή επιτρέπεται μόνον όπου ειδικώς εν τω παρόντι συγχωρείται.
«Επιτρέπεται το ένδικον μέσον της ανακοπής, εφαρμοζομένων αναλόγως των διατάξεων του Νόμ. ΓπΜΔ΄ της 2 Δεκ. 5 Ιαν. 1912 «περί φυγοδικίας» κατ’ ερήμην αποφάσεων του Ειδικού Δικαστηρίου της υπ’ αριθ. 6/1945 Συντ. Πράξεως εν περιπτώσει ερημοδικίας του κατηγορουμένου λόγω αγνώστου διαμονής αυτού ή ανωτέρας βίας ή αποδεδειγμένης ασθενείας του. Η ως άνω ανακοπή ασκείται κατά τας διατάξεις της Κοινής Ποιν. Δικονομίας και εκδικάζεται κατά τας διατάξεις του παρόντος Νόμου. Κατά των εκδοθεισών ήδη αποφάσεων η ανακοπή ασκείται δια τους αυτούς ως άνω λόγους εντός προθεσμίας ενός μηνός από της δημοσιεύσεως του παρόντος. Αι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν έχουσι εφαρμογήν προκειμένου περί καταδικασθέντων περιλαμβανομένων εις τας περιπτ. α΄) και β΄)του άρθρ. 1 του υπ’ αριθ. 533/1945 Α. Νόμου».
Τα εντός « » αντικατεστάθησαν ως άνω δια του άρθρ. 1 ψηφ. ΙΘ΄/1946.
2.Ο Ειδικός Επίτροπος δύναται να αιτήσηται την αναθεώρησιν πάσης αποφάσεως του Ειδικού Δικαστηρίου εντός δύο ημερών από της δημοσιεύσεώς της. Η αίτησις αναθεωρήσεως ασκείται εντός του Γραμματέως του Ειδικού Δικαστηρίου συντασσομένης περί τούτου εκθέσεως και μη απαιτουμένης άλλης διατυπώσεως. Ζητηθείσης της αναθεωρήσεως η υπόθεσις εκδικάζεται εκ νέου υπό του αυτού Δικαστηρίου, συγκροτουμένου εξ άλλων δικαστών οριζομένων κατά το άρθρ. 9 παρ. 6. Η διάταξις αύτη εφαρμόζεται και επί των εκδοθεισών αποφάσεων, της προθεσμίας αρχομένης μετά 10 ημέρας από της δημοσιεύσεως του παρόντος.

(Αντί της σελ. 110,11(α) Σελ. 110,11(β)
Τεύχος 493-Σελ. 29

«3.Εάν ο κατηγορούμενος κατεδικάσθη ερήμην εισαχθείς ως αγνώστου διαμονής, καίτοι ούτος διέμεινεν κατά τον χρόνον της καταδίκης του εν Ελλάδι και ήτο γνωστής διαμονής, ο Ειδικός Επίτροπος ασκεί την κατά την προηγουμένην παράγραφον αναθεώρησιν εφ’ όσον ζητήση τούτο ο καταδικασθείς, δι’ αιτησεώς του, κρίνη δ’ ούτος δεδικαιολογημένην την άσκησιν ταύτης. Ωσαύτως δύνανται οι κατά Νόμον κληρονόμοι του καταδικασθέντος ερήμην να ζητήσωσι την αναθεώρησιν της δίκης εάν ο καταδικασθείς δεν έζη κατά τον χρόνον της εκδόσεως της καταδικαστικής αποφάσεως.
Δια της αιτήσεως ταύτης πρέπει επί ποινή ακυρότητος να ορίζηται αντίκλητος εν τη Έδρα του Ειδικού Δικαστηρίου, προς ον γίνεται πάσα επίδοσις δια τον καταδικασθέντα.
Η κατά τα ανωτέρω αίτησις του ερήμην καταδικασθέντος δέον να υποβληθή επί ποινή απαραδέκτου εντός 10 ημερών αφ’ ης ούτος οπωσδήποτε λάβη γνώσιν της εκδοθείσης αποφάσεως. Δια τα προ της ισχύος της παρούσης εκδοθείσας αποφάσεις η ως άνω 10ήμερος προθεσμία άρχεται μετά παρέλευσιν 30 ημερών από της δημοσιεύσεως του παρόντος».
Η παρ. 3 προσετέθη δια του Α.Ν. 797/1945.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε΄
Εκτέλεσις αποφάσεων
Άρθρ.29.-Η εκτέλεσις των αποφάσεων του δια του παρόντος Νόμου συνιστωμένου δικαστηρίου γίνεται επιμέλεια του Ειδικού Επιτρόπου ανεξαρτήτως της ιδιότητος του καταδικασθέντος.
Άρθρ.30.-1.Επί των αδικημάτων του παρόντος Νόμου δεν εφαρμόζονται αι διατάξεις του Νόμ. 811 «περί προσωρινής απολύσεως των καταδίκων εκ των φυλακών» αι διατάξεις του Νόμου περί φυγοδίκων και απόντων ως και παντός οιουδήποτε Νόμου επιτρέποντος την δι’ οιανδήποτε αιτίαν προσωρινήν απόλυσιν του κατηγορουμένου των εν τη παρούση προβλεπομένων αδικημάτων προ της οριστικής εκδικάσεως της κατηγορίας.
2.Ο Νόμ. 2701 του 1940 ουδεμίαν εφαρμογήν έχει προκειμένου περί του χρόνου διαρκείας της προφυλακίσεως των εν τη παρούση συντακτική πράξει αδικημάτων.
Άρθρ.31.-(Κατηργήθη δια του άρθρ. 9 Ν.Δ. 3423/1955, τόμ. 9, σελ. 186,03).






Σελ. 110,12(β)
Τεύχος 493-Σελ. 30

Άρθρ.32.-«Καταδικαστικαί αποφάσεις εφ’ όσον δια τούτων καταγιγνώσκεται ποινή επανορθωτική παραγράφονται μετά διετίαν, πάσαι δε αι λοιπαί παραγράφονται μετά πενταετίαν από της τελεσιδικίας. Πάσαι αι συνέπειαι των ως άνω αποφάσεων και των εν αυταίς αδικημάτων καταργούνται και αίρονται από της επιβολής των.
Η διάταξις αύτη δεν ισχύει επί των περιπτώσεων των εδαφ. ς΄, ζ΄, η΄, θ΄, ι΄, ια΄ και ιβ΄ του άρθρ. 1 του Α.Ν. 533/1945».
Το άρθρ. 32 αντικατεστάθη ως άνω δια του άρθρ. 4 Νόμ. 1829/1951 (κατωτ. σελ. 128,06).
Εις τας διατάξεις του άρθρ. 4 υπάγονται και οι κατ’ αντιμωλίαν καταδικασθέντες επί τινι των εν εδαφ. α΄ και β΄ του άρθρ. 1 της Σ.Π. 6/1945 είτε εξέτισαν εν όλω ή εν μέρει είτε μη την επιβληθείσαν αυτοίς ποινήν. (Άρθρ. 8 Νόμ. 2286/952 κατ. αριθ. 27).
Βλ. και Γραφείον Εγκληματιών Πολέμου εν τόμ. 6 σελ. 97.
«1.Η αληθής έννοια του εδαφ. α΄ του άρθρ. 4 του Νόμ. 1829/1951 και του δι’ αυτού τροποποιουμένου άρθρ. 32 του Α.Ν. 533/1945 είναι ότι καταδικαστικαί αποφάσεις ερήμην ή κατ’ αντιμωλίαν εκδοθείσαι, κατά ημεδαπών, εφ’ όσον δια τούτων καταγιγνώσκεται ποινή επανορθωτική παραγράφονται μετά διετίαν, πάσαι δε αι λοιπαί παραγράφονται μετά πενταετίαν από της τελεσιδικίας είτε αύται εξετελέσθησαν εν όλω είτε εν μέρει, είτε δεν εξετελέσθησαν ποσώς μέχρι σήμερον και ότι πάσαι αι συνέπειαι των ως άνω αποφάσεων και των εν αυταίς αδικημάτων καταργούνται και αίρονται από της επιβολής των, πλην της δημεύσεως και των πολιτικών αποζημιώσεων.
2.Εκ της διατάξεως της προηγουμένης παραγράφου του παρόντος άρθρου ουδαμώς θίγεται η διάταξις του β΄ εδαφίου του άρθρ. 4 του αυτού Νόμ. 1829/1951. (Άρθρ. 8 Ν.Δ. 3423/1955, 9.Δβ.13).




ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΣΤ΄
Γενικοί ορισμοί
Άρθρ.33.-1.Αι διατάξεις της Ποιν. Δικονομίας εφαρμόζονται εν γένει εις την προκειμένην διαδικασίαν, εφ’ όσον άλλως ρητώς δεν ορίζεται ή δεν τροποποιούνται δια του παρόντος.
2.Όπου αι διατάξεις της Ποινικής Δικονομίας ομιλούν περί δικαστηρίου Κακουργιοδικείου, Πλημμελειοδικείου νοείται ενταύθα το εν τω παρόντι Ειδικόν Δικαστήριον. Όπου οι αυτοί ως άνω Νόμοι ομιλούν περί Εισαγγελέων νοείται ενταύθα ο Ειδικός Επίτροπος. Τα εντάλματα συλλήψεως προφυλακίσεως, τα εκδιδόμενα υπό των προανακριτών δια τας περί ων ο παρών Νόμος πράξεις και αφορώντα στρατιωτικούς εν γένει εκτελούνται απ’ ευθείας υπό του αρμοδίου ειδικού Επιτρόπου, η δε φυλάκισις τούτων γίνεται εν ταις κοιναίς φυλακαίς εις ας θέλει εκτίεσθαι η ποινή. Η κλήτευσις των στρατιωτικών εν γένει και των δημοσίων πολιτικών υπαλλήλων ως μαρτύρων ή κατηγορουμένων κατά την προδικασίαν και την επ’ ακροατηρίω διαδικασίαν γίνεται επιμελεία του αρμοδίου Ειδικού Επιτρόπου, άνευ μεσολαβήσεως της προϊσταμένης των καλουμένων Αρχής.
Άρθρ.34.-Διατηρούνται εν ισχύϊ το από 11-23 Οκτ. 1934 Δ/μα περί ποινικής διατιμήσεως και το από 11/23 Μαρτ. 1935 τοιούτον περί εκκαθαρίσεως εξόδων της Ποινικής δικαιοδοσίας, εφαρμοζόμενα και επί των υπό του παρόντος Νόμου προβλεπομένων περιπτώσεων, ως ταύτα συνεπληρώθησαν ή ετακτοποιήθησαν μεταγενεστέρως. Των εγγράφων της παρούσης διαδικασίας και της εκκαθαρίσεως απαλείψεως εξόδων της συνιστωμένης ποινικής δικαιοδοσίας θεωρουμένων ως ενώπιον του Κακουργιοδικείου.
Άρθρ.35.-1.Τα δια του παρόντος Νόμου συνιστώμενα ειδικά δικαστήρια συνεδριάζουν εις την αίθουσαν των συνεδριάσεων του Εφετείου ή Πρωτοδικείου της έδρας των εις ημέραν και ώραν υπό των παρ’ αυτοίς Επιτρόπων οριζομένας. Αι ορισθείσαι υπό των Επιτρόπων δικάσιμοι, εκάστου 15θημέρου ανακοινούνται παρ’ αυτού εις τα κατά το άρθρ. 9 εκλεγέντα λαϊκά μέλη του Δικαστηρίου άτινα υποχρεούνται να παρίστανται εις εκάστην συνεδρίασιν.
2.Οι αναιτιολογήτως μη εμφανιζόμενοι τιμωρούνται παρά του ειδικού δικαστηρίου συντιθεμένου άνευ των λαϊκών μελών δια της ποινής της ειρκτής 3-10 ετών. Κατά της αποφάσεως ταύτης ουδέν ένδικον μέσον ασκείται πλην της ανακοπής συγχωρουμένης μόνον λόγω ανωτέρας βίας.
3.Εις περίπτωσιν καθ’ ην δι’ οιονδήποτε λόγον καθίσταται αδύνατος η συνεδρίασις τούτων ως ανωτέρω, ο τόπος των συνεδριάσεων ορίζεται δια κοινής αποφάσεως Προέδρου και Επιτρόπου δημοσιευομένης επί τρεις συνεχείς ημέρας εις μίαν των εντοπίων εκδιδομένων καθημερινών εφημερίδων και εν ελλείψει τούτων δια τοιχοκολλήσεως ταύτης εις την αίθουσαν των συνεδριάσεων του Εφετείου ή Πρωτοδικείου της έδρας του περί ου πρόκειται Ειδικού Δικαστηρίου τρεις τουλάχιστον ημέρας προ της ενάρξεως των συνεδριάσεών του.
4.Αι υπηρεσίαι του Ειδικού Δικαστηρίου και του παρ’ αυτώ Επιτρόπου εγκαθίστανται εις τα κτίρια του Πρωτοδικείου ή Εφετείου και των Εισαγγελιών τούτων, εν αδυναμία δε ή τυχόν δι’ έλλειψιν του απαιτουμένου χώρου επιτρέπεται επίταξις αναλόγων οικημάτων, γινομένη κατ’ εξαίρεσιν της ισχυούσης διαδικασίας, δια κοινής αποφάσεως του Προέδρου και του Επιτρόπου, του καταβαλλομένου μισθώματος κανονιζομένου δι’ αποφάσεως του οικείου Προέδρου Πρωτοδικών, κατά τας διατάξεις του ισχύοντος ενοικιοστασίου.
Άρθρ.36.-1.Αι μέχρι της ισχύος της υπ’ αριθ. 6/1945 Συντακτικής Πράξεως γενόμεναι συλλήψεις και κρατήσεις εν ταις φυλακαίς υπόπτων τελέσεως των εν τη παρούση προβλεπομένων αδικημάτων κυρούνται μη ούσης αναγκαίας της εκδόσεως εντάλματος φυλακίσεως δια την περαιτέρω συνέχισιν της κρατήσεως, δύναται όμως δια συμφώνου αποφάσεως του αρχαιοτέρου των τακτικών μελών του Ειδικού Δικαστηρίου και του Ειδικού Επιτρόπου να διαταχθή η διακοπή της κρατήσεως ή προφυλακίσεως των κατά την κρίσιν των μη βαρυνομένων δι’ επαρκών ενδείξεων.
2.Αι μέχρι σήμερον παρ’ ανακριτών ενεργηθείσαι τακτικαί ανακρίσεις δι’ αδικήματα εμπίπτοντα εις τας διατάξεις της παρούσης Συντακτικής Πράξεως ή δια συναφή προς αυτά περατούνται δια της υποβολής των σχηματισθεισών δικογραφιών εις τον ειδικόν Επίτροπον και αν ο δοθείς εις αυτά δια της υπό του Εισαγγελέως των Πλημμελειοδικών ασκηθείσης ποινικής αγωγής χαρακτηρισμός είναι διάφορος και άπασαι αι ανακριτικαί πράξεις αι μέχρι σήμερον παρά των ανακριτών γενόμεναι θεωρούνται έγκυροι και τα παρά των ανακριτών εκδοθέντα κατά τας διατάξεις της Κ.Π.Δ. ή της υπ’ αριθ. 1/1944 συντακτικής πράξεως εντάλματα συλλήψεως και φυλακίσεως διατηρούν την ισχύν των θεωρούμενα ως παρά του ειδικού Επιτρόπου και προανακριτού εκδοθέντα.
3.Οι ανακριταί υποχρεούνται να υποβάλλουν αμελλητί δια των Εισαγγελέων των Πλημμελειοδικών τας υπ’ αυτών περί των πράξεων τούτων σχηματισθείσας δικογραφίας εις τον ειδικόν επίτροπον, όστις θέλει ενεργήσει επ’ αυτών τα ανωτέρω οριζόμενα.
4.(Κατηργήθη δια του άρθρ. 9 Ν.Δ. 3423/1955, τόμ. 9 σελ. 186,03).
Άρθρ.37.-1.Η Συντακτική Πράξις υπ’ αριθ. 1/1944 και πάσα ταύτης τροποποιητική διάταξις καταργούνται.
Εκ των διατάξεων της υπ’ αριθ. 6/1945 Συντακτικής Πράξεως, ως αύτη έχει τροποποιηθή δια της υπ’ αριθ. 12/45 και των Νόμ. 217, 271, 245 και 332 του 1945 ισχύουσι, όσαι περιέχονται εν τω παρόντι Νόμω.





(Αντί της σελ. 110,13) Σελ. 110,13(α)
Τεύχος 493-Σελ. 31

2.Ο Υπουργός της Δικαιοσύνης δύναται προς ενίσχυσιν της υπηρεσίας του Ειδικού Επιτρόπου των Ειδικών Δικαστηρίων και της Γραμματείας των Πρωτοδικείων και της Εισαγγελίας αυτών δι’ αποφάσεώς του ν’ αποσπά εις ταύτας υπαλλήλους εξ άλλων υπηρεσιών υπαγομένας εις το Υπουργείον Δικαιοσύνης. Δι’ αποφάσεως του Υπουργού της Δικαιοσύνης δύνανται να διορισθώσι παρά τω Ειδικώ Επιτρόπω Αθηνών μέχρι δέκα έμμισθοι κλητήρες.
Επίσης δι’ αποφάσεως των αρμοδίων Υπουργών άλλων Υπουργείων τη αιτήσει του Υπουργού Δικαιοσύνης αποσπώνται και άλλοι δημόσιοι υπάλληλοι εις τας ως άνω υπηρεσίας.
Άρθρ.38.-Επιτρέπεται η υπό των Ειδικών Επιτρόπων των Ειδικών Δικαστηρίων πρόσληψις εκτάκτων υπαλλήλων επί βαθμώ και μισθώ γραφέως β΄ τάξεως δι’ εν έτος από της ισχύος του παρόντος και δια την εκτέλεσιν υπηρεσίας παρά τη Γραμματεία των Ειδικών επιτρόπων και Ειδικών Δικαστηρίων: α) Μέχρι 20 υπό του Ειδικού Επιτρόπου Αθηνών, β) μέχρι 12 υπό του Ειδικού Επιτρόπου Πειραιώς και των εν έδρα Εφετείου εδρευόντων Επιτρόπων και γ) μέχρι 8 υπό των αλλαχού εδρευόντων Ειδικών Επιτρόπων.

8β. ΑΝΑΓΚ.ΝΟΜΟΣ υπ’ αριθ. 705
της 4/6 Δεκ. 1945 (ΦΕΚ Α΄ 293)
Περί μέτρων ασφαλείας κατά των εκ ναρκών κινδύνων.
Άρθρ.1.-Τιμωρείται δια φυλακίσεως τουλάχιστον 3 μηνών ή δια χρηματικής ποινής μέχρι 50.000 δραχμών ή δι’ αμφοτέρων των ποινών τούτων, εφ’ όσον δεν υπάρχει δεινοτέρα του δικαίου παράβασις τιμωρουμένη υπό άλλης των Νόμων διατάξεως:
α)Ο αποκόπτων νάρκας εκ ναρκοπεδίων ή άλλων θαλασσίων χώρων, θέτων ούτω εν κινδύνω την ναυσιπλοΐαν.
β)Ο αλιεύων δια γριπίσεως ή δικτύων εις περιοχάς ναρκοπεδίων.
γ)Ο καθ’ οιονδήποτε τρόπον λαβών γνώσιν επιπλεούσης ή εκβρασθείσης νάρκης και μη γνωστοποιών τούτο εις την πλησιεστέραν Ναυτικήν, Στρατιωτικήν, Λιμενικήν, Τελωνειακήν ή εν ελλείψει τούτων, οιανδήποτε Δημοσίαν Αρχήν.
δ)Ο Πλοίαρχος ή ο Κυβερνήτης παντός πλωτού μέσου όστις δεν προσέρχεται εις τα αρμόδια Γραφεία των Ν. Διοικήσεων όπως λάβη τας καθωρισμένας οδηγίας πλου προς αποφυγήν των ναρκοπεδίων ή εν γένει επικινδύνων θαλασσίων χώρων.
ε)Ο Πλοίαρχος ή ο Κυβερνήτης παντός πλωτού μέσου, όστις δεν συμμορφούται προς τας παρεχομένας αυτώ οδηγίας πλου προς αποφυγήν των ναρκοπεδίων και επικινδύνων θαλασσίων χώρων.

