06 ΠΕΜΠΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Επιμέτρηση της ποινής.

ΠΕΜΠΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Επιμέτρηση της ποινής.

1.Γενικοί κανόνες
Άρθρο 79. Δικαστική επιμέτρηση της ποινής. 1.Κατά την επιμέτρηση της ποινής στα όρια που διαγράφει ο νόμος το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη: α)τη βαρύτητα του εγκλήματος που έχει τελεστεί και β)την προσωπικότητα του εγκληματία. 2.Για την εκτίμηση της βαρύτητας του εγκλήματος το δικαστήριο αποβλέπει: α)στη βλάβη που προξένησε το έγκλημα ή τον κίνδυνο που προκάλεσε β)στη φύση, στο είδος και στο αντικείμενο του εγκλήματος, καθώς επίσης σε όλες τις περιστάσεις χρόνου, τόπου, μέσων και τρόπου που συνόδευαν την προπαρασκευή ή την εκτέλεσή του γ)στην ένταση του δόλου ή στο βαθμό της αμέλειας του υπαιτίου. 3.Κατά την εκτίμηση της προσωπικότητας του εγκληματία το δικαστήριο σταθμίζει ιδίως το βαθμό της εγκληματικής διάθεσης που εκδήλωσε ο υπαίτιος κατά την πράξη. Για να τον διαγνώσει με ακρίβεια εξετάζει: α)τα αίτια που τον ώθησαν στην εκτέλεση του εγκλήματος, την αφορμή που του δόθηκε και το σκοπό που επιδίωξε β)το χαρακτήρα του και το βαθμό της ανάπτυξής του γ) τις ατομικές και κοινωνικές περιστάσεις και την προηγούμενη ζωή του δ)τη διαγωγή του κατά τη διάρκεια της πράξης και μετά την πράξη ιδίως τη μετάνοια που επέδειξε και την προθυμία του να επανορθώσει τις συνέπειες την πράξης του. 4.Στην απόφαση αναφέρονται ρητά οι λόγοι που δικαιολογούν την κρίση του δικαστηρίου για την ποινή που επέβαλε. Άρθρο 80. Επιμέτρηση των ποινών σε χρήμα. 1.Κατά την επιμέτρηση της χρηματικής ποινής και του προστίμου λαμβάνονται υπόψη και οι οικονομικοί όροι τόσο εκείνου που καταδικάστηκε όσο και των μελών της οικογένειάς του τα οποία συντηρεί. 2.Στις περιπτώσεις που ο νόμος απειλεί διαζευκτικά είτε ποινή στερητική της ελευθερίας είτε χρηματική ποινή ή πρόστιμο, το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει και τις δύο ποινές, αν κρίνει ότι μόνο η μία από τις δύο δεν αρκεί για να αποτρέψει τον υπαίτιο από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων. Άρθρο 81. Έγκλημα από φιλοκέρδεια. 1.Όταν το έγκλημα πήγασε από αίτια απόκτησης κέρδους, το δικαστήριο μπορεί, μαζί με τη στερητική της ελευθερίας ποινή, να επιβάλει και χρηματική ποινή ή πρόστιμο, έστω και αν ο νόμος δεν προβλέπει ποινή σε χρήμα για το έγκλημα που τελέστηκε. 2.Στις περιπτώσεις που ο νόμος προβλέπει για το έγκλημα μόνο χρηματική ποινή ή πρόστιμο, το δικαστήριο, αν συντρέχουν τα αίτια της παρ. 1, μπορεί να επιβάλει τέτοια ποινή αυξημένη έως το τριπλάσιο του ανώτατου ορίου της το οποίο προβλέπεται γι’ αυτό το έγκλημα. (Αντί για τη σελ. 84,19(δ) Σελ. 84,19(ε) Τεύχος 1357 Σελ. 17 Μετατροπή των περιοριστικών της ελευθερίας ποινών Άρθρ.82.-«1.Η περιοριστική της ελευθερίας ποινή που δεν υπερβαίνει το ένα έτος μετατρέπεται σε χρηματική ποινή ή πρόστιμο». Η παρ. 1 αντικαταστάθηκε ως άνω από την περίπτ. α΄ παρ. 3 άρθρ. 1 Νόμ. 2408/31 Μαΐου-4 Ιουν. 1996 (ΦΕΚ Α΄ 104) (διόρθ. σφαλμ. στο ΦΕΚ Α΄ 158/11-7-1996), κατωτ. αριθ. 32. 2. «Η περιοριστική της ελευθερίας ποινή που είναι μεγαλύτερη από ένα έτος και δεν υπερβαίνει τα δύο μετατρέπεται σε χρηματική, εκτός και αν ο δράστης είναι υπότροπος και το δικαστήριο με ειδικά αιτιολογημένη απόφασή του κρίνει ότι απαιτείται η μη μετατροπή της για να αποτραπεί ο δράστης από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων». Το πρώτο μέσα σε « » εδάφιο αντικαταστάθηκε ως άνω από την περίπτ. β΄ παρ. 3 άρθρ. 1 Νόμ. 2408/31 Μαΐου-4 Ιουν. 1996 (ΦΕΚ Α΄ 104) (διόρθ. σφαλμ. στο ΦΕΚ Α΄ 158/11-7-1996), κατωτ. αριθ. 32. «Σε ποινές φυλάκισης άνω των δύο ετών, αν έχει εκτιθεί με οποιονδήποτε τρόπο το ήμισυ της ποινής και το προς έκτιση υπόλοιπο δεν υπερβαίνει τα δύο έτη, το τριμελές πλημμελειοδικείο του τόπου κράτησης ύστερα από αίτηση του καταδίκου μετατρέπει τούτο σε χρηματική ποινή, εκτός αν με ειδική αιτιολογία κρίνει από την εν γένει συμπεριφορά του καταδίκου κατά το χρόνο έκτισης της ποινής ότι η χρηματική ποινή δεν αρκεί για να αποτραπεί ο κατάδικος από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων. Κατά της αποφάσεως ο κατάδικος μπορεί να ασκήσει έφεση. Κατά τα λοιπά εφαρμόζεται η παρ. 5 του παρόντος». Τα μέσα σε « » εδάφια, που είχαν προστεθεί από την παρ. 2 άρθρ. 1 Νόμ. 2145/1993 (ΦΕΚ Α΄ 88) αντικαταστάθηκαν ως άνω από το εδάφ. α΄ της παρ. 1 άρθρ. 1 Νόμ. 2207/1994,(ΦΕΚ Α΄ 65), κατωτ. αριθ. 30. «Η περιοριστική της ελευθερίας ποινή που είναι μεγαλύτερη από δύο έτη και δεν υπερβαίνει τα τρία, μπορεί, με απόφαση του δικαστηρίου ειδικά αιτιολογημένη, να μετατραπεί σε χρηματική, αν το δικαστήριο κρίνει ότι η μετατροπή αρκεί για να αποτρέψει το δράστη από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων». Το μέσα σε «» νέο εδάφιο προστέθηκε από την παρ. 1 άρθρ. 13 Νόμ. 2721/3-3 Ιουν. 1999 (ΦΕΚ Α΄ 112), κατωτ. αριθ. 38. Επίσης με την παρ. 2 του ιδίου άρθρου ορίστηκε ότι: «Κατηγορούμενοι που έχουν εις βάρος τους καταδικαστικές αποφάσεις με ποινές φυλάκισης από δύο έως τρία έτη, μπορούν, με αίτησή τους απευθυνόμενη προς το δικαστήριο που τις επέβαλε, να ζητήσουν τη μετατροπή τους σε χρηματική με τις προϋποθέσεις της προηγούμενης παραγράφου». 3.Το ποσό της μετατροπής καθορίζεται με ειδικά αιτιολογημένη απόφαση, αφού ληφθεί υπόψη η οικονομική κατάσταση του καταδικασμένου. Κάθε ημέρα φυλάκισης υπολογίζεται σε ποσό χιλίων έως είκοσι χιλιάδων δραχμών. Αν ο καταδικασμένος αδυνατεί λόγω της οικονομικής του κατάστασης να καταβάλει το κατώτατο όριο της μετατροπής και το έγκλημα δεν οφείλεται σε φιλοκέρδεια, το δικαστήριο μπορεί, με ειδικά αιτιολογημένη απόφασή του, να μειώσει το ποσό της μετατροπής μέχρι του ενός τρίτου του κατώτατου ορίου. Με την 134423α/8 Δεκ. 1992-20 Ιαν. 1993 απ. Υπ. Οικον. και Δικ/νης (ΦΕΚ Β΄ 11), που ισχύει ένα μήνα μετά τη δημοσίευσή της, αναπροσαρμόστηκε το ποσό της μετατροής των στερητικων της ελευθερίας ποινών ως εξής: «κάθε μέρα φυλακίσεως υπολογίζεται σε χίλιες πεντακόσιες έως είκοσι χιλιάδες δραχμές» αντί χίλιες έως είκοσι χιλιάδες δραχμές, που ίσχυε μέχρι σήμερα και «κάθε ημέρα κρατήσεως υπολογίζεται σε επτακόσιες έως πέντε χιλιάδες δραχμές» αντί πεντακόσιες έως πέντε χιλιάδες δραχμές, που ίσχυε μέχρι σήμερα. Με την με αριθ.58554/19-28 Ιουν. 2006 απόφ. Υπ. Οικονομίας και Οικονομικών και Δικ/νης (ΦΕΚ Β΄ 776), που ισχύει ένα μήνα μετά τη δημοσίευσή της, αναπροσαρμόστηκε το πόσο της μετατροπής των στερητικών της ελευθερίας ποινών ως εξής: «κάθε ημέρα φυλάκισης υπολογίζεται σε πέντε (5,00) Ευρώ έως πενήντα εννέα (59,00) Ευρώ» αντί τέσσερα και σαράντα (4,40) Ευρώ έως πενήντα εννέα (59,00) Ευρώ, που ίσχυε μέχρι σήμερα και «κάθε ημέρα κράτησης υπολογίζεται σε τρία (3,00) Ευρώ έως δέκα πέντε (15,00) Ευρώ» αντί δύο και δέκα (2,10) Ευρώ, έως δέκα πέντε (15,00) Ευρώ που ίσχυε μέχρι σήμερα. 4.Με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης και Οικονομικών μπορεί να αυξομειώνονται τα προβλεπόμενα στην παρ. 3 ποσά μετατροπής των περιοριστικών της ελευθερίας ποινών. «5.Σε περίπτωση μετατροπής της στερητικής της ελευθερίας ποινής σε χρηματική ποινή ή πρόστιμο, η αρχική ποινή εκτελείται, μέχρι να καταβληθεί στο δημόσιο ταμείο ολόκληρο το ποσό της μετατροπής. (Αντί για τη σελ.84,201(δ) Σελ. 84,201(ε) Τεύχος Σελ. «Με διάταξη όμως του εισαγγελέα πλημμελειοδικών, που εκδίδεται μετά από αίτηση εκείνου που καταδικάσθηκε, μπορεί να επιτραπεί σε αυτόν η καταβολή του ποσού της μετατροπής εφάπαξ ή σε δόσεις μέσα σε δύο έτη από την καταδίκη. Η ρύθμιση αυτή γίνεται εφόσον εκείνος που καταδικάσθηκε: α)βρίσκεται σε πρόδηλη και απόλυτη οικονομική αδυναμία, β)από την εκπαίδευσή του, τις επαγγελματικές του δυνατότητες και τα στοιχεία της προσωπικότητάς του γενικά πιθανολογείται ότι θα ανταποκριθεί στην υποχρέωση καταβολής και γ)έχει προηγουμένως ζητήσει τη μετατροπή της ποινής του σε παροχή κοινωφελούς εργασίας, αλλά το δικαστήριο έκρινε ότι η παροχή τέτοιας εργασίας από το συγκεκριμένο δεν είναι εφικτή για λόγους ανεξάρτητους από τη βούλησή του. Με την ίδια διάταξη αναστέλλεται η έκτιση της ποινής και μπορεί να επιβάλλονται περιοριστικοί όροι, εφόσον αυτοί είναι απολύτως αναγκαίοι και ανάλογοι προς το ύψος της ποινής, την επαγγελματική δραστηριότητα και την προσωπικότητα εκείνου που καταδικάσθηκε. Αν εκείνος που καταδικάσθηκε δεν τηρεί τις προθεσμίες που τάχθηκαν για την καταβολή του ποσού της μετατροπής ή των δόσεών του ή αν δεν συμμορφώνεται με τους περιοριστικούς όρους που του επιβλήθηκαν, η αναστολή που χορηγήθηκε ανακαλείται με όμοια διάταξη και διατάσσεται η εκτέλεση της ποινής. Αν εκείνος που καταδικάσθηκε δεν μπορεί, λόγω παράτασης της οικονομικής του αδυναμίας που δεν οφείλεται σε υπαιτιότητά του, να τηρήσει προθεσμία που του τάχθηκε για την καταβολή του ποσού της μετατροπής ή δόσης του, μπορεί με αίτησή του που υποβάλλεται στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών πριν τη λήξη της προθεσμίας να ζητήσει μόνο μία φορά την παράτασή της το πολύ για έξι μήνες. Οι διατάξεις του εισαγγελέα πλημμελειοδικών που εκδίδονται κατά την παρούσα παράγραφο ανακοινώνονται στον εισαγγελέα έκτισης της ποινής. Κατά των διατάξεων αυτών χωρεί προσφυγή ενώπιον του εισαγγελέα εφετών». Τα μέσα σε « » δεύτερο έως και το τελευταίο εδάφια αντικαταστάθηκαν ως άνω από την περίπτ. γ΄ παρ. 3 άρθρ. 1 Νόμ. 2408/31 Μαΐου-4 Ιουλ. 1996 (ΦΕΚ Α΄ 104) (διόρθ. σφαλμ. στο ΦΕΚ Α΄ 158/11-7-1996). Η παρ. 5 αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ. 3 άρθρ. 1 Νόμ. 2145/28-28 Μαΐου 1993 (ΦΕΚ Α΄88), κατωτ. αριθ. 28. Σελ. 84,202(ε) Τεύχος Σελ. «6.Η περιοριστική της ελευθερίας ποινή που είναι μεγαλύτερη από ένα μήνα και έχει μετατραπεί σε χρηματική ποινή ή πρόστιμο μετατρέπεται περαιτέρω σε ποινή παροχής κοινωφελούς εργασίας, αν το ζητεί ή το αποδέχεται εκείνος που καταδικάσθηκε και εφόσον η παροχή τέτοιας εργασίας από το συγκεκριμένο καταδικασμένο είναι εφικτή. Η περιοριστική της ελευθερίας ποινή που είναι μεγαλύτερη από δύο έτη και δεν υπερβαίνει τα τρία μπορεί να μετατρέπεται σε ποινή παροχής κοινωφελούς εργασίας, αν το ζητεί ή το αποδέχεται εκείνος που καταδικάσθηκε και εφόσον η παροχή τέτοιας εργασίας από το συγκεκριμένο καταδικασμένο είναι εφικτή». Η παρ. 6 αντικαταστάθηκε ως άνω από την περίπτ.δ΄ παρ. 3 άρθρ. 1 Νόμ. 2408/31 Μαΐου-4 Ιουν. 1996 (ΦΕΚ Α΄ 104) (διόρθ. σφαλμ. στο ΦΕΚ Α΄ 158/11-7-19996), κατωτ. αριθ. 32. 7.Αν το δικαστήριο αποφασίσει τη μετατροπή της ποινής φυλακίσεως σε παροχή κοινωφελούς εργασίας κατά τα οριζόμενα στην προηγούμενη παράγραφο, καθορίζει συγχρόνως στην απόφασή του και τον αριθμό των ωρών κοινωφελούς εργασίας, που αντιστοιχούν σε κάθε ημέρα φυλακίσεως. Κάθε ημέρα φυλακίσεως μετατρέπεται σε παροχή κοινωφελούς εργασίας τεσσάρων ωρών, το δικαστήριο όμως, λαμβάνοντας υπόψη τις προσωπικές συνθήκες του καταδικασμένου, μπορεί να περιορίσει την κοινωφελή εργασία μέχρι δύο ή να την αυξήσει έως έξι ώρες για κάθε ημέρα ποινής φυλακίσεως. Ο εισαγγελέας εκτελέσεως της ποινής ορίζει αμέσως, ευθύς ως καταστεί εκτελεστή η ποινή, με διάταξή του την υπηρεσία, τον οργανισμό ή το πρόσωπο, προς το οποίο θα παρασχεθεί η κοινωφελής εργασία και το χρόνο παροχής της. Ο χρόνος αυτός ορίζεται εντός διαστήματος που αρχίζει από την επομένη της ημερομηνίας κατά την οποία γίνεται εκτελεστή η απόφαση και λήγει σε χρόνο που δεν μπορεί να υπερβεί το τριπλάσιο της διάρκειας της ποινής που του επιβλήθηκε. 8.Η κοινωφελής εργασία παρέχεται χωρίς αμοιβή σε υπηρεσίες του κράτους, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, των νομικών προσώπων του δημόσιου τομέα ή σε μη κερδοσκοπικά κοινωφελή νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου ή και άλλα, τα οποία ορίζονται με την υπουργική απόφαση του τελευταίου εδαφίου. Μπορεί επίσης να αφορά και σε παροχή υπηρεσιών προς τον παθόντα, αν κατέστη ανάπηρος και συμφωνούν ο καταδικασμένος και ο παθών. Την εκτέλεση της κοινωφελούς εργασίας επιβλέπει επιμελητής κοινωνικής αρωγής, εκτός αν το δικαστήριο διατάξει διαφορετικά. «Έως ότου οργανωθεί το σώμα των επιμελητών κοινωνικής αρωγής ή αν στον τόπο παροχής της κοινωφελούς εργασίας δεν υπάρχει επαρκής αριθμός επιμελητών ή αν η συγκεκριμένη κοινωφελής εργασία δεν έχει ανάγκη επίβλεψης από ειδικό επιμελητή, η επίβλεψη της εκτέλεσης της κοινωφελούς εργασίας ανατίθεται σε όργανα της διοίκησης, μέλη συλλογικών οργάνων ή σε υπαλλήλους των υπηρεσιών ή των νομικών προσώπων στα οποία παρέχεται η εργασία υπό την εποπτεία του εισαγγελέα πλημμελειοδικών του τόπου παροχής της εργασίας». Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης και των τυχόν άλλων συναρμοδίων υπουργών καθορίζονται η οργάνωση της παροχής κοινωφελούς εργασίας, η διαδικασία επιλογής, ανάθεσης και επίβλεψης της σχετικής εργασίας και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια. Το νέο μέσα σε « » εδάφιο προστέθηκε από την περίπτ. ε παρ. 3 άρθρ. 1 Νόμ. 2408/31 Μαΐου-4 Ιουν. 1996 (ΦΕΚ Α΄ 104) (διόρθ. σφαλμ. στο ΦΕΚ Α΄ 158/11-7-1996), κατωτ. αριθ. 32. 9.»Αν από υπαιτιότητα εκείνου που καταδικάσθηκε η εργασία παρέχεται ελλιπώς ή πλημμελώς, παύει να ισχύει η μετατροπή της ποινής σε ποινή παροχής κοινωφελούς εργασίας». Το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση μπορεί σ’ αυτήν την περίπτωση, μετά από αίτηση του καταδικασθέντα, να μετατρέψει την ποινή σε χρηματική. Το πρώτο μέσα σε « » εδάφιο αντικαταστάθηκε ως άνω από την περίπτ. στ΄ παρ. 3 άρθρ. 1 Νόμ. 2408/31 Μαΐου-4 Ιουλ. 1996 (ΦΕΚ Α΄ 104) (διόρθ.σφαλμ. στο ΦΕΚ Α΄ 158/11-7-1996), κατωτ. αριθ. 32. Το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση μπορεί σ’ αυτήν την περίπτωση, μετά από αίτηση του καταδικασθέντα, να μετατρέψει την ποινή σε χρηματική. Σε κάθε περίπτωση παράβασης ο επιμελητής κοινωνικής αρωγής ενημερώνει σχετικώς με έγγραφό του τον αρμόδιο εισαγγελέα, ο οποίος μπορεί να ερευνά και αυτεπαγγέλτως κάθε φορά αν η εργασία εκτελείται. «Αν ο εισαγγελέας ύστερα από ακρόαση εκείνου που καταδικάσθηκε διαπιστώσει ότι αυτός παρέχει από υπαιτιότητά του ελλιπή ή πλημμελή εργασία, διατάσσει την εκτέλεση της περιοριστικής της ελευθερίας ποινής ή της χρηματικής ποινής ή του προστίμου». Το τέταρτο μέσα σε « » εδάφιο αντικαταστάθηκε ως άνω από την περίπτ. ζ΄ παρ. 3 άρθρ. 1 Νόμ. 2408/31 Μαΐου-4 Ιουν. 1996 (ΦΕΚ Α΄ 104) (διόρθ. σφαλμ. στο ΦΕΚ Α΄ 158/11-7-1996), κατωτ. αριθ. 32 Κατά της διατάξεως του εισαγγελέα επιτρέπεται προσφυγή στον καταδικασμένο εντός δέκα ημερών από της εκτελέσεώς της, με δήλωσή