Σελ. 110,14(α)
Τεύχος 493-Σελ. 32

Άρθρ.2.-Οι παραβάται οιοιδήποτε και αν ώσιν υπάγονται εις την αρμοδιότητα του Δ. Ναυτοδικείου ή των Εκτάκτων τοιούτων, όπου τοιαύτα λειτουργούσι.
Άρθρ.3.-Οι Ν. Διοικηταί, ή οι κατά τόπους Λιμενάρχαι, εκδίδουσι τας αναγκαίας οδηγίας, καθορίζοντες τους επικινδύνους προς πλουν θαλασσίους χώρους, και δημοσιεύουσι δια παντός δυνατού μέσου και δια τοχοκολλήσεως εις τα Λιμενικά Καταστήματα, πρόσκλησιν προς τους πλοιάρχους και κυβερνήτας των πλωτών μέσων, όπως προσέρχωνται και λαμβάνωσι γνώσιν αυτών.

8γ. ΑΝΑΓΚ.ΝΟΜΟΣ υπ’ αριθ. 797
της 31/31 Δεκ. 1945 (ΦΕΚ Α΄ 323)
Περί συμπληρώσεως διατάξεων του Α.Ν. 533
Τροποποιητικοί του ανωτέρω ως και οι
α)Συντ. Πράξις 107 της 2/2 Μαρτ. 1946 περί τροποποιήσεως της υπ’ αριθ. 6 συντακτ. πράξεως και
β)Ψήφισμα ΙΘ΄ της 17/20 Δεκ. 1946 περί αντικαταστάσεως διατάξεών τινων του Α.Ν. 533.


9. ΝΟΜΟΣ υπ’ αριθ. 332
της 30 Μαΐου/4 Ιουν. 1947 (ΦΕΚ Α΄ 107)
Περί αδικημάτων καταναλωτών ηλεκτρικής ενεργείας.
Άρθρ.1.-Όστις δι’ οιασδήποτε αυθαιρέτου επεμβάσεως ή καθ’ οιονδήποτε άλλον τρόπον καταναλίσκει ηλεκτρικήν ενέργειαν παραγομένην υπό φυσικού ή νομικού προσώπου είτε επί τω σκοπώ αποφυγής πληρωμής τούτω της νομίμου αποζημιώσεως, είτε επί τω σκοπώ ετέρας χρησιμοποιήσεως της ηλεκτρικής ενεργείας από εκείνην δια την οποίαν συνεφωνήθη είτε επί τω σκοπώ καταστρατηγήσεως επιβληθέντων περιοριστικών μέτρων εις την κατανάλωσιν ηλεκτρικής ενεργείας ή εις τον τρόπον καταναλώσεως ταύτης, διώκεται αυτεπαγγέλτως και τιμωρείται δια φυλακίσεως μέχρις ενός έτους και χρηματικής ποινής μέχρι του χιλιοπλασίου της εκάστοτε τιμής του ρεύματος ιδιωτικού φωτισμού.
Άρθρ.2.-Οι παραβάται των διατάξεων του άρθρ. 1 του παρόντος Νόμου δύνανται να εισάγωνται εις το ακροατήριον δι’ απ’ ευθείας κλήσεως, οι δ’ εκ των παραβάσεων ζημιούμενοι δικαιούνται εν τη περιπτώσει ταύτη και αν έτι δεν επήλθε ζημία αυτών να παρίστανται κατά την ποινικήν δίκην ως πολιτικώς ενάγοντες προς υποστήριξιν της κατηγορίας άνευ κοινοποιήσεως πολιτικής αγωγής ή άλλης διατυπώσεως και προδικασίας.
Άρθρ.3.-Η υπό του παραβάτου προσφορά ή καταβολή της αξίας της σφετερισθείσης ηλεκτρικής ενεργείας δεν εξαλείφει το αξιόποινον, ουδέ δύναται να αποτελέση ελαφρυντικήν περίπτωσιν.
Άρθρ.4.-1.Ο παρέχων την ηλεκτρικήν ενέργειαν άμα τη ανακαλύψει παραβάσεως εμπιπτούσης εις το άρθρ. 1 του παρόντος, δικαιούται να διακόπτη την παροχήν ηλεκτρικής ενεργείας μέχρι τελεσιδίκου εκδικάσεως της παραβάσεως υπό του αρμοδίου ποινικού δικαστηρίου και ολοσχερούς εξοφλήσεως πάσης προσγενομένης τυχόν εις αυτόν αστικής ζημίας.
2.Μετά την τελεσίδικον καταδίκην ο παρέχων την ηλεκτρικήν ενέργειαν δικαιούται κατόπιν συμφώνου αποφάσεως του παρά τω Υπουργείω Μεταφορών Συμβουλίου Σιδηροδρόμων, ου μόνον να διακόπτη οριστικώς ή προσωρινώς την παροχήν ηλεκτρικής ενεργείας εις την ή τας εσωτερικάς ηλεκτρικάς εγκαταστάσεις, ένθα εγένετο η παράβασις, αλλά και να αρνηθή οριστικώς ή προσκαίρως την οπουδήποτε αλλαχού χορήγησιν ηλεκτρικής ενεργείας εις τον καταδικασθέντα. Εις περιπτώσεις, καθ’ ας εκκρεμεί ενώπιον του ως άνω Συμβουλίου σχετική αίτησις του παρέχοντος την ηλεκτρικήν ενέργειαν, ούτος δεν υποχρεούται εις επαναχορήγησιν του ηλ/κού ρεύματος μέχρι της εις αυτόν κοινοποιήσεως της σχετικής αποφάσεως του Συμβουλίου τούτου.
Άρθρ.5.-Καταργούνται τα άρθρ. 28, 29 και 30 του Νόμ. 2979 του 1922.
Άρθρ.6.-Η ισχύς του παρόντος Νόμου άρχεται από της δημοσιεύσεως αυτού εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

10. ΝΟΜΟΘΕΤ.ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ’ αριθ. 1251
της 25/31 Οκτ. 1949 (ΦΕΚ Α΄ 287)
Περί επιβολής κυρώσεων προς εξασφάλισιν της στεγάσεως των πολεμοπαθών και των επαναπατριζομένων συμμοριοπλήκτων.
Άρθρ.1.-1.Όστις λαμβάνων παρά του Δημοσίου υλικά είτε προς ανοικοδόμησιν είτε προς επισκευήν καταστραφείσης ή βλαβείσης εκ του πολέμου και των συνεπειών αυτού εν γένει ή και θεομηνίας κατοικίας του, δεν χρησιμοποιεί ταύτα εντός της τασσομένης προθεσμίας, είτε δεν χρησιμοποιεί ταύτα προς τον σκοπόν τούτον και πωλεί ή απαλλοτριοί καθ’ οιονδήποτε τρόπον ταύτα εις τρίτον, τιμωρείται, πλην των άλλων κυρώσεων δια φυλακίσεως τριών τουλάχιστον μηνών, επί τη εγκλήσει του οικείου Τομεάρχου.
2.Με φυλάκισιν εξ τουλάχιστον μηνών τιμωρείται ο παρά του εν τη προηγουμένη παραγράφω λαβόντος τα υλικά αγοράζων ή οπωσδήποτε αποκτών ή λαμβάνων καθ’ οιονδήποτε τρόπον εις την κατοχήν του ταύτα.
Άρθρ.2.-1.Τα κατά το προηγούμενον άρθρον ελάχιστα όρια ποινής τριπλασιάζονται εάν τα υλικά εχορηγήθησαν δια την ανοικοδόμησιν ή επισκευήν καταστραφείσης κατοικίας επαναπατριζομένου συμμοριοπλήκτου.
2.Εργολάβοι οίτινες αναλαμβάνουν καθ’ οιονδήποτε τρόπον και υπό οιουσδήποτε όρους την ανοικοδόμησιν ή επισκευήν καταστραφείσης εν όλω ή εν μέρει κατοικίας επαναπατριζομένου συμμοριοπλήκτου πωλούντες ή οπωσδήποτε απαλλοτριούντες εις τρίτους τα παραδινόμενα εις αυτούς δια τον άνω σκοπόν υλικά τιμωρούνται με φυλάκισιν τουλάχιστον ενός έτους. Η καταδίκη συνεπάγεται αυτοδικαίως οριστικήν απώλειαν του εργολαβικού αυτών πτυχίου.
3.Όστις επιφορτισμένος την επίβλεψιν της ανοικοδομήσεως ή της επισκευής καταστραφείσης κατοικίας επαναπατριζομένου συμμοριοπλήκτου είτε εξ αμελείας, είτε εκ πλημμελούς ασκήσεως των καθηκόντων του βεβαιοί ψευδώς την ανοικοδόμησιν ή την επισκευήν κατοικίας ή την ενσωμάτωσιν υλικών
















(Αντί της σελ. 111(α) Σελ. 111(β)
271-077
ή λαμβάνει και κατακρατει αδικαιολογήτως υλικά ή διαθέτει ταύτα εις μη δικαιούχους ή δι’ άλλην της δι’ ην προορίζονται χρήσιν, τιμωρείται με φυλάκισιν εξ τουλάχιστον μηνών συντρεχουσών δε των περιπτώσεων του άρθρ. 394 του Π. Νόμου με τας υπό τούτων οριζομένας ποινάς.



















































Σελ. 112(β)
271-078
11. ΑΝΑΓΚ. ΝΟΜΟΣ υπ’ αριθ. 942
της 13/15 Φεβρ. 1946
Περί λήψεως μέτρων προς κατευνασμόν των πολιτικών παθών.
Καταργήθηκε από το άρθρ. 2 Νόμ. 1289/1-4 Οκτ. 1982 (ΦΕΚ Α΄ 122). Εκκρεμείς δικογραφίες για παραβάσεις του άνω Νόμου μπαίνουν στο αρχείο με πράξη του αρμόδιου Εισαγγελέα τα δε δικαστικά έγγραφα που έχουν εκδοθεί επιστρέφονται ανεκτέλεστα. Οι καταδικαστικές αποφάσεις που έχουν ενταχθεί για παράβαση του άνω Νόμου δεν αναγράφονται στο Ποινικό μητρώο και τα δελτία ποινικού μητρώου που τυχόν έχουν συνταχθεί γι’ αυτές καταστρέφονται.