(Αντί για τη σελ. 84,2021(α) Σελ. 84,2021(β)
Τεύχος 1256-Σελ. 117

του στο γραμματέα της εισαγγελίας του τόπου παροχής της εργασίας ή στο διευθυντή των φυλακών, ο οποίος τη διαβιβάζει αμέσως στον αρμόδιο εισαγγελέα. Η προσφυγή απευθύνεται στο τριμελές πλημμελειοδικείο του τόπου παροχής της εργασίας, δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα, είναι απαράδεκτη «εάν ο προσφεύγων δεν υποβληθεί στην εκτέλεση της περιοριστικής της ελευθερίας ποινής ή της χρηματικής ποινής ή του προστίμου» και εισάγεται για συζήτηση κατά την πρώτη μετά την υποβολή της δικάσιμο, κατά την οποία προσάγεται ο προσφεύγων χωρίς κλήτευση. Αναβολή της συζητήσεως επιτρέπεται μόνο μια φορά σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρ. 349 Κ.Π.Δ. σε ρητή δικάσιμο χωρίς κλήτευση του προσφεύγοντος. Σε περίπτωση αναβολής το δικαστήριο μπορεί να διατάξει αναστολή εκτελέσεως της διατάξεως του εισαγγελέα μέχρι να εκδοθεί απόφαση για την προσφυγή. Αν ο προσφεύγων δεν εμφανισθεί, η προσφυγή απορρίπτεται ως ανυποστήρικτη. Σε κάθε περίπτωση το δικαστήριο αποφαίνεται αμετάκλητα, επιτρέπεται όμως αίτηση ακυρώσεως για μία φορά, εφαρμοζομένων αναλόγως των διατάξεων του άρθρ. 341 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
Η μέσα σε « » φράση του έκτου εδαφίου αντικαταστάθηκε ως άνω από την περίπτ. η παρ. 3 άρθρ. 1 Νόμ.2408/31 Μαΐου-4 Ιουν. 1996 (ΦΕΚ Α΄ 104) (διόρθ. σφαλμ. στο ΦΕΚ Α΄ 158/11-7-1996), κατωτ. αριθ. 32.
10.Η περιοριστική της ελευθερίας ποινή, που μετατράπηκε σε χρηματική ή πρόστιμο ή σε παροχή κοινωφελούς εργασίας, διατηρεί το χαρακτήρα της περιοριστικής της ελευθερίας ποινής και μετά τη μερική ή ολική απότιση της κατά μετατροπή ποινής. Αποκλείεται όμως η συγχώνευση ποινής που μετατράπηκε και αποτίθηκε, είτε με την καταβολή του ποσού της μετατροπής είτε με παροχή κοινωφελούς εργασίας, με ποινή περιοριστική της ελευθερίας, που δεν υπόκειται σε μετατροπή ή δεν μετατράπηκε.
«11.Η μετατροπή κατά τις προηγούμενες παραγράφους αποκλείεται στις περιπτώσεις καταδίκης για έγκλημα εμπορίας ναρκωτικών ή για έγκλημα που προβλέπεται από τις διατάξεις του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα, Διατάξεις του Ποινικού Κώδικα ή ειδικών ποινικών νόμων, που αποκλείουν ή ρυθμίζουν με άλλο τρόπο τη μετατροπή των στερητικών της ελευθερίας ποινών σε χρηματικές ή πρόστιμα ή καθορίζουν άλλως την έννοια της μετατροπής καταργούνται με την επιφύλαξη του προηγούμενου εδαφίου».
Η παρ. 11 αντικαταστάθηκε και πάλι ως άνω από το εδάφ. β΄ της παρ. 1 άρθρ. 1 Νόμ. 2207/1994, (ΦΕΚ Α΄ 65), κατωτ. αριθ. 30.
Το άρθρ. 82, όπως είχε αντικατασταθεί από το άρθρ. 1 του Νόμ. 1419/1984, (ΦΕΚ Α΄ 28)

Σελ. 84,2022(β)
Τεύχος 1256-Σελ. 118

κατωτ. αριθ. 25, αντικαταστάθηκε ως άνω από το άρθρ. 2 του Νόμ. 1941/18-18 Μαρτ. 1991 (ΦΕΚ Α΄ 41), Τόμ. 6Β, σελ. 667. Βλέπε σχετικά και τις μεταβατικές διατάξεις των παρ. 1,3 (για την έναρξη ισχύος των παρ. 6, 7, 8 (εδάφ. α΄ και γ΄) και 9 του άρθρ. 82 και του άρθρ. 104α Π.Κ.) και 4 του άρθρ. 29 του άνω Νόμ. 1941/1991.
«12.Η εφαρμογή του άρθρου αυτού δεν προϋποθέτει αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση».
Η παρ. 12 προστέθηκε από την περίπτ. θ΄ παρ. 3 άρθρ. 1 Νόμ. 2408/31 Μαΐου-4 Ιουν. 1996 (ΦΕΚ Α΄ 104) (διόρθ. σφαλμ. στο ΦΕΚ Α΄ 158/11-7-1996), κατωτ. αριθ. 32.
«13.Αν το δικαστήριο παρέλειψε να αποφανθεί περί μετατροπής ποινής στερητικής της ελευθερίας, με αίτησή του στο δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση, αυτός που καταδικάστηκε μπορεί να ζητήσει τη μετατροπή».
Η παρ. 13, προστέθηκε από την παρ. 2 του άρθρ. 2 του Νόμ. 2479/6-6 Μαΐου 1997, (ΦΕΚ Α΄ 67), κατωτ. αριθ. 34
Για τις απολύσεις που γίνονται κατ’ εφαρμογή του άνω άρθρ. 82 βλέπε και παρ. 4,5 και 6 άρθρ. 1 Νόμ. 2145/93, κατωτ. αριθ. 28.








Άρθρο 83.
Λόγοι μείωσης της ποινής.
Όπου στο γενικό μέρος προβλέπεται ποινή ελαττωμένη χωρίς κανένα άλλο προσδιορισμό, η ποινή που πρέπει να επιβληθεί επιμετρείται ως εξής: α)Αντί για την ποινή του θανάτου ή της ισόβιας κάθειρξης επιβάλλεται πρόσκαιρη κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών β)αντί για την ποινή της κάθειρξης πάνω από δέκα ετών επιβάλλεται κάθειρξη έως δώδεκα ετών ή φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών γ)αντί για την ποινή της κάθειρξης έως δέκα ετών επιβάλλεται κάθειρξη έως έξι ετών ή φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους δ)σε κάθε άλλη περίπτωση, ο δικαστής μειώνει την ποινή ελεύθερα έως το ελάχιστο όριο του είδους της ποινής ε)αν ο νόμος προβλέπει αθροιστικά ποινή στερητική της ελευθερίας και ποινή χρηματική, μπορεί να επιβληθεί και μόνο αυτή η τελευταία.
Άρθρο 84.
Ελαφρυντικές περιστάσεις.
1.Η ποινή μειώνεται επίσης κατά το μέτρο που προβλέπει το προηγούμενο άρθρο και στις περιπτώσεις που το δικαστήριο κρίνει ότι συντρέχουν ελαφρυντικές περιστάσεις.
2.Ελαφρυντικές περιστάσεις θεωρούνται ιδίως: α)το ότι ο υπαίτιος έζησε έως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή β)το ότι στην πράξη του ωθήθηκε από όχι ταπεινά αίτια ή από μεγάλη ένδεια ή διατελώντας υπό την επίδραση σοβαρής απειλής ή υπό την επιβολή προσώπου στο οποίο αυτός οφείλει υπακοή ή με το οποίο βρίσκεται σε σχέση εξάρτησης γ)το ότι στην πράξη του ωθήθηκε από ανάρμοστη συμπεριφορά του παθόντος ή παρασύρθηκε από οργή ή βίαιη θλίψη που του προκάλεσε άδικη εναντίον του πράξη δ)το ότι έδειξε ειλικρινή μετάνοια και επιδίωξε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξης του και εις το ότι ο υπαίτιος συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του.
Άρθρο 85.
Συρροή λόγων μείωσης της ποινής.
Όταν συντρέχουν περισσότεροι από ένας λόγοι για τη μείωση της ποινής κατά το άρθρο 83 ή όταν συντρέχουν ένας ή περισσότεροι τέτοιοι λόγοι μαζί με ελαφρυντικές περιστάσεις (άρθρο 84), εφαρμόζεται μόνο μία φορά η μείωση της ποινής σύμφωνα με το μέτρο που προβλέπει το άρθρο 83 στην επιμέτρηση της ποινής λαμβάνονται υπόψη όλοι οι πιο πάνω λόγοι και ελαφρυντικές περιστάσεις.
Επιβολή θανατικής ποινής.
Άρθρ.86.-(Καταργήθηκε από το εδάφ. β΄ της παρ. 12, άρθρ. 1 Νόμ. 2207/1994, ΦΕΚ Α΄ 65, κατωτ. αριθ. 30).
Άρθρο 87.
Υπολογισμός του χρόνου προσωρινής κράτησης.
1.Όταν επιβάλλεται στερητική της ελευθερίας ποινή και αφού οριστεί η διάρκειά της, αφαιρείται ο χρόνος της προσωρινής κράτησης του καταδικασμένου την οποία διέταξε ανακριτική αρχή οποιασδήποτε δικαιοδοσίας. επίσης αφαιρείται ο χρόνος που κρατήθηκε από τη σύλληψη έως την προσωρινή κράτησή του.
2.Στην περίπτωση συρροής εγκλημάτων που συνεκδικάζονται αφαιρείται από την ποινή που επιβλήθηκε για κάποιο από αυτά ο χρόνος της προσωρινής κράτησης που διατάχθηκε για οποιοδήποτε από αυτά . επίσης αφαιρείται και ο χρόνος της κράτησης που προβλέπει το εδάφιο 1 αυτού του άρθρου, ακόμη και όταν η απόφαση κήρυξε τον καταδικασμένο αθώο για το έγκλημα για το οποίο είχε κρατηθεί προσωρινά.
3.Επίσης αφαιρείται ο χρόνος παραμονής του κατηγορουμένου σε ψυχιατρείο (άρθρο 200 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας).
4.Η αρμόδια αρχή για την εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων αφαιρεί από την ποινή το χρόνο φυλάκισης που μεσολάβησε από την έκδοση της απόφασης έως τότε που έγινε αμετάκλητη.
ΙΙ. Εγκληματίες υπότροποι και καθ’ έξη.
Άρθρο 88
Υποτροπή
1.Όποιιος είχε καταδικαστεί για κακούργημα ή για πλημμέλημα από δόλο σε ποινή στερητική της ελευθερίας που ξεπερνά τους έξι μήνες και μέσα σε πέντε χρόνια από τη δημοσίευση της αμετάκλητης καταδικαστικής απόφασης, αν είχε καταδικαστεί για πλημμέλημα, και σε 10 χρόνια, αν είχε καταδικαστεί για κακούργημα, τελεί νέο κακούργημα ή πλημμέλημα από δόλο για το οποίο ο νόμος προβλέπει ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών μηνών, βρίσκεται σε υποτροπή.
2.Για τον υπολογισμό της πενταετίας ή δεκαετίας δεν λαμβάνεται υπόψη ο χρόνος πραγματικής έκτισης ποινής στερητικής της ελευθερίας ή μέτρου ασφάλειας σε φυλακή ή άλλο σωφρονιστικό ή θεραπευτικό κατάστημα ή ίδρυμα, καθώς και ο χρόνος κατά τον οποίο ο καταδικασμένος είναι φυγόποινος.


(Αντί για τη σελ. 84, 2023) Σελ. 84,2023(α)
Τεύχος 1351 Σελ. 47
Άρθρο 89.
Ποινή της υποτροπής.
1.Σε περίπτωση υποτροπής η ποινή που προβλέπεται για την πράξη επιβαρύνεται και μπορεί να ξεπεράσει το ανώτατο όριο που ορίζεται στο νόμο και να φτάσει έως το ανώτατο όριο του είδους της επιβαλλόμενης ποινής. Αν στο νόμο ορίζεται διαζευκτικά ποινή στερητική της ελευθερίας ή χρηματική, επιβάλλεται πάντοτε η πρώτη, επιβαρυνόμενη κατά το προηγούμενο εδάφιο.
2.Σε περίπτωση τρίτης και κάθε περαιτέρω υποτροπής, αν για την πράξη απειλείται ποινή φυλάκισης, της οποίας το ανώτατο όριο ξεπερνά το ένα έτος, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον δεκαοκτώ μηνών.
3.Σε περίπτωση μετατροπής της ποινής φυλάκισης που έχει επιβληθεί σύμφωνα με αυτό το άρθρο, το ποσό της μετατροπής δεν μπορεί να είναι κατώτερο από: α)το διπλάσιο του κατώτατου ορίου του ποσού μετατροπής στην πρώτη υποτροπή β)το τριπλάσιο του κατώτατου ορίου του ποσού μετατροπής στη δεύτερη υποτροπή και γ)το πενταπλάσιο του κατώτατου ορίου του ποσού μετατροπής σε κάθε περαιτέρω υποτροπή.
Άρθρο 90
Καθ’ έξη υπότροποι εγκληματίες.
1.Αν κάποιος, παρά το ότι τιμωρήθηκε επανειλημμένα, αλλά τουλάχιστον τρεις φορές για κακουργήματα ή πλημμελήματα που πηγάζουν από δόλο, με ποινές στερητικές της ελευθερίας η μία από τις οποίες ήταν τουλάχιστον κάθειρξη, διαπράξει νέο κακούργημα ή πλημμέλημα από δόλο το οποίο σε συνδυασμό με τις προηγούμενες πράξεις αποδεικνύει ότι είναι εγκληματίας καθ’ έξη ή κατ’ επάγγελμα επικίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια, το δικαστήριο, όταν η ποινή που πρέπει να επιβληθεί κατά τους όρους του προηγούμενου άρθρου είναι πρόσκαιρη κάθειρξη, του επιβάλλει κάθειρξη αόριστης διάρκειας. η ποινή αυτή εκτίεται σε ιδιαίτερα καταστήματα ή σε ιδιαίτερα τμήματα των φυλακών. Στην απόφαση καθορίζεται μόνο το ελάχιστο όριο διάρκειας της κάθειρξης, το οποίο δεν μπορεί να είναι κατώτερο από τα δύο τρίτα του κατά το προηγούμενο άρθρο ανώτατου ορίου της ποινής.
2.Ποινές στερητικές της ελευθερίας οι οποίες επιβλήθηκαν
για πράξη που συνιστά κατά τους ελληνικούς νόμους κακούργημα ή πλημμέλημα από δόλο και οι οποίες εκτίθηκαν ολικά ή μερικά στην αλλοδαπή, λαμβάνεται υπόψη προκειμένου να εφαρμοστεί η ανωτέρω ποινή. με την κάθειρξη εξομοι-ώνεται η κατά την ξένη νομοθεσία ποινή στέρησης της ελευθερίας που με βάση το περιεχόμενό της ανταποκρίνεται περισσότερο στην κάθειρξη.
Σελ. 84,2024(α)
Τεύχος 1351 Σελ. 48
Άρθρο 91.
Λήξη της αόριστης κάθειρξης.
1.Μετά τη λήξη του ελάχιστου ορίου της κάθειρξης, το οποίο ορίστηκε στην απόφαση σύμφωνα με το προηγούμενο άρθρο παρ. 1, και ακολούθως κάθε τρία έτη, εξετάζεται είτε με αίτηση του κρατουμένου είτε και αυτεπαγγέλτως αν μπορεί ν’ απολυθεί. Η απόλυση διατάσσεται αν ο κρατούμενος δείξει κατά το διάστημα της παραμονής του στις φυλακές καλή διαγωγή, η οποία παρέχει την προσδοκία ότι δε θα υποπέσει σε νέο έγκλημα. Για το θέμα αυτό αποφασίζει το δικαστήριο των πλημμελειοδικών στην περιφέρεια του οποίου εκτελείται η ποινή, ύστερα από γνωμοδότηση της διεύθυνσης του καταστήματος.
2.Η απόλυση είναι πάντοτε υπό όρο: μπορεί να ανακληθεί κατά τους όρους του άρθρου 107 παρ. 1 και γίνεται οριστική αν μέσα σε μια πενταετία δεν ανακληθεί. Για την ανάκληση εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις του άρθρου 110 παρ. 3,4,5.
3.Πάντως η παραμονή στις φυλακές του καταδικασμένου σε αόριστη κάθειρξη δεν μπορεί να διαρκέσει, ύστερα από τη λήξη του ελάχιστου ορίου που ορίζεται στην απόφαση, παραπάνω από δεκαπέντε έτη αν πρόκειται για πράξη που τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών και παραπάνω από είκοσι έτη στις υπόλοιπες περιπτώσεις.
4.Αν συντρέξει περίπτωση συρροής κατά το άρθρο 97 στ. α, το δικαστήριο προσδιορίζει ξανά το ελάχιστο όριο της ποινής που πρέπει να επιβληθεί σύμφωνα με το άρθρο 90 παρ. 1, επαυξάνοντάς το κατά το μέτρο που προβλέπει το άρθρο 94 παρ. 1.
Άρθρο 92.
Εγκληματίας καθ’ έξη ανεξάρτητα
από την περίπτωση υποτροπής.
Ανεξάρτητα από την ύπαρξη υποτροπής, οι διατάξεις του άρθρου 89 παρ. 1 εφαρμόζονται και στους εγκληματίες καθ’ έξη ή κατ’ επάγγελμα. Αν μάλιστα αυτοί είναι επικίνδυνοι για τη δημόσια ασφάλεια και η ποινή που πρέπει να επιβληθεί για την πράξη ή τις πράξεις που τελέστηκαν είναι πρόσκαιρη κάθειρξη, μπορεί να επιβληθεί κάθειρξη αόριστης διάρκειας. Το ελάχιστο όριο διάρκειάς της δεν μπορεί να είναι κατώτερο από το μισό του ανώτατου ορίου της ποινής στην οποία υπόκειται ο δράστης. κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 90 και 91.
Άρθρο 93.
Υπότροποι εγκληματίες από αμέλεια.
Οι διατάξεις του άρθρου 89 παρ. 1 εφαρμόζονται επίσης σε περίπτωση καταδίκης σε στερητική της ελευθερίας ποινή τουλάχιστον 6 μηνών για πλημμέλημα από αμέλεια, αν ο υπαίτιος μέσα σε πέντε χρόνια από τη δημοσίευση της αμετάκλητης καταδικαστικής απόφασης διαπράξει το ίδιο ή συγγενές πλημμέλημα από αμέλεια.
ΙΙΙ. Συρροή εγκλημάτων
Άρθρο 94.
Συνολική ποινή σε περίπτωση στερητικών
της ελευθερίας ποινών.
1.Κατά του υπαιτίου δύο ή περισσότερων εγκλημάτων που πραγματώθηκαν με δύο ή περισσότερες πράξεις και τιμωρούνται κατά το νόμο με πρόσκαιρες στερητικές της ελευθερίας ποινές, επιβάλλεται, μετά την επιμέτρησή τους συνολική ποινή, η οποία αποτελείται από τη βαρύτερη από τις συντρέχουσες ποινές επαυξημένη. Αν οι συντρέχουσες ποινές είναι του ίδιου είδους και ίσης διάρκειας, η συνολική ποινή σχηματίζεται με την επαύξηση μιας απ’ αυτές. Η επαύξηση της βαρύτερης ποινής για κάθε μία από τις συντρέχουσες ποινές δεν μπορεί να είναι κατώτερη από: α)τέσσερις μήνες, αν η συντρέχουσα ποινή είναι ανώτερη από δύο έτη β)ένα έτος αν η ποινή αυτή είναι κάθειρξη έως δέκα έτη και γ) δύο έτη, αν η ποινή αυτή είναι κάθειρξη ανώτερη από δέκα έτη. Οπωσδήποτε όμως η επαύξηση δεν μπορεί να είναι ανώτερη από τα Ύ του αθροίσματος των άλλων συντρεχουσών ποινών, ούτε μπορεί η συνολική ποινή να ξεπεράσει τα είκοσι πέντε έτη όταν πρόκειται για κάθειρξη, τα δέκα έτη όταν πρόκειται για φυλάκιση, και τους έξι μήνες όταν πρόκειται για κράτηση.
2.Αν τα εγκλήματα που συρρέουν πραγματώθηκαν με μία πράξη, το δικαστήριο επαυξάνει ελεύθερα τη βαρύτερη από τις συντρέχουσες ποινές, αλλά όχι πέρα από το ανώτατο όριο του είδους της ποινής.
«Στην περίπτωση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από αμέλεια κατά συρροή, το δικαστήριο σε εξαιρετικές περιπτώσεις δύναται να επιβάλει συνολική ποινή, σύμφωνα με την παρ.1».
Το μέσα σε «» δεύτερο εδάφιο προστέθηκε με το άρθρ.23 Νόμ.3346/16-17 Ιουν.2005 (ΦΕΚ Α΄140), τόμ.9 σελ.136,291.
3.Αν χορηγήθηκε αμνηστία, χάρη, αναστολή δίωξης, απόλυση υπό όρο, ή επήλθε παραγραφή ή αφέθηκε οπωσδήποτε η ποινή, για ένα ή περισσότερα από τα εγκλήματα που συρρέουν και των οποίων οι ποινές προσμετρήθηκαν κατά τις διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων, εξακολουθεί η εκτέλεση των υπόλοιπων ποινών και, αν συντρέχει περίπτωση, ο εισαγγελέας προκαλεί νέα προσμέτρηση γι’ αυτές, αυτεπαγγέλτως ή με αίτηση του καταδικασμένου.
Άρθρο 95.
Συντρέχουσες παρεπόμενες ποινές κλπ.
Οι παρεπόμενες ποινές (άρθρα 59-64) και τα μέτρα ασφάλειας (άρθρα 71-76) επιβάλλονται ή μπορούν να επιβληθούν μαζί με τη συνολική ποινή, αν και εφόσον το ορίζει ο νόμος για ένα από τα εγκλήματα που συρρέουν.
Άρθρο 96
Συνολική ποινή σε περίπτωση συρροής ποινών σε
χρήμα.
1.Αν συντρέχουν περισσότερες από μία χρηματικές ποινές ή πρόστιμα, η συνολική ποινή που επιβάλλεται αποτελείται από τη βαρύτερή τους, επαυξημένη ανάλογα με τους οικονομικούς όρους του καταδικασμένου. Η επαύξηση αυτή όμως δεν μπορεί να ξεπεράσει τα Ύ του αθροίσματος των υπόλοιπων ποινών που συντρέχουν. Αν οι συντρέχουσες ποινές είναι ισόποσες η συνολική ποινή σχηματίζεται με την επαύξηση μιας απ’ αυτές.
2.Η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 94 εφαρμόζεται και σ’ αυτό το άρθρο.
Άρθρο 97.
Άλλες περιπτώσεις συνολικής ποινής.
Οι διατάξεις των άρθρων 94 παρ. 1 και 96 παρ. 1 εφαρμόζονται και όταν κάποιος, προτού εκτιθεί ολοκληρωτικά ή παραγραφεί ή χαριστεί η ποινή που του επιβλήθηκε για κάποια αξιόποινη πράξη, καταδικαστεί για άλλη αξιόποινη πράξη, οποτεδήποτε και αν τελέστηκε αυτή.


(Αντί για τη σελ. 84, 203(ζ) Σελ. 84,203(η)
Τεύχος 1398 Σελ. 27
Έγκλημα κατ’ εξακολούθησιν
Άρθρ.98.-1.Αν περισσότερες από μία πράξεις του ίδιου προσώπου συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, το δικαστήριο μπορεί, αντί να εφαρμόσει τη διάταξη του άρθρ.94 παρ.1, να επιβάλει μία και μόνο ποινή για την επιμέτρησή της το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη το όλο περιεχόμενο των μερικότερων πράξεων.
«2.Η αξία του αντικειμένου της πράξεως και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ’ εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνονται συνολικά υπόψη αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως προσδιορίζεται με βάση τη συνολική αξία του αντικειμένου και τη συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε».
Η μέσα σε «» παρ. 2 προστέθηκε από την παρ. 1.1. του άρθρ. 14 Νόμ. 2721/3-3 Ιουν. 1999 (ΦΕΚ Α΄ 112), κατωτ. αριθ. 38.

ΕΚΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Αναστολή της ποινής υπό όρο και απόλυση
υπό όρο
Ι. Αναστολή εκτέλεσης της ποινής υπό όρο.
Ποινές που αναστέλλονται
και διάρκεια αναστολής
Άρθρ.99.-«1.Αν κάποιος που δεν έχει καταδικασθεί αμετακλήτως για κακούργημα ή πλημμέλημα σε περιοριστική της ελευθερίας ποινή ανωτέρα των έξι μηνών, με μία μόνη ή με περισσότερες αποφάσεις που οι ποινές δεν υπερβαίνουν συνολικώς το ανωτέρω όριο, καταδικασθεί σε τέτοια ποινή που δεν υπερβαίνει τα δύο έτη, το δικαστήριο με την απόφασή του διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής για ορισμένο διάστημα, που δεν μπορεί να είναι κατώτερο από τρία και ανώτερο από πέντε έτη, εκτός αν κρίνει με βάση ειδικά μνημονευόμενα στην αιτιολογία στοιχεία ότι η εκτέλεση της ποινής κατά το άρθρ. 82 είναι απολύτως αναγκαία για να αποτρέψει τον κατάδικο από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων».
Η παρ. 1, αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ. 3 του άρθρ. 2 του Νόμ. 2479/6-6 Μαΐου 1997 (ΦΕΚ Α΄ 67), κατωτ. αριθ. 34.



Σελ. 84,204(η)
Τεύχος 1398 Σελ. 28

«2.Αν αλλοδαπός, στον οποίο δεν έχει χορηγηθεί πολιτικό άσυλο, καταδικασθεί σε περιοριστική της ελευθερίας ποινή μέχρι πέντε ετών και διαταχθεί με την ίδια απόφαση η απέλασή του από τη χώρα, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την επ’ αόριστο αναστολή της εκτέλεσης της ποινής κατά παρέκκλιση της προηγούμενης παραγράφου και των άρθρ. 100 έως 102 του παρόντος Κώδικα, οπότε εκτελείται αμέσως η απέλαση.
Η αναστολή και η απέλαση δεν κωλύονται από τη μη καταβολή των δικαστικών εξόδων και της χρηματικής ποινής που τυχόν επιβλήθηκε».
Η παρ. 2 αντικαταστάθηκε ως άνω από την περίπτ. α΄ παρ. 4 άρθρ. 1 Νόμ. 2408/31 Μαΐου-4 Ιουν. 1996 (ΦΕΚ Α΄ 104) (διόρθ. σφαλμ. στο ΦΕΚ Α΄ 158/11-7-1996), κατωτ. αριθ. 32. Σύμφωνα δε με την περίπτ. β΄ της ίδιας παρ. 4 άρθρ. 1 Νόμ. 2408/96, «Αλλοδαποί, που κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου εκτίουν ποινή φυλάκισης, μπορούν να ζητήσουν από το συμβούλιο πλημμελειοδικών του τόπου έκτισης της ποινής τους την άμεση εφαρμογή της παρ. 2 του άρθρ. 99 του Ποινικού Κώδικα, όπως αντικαταστάθηκε με τον παρόντα νόμο. Η αίτηση αυτή μπορεί να υποβληθεί και αυτεπάγγελτα από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών του τόπου έκτισης της ποινής».
«γ. Η αναστολή της εκτέλεσης της ποινής επέρχεται με την πραγματοποίηση της απέλασης του αλλοδαπού από τη χώρα. Στην περίπτωση αυτήν ο χρόνος κράτησής του, σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρ. 74 του Ποινικού Κώδικα, αφαιρείται από την ποινή που έχει ανασταλεί».
Το μέσα σε «» εδάφιο τρίτο προστέθηκε από την παρ. 2 άρθρ. 12 Νόμ. 2721/3-3 Ιουν. 1999 (ΦΕΚ α΄ 112), κατωτ. αριθ. 38.
«3.Ο απελαθείς αλλοδαπός, του οποίου έχει ανασταλεί η ποινή κατά τα ανωτέρω, μπορεί να επιστρέφει στη χώρα με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης αφού περάσει πενταετία από την απέλαση και για ορισμένο χρονικό διάστημα, το οποίο δύναται να παρατείνεται».
Η παρ. 3 αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ. 4 άρθρ. 20 Νόμ. 2331/1995, ΦΕΚ Α΄ 173, (κατωτ. αριθ. 31).
«Ο Υπουργός Δικαιοσύνης δεν δεσμεύεται από το χρονικό περιορισμό του προηγούμενου εδ. σε περίπτωση αλλοδαπού ο οποίος έχει τελέσει γάμο με Έλληνα υπήκοο, για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί ο γάμος, καθώς και σε περίπτωση παλιννοστούντος ελληνικής καταγωγής».
Το μέσα « » δεύτερο εδάφιο προστέθηκε από την παρ. 1 άρθρ. 20 Νόμ. 2521/1-1 Σεπτ. 1997, (ΦΕΚ Α΄ 174), κατωτ. αριθ. 35.
«Η πιο πάνω απόφαση λαμβάνεται μετά από γνώμη του κατά το άρθρο 74 παράγραφος 3 τριμελούς συμβουλίου.»
Το μέσα «» εδάφιο προστέθηκε από την παρ.4 άρθρ.6 Νόμ.3090/24-24 Δεκ.2002 (ΦΕΚ Α΄329), κατωτ.αριθ.41.
4.Ο αλλοδαπός της προηγούμενης παραγράφου, που εισέρχεται ή επιχειρεί να εισέλθει παράνομα στη χώρα, τιμωρείται με ποινή φυλακίσεως τουλάχιστον δύο ετών, η οποία δεν αναστέλλεται με κανέναν τρόπο και εκτελείται αθροιστικώς με την ανασταλείσα ποινή».
« 5.Αν ο αλλοδαπός έχει εκτίσει με οποιονδήποτε τρόπο την ποινή του και η απέλασή του που έχει διαταχθεί με δικαστική απόφαση δεν είναι δυνατή, η απέλαση αναστέλλεται με απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου του τόπου έκτισης της ποινής ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα που εποπτεύει το οικείο κατάστημα κράτησης και όπου αυτός δεν υπάρχει του εισαγγελέα που είναι αρμόδιος για την εκτέλεση της ποινής. Κατά τη χορήγηση της αναστολής το δικαστήριο μπορεί να επιβάλλει τους όρους που προβλέπονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 100Α ή ορισμένους από αυτούς. Αν εκλείψουν οι λόγοι που επέβαλαν την αναστολή της απέλασης, η απόφαση για τη χορήγησή της ανακαλείται με την ίδια διαδικασία.»
Η παρ.5 προστέθηκε από την παρ.5 άρθρ.6 Νόμ.3090/24-24 Δεκ.2002 (ΦΕΚ Α΄329), κατωτ.αριθ.41.
Το άρθρ. 99 αντικαταστάθηκε ως άνω από το άρθρ. 3 του Νόμ. 1941/18-18 Μαρτ. 1991 (ΦΕΚ Α΄ 41), τόμ. 6Β σελ. 667. (Βλέπε σχετικά και τη μεταβατική διάταξη της παρ. 2 άρθρ. 29 του άνω Νόμ. 1941/91 που αφορά τους αλλοδαπούς).
«Προϋποθέσεις για τη χορήγηση της
αναστολής σε ποινή μεγαλύτερη των
δύο και μέχρι τριών ετών».
Ο τίτλος του άρθρ. 100 αντικαταστάθηκε ως άνω από το εδάφ. α΄ της παρ. 3, άρθρ. 1 Νόμ. 2207/1994 (ΦΕΚ Α΄ 65), (Διόρθ. Σφαλμ. στο ΦΕΚ Α΄ 82/26-5-1994), κατωτ. αριθ. 30.
Άρθρ.100.-«1.Αν κάποιος καταδικαστεί σε ποινή φυλάκισης μεγαλύτερη των δύο και μέχρι τριών ετών και συντρέχει η προϋπόθεση του άρθρ. 99, το δικαστήριο μπορεί με την απόφασή του να διατάξει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής για ορισμένο διάστημα, που δεν μπορεί να είναι κατώτερο από τρία και ανώτερο από πέντε έτη.
Η αναστολή της εκτέλεσης μπορεί να χορηγηθεί αν το δικαστήριο από την έρευνα των περιστάσεων κάτω από τις οποίες τελέστηκε η πράξη και ιδίως των αιτίων της, της προηγούμενης ζωής και του χαρακτήρα του καταδικασμένου κρίνει ότι η εκτέλεση της ποινής δεν είναι αναγκαία για να τον αποτρέψει από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων. Στην κρίση του αυτή το δικαστήριο πρέπει ακόμη να λαμβάνει υπόψη και τη διαγωγή του υπαιτίου μετά την πράξη και ιδίως τη μετάνοια που έδειξε και την προθυμία του να επανορθώσει τις συνέπειες της πράξης του».
Η παρ. 1 αντικαταστάθηκε ως άνω από το εδάφ. β΄ της παρ. 3 άρθρ. 1 Νόμ. 2207/1994 (ΦΕΚ Α΄65), (Διόρθ. Σφαλμ. στο ΦΕΚ Α΄82/26.5.1994), κατωτ. αριθ. 30.
2.Οι λόγοι που δικαιολογούν την αναστολή της εκτέλεσης πρέπει να περιέχονται συγκεκριμένα στην απόφαση.
3.Το δικαστήριο μπορεί να εξαρτήσει την αναστολή από την προηγούμενη πληρωμή των δικαστικών εξόδων, της αποζημίωσης και της χρηματικής ικανοποίησης που επιδικάστηκαν σ’ αυτόν που αδικήθηκε. μπορεί επίσης να ορίσει και προθεσμία για την εκπλήρωση αυτών των όρων.
4.Ο πρόεδρος, απαγγέλλοντας την απόφαση για αναστολή, γνωστοποιεί στον καταδικασμένο τους όρους υπό τους οποίους του παρέχεται.
Αναστολή υπό επιτήρηση
Άρθρ.100Α.-«1.Αν κάποιος καταδικαστεί σε ποινή φυλάκισης μεγαλύτερη των τριών και μέχρι πέντε ετών και συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρ. 99 και 100 του Ποινικού Κώδικα, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής υπό όρους και υπό την επιμέλεια και επιτήρηση επιμελητή κοινωνικής αρωγής, για χρονικό διάστημα που δεν μπορεί να είναι κατώτερο από τρία και ανώτερο από πέντε έτη».
Η παρ. 1, αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ. 4 άρθρ. 1 Νόμ. 2207/1994 (ΦΕΚ Α΄ 65), (κατωτ. αριθ. 30).
(Αντί για τη σελ. 84, 2041(β) Σελ. 84,2041(γ)
Τεύχος 1357 Σελ. 19
2.Οι όροι, εκτός από αυτούς που αναφέρονται στο άρθρ. 100 παρ. 3, μπορεί να αφορούν τον τρόπο διαβίωσης και τον τόπο διαμονής του καταδικασμένου.
Οι όροι αυτοί μπορεί να συνίστανται ιδίως:
α)στην απαγόρευση απομάκρυνσης του καταδικασμένου χωρίς άδεια από το συνήθη τόπο διαμονής του ή από άλλον τόπο που θα ορίσει το δικαστήριο. Η άδεια απομάκρυνσης, που πρέπει να είναι έγγραφη και προσωρινής ισχύος, χορηγείται στον καταδικασμένο από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών, μετά από πρόταση του επιμελητή κοινωνικής αρωγής, αποκλειστικά για λόγους εργασίας, σπουδών, υγείας ή οικογενειακούς,
β)στην αφαίρεση διαβατηρίου ή άλλου ισοδύναμου ταξιδιωτικού εγγράφου και την απαγόρευση εξόδου από τη χώρα ,εκτός αν έχει χορηγηθεί και στην περίπτωση αυτήν, κατά τα αναφερόμενα υπό στοιχ. (α), άδεια εξόδου, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τον ένα μήνα,
γ)στην υποχρέωση του καταδικασμένου να εμφανίζεται κατά τακτά χρονικά διαστήματα στις αστυνομικές αρχές του τόπου όπου διαμένει ή στα γραφεία της υπηρεσίας επιμελητών κοινωνικής αρωγής,
δ)στην αφαίρεση της άδειας οδήγησης για ορισμένο χρονικό διάστημα 1 έως 5 ετών, αν η πράξη του συνιστά παράβαση των καθηκόντων του ως οδηγού οχήματος.
ε)στην απαγόρευση να συναναστρέφεται ορισμένα πρόσωπα,
στ)στην εκπλήρωση υποχρεώσεων του καταδικασμένου για διατροφή ή επιμέλεια προς άλλα πρόσωπα.
3.Επίσης το δικαστήριο δύναται να θέσει ως όρους την τήρηση υποχρεώσεων που εκούσια αναλαμβάνει ο καταδικασμένος, όπως:
α)Να υποβληθεί σε θεραπεία ή ειδική μεταχείριση.
β)Να διαμένει σε ορισμένο ίδρυμα.
γ)Να παρέχει κοινωφελή εργασία.
4.Ο επιμελητής κοινωνικής αρωγής επιβλέπει την εκπλήρωση των όρων και υποβάλλει ανά τρίμηνο έκθεση στον αρμόδιο εισαγγελέα. Με τον ίδιο τρόπο αναφέρει αμέσως κάθε σοβαρή παραβίαση των όρων που έχουν τεθεί στον καταδικασμένο.
5.Αν κατά τη διάρκεια της αναστολής της ποινής ο καταδικασμένος παραβαίνει τους όρους που του έχουν τεθεί, το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση, ύστερα από αίτηση του αρμόδιου εισαγγελέα, κρίνει, αν πρέπει να διατάξει την άρση της αναστολής. Αν το δικαστήριο αυτό είναι μικτό ορκωτό δικαστήριο ή μικτό ορκωτό εφετείο, αρμόδιο είναι το τριμελές και πενταμελές εφετείο αντίστοιχα.
Η άρση της αναστολής διατάσσεται αν το δικαστήριο κρίνει ότι οι παραβιάσεις είναι σε αριθμό και σοβαρότητα τόσο σημαντικές, ώστε να απαιτείται πλέον η έκτιση της περιοριστικής της ελευθερίας ποινής για να αποτραπεί ο καταδικασμένος από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων.

Σελ. 84,2042(γ)
Τεύχος 1357 Σελ. 20
6.Κατά την προηγούμενη παράγραφο δικαστήριο μετά από αίτηση του αρμόδιου εισαγγελέα ή του καταδικασμένου μπορεί να αποφασίσει την τροποποίηση των όρων, τη σύντμηση ή επιμήκυνση του χρόνου επιτήρησης ή και την πλήρη κατάργηση της επιτήρησης με παράλληλη διατήρηση της αναστολής της ποινής σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρ. 99 επ. Π.Κ., εφ’ όσον κρίνει ότι αυτό επιβάλλεται από τη γενικότερη διαγωγή του καταδικασμένου κατά τη διάρκεια της αναστολής της ποινής. Νέα αίτηση του καταδικασμένου μπορεί να υποβληθεί μετά πάροδο εξαμήνου από της απορρίψεως της προηγουμένης.
7.Οι διατάξεις των άρθρ. 101 και 102 Π.Κ. εφαρμόζονται και στην αναστολή υπό επιτήρηση».
Το άρθρ. 100Α προστέθηκε από το άρθρ. 4 του Νόμ. 1941/18-18 Μαρτ. 1991 (ΦΕΚ Α΄ 41), τόμ. 6Β σελ. 667.
8.Μέχρις ότου λειτουργήσει ο Κλάδος Επιμελητών Κοινωνικής Αρωγής, που προβλέπεται από τα άρθρ. 15-17 του Νόμ. 1941/1991, τα καθήκοντα επιβλέψεως των όρων ασκούνται από τον εισαγγελέα του δικαστηρίου, που εξέδωσε την απόφαση για την αναστολή υπό επιτήρηση».
Η παρ. 8 προστέθηκε από την παρ. 7 άρθρ. 1 Νόμ. 2145/28-28 Μαΐου 1993 (ΦΕΚ Α΄ 88), κατωτ. αριθ. 28.
Άρθρο 101.
Ανάκληση της αναστολής.
1.Αν μετά τη χορήγηση της αναστολής, αλλά κατά τη διάρκειά της, αποδειχθεί ότι αυτός που την έλαβε είχε προηγουμένως καταδικαστεί αμετακλήτως σε στερητική της ελευθερίας ποινή για κάποια από τις πράξεις που ορίζει το άρθρο 99, το δικαστήριο με αίτηση του εισαγγελέα ανακαλεί την αναστολή που χορηγήθηκε.
2.Αν κατά τη διάρκεια της αναστολής, καταστεί αμετάκλητη μια καταδίκη για κάποια από τις πράξεις αυτές που τελέστηκε πριν από τη δημοσίευση της απόφασης για την αναστολή, η αναστολή θεωρείται ότι δεν χορηγήθηκε. η ποινή που είχε ανασταλεί εκτελείται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 94 παρ. 1 και 96 παρ. 1 εκτός αν το δικαστήριο, απαγγέλλοντας τη νέα καταδίκη, ρητά διατάξει με την ίδια απόφαση να διατηρηθεί η αναστολή, λόγω της ελαφράς φύσης του πλημμελήματος για το οποίο απαγγέλθηκε η νέα καταδίκη. Το ίδιο ισχύει και αν μετά την πάροδο του χρόνου της αναστολής επακολούθησε καταδίκη ή άρχισε ποινική δίωξη για πράξη που είχε τελεστεί πριν από την αναστολή, αμέσως μόλις καταστεί αμετάκλητη η καταδίκη για την πράξη αυτήν.

Άρθρο 102.
Άρση της αναστολής.
1.Αν κατά το διάστημα της αναστολής ο καταδικασμένος καταδικαστεί και πάλι σε ποινή στερητική της ελευθερίας για κακούργημα ή πλημμέλημα που τελέστηκε κατά τη διάρκεια της αναστολής, η αναστολή αίρεται μόλις καταστεί αμετάκλητη η νέα καταδίκη. Η ποινή που επιβλήθηκε με τη νέα καταδίκη εκτελείται στη συνέχεια μετά την ποινή που είχε ανασταλεί, εκτός αν λόγω της ελαφράς φύσης του πλημμελήματος που αφορά η νέα καταδίκη το δικαστήριο με την ίδια απόφαση ρητά διατάξει να μην αρθεί η αναστολή.
2.Αν η αναστολή δεν αρθεί σύμφωνα με τα ανωτέρω ή δεν ανακληθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 101, η ποινή που είχε ανασταλεί θεωρείται σαν να μην είχε επιβληθεί.