12. ΝΟΜΟΘΕΤ.ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ’ αριθ. 3424
της 8/8 Οκτ. 1955
Περί ευθύνης των αγοραστών γεωργικών προϊόντων.
Άρθρ.1.-«Αγοραστής γεωργικών προϊόντων, όπως αυτά καθορίζονται στην παρ. 1 του άρθρ. 22 του Νόμ. 992/1979 (ΦΕΚ 280Α) «περί οργανώσεως των διοικητικών υπηρεσιών δια την εφαρμογήν της Συνθήκης Προσχωρήσεως της Ελλάδος εις τας Ευρωπαϊκάς Κοινότητας και ρυθμίσεως συναφών θεσμικών και οργανωτικών θεμάτων» για μεταπώληση, εξαγωγή ή βιομηχανοποίηση, που καθίσταται υπερήμερος για την καταβολή του τιμήματος στους πωλητές παραγωγούς ή συνεταιρισμούς, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή μέχρι 500.000 δραχμές. Η ποινική δίωξη ασκείται και αυτεπαγγέλτως».
Το άρθρ. 1 αντικαταστάθηκε ως άνω από το άρθρ. 8 Νόμ. 1409/30-30 Δεκ. 1983 (ΦΕΚ Α΄ 199), (τόμ. 16Α, σελ. 312,253).
Άρθρ.2.-Εάν ο αγοραστής γεωργικών προϊόντων είναι εταιρία, ευθύνεται ο εφ’ οιωδήποτε τίτλω εκπρόσωπος αυτής, ως και ο δια λογαριασμόν της εταιρίας συμβληθείς αντιπρόσωπος. Την αυτήν ευθύνην υπέχει και ο ενεργήσας την αγοράν δια λογαριασμόν άλλου ως αντιπρόσωπος αυτού.
Ο αντιπρόσωπος απαλλάσσεται της ποινικής ευθύνης, εάν αποδείξη την ύπαρξιν εγγράφου εντολής του αγοραστού προς σύναψιν της αγοραπωλησίας.
Άρθρ.3.-Υπό την έννοιαν του παρόντος πωληταί αγρόται είναι και οι γεωργικοί συνεταιρισμοί οι πωλούντες τα γεωργικά ή κτηνοτροφικά προϊόντα των μελών των, δεν είναι όμως ούτοι αγορασταί δια τας μετά των μελών των συναλλαγάς προς τον σκοπόν διαθέσεως της παραγωγής αυτών.
Άρθρ.4.-Η ισχύς του παρόντος άρχεται από της δημοσιεύσεως αυτού εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

13. ΝΟΜΟΣ υπ’ αριθ. 927
της 22/28 Ιουν. 1979 (ΦΕΚ Α΄ 139)
Περί κολασμού πράξεων ή ενεργειών αποσκοπουσών εις φυλετικάς διακρίσεις.
Άρθρ.1.-1.Όστις δημοσίως, είτε προφορικώς είτε δια του τύπου ή δια γραπτών κειμένων ή εικονογραφήσεων ή παντός ετέρου μέσου εκ προθέσεως προτρέπει εις πράξεις ή ενεργείας δυναμένας να προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος ή βίαν κατά προσώπων ή ομάδας προσώπων εκ μόνου του λόγου της φυλετικής ή εθνικής καταγωγής των, τιμωρείται με φυλάκισιν μέχρι δύο ετών ή με χρηματικήν ποινήν ή και δι’ αμφοτέρων των ποινών τούτων.
2.Δια των εν παρ. 1 ποινών τιμωρείται και όστις συνιστά ή συμμετέχει εις οργανώσεις, αι οποίαι επιδιώκουν ωργανωμένην προπαγάνδαν ή δραστηριότητας πάσης μορφής τεινούσας εις φυλετικάς διακρίσεις.
Άρθρ.2.-Όστις δημοσίως, είτε προφορικώς είτε δια του τύπου ή δια γραπτών κειμένων ή εικονογραφήσεων ή παντός ετέρου μέσου, εκφράζει ιδέας προσβλητικάς κατά προσώπου ή ομάδος προσώπων λόγω της φυλετικής ή εθνικής καταγωγής των, τιμωρείται με φυλάκισιν μέχρις ενός έτους ή χρηματικήν ποινήν ή και δι’ αμφοτέρων των ποινών τούτων.
Άρθρ.3.-Δια φυλακίσεως μέχρις ενός έτους ή δια χρηματικής ποινής ή δι’ αμφοτέρων των ποινών τούτων τιμωρείται όστις κατ’ επάγγελμα προμηθεύων αγαθά ή προσφέρων υπηρεσίας αρνείται εις τινα την παροχήν τούτων μόνον λόγω της φυλετικής ή εθνικής καταγωγής αυτού ή εξαρτά την παροχήν υπό όρον αναγόμενον εις την φυλετικήν ή εθνικήν καταγωγήν τινός.
Άρθρ.4.-(Καταργήθηκε από την περίπτ.ε άρθρ.72 Νόμ.2910/27 Νοεμ.-2 Φεβρ.2001 (ΦΕΚ Α 91), τόμ.4 σελ.336,319).
Άρθρ.5.-Η ισχύς του παρόντος άρχεται από της δημοσιεύσεώς του δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως.
Σύμφωνα με το άρθρ. 24 Νόμ. 1419/84, ΦΕΚ Α΄ 28, ανωτ. σελ. 84,11 όπου στον άνω Νόμο αναφέρονται η φυλετική ή Εθνική καταγωγή προστίθεται και η περίπτωση «του θρησκεύματος».