Άρθρο 103.
Ενέργεια αλλοδαπής απόφασης.
Αν η καταδίκη που ορίζουν τα άρθρα 99,101 και 102 επήλθε με απόφαση αλλοδαπού δικαστηρίου η ενέργειά της όσον αφορά τη χορήγηση, την ανάκληση ή την άρση της αναστολής σε κάθε περίπτωση, κρίνεται ελεύθερα από το δικαστήριο.
Άρθρο 104.
Δικαστικές δαπάνες αποζημιώσεις και
παρεπόμενες ποινές.
1.Η αναστολή της ποινής δεν απαλλάσσει τον καταδικασμένο από την πληρωμή των δικαστικών εξόδων και την αστική αποζημίωση και τη χρηματική ικανοποίηση.
2.Οι παρεπόμενες της ποινής στερήσεις δικαιωμάτων και ανικανότητες αναστέλλονται και εξαλείφονται μαζί με την κύρια ποινή. αν πρόκειται όμως για στερήσεις ή ανικανότητες σε βάρος δημόσιων υπαλλήλων (άρθρο 263) το δικαστήριο μπορεί να διατάξει να μην ανασταλούν.
ΙΙ.Απόλυση του καταδίκου υπό όρο
Κατάδικοι που δικαιούνται να απολυθούν.
Για τις προϋποθέσεις της απόλυσης κρατουμένων υπό τον όρο της ανάκλησης βλέπε άρθρ.15 Νόμ.2721/3-3 Ιουν.1999(ΦΕΚ Α 112), τόμ.6 σελ.146,30.
Άρθρ.105.-«1.Όσοι καταδικάσθηκαν σε ποινή στερητική της ελευθερίας μπορούν να απολυθούν υπό τον όρο της ανάκλησης σύμφωνα με τις πιο κάτω διατάξεις και εφόσον έχουν εκτίσει:
α)προκειμένου για φυλάκιση, τα δύο πέμπτα της ποινής τους,
β)προκειμένου για πρόσκαιρη κάθειρξη, τα τρία πέμπτα της ποινής τους,
γ)προκειμένου για ισόβια κάθειρξη, τουλάχιστον είκοσι έτη.
Για τη χορήγηση της υπό όρο απόλυσης δεν απαιτείται να έχει καταστεί η καταδίκη αμετάκλητη».
Η παρ. 1 αντικαταστάθηκε ως άνω από την περίπτ. α΄ παρ. 5 άρθρ. 1 Νόμ. 2408/31 Μαΐου-4 Ιουν. 1996 (ΦΕΚ Α΄ 104) (διόρθ. σφαλμ. στο ΦΕΚ Α΄ 158/11-7-1996), κατωτ. αριθ. 32.
«2.Το χρονικό διάστημα των τριών πέμπτων περιορίζεται στα δύο πέμπτα της ποινής που επιβλήθηκε και προκειμένου για ισόβια κάθειρξη, τα είκοσι έτη περιορίζονται σε δεκαέξι, αν ο κατάδικος έχει υπερβεί το εβδομηκοστό έτος της ηλικίας του. Το χρονικό διάστημα των δεκαέξι ετών προσαυξάνεται κατά τα δύο πέμπτα των λοιπών ποινών που τυχόν έχουν επιβληθεί, στην περίπτωση που αυτές συντρέχουν σωρευτικά. Σε κάθε περίπτωση όμως, ο κατάδικος μπορεί να απολυθεί, αν έχει εκτίσει είκοσι έτη. «Μετά τη συμπλήρωση του εξηκοστού πέμπτου έτους της ηλικίας του καταδίκου, κάθε ημέρα παραμονής του σε σωφρονιστικό κατάστημα υπολογίζεται ευεργετικά ως δύο ημέρες εκτιόμενης ποινής». Αν ο κατάδικος εργάζεται, κάθε ημέρα απασχόλησης υπολογίζεται ως επιπλέον μισή ημέρα εκτιόμενης ποινής. Αν για τους καταδίκους αυτούς προκύπτει από άλλες διατάξεις ευνοϊκότερος υπολογισμός, εφαρμόζονται εκείνες.
Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου δεν εφαρμόζονται σε καταδίκους για το έγκλημα της εσχάτης προδοσίας, για τους οποίους εξακολουθεί να ισχύει η παρ. 2 του άρθρ. 105 του Νόμ. 1492/1950 «Κύρωση του Ποινικού Κώδικα».
Το μέσα σε «» τέταρτο εδάφιο αντικαταστάθηκε ως άνω από το άρθρ.24 Νόμ.3346/16-17 Ιουν.2005 (ΦΕΚ Α΄140), τόμ.9 σελ.136,291.
Η παρ. 2 αντικαταστάθηκε ως άνω από την περίπτ. β΄ παρ. 5 άρθρ. 1 Νόμ. 2408/31 Μαΐου-4 Ιουν. 1996 (ΦΕΚ Α΄ 104) (διόρθ. σφαλμ. στο ΦΕΚ Α΄ 158/11-7-1996), κατωτ. αριθ. 32.
«3.Στην περίπτωση που συντρέχουν σωρευτικά περισσότερες ποινές, ο κατάδικος μπορεί να απολυθεί υπό όρο, αν έχει εκτίσει το άθροισμα των τμημάτων των ποινών, που προβλέπεται στην παρ. 1. Σε κάθε περίπτωση ο κατάδικος μπορεί να απολυθεί αν έχει εκτίσει είκοσι πέντε έτη και όταν το παραπάνω άθροισμα υπερβαίνει το όριο αυτό».
Η παρ. 3 αντικαταστάθηκε ως άνω από το εδάφ. γ΄ της παρ. 5 άρθρ. 1 Νόμ. 2207/1994 (ΦΕΚ Α΄ 65),κατωτ. αριθ. 30.

(Αντί για τη σελ. 84,205(ι) Σελ. 84,205(ια)
Τεύχος 1398 Σελ. 29
«4.Αν απολυθεί υπό όρο κατάδικος, ο οποίος μετά την έκτιση της ποινής πρέπει να υποβληθεί σε στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας, ο χρόνος της δοκιμασίας αρχίζει μετά τη λήξη του μέτρου αυτού».
Η παρ. 4, προστέθηκε από το εδάφ. δ΄, της παρ. 5 άρθρ. 1 Νόμ. 2207/1994 (ΦΕΚ Α΄ 65), κατωτ. αριθ. 30.
«Αν με δικαστική απόφαση έχει διαταχθεί η απέλαση του καταδίκου που απολύεται υπό όρο, η απέλαση εκτελείται αμέσως μετά την υπό όρο απόλυση αυτού, εκτός αν η απέλαση είναι αδύνατη, οπότε απολύεται ο κατάδικος και αρχίζει ο χρόνος δοκιμασίας.»
Το μέσα «» εδάφιο προστέθηκε από την παρ.6 άρθρ.6 Νόμ.3090/24-24 Δεκ.2002 (ΦΕΚ Α΄329), κατωτ.αριθ.41.
«5.(Βλ. σχόλιο στην παρ.6).
«6.Για τη χορήγηση της υπό όρο απόλυσης, ως ποινή που εκτίθηκε θεωρείται αυτή που υπολογίστηκε ευεργετικά κατά το Νόμ. 2058/1952. Προκειμένου για ποινές κάθειρξης δεν μπορεί να χορηγηθεί στον κατάδικο η υπό όρο απόλυση, αν δεν έχει παραμείνει στο σωφρονιστικό κατάστημα για χρονικό διάστημα ίσο με το ένα τρίτο της ποινής που του επιβλήθηκε και, σε περίπτωση ισόβιας κάθειρξης, δεκαέξι έτη. Το χρονικό διάστημα των δύο πέμπτων ή, σε περίπτωση ισόβιας κάθειρξης, των δεκαέξι ετών, προσαυξάνεται κατά τα δύο πέμπτα των λοιπών ποινών που τυχόν έχουν επιβληθεί, στην περίπτωση που αυτές συντρέχουν σωρευτικά. Σε κάθε περίπτωση όμως ο κατάδικος μπορεί να απολυθεί αν έχει εκτίσει είκοσι έτη. (Σε περίπτωση ποινικού σωφρονισμού, για την εφαρμογή του άρθρ. 129, κάθε ημέρα εργασίας υπολογίζεται ευεργετικά, η απόλυση υπό όρο όμως δεν μπορεί να χορηγηθεί, αν ο κατάδικος δεν έχει παραμείνει σε σωφρονιστικό κατάστημα για χρονικό διάστημα ίσο με τα τρία πέμπτα του ελάχιστου ορίου που του έχει οριστεί.)
Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου δεν εφαρμόζονται σε όσους καταδικάσθηκαν για το έγκλημα της εσχάτης προδοσίας, για τους οποίους εξακολουθεί να ισχύει το άρθρ. 5 του Νόμ. 2058/1952».
Η μέσα σε « » παρ. 6, η οποία αποτελούσε την παρ.5 άρθρ.25 του Νόμ. 2058/1952 Τόμ. 9 σελ. 174, προστέθηκε κάτω από την άνω παρ. 4 από την περίπτ. γ΄ παρ. 5 άρθρ. 1 Νόμ. 2408/31 Μαΐου-4 Ιουν. 1996 (ΦΕΚ Α΄ 104) (διόρθ. σφαλμ. στο ΦΕΚ Α΄ 158/11-7-1996), κατωτ. αριθ. 32.Προφανώς εκ παραδρομής παρελήφθη η παρ.5.
Το μέσα σε () πέμπτο εδάφιο καταργήθηκε με την παρ.4 άρθρ.2 Νόμ.3189/17-21 Οκτ.2003 (ΦΕΚ Α΄243), κατωτ.αριθ.45.

Σελ. 84,206(ια)
Τεύχος 1398 Σελ. 30
Προϋποθέσεις για τη χορήγηση της απόλυσης.
Άρθρ.106.-«1.Η απόλυση υπό όρο χορηγείται οπωσδήποτε, εκτός αν κριθεί με ειδική αιτιολογία ότι η διαγωγή του καταδίκου, κατά την έκτιση της ποινής του, καθιστά απολύτως αναγκαία τη συνέχιση της κράτησής του για να αποτραπεί η τέλεση από αυτόν νέων αξιόποινων πράξεων.
Η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται σε καταδικασθέντες για το έγκλημα της εσχάτης προδοσίας, για τους οποίους εξακολουθεί να ισχύει η παρ. 1 του άρθρ. 106 του Νόμ. 1492/1950 «Κύρωση του Ποινικού Κώδικα».
Η παρ. 1, αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ. 2 του άρθρ. 33 του Νόμ. 2172/16-16 Δεκ. 1993 (ΦΕΚ Α΄ 207), κατωτ. αριθ. 29.
2.Στον απολυόμενο μπορούν να επιβληθούν ορισμένες υποχρεώσεις που θα αφορούν τον τρόπο της ζωής του και ιδίως τον τόπο διαμονής του. Οι υποχρεώσεις αυτές μπορούν πάντοτε να ανακληθούν ή να τροποποιηθούν με αίτηση του απολυμένου.
«3.Οι διατάξεις των παρ. 2 έως και 4 του άρθρ. 100Α εφαρμόζονται αναλόγως».
Η παρ. 3 προστέθηκε από την παρ. 2 άρθρ. 16 Νόμ. 1968/10-11 Οκτ. 1991 (ΦΕΚ Α΄ 150), (τόμ. 6 σελ. 104,260).
Άρθρ.106Α.-(Καταργήθηκε από την παρ. 12α Νόμ. 2207/22-25 Απρ. 1994, ΦΕΚ Α 65, κατωτ. αριθ. 30).
Άρθρ.107.-«1.Η απόλυση μπορεί να ανακληθεί, αν εκείνος που απολύθηκε δεν συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις που του επιβλήθηκαν κατά την απόλυση».
Η παρ. 1, αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ. 6 άρθρ. 1 Νόμ. 2207/1994, ΦΕΚ Α΄ 65, (κατωτ. αριθ. 30).





Άρση της απόλυσης
Άρθρ.108.-Αν μέσα στο χρονικό διάστημα που προβλέπει το άρθρ. 109, εκείνος που απολύθηκε διαπράξει έγκλημα από δόλο, για το οποίο του επιβλήθηκε αμετακλήτως οποτεδήποτε ποινή φυλάκισης ανώτερη από έξι μήνες, εκτίει αθροιστικά και ολόκληρο το υπόλοιπο της προηγούμενης ποινής, το οποίο έπρεπε να εκτίσει κατά το χρόνο της προσωρινής απόλυσης».
Το άρθρ. 108, αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ. 7 άρθρ. 1 Νόμ. 2207/1994, ΦΕΚΑ΄ 65 (κατωτ. αριθ. 30).
Άρθρο 109.
Συνέπειες της μη ανάκλησης
Αν από την απόλυση περάσει το χρονικό διάστημα της ποινής το οποίο υπολειπόταν για έκτιση, σε όσες περιπτώσεις αυτό είναι ανώτερο από τρία έτη, ή αν περάσουν τρία έτη χωρίς να γίνει ανάκληση, η ποινή θεωρείται ότι εκτίθηκε. Η ισόβια κάθειρξη θεωρείται ότι εκτίθηκε, αν περάσουν δέκα έτη από την απόλυση χωρίς να γίνει ανάκλησή της.
Άρθρο 110.
Διαδικασία για τη χορήγηση και την
ανάκληση της απόλυσης.
1.Για τη χορήγηση και την ανάκληση της απόλυσης υπό όρο αποφασίζει το συμβούλιο των πλημμελειοδικών του τόπου της έκτισης της ποινής.
«Ο κατάδικος κλητεύεται υποχρεωτικά δέκα τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συνεδρίαση, κατά την οποία μπορεί να παραστεί αυτοπροσώπως ή με συνήγορο τον οποίο διορίζει με απλό έγγραφο θεωρημένο από το διευθυντή της φυλακής ή τις αρμόδιες αρχές.
Το μέσα σε « » τελευταίο εδάφιο προστέθηκε από το εδάφ. α΄ της παρ. 8 άρθρ. 1 Νόμ. 2207/1994, ΦΕΚ Α΄ 65 (κατωτ. αριθ. 30).
«2.Η απόλυση υπό όρο χορηγείται με αίτηση της διεύθυνσης του καταστήματος στο οποίο κρατείται ο κατάδικος. Η αίτηση υποβάλλεται ένα μήνα πριν από τη συμπλήρωση του χρόνου, που προβλέπει το άρθρ. 105. Αν η διεύθυνση του ιδρύματος κρίνει ότι συντρέχουν προϋποθέσεις για τη μη χορήγηση της απόλυσης υπό όρο υποβάλλει σχετική αναφορά μαζί με έκθεση της κοινωνικής υπηρεσίας του καταστήματος στον εισαγγελέα των πλημμελειοδικών, ο οποίος την εισάγει στο συμβούλιο».
Η παρ. 2, αντικαταστάθηκε ως άνω από το εδάφ. β΄, της παρ. 8 άρθρ. 1 Νόμ. 2207/1994, ΦΕΚ Α΄ 65 (ανωτ. αριθ. 3 και 27).
3.Για την ανάκληση αποφασίζει το ίδιο δικαστικό συμβούλιο, ύστερα από πρόταση των αρχών που εποπτεύουν αυτόν που απολύθηκε.
4.Η εποπτεία αυτή μπορεί να ανατεθεί και σε εταιρεία προστασίας των αποφυλακιζομένων.
5.Σε περίπτωση επείγουσας ανάγκης, για να προληφθεί κίνδυνος της δημόσιας τάξης ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών του τόπου διαμονής εκείνου που απολύθηκε μπορεί να διατάξει την προσωρινή σύλληψή του ύστερα από την οποία προκαλείται αμέσως με τη νόμιμη διαδικασία η απόφαση για την ανάκληση. Σε περίπτωση οριστικής ανάκλησης, θεωρείται ότι αυτή επήλθε την ημέρα της σύλληψης.
«Άρθρ.110Α.-1.Η απόλυση υπό όρο χορηγείται ανεξαρτήτως της συνδρομής των προϋποθέσεων των άρθρ. 105 και 106, εφόσον ο κατάδικος νοσεί από σύνδρομο επίκτητης ανοσοποιητικής ανεπάρκειας.
2.Η διακρίβωση της προϋποθέσεως της παρ. 1 γίνεται μετά από αίτηση του καταδίκου από το αρμόδιο συμβούλιο Πλημμελειοδικών, το οποίο διατάσσει ειδική πραγματογνωμοσύνη και η διαδικασία της καθορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης και Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων.
3.Η απόλυση υπό όρο κατά την παρ. 1 σημειώνεται στο Ποινικό Μητρώο του καταδίκου και χορηγείται μόνο μία φορά».
Το άρθρ. 110Α, προστέθηκε από την παρ. 3, άθρρ. 33 Νόμ. 2172/16-16 Δεκ. 1993, (ΦΕΚ Α΄ 207), κατωτ. αριθ. 29.
ΕΒΔΟΜΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Λόγοι που εξαλείφουν το αξιόποινο
Ι. Παραγραφή
Άρθρο 111.
Χρόνος παραγραφής των εγκλημάτων.
1.Το αξιόποινο εξαλείφεται με την παραγραφή.
2.Τα κακουργήματα παραγράφονται: α)μετά είκοσι έτη, αν ο νόμος προβλέπει γι’ αυτά την ποινή του θανάτου ή της ισόβιας κάθειρξης β)μετά δέκα πέντε έτη, σε κάθε άλλη περίπτωση.
3.Τα πλημμελήματα παραγράφονται μετά πέντε έτη.
4.Τα πταίσματα παραγράφονται μετά ένα έτος.
5.Οι ανωτέρω προθεσμίες υπολογίζονται κατά το ισχύον ημερολόγιο.
6.Αν ο νόμος ορίζει διαζευκτικά περισσότερες από μία ποινές, οι ανωτέρω προθεσμίες υπολογίζονται σύμφωνα με τη βαρύτερη απ’ αυτές.
Άρθρο 112.
Έναρξη του χρόνου παραγραφής των
εγκλημάτων.
Η προθεσμία της παραγραφής αρχίζει από την ημέρα που τελέσθηκε η αξιόποινη πράξη, «εκτός αν ορίζεται άλλως».
Οι μέσα σε « » λέξεις προστέθηκαν από το εδάφ. β΄ της παρ. 5 άθρ. 20 Νόμ. 2331/1995, ΦΕΚ Α΄ 173, (κατωτ. αριθ. 31).
(Αντί για τη σελ. 84,2061(δ) Σελ. 84,2061(ε)
Τεύχος 1398 Σελ. 31

Αναστολή της παραγραφής των εγκλημάτων
«Άρθρ.113.-1)Η προθεσμία της παραγραφής αναστέλλεται για όσο χρόνο σύμφωνα με τη διάταξη νόμου δεν μπορεί να αρχίσει ή να εξακολουθήσει η ποινική δίωξη.
2)Επίσης, η προθεσμία της παραγραφής αναστέλλεται για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η κύρια διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση.
«3)Η κατά τις προηγούμενες παραγράφους αναστολή δεν μπορεί να διαρκέσει περισσότερο από πέντε χρόνια για τα κακουργήματα, τρία χρόνια για τα πλημμελήματα και ένα χρόνο για τα πταίσματα. Ο χρονικός περιορισμός της αναστολής δεν ισχύει οσάκις η αναβολή ή αναστολή της ποινικής δίωξης έλαβε χώρα κατ’ εφαρμογή των άρθρ. 30 παρ. 2 και 59 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας».
Η παρ.3 αντικαταστάθηκε ως άνω από το άρθρ.25 Νόμ.3346/16-17 Ιουν.2005 (ΦΕΚ Α΄140), τόμ.9 σελ.136,291.
4)Αν για την ποινική δίωξη απαιτείται έγκληση, η έλλειψή της δεν αναστέλλει την παραγραφή.
5)Για εκκρεμείς υποθέσεις, ως προς τις οποίες συμπληρώνεται ο χρόνος της παραγραφής, κατ’ εφαρμογή του παρόντος και των δύο προηγουμένων άρθρων, την παύση της ποινικής δίωξης μπορεί να τη διατάσσει με σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα εφετών ο αρμόδιος εισαγγελέας πλημμελειοδικών, θέτοντας τη δικογραφία στο αρχείο».
Το άρθρ. 113 αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ. 6 άρθρ. 5 Νόμ. 2408/31 Μαΐου-4 Ιουν. 1996 (ΦΕΚ Α΄ 104) (διόρθ. σφαλμ. στο ΦΕΚ Α΄ 158/11-7-1996), κατωτ. αριθ. 32.
Άρθρο 114.
Χρόνος παραγραφής των ποινών που
επιβλήθηκαν.
Οι ποινές που επιβλήθηκαν αμετακλήτως, αν έμειναν ανεκτέλεστες, παραγράφονται: α)η ποινή του θανάτου και η ισόβια κάθειρξη μετά τριάντα έτη β)ο περιορισμός σε ψυχιατρικό κατάστημα (άρθρο 38) και η κάθειρξη μετά είκοσι έτη "γ) η φυλάκιση, η χρηματική ποινή και ο περιορισμός σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων (άρθρο 54) μετά δέκα έτη" και δ)πάσα άλλη μικροτέρα ποινή μετά δύο έτη.
Η μέσα σε «» περίπτ.γ αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ.5 άρθρ.2 Νόμ.3189/17-21 Οκτ.2003 (ΦΕΚ Α΄243), κατωτ.αριθ.45
Άρθρο 115.
Έναρξη του χρόνου παραγραφής των ποινών.
Η παραγραφή αρχίζει από την ημέρα που η απόφαση έγινε αμετάκλητη.

Σελ. 84, 2062(ε)
Τεύχος 1398 Σελ. 32

Άρθρο 116.
Αναστολή της παραγραφής των ποινών.
Η προθεσμία της παραγραφής αναστέλλεται: α)για τόσο χρόνο σύμφωνα με το νόμο, δεν μπορεί να αρχίσει ή να εξακολουθήσει η εκτέλεση της ποινής β)για όσο χρόνο, σύμφωνα με το άρθρο 99, έχει ανασταλεί η εκτέλεση ή έχει επιτραπεί η καταβολή με δόσεις της χρηματικής ποινής ή του προστίμου που επιβλήθηκε και γ)για όσο χρόνο διαρκεί η εκτέλεση κάποιου από τα μέτρα που προβλέπουν τα άρθρα 71 και 72.
ΙΙ. Παραίτηση από την έγκληση.
Άρθρο 117.
Μη υποβολή έγκλησης ή δήλωση παραίτησης
από το δικαίωμα της έγκλησης.
1.Όταν ο νόμος απαιτεί έγκληση γιατην ποινική δίωξη κάποιας αξιόποινης πράξης, το αξιόποινο εξαλείφεται αν ο δικαιούχος δεν υποβάλει την έγκληση μέσα σε τρεις μήνες από την ημέρα που έλαβε γνώση για την πράξη που τελέστηκε και για το πρόσωπο που την τέλεσε ή για έναν από τους συμμετόχους της.
2.Το ίδιο αποτέλεσμα συνεπάγεται και η ρητή δήλωση του δικαιούχου της έγκλησης ενώπιον της αρμόδιας αρχής, ότι παραιτείται από το δικαίωμα της έγκλησης.
Άρθρο 118.
Πρόσωπα που έχουν δικαίωμα για έγκληση.
1.Το δικαίωμα της έγκλησης ανήκει στον άμεσα παθόντα από την αξιόποινη πράξη αν ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά με ειδική διάταξη.
2.Αν ο παθών δεν έχει συμπληρώσει το 12ο έτος της ηλικίας του ή τελεί υπό δικαστική απαγόρευση, το δικαίωμα της έγκλησης έχει ο νόμιμος αντιπρόσωπός του. Αν ο παθών έχει συμπληρώσει το 12ο έτος της ηλικίας του, το δικαίωμα της έγκλησης έχουν και ο παθών και ο νόμιμος αντιπρόσωπος του και μετά τη συμπλήρωση του 17ου έτους της ηλικίας του το δικαίωμα αυτό το έχει μόνο ο παθών.
3.Αν δύο ή περισσότεροι έχουν δικαίωμα έγκλησης, το δικαίωμα αυτό είναι αυτοτελές για τον καθένα.
4.Μετά το θάνατο του παθόντος, το δικαίωμα της έγκλησης μεταβιβάζεται στο σύζυγο που ζει και στα τέκνα του και, αν δεν έχει σύζυγο και τέκνα, στους γονείς του.
5.Για τις αξιόποινες πράξεις που έγιναν εναντίον του Προέδρου της Δημοκρατίας ή εκείνου που ασκεί την προεδρική εξουσία, αν οι πράξεις διώκονται με έγκληση η δίωξη γίνεται με αίτηση του Υπουργού της Δικαιοσύνης.
Άρθρο 119.
Αδιαίρετο της έγκλησης.
Η ποινική δίωξη ασκείται εναντίον όλων των συμμετόχων του εγκλήματος και αν ακόμη η έγκληση που υποβλήθηκε στρέφεται εναντίον ενός από αυτούς.
Άρθρο 120.
Ανάκληση της έγκλησης.
1.Αυτός που υπέβαλε την έγκληση μπορεί να την ανακαλέσει, με τους όρους που ορίζει ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας.
2.Η ανάκληση που έγινε για έναν από τους συμμετόχους της πράξης έχει συνέπεια την παύση της ποινικής δίωξης και των υπολοίπων, αν και αυτοί διώκονται με έγκληση.
3.Η ανάκληση δεν έχει κανένα αποτέλεσμα για τον κατηγορούμενο που δηλώνει προς την αρχή ότι δεν την αποδέχεται. Μετά την ανάκληση της έγκλησης που υποβλήθηκε δεν μπορεί να υποβληθεί νέα.
ΟΓΔΟΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
"Ειδικές διατάξεις για ανηλίκους".
Ο μέσα σε «» τίτλος αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ.1 άρθρ.1 Νόμ.3189/17-21 Οκτ.2003 (ΦΕΚ Α΄243), κατωτ.αριθ.45.
Ορισμοί
"Άρθρ.- 121.- 1. Στο κεφάλαιο αυτό με τον όρο ανήλικοι νοούνται αυτοί που, κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης, έχουν ηλικία μεταξύ του όγδοου και του δέκατου όγδοου έτους της ηλικίας τους συμπληρωμένων.
2. Οι ανήλικοι υποβάλλονται σε αναμορφωτικά ή θεραπευτικά μέτρα ή σε ποινικό σωφρονισμό σύμφωνα με τις διατάξεις των επόμενων άρθρων."
Το άρθρ.121 αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ.2 άρθρ.1 Νόμ.3189/17-21 Οκτ.2003 (ΦΕΚ Α΄243), κατωτ.αριθ.45.
Αναμορφωτικά μέτρα
"Άρθρ. 122.-1. Αναμορφωτικά μέτρα είναι: α) η επίπληξη του ανηλίκου, β) η ανάθεση της υπεύθυνης επιμέλειας του ανηλίκου στους γονείς ή στους επιτρόπους του, γ) η ανάθεση της υπεύθυνης επιμέλειας του ανηλίκου σε ανάδοχη οικογένεια, δ) η ανάθεση της επιμέλειας του ανηλίκου σε προστατευτικές εταιρείες ή σε ιδρύματα ανηλίκων ή σε επιμελητές ανηλίκων, ε) η συνδιαλλαγή μεταξύ ανήλικου δράστη και θύματος για έκφραση συγγνώμης και εν γένει για εξώδικη διευθέτηση των συνεπειών της πράξης, στ) η αποζημίωση του θύματος ή η κατ΄ άλλον τρόπο άρση ή μείωση των συνεπειών της πράξης από τον ανήλικο, ζ) η παροχή κοινωφελούς εργασίας από τον ανήλικο, η) η
παρακολούθηση από τον ανήλικο κοινωνικών και ψυχολογικών προγραμμάτων σε κρατικούς, δημοτικούς, κοινοτικούς ή ιδιωτικούς φορείς, θ) η φοίτηση του ανηλίκου σε σχολές επαγγελματικής ή άλλης εκπαίδευσης ή κατάρτισης, ι) η παρακολούθηση από τον ανήλικο ειδικών προγραμμάτων κυκλοφοριακής αγωγής, ια) η ανάθεση της εντατικής επιμέλειας και επιτήρησης του ανηλίκου σε προστατευτικές εταιρείες ή σε επιμελητές ανηλίκων και ιβ) η τοποθέτηση του ανηλίκου σε κατάλληλο κρατικό, δημοτικό, κοινοτικό ή ιδιωτικό ίδρυμα αγωγής.
2. Σε κάθε περίπτωση ως πρόσθετο αναμορφωτικό μέτρο μπορεί να επιβληθούν επιπλέον υποχρεώσεις που αφορούν τον τρόπο ζωής του ανηλίκου ή τη διαπαιδαγώγησή του. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις μπορεί να επιβληθούν δύο ή περισσότερα από τα μέτρα που προβλέπονται στις περιπτώσεις α΄ έως και ια΄ της προηγούμενης παραγράφου.
3. Στην απόφαση του δικαστηρίου ορίζεται η μέγιστη διάρκεια του αναμορφωτικού μέτρου."
Το άρθρ.122 αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ.3 άρθρ.1 Νόμ.3189/17-21 Οκτ.2003 (ΦΕΚ Α΄243), κατωτ.αριθ.45.
Θεραπευτικά μέτρα
"Άρθρ.123.- 1. Αν η κατάσταση του ανηλίκου απαιτεί ιδιαίτερη μεταχείριση, ιδίως αν πάσχει από ψυχική ασθένεια ή τελεί σε νοσηρή διατάραξη των πνευματικών του λειτουργιών ή από οργανική νόσο ή κατάσταση που του δημιουργεί σοβαρή σωματική δυσλειτουργία ή του έχει γίνει έξη η χρήση οινοπνευματωδών ποτών ή ναρκωτικών ουσιών και δεν μπορεί να την αποβάλει με τις δικές του δυνάμεις ή εμφανίζει ανώμαλη καθυστέρηση στην πνευματική και την ηθική του ανάπτυξη, το δικαστήριο διατάσσει: α) την ανάθεση της υπεύθυνης επιμέλειας του ανηλίκου στους γονείς, στους επιτρόπους του ή στην ανάδοχη οικογένεια, β) την ανάθεση της επιμέλειας του ανηλίκου σε προστατευτικές εταιρίες ή σε επιμελητές ανηλίκων, γ) την παρακολούθηση συμβουλευτικού θεραπευτικού προγράμματος από τον ανήλικο και δ) την παραπομπή του ανηλίκου σε θεραπευτικό ή άλλο κατάλληλο κατάστημα. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις μπορεί να επιβληθούν τα μέτρα που προβλέπονται στις περιπτώσεις α΄ ή β΄ σε συνδυασμό με το μέτρο που προβλέπεται στην περίπτωση γ΄.
2. Τα θεραπευτικά μέτρα διατάσσονται ύστερα από προηγούμενη διάγνωση και γνωμοδότηση από εξειδικευμένη ομάδα ιατρών, ψυχολόγων και κοινωνικών λειτουργών, οι οποίοι κατά περίπτωση υπάγονται σε Μονάδα του Υπουργείου Δικαιοσύνης ή σε ιατρικά κέντρα υγείας ή κρατικά νοσηλευτικά ιδρύματα.

(Μετά τη σελ.84,2062(δ) Σελ. 84,2063
Τεύχος 1365 Σελ. 63
3. Αν ο ανήλικος είναι χρήστης ναρκωτικών και αν η χρήση του έχει γίνει έξη και δεν μπορεί να την αποβάλει με τις δικές του δυνάμεις, το δικαστήριο πριν επιβάλει θεραπευτικά μέτρα που προβλέπονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου διατάσσει ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη και εργαστηριακή εξέταση, σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 2 του Ν. 1729/1987."
Το άρθρ.123 αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ.4 άρθρ.1 Νόμ.3189/17-21 Οκτ.2003 (ΦΕΚ Α΄243), κατωτ.αριθ.45.
Μεταβολή ή άρση μέτρων
"Άρθρ. 124. - 1. Το δικαστήριο που δίκασε μπορεί οποτεδήποτε να αντικαταστήσει τα αναμορφωτικά μέτρα που επέβαλε με άλλα, αν το κρίνει αναγκαίο. Αν τα μέτρα εκπλήρωσαν το σκοπό τους, τα αίρει.
2. Το ίδιο μπορεί να πράξει και για τα θεραπευτικά μέτρα, ύστερα από γνωμοδότηση σύμφωνα με το άρθρο 123 παρ. 2.
3. Το δικαστήριο αντικαθιστά τα αναμορφωτικά μέτρα με θεραπευτικά, ύστερα από γνωμοδότηση, σύμφωνα με το άρθρο 123 παράγραφος 2.
4. Η συνδρομή των προϋποθέσεων αντικατάστασης ή άρσης των αναμορφωτικών ή θεραπευτικών μέτρων ελέγχεται από το δικαστήριο το αργότερο μετά την πάροδο ενός έτους από την επιβολή τους."
Το άρθρ.124 αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ.5 άρθρ.1 Νόμ.3189/17-21 Οκτ.2003 (ΦΕΚ Α΄243), κατωτ.αριθ.45.
Διάρκεια μέτρων
"Άρθρ. 125 - 1. Τα αναμορφωτικά μέτρα που επέβαλε το δικαστήριο παύουν αυτοδικαίως, όταν ο ανήλικος συμπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας. Το δικαστήριο μπορεί, με ειδικά αιτιολογημένη απόφασή του, να παρατείνει τα μέτρα, το πολύ μέχρι τη συμπλήρωση του εικοστού πρώτου έτους της ηλικίας του ανηλίκου.
2. Τα θεραπευτικά μέτρα επιτρέπεται να παραταθούν και μετά το δέκατο όγδοο έτος, ύστερα από γνωμοδότηση, σύμφωνα με το άρθρο 123 παράγραφος 2, το πολύ μέχρι τη συμπλήρωση του εικοστού πρώτου έτους της ηλικίας του ανηλίκου."
Το άρθρ.125 αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ.6 άρθρ.1 Νόμ.3189/17-21 Οκτ.2003 (ΦΕΚ Α΄243), κατωτ.αριθ.45.



Σελ. 84,2064
Τεύχος 1365 Σελ. 64
Ανήλικοι ποινικώς ανεύθυνοι
"Άρθρο 126 - 1. Η αξιόποινη πράξη που τελέστηκε από ανήλικο οκτώ έως δεκατριών ετών δεν καταλογίζεται σε αυτόν.
2. Σε ανήλικο που τέλεσε αξιόποινη πράξη χωρίς να έχει συμπληρώσει το δέκατο τρίτο έτος της ηλικίας του επιβάλλονται μόνο αναμορφωτικά ή θεραπευτικά μέτρα.
3. Σε ανήλικο που τέλεσε αξιόποινη πράξη και έχει συμπληρώσει το δέκατο τρίτο έτος της ηλικίας του επιβάλλονται αναμορφωτικά ή θεραπευτικά μέτρα, αν δεν υπάρχει περίπτωση να υποβληθεί ο ανήλικος σε ποινικό σωφρονισμό κατά το επόμενο άρθρο."
Το άρθρ.126 αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ.7 άρθρ.1 Νόμ.3189/17-21 Οκτ.2003 (ΦΕΚ Α΄243), κατωτ.αριθ.45.
Ανήλικοι ποινικώς υπεύθυνοι
"Άρθρ. 127 - 1. Αν το δικαστήριο ερευνώντας τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέστηκε η πράξη και την όλη προσωπικότητα του ανηλίκου που έχει συμπληρώσει το δέκατο τρίτο έτος της ηλικίας του κρίνει ότι είναι αναγκαίος ο ποινικός σωφρονισμός του για να συγκρατηθεί από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων, τον καταδικάζει σε περιορισμό σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων.
2. Στην απόφαση του δικαστηρίου ορίζεται επακριβώς ο χρόνος παραμονής του ανηλίκου στο κατάστημα αυτό σύμφωνα με το άρθρο 54."
Το άρθρ.127 αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ.8 άρθρ.1 Νόμ.3189/17-21 Οκτ.2003 (ΦΕΚ Α΄243), κατωτ.αριθ.45.
Πταίσματα ανηλίκων
"Άρθρ.128 - Αν η πράξη που τέλεσε ο ανήλικος συνιστά πταίσμα, εφαρμόζονται μόνο τα αναμορφωτικά μέτρα υπό στοιχεία α΄, β΄ και ι΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 122."
Το άρθρ.128 αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ.9 άρθρ.1 Νόμ.3189/17-21 Οκτ.2003 (ΦΕΚ Α΄243), κατωτ.αριθ.45.
Απόλυση υπό όρο
"Άρθρ. 129 - 1. Με τη λήξη του ημίσεος της ποινής του περιορισμού σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων, η οποία έχει επιβληθεί, το δικαστήριο απολύει τον ανήλικο, κατά τα οριζόμενα παρακάτω. Στην απόφαση για την απόλυση υπό όρο ορίζεται ο χρόνος της δοκιμασίας, που δεν μπορεί να υπερβαίνει το υπόλοιπο της ποινής.
2. Η απόλυση υπό όρο χορηγείται οπωσδήποτε, εκτός αν κριθεί με ειδική αιτιολογία ότι η διαγωγή του ανηλίκου κατά την έκτιση της ποινής καθιστά απολύτως αναγκαία τη συνέχιση της κράτησής του, για να αποτραπεί η τέλεση από αυτόν νέων αξιόποινων πράξεων. Για τη χορήγηση της υπό όρο απόλυσης η διεύθυνση του καταστήματος στο οποίο κρατείται ο ανήλικος υποβάλλει αίτηση μαζί με έκθεση της κοινωνικής υπηρεσίας του καταστήματος μόλις συμπληρωθεί η έκτιση του ημίσεος της επιβληθείσας ποινής.
3. Η απόλυση υπό όρο μπορεί να χορηγηθεί και πριν από την έκτιση του ημίσεος της ποινής που έχει επιβληθεί, μόνο για σπουδαίους λόγους και εφόσον έχει εκτιθεί πραγματικά το ένα τρίτο αυτής.
4. Για τη χορήγηση της υπό όρο απόλυσης, ως ποινή που εκτίθηκε θεωρείται και αυτή που υπολογίστηκε ευεργετικά σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις. Η απόλυση υπό όρο δεν μπορεί να χορηγηθεί, αν ο ανήλικος δεν έχει παραμείνει σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων για χρονικό διάστημα ίσο με το ένα τρίτο της ποινής που έχει επιβληθεί.
5. Στον απολυόμενο μπορεί να επιβληθούν κατά τη διάρκεια του χρόνου δοκιμασίας του υποχρεώσεις που αφορούν τον τρόπο ζωής του και ιδίως τον τόπο διαμονής, τη διαπαιδαγώγηση ή την παρακολούθηση εγκεκριμένου από το νόμο θεραπευτικού προγράμματος ψυχικής απεξάρτησης από ναρκωτικές ή άλλες οινοπνευματώδεις ουσίες. Στον αλλοδαπό απολυόμενο μπορεί να διαταχθεί και η απέλασή του στη χώρα από την οποία προέρχεται, εκτός αν η οικογένειά του διαμένει νομίμως στην Ελλάδα ή η απέλασή του είναι ανέφικτη. Αν ο απολυόμενος παραβιάσει τους όρους εφαρμόζεται αναλογικώς το άρθρο 107.
6. Αν ο απολυόμενος κατά το χρόνο δοκιμασίας του καταδικασθεί για κακούργημα ή πλημμέλημα από δόλο, η απόλυση αίρεται και εφαρμόζεται το άρθρο 132.
7. Αν μετά την απόλυση παρέλθει ο χρόνος δοκιμασίας τον οποίο όρισε η απόφαση χωρίς να γίνει ανάκληση, η ποινή θεωρείται ότι εκτίθηκε.
8. Αρμόδιο για την απόλυση του ανηλίκου και την ανάκληση της υπό όρο απόλυσης είναι το Τριμελές Δικαστήριο Ανηλίκων στο Πλημμελειοδικείο του τόπου όπου εκτίεται ο περιορισμός σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων.
9. Αν ανήλικος κατά τη διάρκεια του περιορισμού του σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων για έγκλημα του άρθρου 5 του Ν. 1729/1987, όπως ισχύει, ή για έγκλημα που φέρεται ότι τελέστηκε για να διευκολυνθεί η χρήση ναρκωτικών ουσιών, παρακολούθησε επιτυχώς εγκεκριμένο συμβουλευτικό πρόγραμμα και υπάρχει δήλωση από τον υπεύθυνο αναγνωρισμένου προγράμματος ψυχικής απεξάρτησης ότι γίνεται δεκτός σε αυτό, η παρακολούθηση αυτή συνιστά σπουδαίο λόγο για πρόωρη απόλυση υπό όρο με την έννοια της παραγράφου 3. Οι υπεύθυνοι του εκτός καταστήματος προγράμματος ψυχικής απεξάρτησης έχουν την υποχρέωση να ενημερώνουν ανά δίμηνο τη δικαστική αρχή για τη συνεπή παρακολούθηση του προγράμματος από τον εν λόγω ανήλικο ή για την επιτυχή ολοκλήρωση του προγράμματος και χωρίς καθυστέρηση για την αδικαιολόγητη διακοπή της παρακολούθησής του. Στην περίπτωση διακοπής ανακαλείται η υπό όρο απόλυση.
10. Αν η αίτηση για απόλυση υπό όρο δεν γίνει δεκτή, νέα αίτηση μπορεί να υποβληθεί μετά δύο μήνες από την απόρριψη, εκτός αν υπάρξουν νέα στοιχεία."
Το άρθρ.129 αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ.10 άρθρ.1 Νόμ.3189/17-21 Οκτ.2003 (ΦΕΚ Α΄243), κατωτ.αριθ.45.
Εκδίκαση μετά τη συμπλήρωση
του δέκατου όγδοου έτους
"Άρθρ. 130 - 1. Αν ανήλικος που έχει συμπληρώσει το δέκατο τρίτο έτος της ηλικίας του τέλεσε αξιόποινη πράξη και εισάγεται σε δίκη μετά τη συμπλήρωση του δέκατου όγδοου έτους, το δικαστήριο μπορεί, αντί για περιορισμό σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων, να επιβάλει την ποινή που προβλέπεται για την πράξη που τελέστηκε, ελαττωμένη, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 83. Τούτο γίνεται, αν το δικαστήριο κρίνει ότι, αν και ο ποινικός σωφρονισμός του ανηλίκου είναι αναγκαίος, δεν είναι όμως σκόπιμος ο περιορισμός του σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων.
2. Οι στερητικές της ελευθερίας ποινές που επιβλήθηκαν σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο δεν συνεπάγονται σε καμία περίπτωση τη στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων ή την παραπομπή σε κατάστημα εργασίας.
3. Κατά γενικό κανόνα οι κατάδικοι αυτοί κρατούνται χωριστά από άλλους ενήλικους καταδίκους."
Το άρθρ.130 αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ.11 άρθρ.1 Νόμ.3189/17-21 Οκτ.2003 (ΦΕΚ Α΄243), κατωτ.αριθ.45.


(Αντί για τη σελ.84,207(β) Σελ. 84,207(γ)
Τεύχος 1365 Σελ. 65
Έναρξη εκτέλεσης της απόφασης
μετά τη συμπλήρωση του δέκατου όγδοου έτους
"Άρθρο 131 - 1. Αν ο καταδικασμένος σε περιορισμό σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων συμπλήρωσε το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας του, πριν αρχίσει η εκτέλεση της απόφασης, το δικαστήριο που δίκασε, αν κρίνει ότι ο περιορισμός αυτός δεν είναι σκόπιμος, μπορεί να τον αντικαταστήσει με την ποινή που προβλέπεται στο προηγούμενο άρθρο.
2. Αν ο καταδικασμένος συμπλήρωσε το εικοστό πρώτο έτος της ηλικίας του, η αντικατάσταση του περιορισμού κατά την παράγραφο 1 είναι υποχρεωτική.
3. Οι παράγραφοι 2 και 3 του προηγούμενου άρθρου ισχύουν και στις περιπτώσεις του άρθρου αυτού."
Το άρθρ.131 αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ.12 άρθρ.1 Νόμ.3189/17-21 Οκτ.2003 (ΦΕΚ Α΄243), κατωτ.αριθ.45.
Συρροή
"Άρθρ. 132 - 1. Αν ο κρατούμενος σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων διαπράξει αξιόποινη πράξη πριν συμπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας του ή αν συντρέξει άλλη περίπτωση συρροής κατά το άρθρο 97, το δικαστήριο επαυξάνει την ποινή που του είχε καθορίσει με την προηγούμενη απόφασή του χωρίς να υπερβεί τα όρια του άρθρου 54.
2. Αν ο κρατούμενος σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων διαπράξει αξιόποινη πράξη μετά τη συμπλήρωση του δέκατου όγδοου έτους της ηλικίας του:
α) Εφόσον η ποινή που προσδιορίσθηκε για την πράξη αυτή είναι πρόσκαιρη κάθειρξη, το δικαστήριο επιβάλλει συνολική ποινή κάθειρξης επαυξημένη. Η επαύξηση της κάθειρξης δεν μπορεί να είναι κατώτερη από το ήμισυ της ποινής που είχε καθορίσει η προηγούμενη απόφαση του δικαστηρίου. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 94 παρ. 1.
β) Αν η ποινή που επιβλήθηκε για τη νέα πράξη είναι ηπιότερη από την πρόσκαιρη κάθειρξη, το δικαστήριο επαυξάνει την ποινή που είχε καθορίσει με προηγούμενη απόφαση, όχι όμως πέρα από το ανώτατο όριο περιορισμού, το οποίο ορίζεται στο άρθρο 54."
Το άρθρ.132 αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ.13 άρθρ.1 Νόμ.3189/17-21 Οκτ.2003 (ΦΕΚ Α΄243), κατωτ.αριθ.45.



Σελ. 84,208(γ)
Τεύχος 1365 Σελ. 66
Νεαροί ενήλικες
"Άρθρ. 133 - Το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83) σε όποιον, κατά το χρόνο που τέλεσε αξιόποινη πράξη, είχε συμπληρώσει το δέκατο όγδοο, όχι όμως και το εικοστό πρώτο έτος της ηλικίας του. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζονται οι διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 130."
Το άρθρ.133 αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ.14 άρθρ.1 Νόμ.3189/17-21 Οκτ.2003 (ΦΕΚ Α΄243), κατωτ.αριθ.45.