(Αντί για τη σελ. 112,01(λ) Σελ. 112,01(μ)
Τεύχος 1351 Σελ. 99
14. ΝΟΜΟΣ υπ’αριθ. 1197
της 25 Αυγ. /3 Σεπτ. 1981 (ΦΕΚ Α΄ 240)
Περί Προστασίας των Ζώων.
Άρθρ.1.-1.Τα ζώα συντροφίας, εργασίας και των εκτροφών, δέον να τυγχάνουν εκ μέρους των κατόχων των της δεούσης στοργής και μεταχειρίσεως εκδηλουμένων δια:
α)Χορηγήσεως καταλλήλου και επαρκούς δια το είδος των τροφής και ύδατος.
β)Εξασφαλίσεως ανέτου, υγιεινού και προσηρμοσμένου εις τον φυσικόν τρόπον διαβιώσεώς, των καταλύματος.
2.Όστις φονεύει, βασανίζει, κακοποιεί ζώα, περί ων ο παρών νόμος ή εγκαταλείπει ταύτα έκθετα ή αδέσποτα τιμωρείται δια των εν άρθρ. 8 του παρόντος ποινών.
3.Επί βασανισμού ή κακομεταχειρίσεως ζώων κατά την διάρκειαν της μεταφοράς των δι’ εμπορικών πλοίων, αεροπλάνων, σιδηροδρόμων και αυτοκινήτων, ευθύνην υπέχουν ως συναυτουργοί της τοιαύτης πράξεως αντιστοίχως, και οι κυβερνήται των πλοίων και αεροπλάνων, οι προϊστάμενοι των αμαξοστοιχιών και οι οδηγοί των αυτοκινήτων, τιμωρούμενοι δια των ανωτέρω ποινών.
4.Δια των αυτών ποινών τιμωρείται και όστις προσπαθεί βιαίως να τα τιθασεύη ή να τα συλλαμβάνη, τη χρήσει πυροβόλου όπλου εξαιρουμένων εκείνων άτινα, κατά τας εκάστοτε περί θήρας διατάξεις, χαρακτηρίζονται ως θηράματα.
Άρθρ.2.-1.Ζώον συντροφίας, εργασίας ή εκτροφών το οποίον κατέστη ανίκανον δια την δι’ ην προορίζεται χρήσιν, συνεπεία γήρατος, ασθενείας κατάγματος, αναπηρίας ή άλλης τινός αιτίας, δύναται να φονεύεται δι’ ευθανασίας και μόνον κατόπιν προηγουμένης εκθέσεως κρατικού ή ιδιώτου κτηνιάτρου.
2.Απαγορεύεται η θανάτωσις θηλαστικών εις τα σφαγεία εφ’ όσον δεν προηγηθή της αφαιμάξεως αναισθητοποίησις επενεργούσα ακαριαίως.
Άρθρ.3.-Ουδεμία οδυνηρά χειρουργική επέμβασις πραγματοποιείται εις σπονδυλωτά άνευ αναισθησίας, διενεργουμένης μόνον υπό κτηνιάτρου.
Η αναισθητοποίησις δεν απαιτείται όταν, εις ομοίας χειρουργικάς επεμβάσεις επί ανθρώπων δεν εκτελείται τοιαύτη ή εις περιπτώσεις κατά τας οποίας δεν κρίνεται επιβεβλημένη υπό κτηνιάτρου δι’ ειδικούς επιστημονικούς λόγους.
Άρθρ.4.-1.Πειραματισμός επί ζώων νοείται πάσα επέμβασις επί ζώντων ζώων χρησιμοποιουμένων προς τον σκοπόν επαληθεύσεως επιστημονικής τινος υποθέσεως, λήψεως πληροφοριών, παρασκευής ουσιών και ελέγχου της φύσεως αυτών και γενικώς η χρησιμοποίησις ζώντων ζώων δι’ ερευνητικούς πειραματισμούς.
2.Η εκτέλεσις πειραμάτων επί ζώων επιτρέπεται μόνον εις πτυχιούχους Κτηνιατρικής ή Ιατρικής Σχολής ή Σχολών Βιολογικών Επιστημών, οι οποίοι διαθέτουν τας απαραιτήτους επαγγελματικάς γνώσεις και την ικανότητα δια χειρουργικάς επεμβάσεις. Πτυχιούχοι Φυσικών Επιστημών οι οποίοι διαθέτουν τας αναγκαίας επαγγελματικάς γνώσεις, δύνανται να πραγματοποιούν πειράματα επί ζώων, μη περιλαμβάνοντα χειρουργικάς επεμβάσεις.
3.Δια την εκτέλεσιν πειραμάτων, δυναμένων να προκαλέσουν πόνον, κακώσεις ή διατάραξιν της φυσιολογικής καταστάσεως των ζώων, οι ενδιαφερόμενοι οφείλουν να εφοδιασθούν δι’ ειδικής αδείας χορηγουμένης υπό της οικείας Νομαρχίας.
4.Δι’ αποφάσεων του Υπουργού Γεωργίας, δημοσιευομένων εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται ο τρόπος και αι προϋποθέσεις χορηγήσεως της εν τη προηγουμένη παραγράφω αδείας.
Άρθρ.5-7.Παρατίθενται στον τόμ. 17Β σελ. 598,02.
«Άρθρο 8.-1. Οι παραβάτες των διατάξεων του άρθρου 1 παράγραφοι 1, 2, 3 και 4 τιμωρούνται με φυλάκιση μέχρι έξι μήνες ή με χρηματική ποινή από τριακόσια μέχρι χίλια πεντακόσια ευρώ ή και με τις δύο ποινές.
2. Οι παραβάτες των διατάξεων των άρθρων 2, 3 και 4 παράγραφοι 2 και 3 τιμωρούνται με φυλάκιση μέχρι πέντε μήνες ή με χρηματική ποινή από τριακόσια μέχρι χίλια πεντακόσια ευρώ ή και με τις δύο ποινές.
3. Οι ποινές της παραγράφου 2 επιβάλλονται και για παραβάσεις κάθε επιτακτικής ή απαγορευτικής διάταξης του Ν. 586/1977 (ΦΕΚ 140 Α΄).»
Το άρθρ. 8 αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ. 5 άρθρ. 12 Νόμ. 3170/25-29 Ιουλ. 2003 (ΦΕΚ Α΄ 191), τόμ. 17 σελ. 698,990.
Άρθρ.9.-Πάσα διάταξις αντικειμένη εις τας διατάξεις του παρόντος νόμου καταργείται, εξαιρέσει των διατάξεων των άρθρ. 3 παρ. 2 και 4 του Νόμ. 5504/1932 «περί τροποποιήσεως του Νόμ. 1038 «περί προστασίας των Ζώων» και του άρθρου μόνου του Ν.Δ/τος της 30 Μαΐου 1919 «περί συμπληρώσεως του άρθρ. 2 του Νόμ. 1038 «περί προστασίας των Ζώων», οίτινες εξακολουθούν ισχύουσαι.
Άρθρ.10.-Η ισχύς του παρόντος νόμου άρχεται μετά παρέλευσιν 4 μηνών από της δημοσιεύσεώς του δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως.
Βλ. και Νόμ. 1300/1982 «Μέτρα για την πρόληψη και την καταστολή της ζωοκλοπής και ζωοκτονίας», ανωτ. σελ. 93.

(Αντί για τη σελ. 112,03) Σελ. 112,03(α)
Τεύχος -Σελ.
Για την ποινική ευθύνη των πλανόδιων και στάσιμων πωλητών ειδών βιοτικής ανάγκης, που δεν έχουν άδεια, βλέπε άρθρ. 13 Νόμ. 1436/26-30 Απρ. 1984 (ΦΕΚ Α΄ 54) (Τόμ. 11 σελ. 210,221).

Για την ποινική κύρωση της κατάρτισης πλαστών κινητών αξιών (μετοχές, ομολογίες, ομόλογα κ. λπ.) ή νόθευσης αυτών βλέπε άρθρ. 1 Νόμ. 1960/2-5 Αυγ. 1991 (ΦΕΚ Α΄ 123), Τόμ. 12, σελ. 282,403.









































Σελ. 112,04(α)
Τεύχος -Σελ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Γ

ΔΙΕΘΝΕΣ ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
ΘΕΜΑ
α

Παραχάραξη και Κιβδηλία
Βλ. και άρθρ. 207 και 210-213 Ποιν. Κώδικος.

1. ΝΟΜΟΣ 5016
της 6/13 Ιουν. 1931
Περί κυρώσεως της εν Γενεύη υπογραφείσης την 20 Απρ. 1929 διεθνούς συμβάσεως περί λήψεως των αναγκαίων μέτρων προς καταστολήν της παραχαράξεως και κιβδηλίας και καθιερώσεως των εις τα περί το νόμισμα εγκλήματα επιβαλλομένων ποινών.
Άρθρον 1
Κυρούται η εν Γενεύη υπογραφείσα την 20 Απρ. 1929 σύμβασις προς καταστολήν της παραχαράξεως και κιβδηλίας, αποτελουμένη εξ 28 άρθρων, ης το κείμενον εις την γαλλικήν και εις ελληνικήν μετάφρασιν έπεται.
Άρθρον 2
Ημεδαποί και αλλοδαποί καταδιώκονται κατά τους ελληνικούς ποινικούς νόμους, ανεξαρτήτως από των νόμων του τόπου της τελέσεως δι’ εγκλήματα περί το νόμισμα τελεσθέντα παρ’ αυτών εν τη αλλοδαπή.
Άρθρον 3
Τα υπογράψαντα ή τυχόν μέλλοντα να προσχωρήσωσιν εις την κυρουμένην σύμβασιν Κράτη, ως και οι υπήκοοι αυτών, παριστάμενοι ως πολιτικώς ενάγοντες ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων εις δίκας περί κιβδηλίας ή παραχαράξεως, απαλλάσσονται της υποχρεώσεως καταβολής της υπό του άρθρου 78 της Πολιτικής Δικονομίας προβλεπομένης εγγυήσεως.
Άρθρα 4-10
(Κατηργήθησαν δια του άρθρου 473 του νέου Ποινικού Κώδικος).
Άρθρον 11
Δια διατάγματος, προτάσει των επί των Εσωτερικών και οικονομικών υπουργών εκδοθησομένου, κανονισθήσονται τα περί συστάσεως, οργανώσεως, και λειτουργίας κεντρικού γραφείου εν Ελλάδι προς πρόληψιν και καταστολήν της παραχαράξεως της κιβδηλίας, άνευ επιβαρύνσεως του προϋπολογισμού των εξόδων του Κράτους.
Εις εκτέλεσιν του άρθρου τούτου εξεδόθη το Π.Δ. της 7/23 Σεπτ. 1935 π. συστάσεως γραφείου ερευνών παραχαράξεως και κιβδηλίας (4. Ββ. 3).
ΣΥΜΒΑΣΙΣ
Μέρος πρώτον
Άρθρον 1
Τα υψηλά συμβαλλόμενα μέρη αναγνωρίζουσι τους εις το πρώτον μέρος της παρούσης συμβάσεως εκτεθέντας κανόνας ως το μάλλον αποτελεσματικόν μέσον, κατά τας σημερινάς περιστάσεις, προς πρόληψιν και καταστολήν των παραβάσεων παραχαράξεως και κιβδηλίας.
Άρθρον 2
Εν τη παρούση συμβάσει η λέξις «νόμισμα» νοείται χαρτονόμισμα, συμπεριλαμβανομένων των τραπεζογραμματίων και των μεταλλικών νομισμάτων, των νομίμως κυκλοφορούντων.
Άρθρον 3
Τιμωρούνται ως παραβάσεις κοινού δικαίου 1)άπασαι αι δόλιαι πράξεις κατασκευής ή αλλοιώσεως νομίσματος, ανεξαρτήτως του προς επίτευξιν του αποτελέσματος χρησιμοποιηθέντος μέσου. 2)η δολία θέσις εις κυκλοφορίαν πλαστών νομισμάτων. 3)αι πράξεις εισαγωγής εις την χώραν, ή αποδοχής, ή προμηθείας πλαστού νομίσματος, εν γνώσει της πλαστότητός του, προς τον σκοπόν της θέσεως αυτού εις κυκλοφορίαν. 4)αι απόπειραι των παραβάσεων τούτων και αι πράξεις συμμετοχής εκ προθέσεως. 5)αι δόλιαι πράξεις κατασκευής, αποδοχής, ή προμηθείας εργαλείων ή άλλων αντικειμένων προωρισμένων ως εκ της φύσεώς των εις την κατασκευήν πλαστών νομισμάτων ή εις την αλλοίωσιν νομισμάτων.
Άρθρον 4
Έκαστον των εν άρθρω 3 προβλεπομένων γεγονότων, αν διαπραχθώσιν εις διαφόρους χώρας, δέον να θεωρήται ως χωριστή παράβασις.
Σελ. 113
Άρθρον 5
Δεν πρέπει να καθιερωθή από της απόψεως των τιμωριών διάκρισις μεταξύ των γενονότων των προβλεπομένων εν άρθρω 3, προκειμένου περί εθνικού ή ξένου νομίσματος. η διάταξις αύτη δεν δύναται να υπαχθή εις κανένα όρον νομίμου ή συμβατικής αμοιβαιότητος.
Άρθρον 6
Αι χώραι αίτινες αποδέχονται την αρχήν της διεθνούς υποτροπής αναγνωρίζουσιν, υπό τους όρους τους καθιερουμένους υπό της σχετικής νομοθεσίας των, ως γενεσιουργούς τοιαύτης υποτροπής, τας ξένας καταδίκας, τας απαγγελθείσας εξ αφορμής μιάς των εν άρθρω 3 προβλεπομένων πράξεων.
Άρθρον 7
Εν ώ μέτρω η σύστασις πολιτικής αγωγής είναι παραδεκτή υπό της εσωτερικής νομοθεσίας, οι ξένοι πολιτικώς ενάγοντες, συμπεριλαμβανομένου ενδεχομένως του υψηλού συμβαλλομένου μέρους του οποίου το νόμισμα παρεχαράχθη, δέον ν’ απολαύωσι της εξασκήσεως απάντων των δικαιωμάτων των ανεγνωρισμένων εις τους αυτόχθονας υπό των νόμων της χώρας εις ην εκδικάζεται η υπόθεσις.
Άρθρον 8
Οι υπήκοοι των χωρών των μη αποδεχομένων την αρχήν της εκδόσεως των ομοεθνών οίτινες εισήλθον επί του εδάφους της χώρας των, αφού εγένοντο ένοχοι εις το εξωτερικόν των εν άρθρω 3 προβλεπομένων πράξεων, δέον να τιμωρηθώσιν ως ήθελον τιμωρηθή εάν η πράξις είχεν εκτελεσθή επί του εδάφους των, και καθ’ ην περίπτωσιν ακόμη ο ένοχος είχεν αποκτήσει την υπηκοότητά του μετά την διάπραξιν της πράξεως.
Η διάταξις αύτη δεν είναι εφαρμοστέα εάν εις παρομοίαν περίπτωσιν η έκδοσις ενός ξένου δεν θα ηδύνατο να παρασχεθή.
Άρθρον 9
Οι αλλοδαποί οι διαπράξαντες εις το εξωτερικόν πράξεις προβλεπομένας εν άρθρω 3 και οίτινες ευρίσκονται επί του εδάφους χώρας ης η εσωτερική νομοθεσία αποδέχεται ως γενικόν κανόνα την αρχήν της καταδιώξεως παραβάσεων διαπραχθεισών εις το εξωτερικόν δέον να τιμωρώνται κατά τον ίδιον τρόπον ως εάν η πράξις είχεν εκτελεσθή επί του εδάφους της χώρας ταύτης.
Η υποχρέωσις της καταδιώξεως εξαρτάται εκ του όρου ότι η έκδοσις εζητήθη και ότι η χώρα παρ’ ης ζητείται η έκδοσις δεν δύναται να παραδώση τον ένοχον δια λόγον άσχετον προς την πράξιν.
Άρθρον 10
Αι εν άρθρω 3 προβλεπόμεναι πράξεις συμπεριλαμβάνονται αυτοδικαίως ως περιπτώσεις εκδόσεως εις πάσαν σύμβασιν συναφθείσαν ή συναφθησομένην μετά των διαφόρων υψηλών συμβαλλομένων μερών. Τα υψηλά συμβαλλόμενα μέρη, άτινα δεν εξαρτώσι την έκδοσιν εκ της υπάρξεως συμβάσεως ή του όρου της αμοιβαιότητος, αναγνωρίζουσιν από τούδε τας εν άρθρω 3 προβλεπομένας πράξεις ως περιπτώσεις εκδόσεως μεταξύ των.
Η έκδοσις θα παρασχεθή συμφώνως προς το δίκαιον του εκδίδοντος Κράτους.