ΔΕΥΤΕΡΟ ΒΙΒΛΙΟ
ΕΙΔΙΚΟ ΜΕΡΟΣ
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Προσβολές του πολιτεύματος
Άρθρο 134.
Εσχάτη προδοσία.
1.Τιμωρείται με την ποινή της ισόβιας ή πρόσκαιρης κάθειρξης: Α)όποιος αποπειράται να αποστερήσει με οποιονδήποτε τρόπο τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας (*) ή αυτόν που ασκεί την προεδρική (*) εξουσία από την εξουσία που έχουν κατά το Σύνταγμα. Β)όποιος αποπειράται με σωματική βία ή με απειλές σωματικής βίας: α)να παρεμποδίσει κάποιον απ’ αυτούς από την άσκηση της συνταγματικής εξουσίας του ή να τον εξαναγκάσει να επιχειρήσει πράξη που απορρέει από αυτή την εξουσία και β)να μεταβάλει το πολίτευμα του Κράτους.
2.Με ισόβια ή πρόσκαιρη κάθειρξη τιμωρείται όποιος, εκτός από την περίπτωση της προηγούμενης παραγράφου: α)επιχειρεί με βία ή απειλή βίας ή με σφετερισμό της ιδιότητάς του ως οργάνου του Κράτους να καταλύσει ή να αλλοιώσει ή να καταστήσει ανενεργό διαρκώς ή προσκαίρως, το δημοκρατικό πολίτευμα που στηρίζεται στην λαϊκή κυριαρχία ή θεμελιώδεις αρχές ή θεσμούς του πολιτεύματος αυτού. β)επιχειρεί με τα μέσα που αναφέρονται στο προηγούμενο εδάφιο και με τρόπο πρόσφορο να διαταράξει την ομαλή λειτουργία του πολιτεύματος, να αποστερήσει ή να παρακωλύσει τη Βουλή, την Κυβέρνηση ή τον Πρωθυπουργό από την ενάσκηση της εξουσίας που τους παρέχει το Σύνταγμα ή να τους εξαναγκάσει να εκτελέσουν ή να παραλείψουν πράξεις που απορρέουν από την εξουσία αυτή. γ)ασκεί ή άσκησε την εξουσία που ο ίδιος ή άλλος κατέλαβε με τους τρόπους και τα μέσα που προβλέπει το άρθρο αυτό.
3.Όποιος αποπειράται να θανατώσει τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ή εκείνον που ασκεί την προεδρική εξουσία τιμωρείται με θάνατο ή ισόβια κάθειρξη.
Άρθρο 134α
Θεμελιώδεις αρχές και θεσμοί του Πολιτεύματος.
Θεμελιώδεις αρχές και θεσμοί του Πολιτεύματος θεωρούνται στο πλαίσιο του προηγούμενου άρθρου: α)η ανάδειξη του Αρχηγού του Κράτους με εκλογή. β)το δικαίωμα του λαού να εκλέγει τη Βουλή με γενικές, άμεσες ελεύθερες, ίσες και μυστικές ψηφοφορίες μέσα στα συνταγματικά χρονικά πλαίσια. γ)το κοινοβουλευτικό σύστημα διακυβέρνησης. δ)η αρχή του πολυκομματισμού. ε)η αρχή της διάκρισης των εξουσιών, όπως προβλέπεται στο Σύνταγμα. στ)η αρχή της δέσμευσης του νομοθέτη από το Σύνταγμα και της εκτελεστικής και της δικαστικής εξουσίας από το Σύνταγμα και τους νόμους. ζ)η αρχή της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης. και η)η γενική ισχύς και προστασία των ατομικών δικαιωμάτων που προβλέπει το Σύνταγμα.
Άρθρο 134β.
Δεν τιμωρούνται ως συμμέτοχοι στις πράξεις του άρθρου 134 δημόσιοι υπάλληλοι ή λειτουργοί που άσκησαν τα καθήκοντά τους όσο διήρκεσε ο σφετερισμός της λαϊκής κυριαρχίας ή η παράνομη κατάλυση, η μεταβολή ή η αδράνεια του δημοκρατικού πολιτεύματος, αν η άσκηση των καθηκόντων τους ήταν αναγκαία αποκλειστικώς για τη συνέχιση της λειτουργίας του κράτους και δεν έγινε με σκοπό τη διατήρηση της εξουσίας από τους σφετεριστές της.









































(*) Το ισχύον κείμενο που μεταγλωττίστηκε αναφέρει τον «Βασιλέα» και τη βασιλική εξουσία. Όμως κατά το άρθρ. 5 του Ν. 10/75, όπου στις διατάξεις αυτές αναφέρεται ο Βασιλεύς, νοείται ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας.



(Μετά τη σελ. 84,208(β) Σελ. 84,2081
Τεύχος 1181-Σελ. 61
Άρθρο 135.
Προπαρασκευαστικές πράξεις εσχάτης προδοσίας.
1.Όποιος δημόσια ή με τη διάδοση εγγράφων, εικόνων ή παραστάσεων προκαλεί με πρόθεση ή προσπαθεί να διεγείρει άλλους στο να επιχειρήσουν πράξεις από εκείνες που αναφέρονται στο άρθρο 134 τιμωρείται με κάθειρξη.
2.Όποιος συνωμοτεί με άλλον με σκοπό να εκτελέσουν πράξη από εκείνες που αναφέρονται στο άρθρο 134 ή με συνεννοήσεις με ξένη κυβέρνηση προπαρασκευάζει την εκτέλεση μιας απ’ αυτές τις πράξεις, τιμωρείται με κάθειρξη.
3.Οποιαδήποτε άλλη προπαρασκευαστική ενέργεια με πρόθεση μιας από τις αναφερόμενες στο άρθρο 134 πράξεις τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών.
4.Συνωμοσία υπάρχει όταν δύο ή περισσότεροι συναποφασίσουν να τελέσουν πράξη εσχάτης προδοσίας ή αναλάβουν αμοιβαία υποχρέωση να τελέσουν τέτοια πράξη.
Άρθρο 135α.
Προσβολές κατά της ζωής φορέων πολιτειακών
λειτουργημάτων.
Όποιος αποπειράται να θανατώσει τον Πρωθυπουργό, τον Πρόεδρο της Βουλής ή τους νόμιμους αναπληρωτές τους ή αρχηγό κόμματος που αναγνωρίζεται από τον Κανονισμό της Βουλής, τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη.
Άρθρο 136.
Στις περιπτώσεις του άρθρου 135, το δικαστήριο μπορεί, μαζί με την ποινή της φυλάκισης, να επιβάλει και στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων (άρθρο 61). Αν αυτός που καταδικάστηκε είναι αλλοδαπός, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει και την απέλασή του από το κράτος (άρθρο 74).
Άρθρο 137.
1.Στις περιπτώσεις του άρθρου 134 παράγραφοι 1 και 2 και 135, ο δράστης μένει ατιμώρητος, αν με δική του θέληση παρεμπόδισε την επέλευση του αποτελέσματος που επεδίωκε με την πράξη του.
2.Αν στις περιπτώσεις του άρθου 134 ο δράστης συντέλεσε αποφασιστικά στην αποκατάσταση του Δημοκρατικού Πολιτεύματος, τιμωρείται με ποινή μειωμένη. Το δικαστήριο όμως μπορεί, εκτιμώντας ελεύθερα όλες τις περιστάσεις, να κρίνει την πράξη του ατιμώρητη.
Άρθρο 137Α.
Βασανιστήρια και άλλες προσβολές της ανθρώπινης
αξιοπρέπειας.
1.Υπάλληλος ή στρατιωτικός, στα καθήκοντα του οποίου ανάγεται η δίωξη ή η ανάκριση ή η εξέταση αξιόποινων πράξεων ή πειθαρχικών παραπτωμάτων ή η εκτέλεση ποινών ή η φύλαξη ή η επιμέλεια κρατουμένων, τιμωρείται με κάθειρξη, εάν υποβάλλει σε βασανιστήρια κατά την εκτέλεση αυτών των καθηκόντων πρόσωπο που βρίσκεται στην εξουσία του με σκοπό: α)να αποσπάσει από αυτό ή από τρίτο πρόσωπο ομολογία, κατάθεση, πληροφορία ή δήλωση ιδίως αποκήρυξης ή αποδοχής πολιτικής ή άλλης ιδεολογίας. β)να το τιμωρήσει. γ)να εκφοβίσει αυτό ή τρίτα πρόσωπα.
Με την ίδια ποινή τιμωρείται υπάλληλος ή στρατιωτικός, που με εντολή των προϊσταμένων του ή αυτοβούλως σφετερίζεται τέτοια καθήκοντα και τελεί τις πράξεις του προηγούμενου εδαφίου.
2.Βασανιστήρια συνιστούν, σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, κάθε μεθοδευμένη πρόκληση έντονου σωματικού πόνου ή σωματικής εξάντλησης επικίνδυνης
για την υγεία ή ψυχικού πόνου ικανού να επιφέρει σοβαρή ψυχική βλάβη, καθώς και κάθε παράνομη χρησιμοποίηση χημικών, ναρκωτικών ή άλλων φυσικών ή τεχνικών μέσων με σκοπό να κάμψουν τη βούληση του θέματος.
3.Σωματική κάκωση, βλάβη της υγείας, άσκηση παράνομης σωματικής ή ψυχολογικής βίας και κάθε άλλη σοβαρή προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, που τελείται από τα πρόσωπα, υπό τις περιστάσεις και για τους σκοπούς που προβλέπει η παρ. 1, εφόσον δεν υπάγεται στην έννοια της παρ. 2, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον 3 ετών, αν δεν τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη. Ως προσβολές της ανθρώπινης αξιοπρέπειας θεωρούνται ιδίως: α)η χρησιμοποίηση ανιχνευτή αλήθειας. β)η παρατεταμένη απομόνωση. γ)η σοβαρή προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας.
4.Δεν υπάγονται στην έννοια του άρθρου αυτού πράξεις ή συνέπειες συμφυείς προς τη νόμιμη εκτέλεση ποινής ή άλλου νόμιμου περιορισμού της ελευθερίας ή προς άλλο νόμιμο μέτρο δικονομικού καταναγκασμού.
Άρθρο 137Β.
Διακεκριμένες περιπτώσεις.
1.Οι πράξεις της πρώτης παραγράφου του προηγούμενου άρθρου τιμωρούνται με κάθειρξη τουλάχιστο 10 ετών:
α)αν χρησιμοποιούνται μέσα ή τρόποι συστηματικού βασανισμού, ιδίως κτυπήματα στα πέλματα του θύματος (φάλαγγα) ή ηλεκτροσόκ ή εικονική εκτέλεση ή παραισθησιογόνες ουσίες.
β)αν έχουν ως αποτέλεσμα τη βαριά σωματική βλάβη του θύματος.
γ)αν ο δράστης τελεί τις πράξεις κατά συνήθεια ή κρίνεται από τις περιστάσεις τέλεσης ως ιδιαιτέρως επικίνδυνος
δ)αν ο υπαίτιος ως προϊστάμενος έδωσε την εντολή τέλεσης της πράξης.
2.Τιμωρούνται με κάθειρξη μέχρι 10 έτη οι πράξεις της παρ. 3 του προηγούμενου άρθρου, όταν συντρέχουν οι περιπτώσεις β, γ και δ της προηγούμενης παραγράφου
3.Αν οι πράξεις του προηγούμενου άρθρου επέφεραν το θάνατο του θύματος επιβάλλεται ισόβια κάθειρξη.
Άρθρο 137Γ.
Παρεπόμενες ποινές.
1.Καταδίκη για πράξεις των άρθρων 137Α και 137Β συνεπάγεται αυτοδίκαιη αποστέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων, διαρκή σε περίπτωση καταδίκης σε ισόβια κάθειρξη, δεκαετή τουλάχιστο σε περίπτωση κάθειρξης και πενταετή τουλάχιστο σε περίπτωση φυλάκισης, εφόσον άλλη διάταξη δεν προβλέπει βαρύτερη αποστέρηση. Επίσης συνεπάγεται ανικανότητα απόκτησης των ιδιοτήτων που προβλέπονται στην περίπτωση 1 του άρθρου 63, διαρκή σε περίπτωση καταδίκης σε κάθειρξη και δεκαετή σε περίπτωση καταδίκης σε φυλάκιση.
Άρθρο 137Δ.
Γενικές διατάξεις.
1.Κατάσταση ανάγκης ουδέποτε αποκλείει τον άδικο χαρακτήρα των πράξεων των άρθρων 137Α και 137Β.
2.Προσταγή προϊσταμένου, που αφορά τις πράξεις των άρθρων 137Α και 137Β ουδέποτε αποκλείει τον άδικο χαρακτήρα τους.
3Σε περίπτωση που οι πράξεις των άρθρων 137Α και 137Β, τελούνται υπό καθεστώς σφετερισμού της λαϊκής κυριαρχίας, η προθεσμία της παραγραφής αρχίζει μόλις αποκατασταθεί η νόμιμη εξουσία.

(Αντί για τη σελ. 84,209) Σελ. 84,209(α)
Τεύχος 1181-Σελ. 63
4.Ο παθών των πράξεων των άρθρων 137Α και 137Β δικαιούται να αποκτήσει από το δράστη και από το δημόσιο οι οποίοι ευθύνονται εις ολόκληρον, αποζημίωση για τις ζημίες που υπέστη και χρηματική ικανοποίηση για ψυχική οδύνη ή ηθική βλάβη.
ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Προδοσία της χώρας
Άρθρο 138.
Επιβουλή ακεραιότητας της χώρας.
1.Όποιος επιχειρεί με σωματική βία ή με απειλές σωματικής βίας να αποσπάσει από το ελληνικό κράτος έδαφος που ανήκει σ’ αυτό ή να συγχωνεύσει έδαφος του ελληνικού κράτους σε άλλη πολιτεία τιμωρείται με θάνατο.
2.Οι διατάξεις των άρθρων 135 και 137 έχουν και εδώ εφαρμογή.
Άρθρο 139.
Προσβολή εναντίον της διεθνούς ειρήνης
της χώρας.
1.Όποιος συνεννοείται ή διαπραγματεύεται με ξένη κυβέρνηση με σκοπό να προκαλέσει πόλεμο ή εχθροπραξίες εναντίον του ελληνικού κράτους ή κάποιου συμμάχου του, τιμωρείται με ισόβια ή πρόσκαιρη κάθειρξη.
2.Αν εξαιτίας των ενεργειών αυτών ξέσπασε πραγματικά ο πόλεμος ή άρχισαν οι εχθροπραξίες τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη ή με θάνατο.
Άρθρο 140.
Όποιος με πράξεις εχθρικές, που η κυβέρνηση δεν τις εγκρίνει ή με μηχανοραφίες εκθέτει με πρόθεσή του το ελληνικό κράτος ή κάποιο σύμμαχό του σε κίνδυνο πολέμου ή εχθροπραξιών τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Αν εξαιτίας των ενεργειών αυτών ξέσπασε πραγματικά ο πόλεμος ή άρχισαν οι εχθροπραξίες, τιμωρείται με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών.
Άρθρο 141.
Όποιος με πρόθεσή του και με οποιεσδήποτε ενέργειες εκθέτει το ελληνικό κράτος ή σύμμαχό του ή κατοίκους τους σε κίνδυνο αντιποίνων ή εκθέσει σε κίνδυνο διατάραξης τις φιλικές σχέσεις του ελληνικού κράτους ή συμμάχου του με ξένο κράτος, τιμωρείται με φυλάκιση τριών μηνών μέχρι τριών ετών. Αν τα αντίποινα επήλθαν πραγματικά εξ αιτίας των ενεργειών του, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών ετών.



Σελ. 84,210(α)
Τεύχος 1181-Σελ. 64

Άρθρ.142.
Όποιος από αμέλεια έγινε υπαίτιος κάποιας από τις πράξεις των άρθρων 139-141 τιμωρείται, στις περιπτώσεις των άρθρων 139 και 140, με φυλάκιση μέχρι τριών ετών και στις περιπτώσεις του άρθρου 141 με φυλάκιση μέχρι ενός έτους.
Άρθρο 143.
Στρατιωτική υπηρεσία στον εχθρό.
Ο Έλληνας υπήκοος που σε καιρό πολέμου κατά του ελληνικού κράτους υπηρετεί σε εχθρικό στρατό ή παίρνει όπλα κατά της ελληνικής πολιτείας ή των συμμάχων της, τιμωρείται με την ποινή του θανάτου ή με ισόβια κάθειρξη.
Άρθρο 144.
Υποστήριξη της πολεμικής δύναμης του εχθρού.
1.Όποιος σχετικά με πόλεμο που ξέσπασε ή που επίκειται κατά της ελληνικής πολιτείας ενεργεί παράνομα και εν γνώσει, με τρόπο που μπορεί να ενισχύσει τις πολεμικές δυνάμεις του εχθρού ή να βλάψει τις πολεμικές δυνάμεις της ελληνικής πολιτείας ή των συμμάχων της, τιμωρείται με ποινή θανάτου ή με ισόβια κάθειρξη.
2.Ο ξένος υπήκοος που παρέχει στον εχθρό τα απαραίτητα για τον πόλεμο, ή δάνειο, δεν τιμωρείται, εκτός αν, κατά το χρόνο της πράξης, κατοικούσε στην Ελλάδα ή σε έδαφος κατεχόμενο από την Ελλάδα, ή αν όσα έδωσε στον εχθρό προέρχονται από αυτά τα εδάφη.
3.Όποιος σε έδαφος του κράτους που σε καιρό πολέμου βρίσκεται κάτω από εχθρική επιδρομή ή κατάληψη ευνοεί τις πολιτικές βλέψεις του εχθρού πάνω σ’ αυτό το έδαφος ή ενεργεί εν γνώσει με τρόπο που μπορεί να μειώσει την πίστη των πολιτών προς το ελληνικό κράτος, τιμωρείται με κάθειρξη ισόβια ή πρόσκαιρη.
Άρθρο 145.
Παράβαση συμβάσεων.
1.Όποιος σχετικά με πόλεμο που ξέσπασε ή που επίκειται κατά της ελληνικής πολιτείας παραλείψει ολικά ή μερικά να εκτελέσει σύμβαση που αφορά τις ανάγκες των πολεμικών δυνάμεων της πολιτείας ή των τυχόν συμμάχων της τιμωρείται με φυλάκιση. Αν η παράλειψη προήλθε από αμέλεια, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών.
2.Τα εγκλήματα αυτά τιμωρούνται μόνο με αίτηση του Υπουργού της Δικαιοσύνης.






Άρθρον 146.
Παραβίαση μυστικών της Πολιτείας.
1.Όποιος με πρόθεσή του και παράνομα παραδίδει ή αφήνει να περιέλθουν στην κατοχή ή τη γνώση άλλου έγγραφα, σχέδια ή άλλα πράγματα ή ειδήσεις που τα συμφέροντα της πολιτείας ή των συμμάχων της επιβάλλουν να τηρηθούν απόρρητα απέναντι σε ξένη κυβέρνηση, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών.
2.Σε καιρό πολέμου ο υπαίτιος τιμωρείται με ισόβια η πρόσκαιρη κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών.
Άρθρο 147.
Όποιος γίνεται από αμέλεια κάποιας από τις πράξεις που αναφέρονται στο προηγούμενο άρθρο, αν αυτά τα σχέδια, τα έγγραφα, τα πράγματα ή οι ειδήσεις του είναι εμπιστευμένα υπηρεσιακώς ή του είναι προσιτά χάρη στη δημόσια υπηρεσία του ή χάρη σε εντολή της αρχής ή τα έμαθε λόγω μιας σύμβασης από εκείνες που αναφέρονται στο άρθρο 145 του Κώδικα τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών.
Άρθρο 148.
Κατασκοπεία.
1.Όποιος με πρόθεση και παράνομα πετυχαίνει να περιέλθουν στην κατοχή του στη γνώση του αντικείμενα ή ειδήσεις από εκείνες που αναφέρονται στο άρθρο 146 τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους.
2.Αν όμως ο υπαίτιος ενήργησε με σκοπό να χρησιμοποιήσει τα ανωτέρω αντικείμενα ή ειδήσεις για να τα διαβιβάσει σε άλλον ή να τα ανακοινώσει έτσι ώστε να μπορούν να εκθέσουν σε κίνδυνο το συμφέρον του κράτους και ιδίως την ασφάλειά του ή κάποιου από τους συμμάχους του τιμωρείται με ποινή κάθειρξης και σε καιρό πολέμου, με ισόβια κάθειρξη ή θάνατο.
Άρθρο 149
1.Όποιος: α)χωρίς δικαίωμα καταρτίζει εικόνες ή σχέδια οχυρώσεων, πλοίων, δρόμων, καταστημάτων ή άλλων έργων ή στρατιωτικών τόπων ή β)για το σκοπό αυτόν, μπαίνει κρυφά ή με απάτη στα μέρη αυτά, αν η προσέλευση εκεί απαγορεύεται στο κοινό, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα από ειδική διάταξη.
2.Όποιος εισέρχεται στα πιο πάνω μέρη κρυφά ή με απάτη, τιμωρείται γι’ αυτό και μόνο με φυλάκιση μέχρι εξ μηνών.
Άρθρο 150.
Νόθευση αποδεικτικών.
Όποιος με πρόθεση νοθεύει, καταστρέφει ή κρύβει έγγραφα ή άλλα αντικείμενα που μπορούν να χρησιμεύσουν για την απόδειξη δικαιωμάτων ή την υποστήριξη συμφερόντων του ελληνικού κράτους ή συμμάχου του απέναντι σε άλλο κράτος τιμωρείται με κάθειρξη.
Άρθρο 151.
Κατάχρηση πληρεξουσιότητας.
Όποιος ως πληρεξούσιος του ελληνικού κράτους ή συμμάχου του, διεξάγει με κάποια άλλη κυβέρνηση υποθέσεις του εντολέα του με πρόθεση κατά τέτοιο τρόπο που να μπορεί να προκύψει βλάβη για τον εντολέα τιμωρείται με κάθειρξη.
Άρθρο 152.
Γενική διάταξη.
Στις περιπτώσεις των άρθρων 142, 145, 147, 148, 149, το δικαστήριο μπορεί μαζί με την φυλάκιση να επιβάλει και στέρηση των αξιωμάτων και θέσεων που αναφέρονται στο άρθρο 63, αριθ. 1.
ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΚΑΤΑ ΞΕΝΩΝ ΚΡΑΤΩΝ
Άρθρο 153.
Προσβολή κατά ξένου κράτους
και του αρχηγού του.
1.α)Όποιος γίνεται υπαίτιος μιας από τις πράξεις των άρθρων 134 και 135 κατά ξένου κράτους που βρίσκεται σε ειρήνη με την Ελλάδα και είναι αναγνωρισμένο απ’ αυτήν, καθώς και β)όποιος με πρόθεση βιαιοπραγεί ή αποπειράται βιαιοπραγία κατά του αρχηγού ξένου κράτους που βρίσκεται σε ειρήνη με την Ελλάδα και είναι αναγνωρισμένο απ’ αυτήν, καθώς και όποιος προσβάλλει δημόσια με οιονδήποτε τρόπο την τιμή του τιμωρείται με φυλάκιση. η τιμωρία επιβάλλεται αν η πράξη δεν τιμωρείται από άλλη διάταξη νόμου με βαρύτερη ποινή, αν η αμοιβαιότητα είναι εξασφαλισμένη, τόσο κατά το χρόνο εκτέλεσης της πράξης, όσο και όταν επιβάλλεται η τιμωρία. Η δίωξη ασκείται μόνο ύστερα από αίτηση της ξένης κυβέρνησης.
2.Όποιος στην Ελλάδα γίνεται υπαίτιος μιας από τις πράξεις της παρ. 1, υπό στοιχ. β΄ εναντίον αρχηγού τέτοιου ξένου κράτους κατά το χρόνο της παραμονής του στη χώρα, τιμωρείται ανεξάρτητα από αμοιβαιότητα καταδιώκεται αυτεπαγγέλτως αν έγινε υπαίτιος βιαιοπραγίας, ή αποπειράθηκε να τελέσει τέτοια βιαιοπραγία όπως αναφέρεται πιο πάνω.
3.Οι προσβολές της τιμής που αναφέρονται σ’ αυτό το άρθρο πραγράφονται μετά έξι μήνες. απόδειξη της αλήθειας δεν επιτρέπεται.
4.Στην περίπτωση της παραγράφου 1, στοιχ. α΄ του άρθρου αυτού εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 137.
Άρθρο 154.
Προσβολή της τιμής διπλωματικών αντιπροσώπων.
Όποιος γίνεται υπαίτιος μιας από τις πράξεις του προηγούμενου άρθρου, παρ. 1, στοιχ. β΄, εναντίον πρεσβευτή διαπιστευμένου στην ελληνική πολιτεία ή άλλου διπλωματικού αντιπροσώπου ξένου κράτους τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών, αν η πράξη δεν τιμωρείται με αυστηρότερη ποινή από άλλη διάταξη του νόμου. Η δίωξη ασκείται μόνο ύστερα από έγκληση του παθόντος ή αίτηση της κυβέρνησής του.
Προσβολή συμβόλων ξένου κράτους
«Άρθρ.155.-Όποιος, για να εκδηλώσει μίσος ή περιφρόνηση, αφαιρεί, καταστρέφει, παραμορφώνει, ή ρυπαίνει την επίσημη σημαία ή έμβλημα της κυριαρχίας ξένου κράτους, που τελεί σε ειρήνη με την Ελλάδα και είναι αναγνωρισμένο από αυτήν ή διακόπτει ή ηχητικά παρεμποδίζει τη δημόσια ανάκρουση του εθνικού του ύμνου, τιμωρείται ,με φυλάκιση μέχρις εξι μηνών ή με χρηματική ποινή, εφόσον η αμοιβαιότητα είναι εξασφαλισμένη
τόσο κατά το χρόνο εκτέλεσης της πράξης, όσο και
κατά το χρόνο εκδίκασής της. Η δίωξη



(Αντί για τη σελ. 84,211) Σελ. 84,211(α)
Τεύχος 1181-Σελ. 65
ασκείται μόνο ύστερα από αίτηση της ξένης κυβέρνησης».
Το άρθρ. 155, αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ. 5 του άρθρ. 33 του Νόμ. 2172/16-16 Δεκ. 1993 (ΦΕΚ Α΄ 207), κατωτ. αριθ. 29.
Άρθρο 156.
Προσβολή της ουδετερότητας.
Με φυλάκιση ή με χρηματική ποινή τιμωρείται όποιος παραβιάζει απαγορευτική διαταγή που εκδίδεται από την Κυβέρνηση και που δημοσιεύθηκε στην «Εφημερίδα της Κυβερνήσεως» με σκοπό να τηρηθεί η ουδετερότητα κατά τη διάρκεια κάποιου πολέμου. Η δίωξη ασκείται μόνο ύστερα από αίτηση του Υπουργού Δικαιοσύνης.
ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΗΣ
ΑΣΚΗΣΗΣ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ
1.Εγκλήματα κατά πολιτικών σωμάτων
και της Κυβέρνησης.
Άρθρο157.
Βία κατά πολιτικού σώματος ή της Κυβέρνησης.
1.Όποιος με βία ή με απειλή βίας επιβάλλει στη Βουλή ή την Κυβέρνηση ή σε μέλος τους την εκτέλεση, παράλειψη ή ανοχή πράξης που ανάγεται στα καθήκοντά τους τιμωρείται με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών. Η ίδια ποινή επιβάλλεται αν η πράξη στρέφεται κατά αρχηγού αναγνωρισμένου κατά τον κανονισμό της Βουλής πολιτικού κόμματος.
2.Ο υπαίτιος των παραπάνω πράξεων εναντίον νομαρχιακών, δημοτικών ή κοινοτικών συμβουλίων ή άλλου συμβουλίου τοπικής αυτοδιοίκησης ή μέλους τους τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους.
3.Όποιος δημόσια περιυβρίζει τη Βουλή τιμωρείται με φυλάκιση, τουλάχιστον τριών μηνών. Αν η περιύβριση τελέστηκε εναντίον κάποιου από τα συμβούλια της παρ. 2 επιβάλλεται φυλάκιση μέχρι δύο ετών. Η ποινική δίωξη γίνεται ύστερα από αίτηση της Βουλής ή του Συμβουλίου.
4.Το δικαστήριο μπορεί μαζί μ’ αυτές τις ποινές να επιβάλει και στέρηση των αξιωμάτων και θέσεων του άρθρου 63 αριθ. 1.
Άρθρο 157/Α.
Βία κατά πολιτικού κόμματος.
1.Όποιος εκτελεί πράξεις βίας κατά γραφείων πολιτικών κομμάτων που λειτουργούν νόμιμα τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους, εκτός αν η πράξη τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη.
2.Η παράγραφος 2 του άρθρου 167 έχει εφαρμογή και σ’ αυτή την περίπτωση.
3.Αν με τις πράξεις που αναφέρονται στις προηγούμενες παραγράφους έχουν προκληθεί φθορές, αυτές χαρακτηρίζονται ως διακεκριμένες και επισύρουν κατά του υπαιτίου τις ποινές του άρθρου 382.
Σελ. 84,212(α)
Τεύχος 1181-Σελ. 66
Άρθρο 158.
Νόθευση εκλογής ή ψηφοφορίας.
1.Όποιος με οποιοδήποτε τρόπο με πρόθεση προκαλεί την παραγωγή μη γνήσιου αποτελέσματος σε εκλογή ή ψηφοφορία που διενεργείται από τη Βουλή ή κάποια επιτροπή της ή όποιος νοθεύει το γνήσιο αποτέλεσμα της εκλογής ή της ψηφοφορίας τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών.
2.Ο υπαίτιος κάποιας από τις πράξεις αυτές σε εκλογή ή ψηφοφορία που διενεργείται από νομαρχιακό, δημοτικό, ή κοινοτικό συμβούλιο, ή άλλο συμβούλιο τοπικής αυτοδιοίκησης ή κάποια επιτροπή τους τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους.
3.Το δικαστήριο μπορεί μαζί με τις ποινές αυτές να επιβάλει και στέρηση των αξιωμάτων και των θέσεων του άρθρου 63, αριθ. 1.
Άρθρο 159.
Δωροδοκία.
1.Όποιος σχετικά με κάποια εκλογή ή ψηφοφορία που διενεργείται από τη Βουλή ή κάποια επιτροπή της προτείνει, παρέχει ή υπόσχεται σε βουλευτή δώρα ή οποιαδήποτε άλλα ωφελήματα που δεν του οφείλονται ως αντάλλαγμα για να μην λάβει μέρος στην εκλογή ή στην ψηφοφορία ή για να ψηφίσει με ορισμένο τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και με χρηματική ποινή.
2.Ο βουλευτής που σχετικά με κάποια από τις εκλογές ή ψηφοφορίες της παρ. 1 αυτού του άρθρου δέχεται την παροχή ή την υπόσχεση δώρων ή άλλων ωφελημάτων που δεν του οφείλονται ή απαιτεί τέτοια ως αντάλλαγμα για να μην λάβει μέρος στην εκλογή ή στην ψηφοφορία ή για να ψηφίσει με ορισμένο τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή.
3.Όποιος σχετικά με κάποια εκλογή ή ψηφοφορία που διενεργείται από νομαρχιακό, δημοτικό ή κοινοτικού συμβούλιο ή άλλο συμβούλιο τοπικής αυτοδιοίκησης ή επιτροπή κάποιου απ’ αυτά προτείνει, παρέχει ή υπόσχεται σε κάποιο μέλος του δώρα ή οποιαδήποτε άλλα ωφελήματα που δεν του οφείλονται ως αντάλλαγμα για να μην λάβει μέρος στην εκλογή ή ψηφοφορία ή για να ψηφίσει με ορισμένο τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους και με χρηματική ποινή.
4.Ο σύμβουλος που σχετικά με κάποια από τις εκλογές ή ψηφοφορίες της παρ. 3 αυτού του άρθρου δέχεται την παροχή ή υπόσχεση δώρων ή άλλων ωφελημάτων που δεν του οφείλονται ή απαιτεί τέτοια ως αντάλλαγμα για να μην λάβει μέρος στην εκλογή ή ψηφοφορία ή για να ψηφίσει με ορισμένο τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους και με χρηματική ποινή.
5.Το δικαστήριο μπορεί μαζί με αυτές τις ποινές να επιβάλει και στέρηση των αξιωμάτων και των θέσεων του άρθρου 63, αριθ. 1.
Άρθρο 160.
Διατάραξη συνεδριάσεων.
1.Όποιος με πρόθεση παρεμποδίζει τη διεξαγωγή συνεδρίασης της Βουλής ή κάποιας επιτροπής της ή τη διατάραξη προκαλώντας θόρυβο ή αταξία ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών.
2.Όποιος με κάποιον από τους παραπάνω τρόπους με πρόθεση παρεμποδίζει ή διαταράσσει συνεδρίαση νομαρχιακού, δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου ή άλλου συμβουλίου τοπικής αυτοδιοίκησης ή κάποιας επιτροπής τους τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους ή με χρηματική ποινή.
ΙΙ.Εγκλήματα κατά τις εκλογές.
Άρθρο 161.
Βία κατά εκλογέων.
Όποιος με βία ή απειλές βίας παρεμποδίζει κάποιον εκλογέα από την ενάσκηση του εκλογικού του δικαιώματος ή επιβάλλει την ενάσκησή του ή την ψηφοφορία υπέρ ή κατά κάποιου υποψηφίου σε εκλογές βουλευτών ή νομαρχιακών, δημοτικών ή κοινοτικών αρχών τιμωρείται με φυλάκιση. Το δικαστήριο μπορεί εκτός από την ποινή να επιβάλει και στέρηση των αξιωμάτων και των θέσεων του άρθρου 63 αριθ. 1.
Άρθρο 162.
Εξαπάτηση εκλογέων.
Όποιος με ψευδείς ειδήσεις ή συκοφαντικές διαδόσεις που ανάγονται στο πρόσωπο κάποιου υποψηφίου ή με άλλο τρόπο εξαπατά εκλογέα είτε για να μην ασκήσει το εκλογικό του δικαίωμα, είτε για να μεταβάλει το εκλογικό του φρόνημα σε κάποια από τις εκλογές που αναφέρονται στο άρθρο 161 τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και με χρηματική ποινή.
Άρθρο 163.
Παραβίαση της μυστικότητας της ψηφοφορίας.
Όποιος, σε μυστική εκλογή, κατορθώνει με οποιονδήποτε τρόπο να μάθει είτε ο ίδιος είτε τρίτος την ψήφο που έδωσε ο εκλογέας τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους.
Άρθρο 164.
Νόθευση της εκλογής.
1.Όποιος ψηφίζει χωρίς να έχει το δικαίωμα σε κάποια από τις εκλογές του άρθρου 161 ή ψηφίζει κατ’ επανάληψη ή δίνει πολλαπλή ψήφο ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο και με πρόθεση προκαλεί την παραγωγή μη γνήσιου αποτελέσματος της εκλογής, ή όποιος νοθεύει το γνήσιο αποτέλεσμά της, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών. Αν ο υπαίτιος εκτελούσε υπηρεσία κατά την εκλογή, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών.
2.Το τελευταίο εδάφιο του άρθρου 161 εφαρμόζεται και σ’ αυτή την περίπτωση.
Άρθρο 165.
Δωροδοκία κατά τις εκλογές.
1.Όποιος σχετικά με κάποια από τις εκλογές του άρθρου 161, από την προκήρυξή της και έως το πέρας της ψηφοφορίας προτείνει, παρέχει ή υπόσχεται σε εκλογέα δώρα ή οποιαδήποτε άλλα ωφελήματα που δεν του οφείλονται ως αντάλλαγμα για να παραλείψει την άσκηση του εκλογικού του δικαιώματος ή για να το ασκήσει με ορισμένο τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και με χρηματική ποινή. Το τελευταίο εδάφιο του άρθρου 161 εφαρμόζεται και σ’ αυτή την περίπτωση.
2.Με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και χρηματική ποινή τιμωρείται ο εκλογέας που σχετικά με κάποια από τις εκλογές του άρθρου 161 και κατά το χρόνο που προβλέπεται στην προηγούμενη παράγραφο δέχεται την παροχή ή υπόσχεση δώρων ή άλλων ωφελημάτων που δεν του οφείλονται ή απαιτεί τέτοια ως αντάλλαγμα, για να παραλείψει την άσκηση του εκλογικού του δικαιώματος ή για να το ασκήσει με ορισμένον τρόπο.
Άρθρο 166.
Διατάραξη της εκλογής.
Όποιος με πρόθεση παρεμποδίζει τη διεξαγωγή κάποιας εκλογής που αναφέρει το άρθρο 161 ή τη διαταράσσει προκαλώντας θόρυβο ή αταξία ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους.
ΠΕΜΠΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΠΡΟΣΒΟΛΕΣ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΚΗΣ
ΕΞΟΥΣΙΑΣ
Άρθρο 167.
Αντίσταση.
1.Όποιος μεταχειρίζεται βία ή απειλή βίας για να εξαναγκάσει κάποια αρχή ή υπάλληλο να ενεργήσουν πράξη που ανάγεται στα καθήκοντά τους ή να παραλείψουν νόμιμη πράξη, καθώς και όποιος βιαιοπραγεί κατά υπαλλήλου ή προσώπου που έχει προσβληφθεί ή άλλου υπαλλήλου που έχει προστρέξει για να τον υποστηρίξει ενώ διαρκεί η νόμιμη ενέργειά του, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Σε κάθε περίπτωση αποκλείεται η μετατροπή ή η αναστολή της ποινής.
2.Αν οι πράξεις που προβλέπει η προηγούμενη παράγραφος έγιναν από πρόσωπο που οπλοφορεί ή φέρει αντικείμενα με τα οποία μπορεί να προκληθεί σωματική βλάβη ή έχει καλυμμένα ή αλλοιωμένα τα χαρακτηριστικά του ή έγιναν από περισσοτέρους, καθώς και αν το πρόσωπο κατά του οποίου στράφηκε η πράξη διέτρεξε σοβαρό προσωπικό κίνδυνο επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών εφόσον η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη.
Άρθρο 168.
Προσβολές κατά του Προέδρου της Δημοκρατίας.
1.Όποιος βιαιοπραγεί κατά του προσώπου του Προέδρου της Δημοκρατίας ή εκείνου που ασκεί την προεδρική εξουσία τιμωρείται με κάθειρξη.
2.Όποιος προσβάλλει την τιμή του Προέδρου της Δημοκρατίας ή εκείνου που ασκεί την προεδρική εξουσία ή τον δυσφημεί δημόσια ή όταν είναι παρών τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών.
3.Το αξιόποινο των εγκλημάτων των παραγράφων 1 και 2 παραγράφεται μετά έξι μήνες.
Άρθρο 169.
Απείθεια.
Με φυλάκιση μέχρι έξι μηνών τιμωρείται όποιος ύστερα από νόμιμη πρόσκληση, αρνείται σε κάποιον από τους υπαλλήλους του άρθρου 13, παρ. α΄, χωρίς αντίσταση, την υπηρεσία ή συνδρομή που οφείλεται κατά το νόμο ή την είσοδο σε οποιοδήποτε μέρος για να επιχειρηθεί κάποια νόμιμη υπηρεσιακή ενέργεια.


(Αντί για τη σελ. 84,213(β) Σελ. 84,213(γ)
Τεύχος 1257-Σελ. 5
Άρθρο 170.
Στάση.
1.Όποιος με πρόθεση συμμετέχει σε δημόσια συνάθροιση πλήθους που διαπράττει με ενωμένες δυνάμεις κάποια από τις πράξεις του άρθρου 167 τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών.
2.Οι υποκινητές της στάσης, καθώς και εκείνοι που μεταχειρίστηκαν σωματική βία ή απειλές σωματικής βίας ή βιαιοπράγησαν, τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών, αν άλλη διάταξη νόμου δεν τιμωρεί την πράξη με βαρύτερη ποινή.
Άρθρο 171.
Θρασύτητα κατά της αρχής.
1.Όποιος μετέχει σε δημόσια συνάθροιση στο ύπαιθρο που απαγορεύτηκε νόμιμα από την αρμόδια αρχή τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι έξι μηνών ή με χρηματική ποινή.
2.Όταν πλήθος συγκεντρωμένο στο ύπαιθρο κληθεί νόμιμα από τον αρμόδιο πολιτικό ή στρατιωτικό υπάλληλο να απολυθεί καθένας από τους συγκεντρωμένους που δεν απομακρύνεται από τη συνάθροιση μετά την τρίτη πρόσκληση τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους ή με χρηματική ποινή.
Ελευθέρωση φυλακισμένου.
Άρθρ.172.-«1.Όποιος με πρόθεση ελευθερώνει φυλακισμένο ή άλλον που κρατείται με διαταγή της αρχής τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών».
Η παρ. 1, αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ. 4 του άρθρ.2 του Νόμ. 2479/6-6 Μαΐου 1997, (ΦΕΚ Α΄67), κατωτ. αριθ. 34.
2.Όποιος γίνεται από αμέλεια υπαίτιος κάποιας απ’ αυτές τις πράξεις τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους ή με χρηματική ποινή αν ήταν για οποιοδήποτε λόγο υπόχρεος να φυλάξει εκείνον που απέδρασε μένει εντελώς ατιμώρητος αν με δική του προσπάθεια συλληφθεί αυτός που απέδρασε μέσα σε δεκαπέντε ημέρες.
Άρθρο 173.
Απόδραση κρατουμένου.
1.Αν αποδράσει φυλακισμένος ή άλλος κρατούμενος με διαταγή της αρμόδιας αρχής τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους. Η παραπάνω ποινή εκτελείται ολόκληρη μετά την έκτιση της ποινής που επιβλήθηκε ή που θα επιβληθεί για την πράξη για την οποία ήταν κρατούμενος αυτός που απέδρασε.


Σελ. 84,214(γ)
Τεύχος 1257-Σελ. 6

«2.Οποιοσδήποτε άλλος συμμετείχε στην απόδραση, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών».
Η παρ. 2, αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ. 5, του άρθρ. 2 του Νόμ. 2479/6-6 Μαΐου 1997, (ΦΕΚ Α΄67), κατωτ. αριθ. 34.
Άρθρ.174.-«1.Φυλακισμένοι ή άλλοι κρατούμενοι με διαταγή της αρχής που με ενωμένες δυνάμεις: α)επιχειρούν βίαια να αποδράσουν, β)επιτίθενται με έργα κατά των υπαλλήλων της φυλακής ή του κρατητηρίου ή κατά εκείνων στους οποίους έχει ανατεθεί η φύλαξη ή η επίβλεψη, γ)επιχειρούν με τη βία ή με απειλή να εξαναγκάσουν κάποιον από αυτούς σε πράξη ή παράλειψη τιμωρούνται με κάθειρξη μέχρι δέκα χρόνια».
Η παρ. 1, αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ. 6 του άρθρ. 2 του Νόμ. 2479/6-6 Μαΐου 1997, (ΦΕΚ Α΄67), κατωτ. αριθ. 34.
«2.Όποιος από αυτούς βιαιοπραγήσει κατά κάποιου από τα παραπάνω πρόσωπα, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα χρόνια».
Η παρ. 2, αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ. 7, του άρθρ. 2 του Νόμ. 2479/6-6 Μαΐου 1997, (ΦΕΚ Α΄67), κατωτ. αριθ. 34. Σύμφωνα δε με την παρ. 8, του ίδιου άρθρου ορίστηκε ότι:
«Αρμόδιο για την εκδίκαση των κακουργημάτων των δύο προηγούμενων παραγράφων του άρθρου αυτού είναι το Τριμελές Εφετείο».
3.Οι παραπάνω ποινές εκτίονται ολόκληρες μετά την έκτιση της ποινής που επιβλήθηκε ή που θα επιβληθεί για την πράξη για την οποία ήταν κρατούμενος ο υπαίτιος.
Άρθρο 175.
Αντιποίηση.
1.Όποιος με πρόθεση αντιποιείται την άσκηση κάποιας δημόσιας, δημοτικής ή κοινοτικής υπηρεσίας τιμωρείται με φυλάκιση ενός έτους ή με χρηματική ποινή.
2.Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται και για την αντιποίηση της άσκησης δικηγορίας, καθώς επίσης και για την αντιποίηση άσκησης υπηρεσίας λειτουργού της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού ή άλλης θρησκείας γνωστής στην Ελλάδα.

Άρθρο 176.
Όποιος δημόσια και χωρίς δικαίωμα φορεί στολή ή άλλο διακριτικό σημείο δημόσιου, δημοτικού, κοινοτικού ή θρησκευτικού λειτουργού από εκείνους που αναφέρει η παρ. 9 του άρθρου 175 ή παράσημο ή τίτλο που δεν δικαιούται να φέρει νόμιμα τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι έξι μηνών ή με χρηματική ποινή.
Άρθρο 177.
Παραβίαση κατάσχεσης.
Όποιος με πρόθεση καταστρέφει, βλάπτει ή αφαιρεί κατασχεμένο πράγμα τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών.
Άρθρο 178.
Παραβίαση σφραγίδων που έθεσε η αρχή.
Όποιος με πρόθεση και αυθαίρετα θραύει ή βλάπτει σφραγίδα που έθεσε η αρχή για την κατάσχεση ή για τη φύλαξη κλεισμένων πραγμάτων ή εγγράφων ή για τη βεβαίωση της ταυτότητάς τους ή ματαιώνει με οποιονδήποτε τρόπο μια τέτοια σφράγιση τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών.
Άρθρο 179.
Παραβίαση φύλαξης της αρχής.
Όποιος με πρόθεση καταστρέφει, βλάπτει ή με οποιοδήποτε τρόπο αφαιρεί από την εξουσία της αρχής έγγραφα ή άλλα πράγματα που βρίσκονται στη φύλαξή της ή που αυτή τα παρέδωσε στη φύλαξη άλλου τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών.
Άρθρο 180.
Βλάβη επίσημων κοινοποιήσεων.
Με φυλάκιση μέχρι ενός έτους ή με χρηματική ποινή τιμωρείται όποιος με πρόθεση και αυθαίρετα αφαιρεί, βλάπτει ή παραμορφώνει τις επίσημες κοινοποιήσεις που η αρχή έχει δημόσια τοιχοκολλήσει ή εκθέσει.
Προσβολή συμβόλων του ελληνικού Κράτους
«Άρθρ.181.-Όποιος, για να εκδηλώσει μίσος ή περιφρόνηση, αφαιρεί, καταστρέφει, παραμορφώνει ή ρυπαίνει την επίσημη σημαία του Κράτους ή έμβλημα της κυριαρχίας του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι 2 ετών».
Το άρθρ. 181, αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ. 6 του άρθρ. 33 του Νόμ. 2172/16-16 Δεκ. 1993, ΦΕΚ Α΄207, κατωτ. αριθ. 29.
Άρθρο 182.
Παραβίαση περιορισμών διαμονής.
Με φυλάκιση μέχρι έξι μηνών τιμωρείται όποιος παραβιάζει τους περιορισμούς που του έχουν επιβληθεί νόμιμα στην ελευθερία της διαμονής και τις σχετικές υποχρεώσεις του.



























































(Μετά τη σελ. 84,214(γ) Σελ. 84,2141
Τεύχος 1257-Σελ. 7

ΕΚΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΕΠΙΒΟΥΛΗ ΤΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΗΣ
Άρθρο 183.
Διέγερση.
Όποιος με οποιονδήποτε τρόπο προκαλεί ή διεγείρει δημόσια σε απείθεια κατά των νόμων ή των διαταγμάτων ή εναντίον άλλων νόμιμων διαταγών της αρχής τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών.
Άρθρο 184.
Όπως δημόσια με οποιονδήποτε τρόπο προκαλεί ή διεγείρει σε διάπραξη κακουργήματος ή πλημμελήματος τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών.
Άρθρο 185
΄Οποιος εγκωμιάζει δημόσια και με οποιονδήποτε τρόπο έγκλημα που διαπράχθηκε και έτσι εκθέτει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών.
Άρθρο 186.
Πρόκληση και προσφορά για την εκτέλεση
κακουργήματος ή πλημμελήματος.
1.Όποιος προκαλεί ή παροτρύνει με οποιονδήποτε τρόπο κάποιον να διαπράξει ορισμένο κακούργημα, καθώς και όποιος προσφέρεται ή αποδέχεται τέτοια πρόκληση ή προσφορά, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών.
«2.΄Οποιος προκαλεί ή παροτρύνει με οποιονδήποτε τρόπο κάποιον να διαπράξει ορισμένο πλημμέλημα, καθώς και όποιος προσφέρεται γι’ αυτό και όποιος αποδέχεται τέτοια πρόκληση ή προσφορά, τιμωρείται με την ποινή που προβλέπεται για το σχεδιαζόμενο πλημμέλημα ελαττωμένη κατά το άρθρ.83.
Για την ποινική δίωξη του αδικήματος αυτού, απαιτείται έγκληση του προσώπου κατά του οποίου σχεδιαζόταν η τέλεση του πλημμελήματος, αν το υπό εκτέλεση πλημμέλημα διώκεται κατ’ έγκληση».
Η παρ.2 αντικαταστάθηκε ως άνω από το άρθρ.26 Νόμ.3346/16-17 Ιουν.2005 (ΦΕΚ Α΄140), τόμ.9 σελ.136,291.
3.Οι ποινές των προηγούμενων παραγράφων επιβάλλονται αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη.
4.Οι πράξεις του άρθρου αυτού μπορεί να μείνουν ατιμώρητες αν ο υπαίτιος ανακάλεσε με δική του θέληση την πρόκληση, την προσφορά ή την αποδοχή.
Εγκληματική οργάνωση
«Άρθρ.187.-1. Με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών τιμωρείται όποιος συγκροτεί ή εντάσσεται ως μέλος σε δομημένη και με διαρκή δράση ομάδα από τρία ή περισσότερα πρόσωπα (οργάνωση) και επιδιώκει τη διάπραξη περισσότερων κακουργημάτων που προβλέπονται στα άρθρα 207 (παραχάραξη), 208 (κυκλοφορία παραχαραγμένων νομισμάτων), 216 (πλαστογραφία), 218 (πλαστογραφία και κατάχρηση ενσήμων), 242 (ψευδής βεβαίωση, νόθευση), 264 (εμπρησμός), 265 (εμπρησμός σε δάση), 268 (πλημμύρα), 270 (έκρηξη), 272 (παραβάσεις σχετικές με τις εκρηκτικές ύλες), 277 (πρόκληση ναυαγίου), 279 (δηλητηρίαση πηγών και τροφίμων), 291 (διατάραξη της ασφάλειας σιδηροδρόμων, πλοίων και αεροσκαφών), 299 (ανθρωποκτονία με πρόθεση), 310 (βαριά σωματική βλάβη), 322 (αρπαγή), 323 (εμπόριο δούλων), "323Α (εμπορία ανθρώπων)",324 (αρπαγή ανηλίκων), 327 (ακούσια απαγωγή), 336 (βιασμός), 338 (κατάχρηση σε ασέλγεια), 339 (αποπλάνηση παιδιών), "348Α (πορνογραφία ανηλίκων), 351 (σωματεμπορία), 351Α (ασέλγεια με ανήλικο έναντι αμοιβής)",374 (διακεκριμένες περιπτώσεις κλοπής), 375 (υπεξαίρεση), 380 (ληστεία), 385 (εκβίαση), 386 (απάτη), 386Α (απάτη με υπολογιστή), 404 (τοκογλυφία), όπως επίσης περισσότερων κακουργημάτων που προβλέπονται στη νομοθεσία περί ναρκωτικών, όπλων, εκρηκτικών υλών και προστασίας από υλικά που εκπέμπουν επιβλαβείς για τον άνθρωπο ακτινοβολίες.
Οι μέσα σε «» φράσεις προστέθηκαν με την παρ.3 άρθρ.11 Νόμ.3064/11-15 Οκτ.2002, (ΦΕΚ Α΄248), κατωτ.αριθ.43.
2. Όποιος με απειλή ή χρήση βίας κατά δικαστικών λειτουργών, ανακριτικών ή δικαστικών υπαλλήλων, μαρτύρων, πραγματογνωμόνων και διερμηνέων ή με δωροδοκία των ίδιων προσώπων επιχειρεί να ματαιώσει την αποκάλυψη ή δίωξη και τιμωρία των πράξεων της προηγούμενης παραγράφου τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους.
3. Όποιος, εκτός από τις περιπτώσεις της παραγράφου 1, ενώνεται με άλλον για να διαπράξει κακούργημα (συμμορία), τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών. Με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών τιμωρείται ο υπαίτιος, αν η κατά το προηγούμενο εδάφιο ένωση έγινε για τη διάπραξη πλημμελήματος το οποίο τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και με το οποίο επιδιώκεται οικονομικό ή άλλο υλικό όφελος ή η προσβολή της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας ή της γενετήσιας ελευθερίας.


(Αντί για τη σελ. 84,215(β) Σελ. 84,215(γ)
Τεύχος 1398 Σελ. 33
4. Η κατασκευή, προμήθεια ή κατοχή όπλων, εκρηκτικών υλών και χημικών ή βιολογικών υλικών ή υλικών που εκπέμπουν επιβλαβείς για τον άνθρωπο ακτινοβολίες προς εξυπηρέτηση των σκοπών της οργάνωσης της παραγράφου 1 ή της συμμορίας της παραγράφου 3 ή η επιδίωξη οικονομικού ή άλλου υλικού οφέλους των μελών τους συνιστούν επιβαρυντικές περιστάσεις. Η μη τέλεση οποιουδήποτε από τα επιδιωκόμενα εγκλήματα των παραγράφων 1 και 3 συνιστά ελαφρυντική περίσταση. Η απλή ψυχική συνέργεια στα εγκλήματα της συγκρότησης ή συμμετοχής κατά την παράγραφο 1 ή της συμμορίας κατά την παράγραφο 3 δεν τιμωρείται, εφόσον τα μέλη της οργάνωσης ή συμμορίας δεν επιδιώκουν οικονομικό ή άλλο υλικό όφελος.
5. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται και όταν οι προβλεπόμενες σε αυτό αξιόποινες πράξεις τελέσθηκαν στην αλλοδαπή από ημεδαπό ή στρέφονταν κατά Έλληνα πολίτη ή κατά νομικού προσώπου που εδρεύει στην ημεδαπή ή κατά του Ελληνικού κράτους, ακόμη και αν αυτές δεν είναι αξιόποινες κατά τους νόμους της χώρας στην οποία τελέσθηκαν.»
Το άρθρ.187 αντικαταστάθηκε ως ανω από την παρ.1 άρθρ.1 Νόμ.2928/25-27 Ιουν.2001 (ΦΕΚ Α΄141), κατωτ.αριθ.40.
Τρομοκρατικές πράξεις
«΄Αρθρ.187Α.-1. Όποιος, με εξαίρεση των περιπτώσεων που ορίζονται στην παράγραφο 8, τελεί ένα ή περισσότερα από τα παρακάτω εγκλήματα:
α΄) ανθρωποκτονία με πρόθεση (άρθρο 299),
β΄) βαριά σωματική βλάβη (άρθρο 310),
γ΄) θανατηφόρα βλάβη (άρθρο 311),
δ΄) αρπαγή (άρθρο 322),
ε΄) αρπαγή ανηλίκων (άρθρο 324),
στ΄) διακεκριμένη φθορά ξένης ιδιοκτησίας (άρθρο 382 παρ. 2),
ζ΄) εμπρησμό (άρθρο 264),
η΄) εμπρησμό σε δάση (άρθρο 265),
θ΄) πλημμύρα (άρθρο 268),
ι΄) έκρηξη (άρθρο 270),
ια΄) παραβάσεις σχετικές με τις εκρηκτικές ύλες (άρθρο 272),
ιβ΄) κοινώς επικίνδυνη βλάβη (άρθρο 273),
ιγ΄) άρση ασφαλιστικών εγκαταστάσεων (άρθρο 275),
ιδ΄) πρόκληση ναυαγίου (άρθρο 277),
ιε΄) δηλητηρίαση πηγών και τροφίμων (άρθρο 279),
ιστ΄) νοθεία τροφίμων (άρθρο 281 παρ. 1),
ιζ΄) διατάραξη της ασφάλειας των συγκοινωνιών (άρθρο 290),


Σελ. 84,216(γ)
Τεύχος 1398 Σελ. 34

ιη΄) διατάραξη της ασφάλειας σιδηροδρόμων, πλοίων και αεροσκαφών (άρθρο 291),
ιθ΄) τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 1 του άρθρου 8 του Ν.Δ. 181/1974 "Περί προστασίας εξ ιοντιζουσών ακτινοβολιών" (ΦΕΚ 347 Α΄),
κ΄) τα προβλεπόμενα στα άρθρα 161, 162, 163, 164, 165, 168, 169, 170, 173, 174, 178, 179, 180, 181, 182, 183, 184 και 186 του Κώδικα Αεροπορικού Δικαίου που κυρώθηκε με το Ν. 1815/1988 (ΦΕΚ 250 Α΄),
κα΄) τα προβλεπόμενα στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 15 και στις παραγράφους 1 και 3 του άρθρου 17 Ν. 2168/1993 "Ρύθμιση θεμάτων που αφορούν όπλα, πυρομαχικά, εκρηκτικές ύλες, εκρηκτικούς μηχανισμούς και άλλες διατάξεις" (ΦΕΚ 147 Α΄),
κβ΄) τα προβλεπόμενα στις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 4 του Ν. 2991/2002 "Εφαρμογή Σύμβασης απαγόρευσης χρήσης κ.λπ. χημικών όπλων" (ΦΕΚ 35 Α΄), με τρόπο ή σε έκταση ή υπό συνθήκες που είναι δυνατό να βλάψουν σοβαρά μια χώρα ή έναν διεθνή οργανισμό και με σκοπό να εκφοβίσει σοβαρά έναν πληθυσμό ή να εξαναγκάσει παρανόμως δημόσια αρχή ή διεθνή οργανισμό να εκτελέσει οποιαδήποτε πράξη ή να απόσχει από αυτήν ή να βλάψει σοβαρά ή να καταστρέψει τις θεμελιώδεις συνταγματικές, πολιτικές, οικονομικές δομές μιας χώρας ή ενός διεθνούς οργανισμού τιμωρείται:

i) Με ισόβια κάθειρξη αν η προβλεπόμενη ποινή για ένα από τα εγκλήματα του καταλόγου που περιλαμβάνονται στα στοιχεία α΄ έως κβ΄ είναι ισόβια κάθειρξη. Στην περίπτωση αυτή η πράξη παραγράφεται μετά από τριάντα χρόνια.
Αν επιβληθεί η ποινή της ισόβιας κάθειρξης εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 105 μέχρι 110, εφόσον ο καταδικασθείς έχει εκτίσει ποινή είκοσι πέντε ετών.
ii) Με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών αν η προβλεπόμενη ποινή για ένα από τα εγκλήματα του καταλόγου που περιλαμβάνονται στα στοιχεία α΄ έως κβ΄ είναι πρόσκαιρη ποινή καθείρξεως.
iii) Με φυλάκιση τουλάχιστον τριών ετών αν η προβλεπόμενη ποινή για ένα από τα εγκλήματα του καταλόγου που περιλαμβάνονται στα στοιχεία α΄ έως κβ΄ είναι ποινή φυλάκισης.
Αν η τρομοκρατική πράξη είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο περισσότερων ανθρώπων εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 94 παράγραφος 1.
2. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου δεν εφαρμόζονται αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 134 έως 137.
3. Όποιος, με εξαίρεση των περιπτώσεων που ορίζονται στην παράγραφο 8, απειλεί σοβαρά με την τέλεση του κατά την παράγραφο 1 εγκλήματος και έτσι προκαλεί τρόμο τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Η απόπειρα του εγκλήματος αυτού δεν είναι αξιόποινη.
4. Με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών τιμωρείται όποιος συγκροτεί ή εντάσσεται ως μέλος σε δομημένη και με διαρκή δράση ομάδα από τρία ή περισσότερα πρόσωπα που δρουν από κοινού με σκοπό να τελέσει το έγκλημα της παραγράφου 1 (τρομοκρατική οργάνωση). Η κατασκευή, προμήθεια ή κατοχή όπλων, εκρηκτικών υλών και χημικών ή βιολογικών υλικών ή υλικών που εκπέμπουν επιβλαβείς για τον άνθρωπο ακτινοβολίες προς εξυπηρέτηση των σκοπών της τρομοκρατικής οργάνωσης συνιστά επιβαρυντική περίσταση. Η μη τέλεση από την τρομοκρατική οργάνωση οποιουδήποτε από τα εγκλήματα του καταλόγου που περιλαμβάνονται στα στοιχεία α΄ έως κβ΄ της παραγράφου 1 συνιστά ελαφρυντική περίσταση.
5. Όποιος διευθύνει την κατά την προηγούμενη παράγραφο τρομοκρατική οργάνωση τιμωρείται με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών.
6. Όποιος για να διευκολύνει την τέλεση πράξεως κατά την παράγραφο 4 παρέχει πληροφορίες ή υλικά μέσα ή με οποιονδήποτε τρόπο εισπράττει ή διαθέτει κεφάλαια υπό την έννοια της παραγράφου 1 του άρθρου 1 της Διεθνούς Σύμβασης για την καταστολή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας (που κυρώθηκε με το Ν. 3034/2002, ΦΕΚ 168 Α΄) ή παρέχει οικονομικά μέσα με οποιονδήποτε τρόπο, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών.
7. Όποιος για να προπαρασκευάσει το έγκλημα της παραγράφου 1 διαπράττει διακεκριμένη κλοπή (άρθρο 374), ληστεία (παράγραφοι 1 και 3 του άρθρου 380), πλαστογραφία (άρθρο 216) που αφορά δημόσιο έγγραφο ή εκβίαση (άρθρο 385) τιμωρείται με κάθειρξη, εκτός αν η εκβίαση τιμωρείται με μεγαλύτερη ποινή. Αν η πράξη που τελέσθηκε είναι πλημμέλημα, επιβάλλεται ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών ετών.
8. Δεν συνιστά τρομοκρατική πράξη κατά την έννοια των προηγούμενων παραγράφων του άρθρου αυτού η τέλεση ενός ή περισσότερων από τα εγκλήματα των προηγούμενων παραγράφων, αν εκδηλώνεται ως προσπάθεια εγκαθίδρυσης δημοκρατικού πολιτεύματος ή διαφύλαξης ή αποκατάστασης αυτού ή ως δράση υπέρ της ελευθερίας με την έννοια του άρθρου 5 παρ. 2 του Συντάγματος ή αποσκοπεί στην άσκηση θεμελιώδους ατομικής, πολιτικής ή συνδικαλιστικής ελευθερίας ή άλλου δικαιώματος προβλεπόμενου στο Σύνταγμα ή στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (Ν.Δ. 53/1974, ΦΕΚ 256 Α΄).
9. Η παράγραφος 2 του άρθρου 187 ισχύει και για τα εγκλήματα των προηγούμενων παραγράφων."
Το νέο άρθρ.187Α προστέθηκε και το υπάρχον άρθρ.187Α έλαβε τον αριθμό 187Β, με την παρ.1 άρθρ.40 Νόμ.3251/8-9 Ιουλ.2004 (ΦΕΚ Α΄127), τόμ.9 σελ.160,61.











(Μετά τη σελ. 84,216(γ) Σελ. 84,21601
Τεύχος 1398 Σελ. 35

Μέτρα επιείκειας
΄Αρθρ.187Β.(187Α).-).-«1. Αν κάποιος από τους υπαιτίους των πράξεων της συγκρότησης εγκληματικής οργάνωσης ή συμμορίας ή της συμμετοχής σε αυτές κατά τις παραγράφους 1 και 3 του άρθρου 187 ή της συγκρότησης τρομοκρατικής οργάνωσης ή της συμμετοχής σε αυτήν κατά την παρ.4 του άρθρ.187Α καταστήσει δυνατή με αναγγελία στην αρχή την πρόληψη της διάπραξης ενός από τα σχεδιαζόμενα εγκλήματα ή με τον ίδιο τρόπο συμβάλλει ουσιωδώς στην εξάρθρωση της εγκληματικής οργάνωσης ή της συμμορίας, ή της τρομοκρατικής οργάνωσης, απαλλάσσεται από την ποινή για τις πράξεις αυτές.
Αν δεν έχει ακόμη ασκηθεί ποινική δίωξη, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών με αιτιολογημένη διάταξή του απέχει από την άσκηση της ποινικής δίωξης και υποβάλλει τη δικογραφία στον εισαγγελέα εφετών, ο οποίος ενεργεί σύμφωνα με το άρθρ. 43 παράγραφος 2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
2. Αν στην περίπτωση της προηγούμενης παραγράφου ο υπαίτιος έχει τελέσει κάποιο από τα επιδιωκόμενα εγκλήματα των παραγράφων 1 και 3 του άρθρου 187 ή έχει τελέσει κάποιο από τα εγκλήματα της παρ.1 του άρθρ.187Α, το δικαστήριο επιβάλλει σε αυτόν ποινή ελαττωμένη κατά το άρθρο 83. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις το δικαστήριο, εκτιμώντας όλες τις περιστάσεις και ιδίως την επικινδυνότητα της εγκληματικής οργάνωσης, της συμμορίας ή της τρομοκρατικής οργάνωσης, την έκταση της συμμετοχής του υπαιτίου σε αυτήν και το βαθμό της συμβολής του στην εξάρθρωσή της, μπορεί να διατάξει την αναστολή της εκτέλεσης της ποινής για τρία έως δέκα έτη, εφαρμοζομένων κατά τα λοιπά των άρθρων 99 έως 104».
Οι μέσα σε «» παρ.1 και 2 αντικαταστάθηκαν ως άνω από την παρ.2 άρθρ.40 Νόμ.3251/8-9 Ιουλ.2004 (ΦΕΚ Α΄127), τόμ.9 σελ.160,61.
3. Για όποιον καταγγέλλει αξιόποινες πράξεις που τελέσθηκαν σε βάρος του από εγκληματική οργάνωση του άρθρου 187, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών, αν η καταγγελία πιθανολογείται βάσιμη, μπορεί, ύστερα από έγκριση του εισαγγελέα εφετών, να απόσχει προσωρινά από την ποινική δίωξη για παραβάσεις του νόμου περί αλλοδαπών και περί εκδιδομένων με αμοιβή προσώπων μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση για τις πράξεις που καταγγέλθηκαν