Σελ. 114

Άρθρον 11
Τα πλαστά νομίσματα ως και τα εν άρθρω 3 αριθ. 5 κατονομαζόμενα εργαλεία και λοιπά αντικείμενα δέον να κατάσχωνται και δημεύωνται. Τα νομίσματα ταύτα, εργαλεία, και αντικείμενα μετά την δήμευσιν δέον να παραδίδωνται, τη αιτήσει της, είτε εις την Κυβέρνησιν είτε εις την Εκδοτικήν Τράπεζαν, περί των νομισμάτων της οποίας πρόκειται, εξαιρέσει των πειστηρίων, ων η φύλαξις εις τα εγκληματολογικά αρχεία επιβάλλεται υπό του νόμου της χώρας ένθα εγένετο η δίωξις, και των δειγμάτων ων η διαβίβασις εις το κεντρικόν γραφείον, περί ου το άρθρον 12, ήθελε κριθή σκόπιμος.
Εν πάση περιπτώσει πάντα τα αντικείμενα ταύτα δέον να αχρηστευθώσιν.
Άρθρον 12
Εις εκάστην χώραν αι έρευναι περί κατασκευής πλαστών νομισμάτων δέον να οργανωθώσιν, εντός του πλαισίου της εθνικής νομοθεσίας, παρ’ ενός κεντρικού γραφείου.
Το κεντρικόν γραφείον δέον να ευρίσκηται εν στενή επαφή: α)μετά των εκδοτικών οργανισμών, β)μετά των αστυνομικών αρχών εις το εσωτερικόν της χώρας, γ)μετά των κεντρικών γραφείων των λοιπών χωρών.
Δέον να συγκεντρώνη εις εκάστην χώραν πάσας τας πληροφορίας τας δυναμένας να διευκολύνωσι τας ερεύνας, την πρόληψιν και την καταστολήν της κατασκευής πλαστών νομισμάτων.
Άρθρον 13
Τα κεντρικά γραφεία των διαφόρων χωρών δέον να επικοινωνώσι δι’ απ’ ευθείας μεταξύ των αλληλογραφίας.
Άρθρον 14
Έκαστον κεντρικόν γραφείον, εντός των ορίων καθ’ α ήθελε κρίνει τούτο σκόπιμον, δέον ν’ αποστέλλη εις τα κεντρικά γραφεία των λοιπών χωρών συλλογήν αυθεντικών ηκυρωμένων δειγμάτων των νομισμάτων της χώρας του. Δέον ν’ ανακοινοί, εντός των αυτών ορίων, τακτικώς εις τα ξένα κεντρικά γραφεία, παρέχον εις αυτά πάσαν αναγκαίαν πληροφορίαν, α)δια τας εν τη χώρα του γενομένας νέας εκδόσεις νομισμάτων, β)δια την εκ της κυκλοφορίας άρσιν και παραγραφήν νομισμάτων.
Πλην των περιπτώσεων καθαρώς τοπικού ενδιαφέροντος, έκαστον κεντρικόν γραφείον, καθ’ α όρια ήθελε τούτο κρίνει σκόπιμον, δέον ν’ ανακοινοί εις τα κεντρικά γραφεία των άλλων χωρών: 1)Τας ανακαλύψεις πλαστών νομισμάτων. Η ανακοίνωσις παραχαράξεως γραμματίων Τραπέζης ή κράτους θα συνοδεύηται δια τεχνικής περιγραφής των πλαστογραφημένων, γινομένης αποκλειστικώς παρά του εκδοτικού οργανισμού του οποίου επλαστογραφήθησαν τα γραμμάτια, και δια φωτογραφικής αναπαραγωγής, ει δυνατόν, του δείγματος του πλαστού γραμματίου. Εις επείγουσαν περίπτωσιν, ειδοποίησις και σύντομος περιγραφή παρά των αστυνομικών αρχών δύναται ν’ αποστέλλωνται υπό εχεμύθειαν εις τα ενδιαφερόμενα κεντρικά γραφεία, υπό την επιφύλαξιν της ειδοποιήσεως και τεχνικής περιγραφής, περί ης γίνεται μνεία ανωτέρω. 2)Τας ερεύνας, καταδιώξεις, συλλήψεις, καταδίκας, απελάσεις των κιβδηλοποιών, ως και τυχόν μετατοπίσεις των και πάσαν χρήσιμον πληροφορίαν, ιδία τα χαρακτηριστικά, δακτυλικά αποτυπώματα, και φωτογραφίας των κιβδηλοποιών. 3)Λεπτομερείς περιγραφάς ανακαλυφθείσης κατασκευής, σημειουμένου εάν δια των κατά την ανακάλυψιν επετεύχθη η εξ ολοκλήρου κατάσχεσις των εν κυκλοφορία τεθέντων κιβδήλων νομισμάτων.

Άρθρον 15
Προς εξασφάλισιν, τελειοποίησιν, και ανάπτυξιν της διεθνούς συνεργασίας προς πρόληψιν και τιμωρίαν της κιβδηλοποιΐας, οι αντιπρόσωποι των υψηλών συμβαλλομένων μερών δέον να συγκροτώσιν από καιρού εις καιρόν συνδιασκέψεις, τη συμμετοχή των αντιπροσώπων των εκδοτικών Τραπεζών και των ενδιαφερομένων κεντρικών αρχών. Η οργάνωσις και ο έλεγχος κεντρικού διεθνούς γραφείου πληροφοριών θέλει συζητηθή εις μίαν από τας συνδιασκέψεις αυτάς.
Άρθρον 16
Η διαβίβασις ανακριτικών εντολών, σχετικών προς τας εν άρθρω 3 παραβάσεις, δέον να γίνηται α)κατά προτίμησιν δι’ απ’ ευθείας επικοινωνίας μεταξύ των δικαστικών αρχών, ενδεχομένως δε δια των κεντρικών γραφείων. β)δι’ απ’ ευθείας αλληλογραφίας των υπουργών της Δικαιοσύνης των δύο χωρών ή δια της απ’ ευθείας αλληλογραφίας της Αρχής της αιτούσης χώρας προς τον υπουργόν της Δικαιοσύνης της εις έκδοσιν καλουμένης χώρας. γ)δια του διπλωματικού ή προξενικού πράκτορος της αιτούσης χώρας εν τη καλουμένη εις έκδοσιν χώρα. Ο πράκτωρ ούτος θα διαβιβάση απ’ ευθείας την ανακριτικήν εντολήν εις την αρμοδίαν δικαστικήν Αρχήν ή εις την υποδεικνυομένην παρά της εις έκδοσιν καλουμένης χώρας, θα λάβη δε απ’ ευθείας παρά της Αρχής ταύτης τα έγγραφα τα συνιστώντα την εκτέλεσιν της ανακριτικής εντολής.
Εις τας περιπτώσεις α΄ και β΄ θα αποστέλληται εν ταυτώ πάντοτε εις την ανωτέραν Αρχήν της εις έκδοσιν καλουμένης χώρας αντίγραφον της ανακριτικής εντολής.
Ελλείψει εναντίας συμφωνίας, η ανακριτική εντολήν δέον να συντάσσηται εις την γλώσσαν της αιτούσης Αρχής, δυναμένης της εις έκδοσιν καλουμένης χώρας, να ζητήση μετάφρασιν εις την γλώσσαν της, ης το σύμφωνον να βεβαιωθή παρά της αιτούσης Αρχής.
Έκαστον υψηλόν συμβαλλόμενον μέρος θα γνωστοποιήση δι’ ανακοινώσεως απευθυνομένης προς έκαστον υψηλόν συμβαλλόμενον μέρος, τον ανωτέρω προβλεπόμενον τρόπον ή τρόπους μεταβιβάσεως ον αποδέχεται δια τας ανακριτικάς εντολάς του υψηλού τούτου συμβαλλομένου μέρους.
Μέχρις ου έκαστον υψηλόν συμβαλλόμενον μέρος προβή εις παρομοίαν ανακοίνωσιν, θέλει διατηρηθή η εν ισχύϊ διαδικασία του περί ανακριτικών εντολών.
Η εκτέλεσις των ανακριτικών εντολών είναι απηλλαγμένη της πληρωμής των τελών και εξόδων, πλην των της πραγματογνωμοσύνης.
Ουδεμία διάταξις του παρόντος άρθρου δύναται να ερμηνευθή ως αποτελούσα εκ μέρους των υψηλών συμβαλλομένων μερών υποχρέωσιν ν’ αποδεχθώσι παράβασιν της νομοθεσίας των, όσον αφορά το σύστημα των αποδείξεων επί των κατασταλτικών μέτρων.
Άρθρον 17
Η συμμετοχή ενός υψηλού συμβαλλομένου μέρους εις την παρούσαν σύμβασιν δεν δύναται να ερμηνευθή ως θίγουσα την στάσιν του επί του γενικού ζητήματος της αρμοδιότητος της ποινικής δικαιοδοσίας ως ζητήματος διεθνούς δικαίου.
Άρθρον 18
Η παρούσα σύμβασις αφίνει άθικτον την αρχήν ότι αι εν άρθρω 3 προβλεπόμεναι πράξεις δέον εις εκάστην χώραν, χωρίς ουδέποτε να εξασφαλίζηται η ατιμωρησία των, να χαρακτηρίζωνται, διώκωνται, και δικάζωνται συμφώνως προς τους γενικούς κανόνας της εσωτερικής της νομοθεσίας.
Μέρος δεύτερον
Άρθρον 19
Τα υψηλά συμβαλλόμενα μέρη συνομολογούσιν ότι πάσαι αι μεταξύ των εγερθησόμεναι διαφοραί ως προς την ερμηνείαν ή την εφαρμογήν της παρούσης συμβάσεως θα υποβάλλωνται, εφ’ όσον δεν δύναται να εξομαλυνθώσι δι’ ευθείας διαπραγματεύσεων, προς επίλυσιν εις το μόνιμον διεθνές δικαστήριον. Εάν τα υψηλά συμβαλλόμενα μέρη, μεταξύ των οποίων αναφύεται η διαφορά, ή εν εξ αυτών δεν είναι μεταξύ των συμβαλλομένων του πρωτοκόλλου της 16 Δεκ. 1920, περί μονίμου διεθνούς δικαστηρίου, η διαφορά αύτη θα υποβάλληται, τη βουλήσει των και συμφώνως προς τους συνταγματικούς κανόνας εκάστης τούτων, είτε εις το μόνιμον δικαστήριον διεθνούς δικαιοσύνης είτε εις διαιτητικόν δικαστήριον, συσταθέν, συμφώνως προς την σύμβασιν της 18 Οκτωβρίου 1907 δια τον ειρηνικόν διακανονισμόν των διεθνών διαφορών, είτε εις οιονδήποτε άλλο διαιτητικόν δικαστήριον.
Άρθρα 20-28
(Διατάξεις αφορώσαι την επικύρωσιν, προσχώρησιν κλπ. τυπικά θέματα).
















Σελίς 115
ΘΕΜΑ
β

Σωματεμπορία γυναικών
Βλ. και άρθρ. 8 και 351 του νέου Ποιν. Κώδικος, ως και το
περί προστασίας των ηθών κεφάλαιον του τόμου 4.
1. ΑΝΑΓΚ. ΝΟΜΟΣ υπ’ αριθ. 360
της 30 Νοεμ. /5 Δεκ. 1936
(αναδημ. 8/18 Ιουν. 1937)
Περί κυρώσεως της εν Γενεύη την 11 Οκτ. 1933 υπογραφείσης διεθνούς συμβάσεως π. καταστολής της σωματεμπορίας ενηλίκων γυναικών κλπ.
Άρθρον πρώτον
Κυρούται η εν Γενεύη συναφθείσα την 11 Οκτ. 1933 διεθνής σύμβασις περί καταστολής της σωματεμπορίας ενηλίκων γυναικών, ης το κείμενον εν γαλλικώ πρωτοτύπω και ελληνική μεταφράσει έχει ως κάτωθι:
ΔΙΕΘΝΗΣ ΣΥΜΒΑΣΙΣ ΠΕΡΙ ΚΑΤΑΣΤΟΛΗΣ
ΤΗΣ ΣΩΜΑΤΕΜΠΟΡΙΑΣ ΤΩΝ ΕΝΗΛΙΚΩΝ
ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Η Α.Μ. ο Βασιλεύς των Αλβανών, ο Πρόεδρος του Γερμανικού Κράτους, ο Ομοσπ. Πρόεδρος της Αυστριακής Δημοκρατίας, η Α.Μ. ο Βασιλεύς των Βέλγων, η Α.Μ. ο Βασιλεύς της Μ. Βρεττανίας, της Ιρλανδίας και των πέραν των θαλασσών Βρεττανικών Κτήσεων, Αυτοκράτωρ των Ινδιών, η Α.Μ. ο Βασιλεύς των Βουλγάρων, οι Πρόεδροι της Δημοκρατίας της Χιλής, της Κίνας, της Πολωνίας δια την ελευθέραν πόλιν του Δαντσιγκ, της Ισπανίας, της Γαλλίας, της Ελλάδος, η Α. Γαλην. Υψ. ο Αντιβασιλεύς της Ουγγαρίας, οι Πρόεδροι της Δημοκρατίας της Λετονίας, της Λιθουανίας, η Α.Γ.Υ. ο Πρίγκηψ του Μονακό, η Α.Μ. ο Βασιλεύς της Νορβηγίας, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας του Παναμά, η Α.Μ. η Βασίλισσα των Κάτω Χωρών, οι Πρόεδροι της Δημοκρατίας της Πολωνίας, της Πορτογαλίας, η Α.Μ. ο Βασιλεύς της Σουηδίας, το Ελβετικόν Ομοσπονδιακόν Συμβούλιον, ο Πρόεδρος της Τσεχοσλοβακικής Δημοκρατίας, η Α.Μ. ο Βασιλεύς της Γιουγκοσλαβίας.
Επιθυμούντες να εξασφαλίσωσι κατά τρόπον πληρέστερον την καταστολήν της σωματεμπορίας των γυναικών και παίδων.
Λαβόντες γνώσιν των συστάσεων των διαλαμβανομένων εν τη προς το Συμβούλιον της Κοινωνίας των Εθνών εκθέσει της επιτροπής σωματεμπορίας γυναικών και παίδων επί των εργασιών της δωδεκάτης συνόδου αυτής, αποφασίσαντες την δια νέας συμβάσεως συμπλήρωσιν της συμφωνίας της 18 Μαΐου 1904 και των συμβάσεων της 4 Μαϊου 1910 και 30 Σεπτ. 1921, σχετικών προς την καταστολήν της σωματεμπορίας γυναικών και παίδων, διώρισαν προς τούτο ως πληρεξουσίους αυτών: (έπονται τα ονόματα τούτων).
Οίτινες μετά την ανακοίνωσιν των πληρεξουσίων των, ευρεθέντων εν τάξει, συνεφώνησαν επί των επομένων διατάξεων:
Άρθρον 1
Είναι τιμωρητέος ποινικώς πας τις όστις προς ικανοποίησιν αλλοτρίων παθών προήγαγε, παρέσυρεν ή παρεπλάνησε, και τη οικεία έτι συγκαταθέσει, γυναίκα ή νεάνιδα ενήλικον επί σκοπώ ανηθίκου εκμεταλλεύσεως αυτής εν άλλη χώρα και εάν ακόμη αι διάφοροι πράξεις, αι συνιστώσαι την παράβασιν, ετελέσθησαν εις διαφόρους χώρας.
Η απόπειρα τιμωρείται εξ ίσου. Επίσης εντός των νομίμων ορίων αι προπαρασκευαστικαί πράξεις.
Κατά την έννοιαν του παρόντος άρθρου, η έκφρασις «χώρα», περιλαμβάνει τας αποικίας και τα προτεκτοράτα του ενδιαφερομένου υψηλού συμβαλλομένου μέρους, ως και τα εδάφη τα υπό επικυριαρχίαν και τα υπό εντολήν.
Άρθρον 2
Τα υψηλά συμβαλλόμενα μέρη, των οποίων η ισχύουσα νομοθεσία δεν θα είναι επαρκής δια την καταστολήν των προβλεπομένων εν τω προηγουμένω άρθρω παραβάσεων, υποχρεούνται να λάβωσι τα αναγκαία μέτρα προς τιμωρίαν των παραβάσεων τούτων αναλόγως της σοβαρότητός των.
Άρθρον 3
Τα υψηλά συμβαλλόμενα μέρη υποχρεούνται να παρέχωσι τας ακολούθους πληροφορίας (ή αναλόγους τοιαύτας επιτρεπομένας υπό της κειμένης νομοθεσίας) εν σχέσει με παν άτομο οιουδήποτε φύλου, το οποίον διέπραξεν ή απεπειράθη να διαπράξη μίαν των παραβάσεων των προβλεπομένων υπό της παρούσης συμβάσεως ή των συμβάσεων 1910 και 1921 των σχετικών με την καταστολήν της σωματεμπορίας γυναικών και παίδων, εάν η παράβασις διεπράχθη ή ήθελε διαπραχθή εις διαφόρους χώρας:
α)Τας καταδικαστικάς αποφάσεις μεθ’ όλων των χρησίμων πληροφοριών, αίτινες είναι δυνατόν να ληφθώσιν περί του παραβάτου, ως λ.χ. την αστικήν αυτού κατάστασιν, τα χαρακτηριστικά του προσώπου του, τα δακτυλικά αποτυπώματα, την φωτογραφίαν του, τον αστυνομικόν του φάκελλον, τον τρόπον της ενεργείας του κλπ.
β)Την ανακοίνωσιν των μέτρων απομακρύνσεως ή απελάσεως, των οποίων υπήρξεν αντικείμενον.
Τα έγγραφα ταύτα και αι πληροφορίαι θα αποστέλλωνται απ’ ευθείας και άνευ αναβολής εις τας Αρχάς των ενδιαφερομένων χωρών εις πάσαν ειδικήν περίπτωσιν υπό των αρμοδίων Αρχών, συμφώνως τω 1 άρθρω του διακανονισμού του συνομολογηθέντος εν Παρισίοις την 18 Μαΐου 1904. Η αποστολή αύτη θα ενεργήται εφ’ όσον είναι δυνατόν εις όλας τας περιπτώσεις βεβαιώσεως της παραβάσεως, της καταδίκης, απομακρύνσεως ή απελάσεως.
Σελ. 117

Άρθρον 4
Εάν μεταξύ των υψηλών συμβαλλομένων μερών εγείρεται μία οποιαδήποτε διαφορά σχετική με την ερμηνείαν ή την εφαρμογήν της παρούσης συμβάσεως ή των συμβάσεων του 1910 και 1921 και αν η διαφορά αύτη δεν κατέστη εφικτόν όπως λυθή ικανοποιητικώς δια της διπλωματικής οδού, θα διακανονισθή μεταξύ των μερών, συμφώνως προς τας ισχύουσας διατάξεις τας αφορώσας τον διακανονισμόν των διεθνών διαφορών.
Εις περίπτωσιν καθ’ ην τοιαύται διατάξεις δεν θα υφίσταντο μεταξύ των μερών των εχόντων την διαφοράν, τότε αύτη θα υποβάλλεται εις διαδικασίαν διαιτητικήν ή δικαστικήν. Ελλείψει συμφωνίας ως προς την εκλογήν ετέρου τινός δικαστηρίου, θα υποβάλλεται η διαφορά τη αιτήσει ενός των μερών εις το διαρκές δικαστήριον της διεθνούς Δικαιοσύνης, εάν έχωσι υπογράψει αμφότερα το πρωτόκολλον της 16 Δεκ. 1920 το σχετικόν προς τον κανονισμόν του αναφερθέντος δικαστηρίου, και αν δεν συμβαίνη τούτο, εις εν δικαστήριον διαιτησίας συνιστώμενον συμφώνως προς την σύμβασιν της Χάγης της 18 Οκτ. 1907 δια τον ειρηνικόν διακανονισμόν των διεθνών διενέξεων.
Άρθρον 5
Η παρούσα σύμβασις, της οποίας το Γαλλικόν και Αγγλικόν κείμενον είναι εξ ίσου έγκυρον, θα φέρη την ημερομηνίαν της ημέρας ταύτης και μέχρι της 1 Απριλίου 1934 δύναται να την υπογράψη παν μέλος της Κοινωνίας των Εθνών ή έκαστον κράτος μη μέλος αντιπροσωπευθέν εις την Συνέλευσιν, ήτις εξεπόνησε την παρούσαν σύμβασιν, ή εις το οποίον το Συμβούλιο της Κοινωνίας των Εθνών εκοινοποίησεν αντίγραφον της παρούσης συμβάσεως προς τον σκοπόν τούτον.
Άρθρον 6
Η παρούσα σύμβασις θέλει κυρωθή. Αι πράξεις της κυρώσεως θα διαβιβασθώσιν εις τον Γενικόν Γραμματέα της Κοινωνίας των Εθνών, όστις θα κοινοποιήση το περιεχόμενον εις όλα τα μέλη της Κοινωνίας, ως και εις τα Κράτη τα μη μέλη τα μνημονευθέντα εν τω προηγουμένω άρθρω.
Άρθρον 7
Από της 1 Απρ. 1934 παν μέλος της Κοινωνίας των Εθνών και παν κράτος μη μέλος εκ των μνημονευθέντων εν τω 5 άρθρω, θα δύναται να προσχωρήση εις την παρούσαν σύμβασιν.
Αι πράξεις της προσχωρήσεως θα διαβιβασθώσιν εις τον γενικόν γραμματέα της Κοινωνίας των Εθνών, όστις θα κοινοποιήση το περιεχόμενον εις άπαντα τα μέλη της Κοινωνίας, ως και εις τα Κράτη μη μέλη, ως ελέχθη εν τω 5 άρθρω.





Σελ. 118




Άρθρον 8
Η παρούσα σύμβασις θέλει ισχύσει μετά εξήκοντα ημέρας αφ’ ης ο γενικός γραμματεύς της Κοινωνίας των Εθνών θα λάβη δύο κυρώσεις ή προσχωρήσεις.
Θα καταχωρισθή υπό του γενικού γραμματέως από της ημέρας της ενάρξεως της ισχύος της.
Αι μεταγενέστεραι κυρώσεις ή προσχωρήσεις θα ισχύουσι μετά την λήξιν της προθεσμίας των εξήκοντα ημερών από της ημέρας της λήψεώς των υπό του γενικού γραμματέως.
Άρθρον 9
Η παρούσα σύμβασις δύναται να καταγγελθή δια κοινοποιήσεως απευθυνομένης εις τον γενικόν γραμματέα της Κοινωνίας των Εθνών. Η καταγγελία αύτη θα ισχύση μετά εν έτος από της λήψεώς της και μόνον ως προ το Υψηλόν Συμβαλλόμενον Μέρος όπερ θα έχη κοινοποιήσει ταύτην.
Άρθρον 10
Πάν Υψηλόν Συμβαλλόμενον Μέρος δύναται να δηλώση κατά την υπογραφήν της κυρώσεως ή της προσχωρήσεως ότι αποδεχόμενον την σύμβασιν ταύτην, δεν αναλαμβάνει ουδεμίαν υποχρέωσιν δια το σύνολον ή δι’ εν μέρος των αποικιών του, προτεκτοράτων, υπερθαλασσίων εδαφών, εδαφών υπό την επικυριαρχίαν του και εδαφών κατ’ εντολήν.
Παν Υψηλόν Συμβαλλόμενον Μέρος δύναται μεταγενεστέρως να δηλώση εις τον γενικόν γραμματέα της Κοινωνίας των Εθνών, ότι η παρούσα σύμβασις εφαρμόζεται εις το σύνολον ή εις μέρος των εδαφών, περί των οποίων προέβη εις δήλωσιν, συμφώνως προς τους όρους της προηγουμένης παραγράφου. Η ρηθείσα δήλωσις θα έχει ισχύν εξήκοντα ημέρας μετά την λήψιν της.
Παν Υψηλόν Συμβαλλόμενον Μέρος δύναται ανά πάσαν στιγμήν να αποσύρη εν τω συνόλω, ή εν μέρει την εν τη δευτέρα παραγράφω, αναφερθείσαν δήλωσιν. Εν τοιαύτη περιπτώσει η δήλωσις αύτη μη συμμετοχής, θέλει ισχύσει εν έτος μετά την λήψιν ταύτης υπό του γενικού γραμματέως της Κοινωνίας των Εθνών.
Ο γενικός γραμματεύς θα κοινοποιήση εις όλα τα μέλη της Κοινωνίας των Εθνών, ως και εις τα Κράτη μη μέλη τα εν τω 5 άρθρω αναφερόμενα, τας προβλεπομένας καταγγελίας εν τω άρθρω 9 και τας ληφθείσας δηλώσεις δυνάμει του παρόντος άρθρου.
Παρά την γενομένην δήλωσιν, δυνάμει της 1 παραγράφου του παρόντος άρθρου, η παράγραφος 3 του 1 άρθρου εφαρμόζεται.
Εις πίστωσιν τούτου οι ρηθέντες πληρεξούσιοι υπέγραψαν την παρούσαν σύμβασιν.
Εγένετο εν Γενεύη την 11 Οκτ. 1933 εις εν μόνον αντίτυπον, το οποίον θα κατατεθή εις τα αρχεία της γραμματείας της Κοινωνίας των Εθνών και του οποίου τα βεβαιωμένα ακριβή αντίγραφα θα αποσταλώσιν εις όλα τα μέλη της Κοινωνίας των Εθνών και εις τα μη μέλη τα αναφερθέντα εν τω 5 άρθρω.
(Έπονται αι υπογραφαί).
Η κατάθεσις της επικυρώσεως της άνω συμβάσεως ανεκοινώθη δια της υπ’ αριθ. 17992 της 30 Αυγ. /6 Σεπτ. 1937 ανακοινώσεως του Υπουργού των Εξωτερικών.

Δεν υπάρχουν σχόλια: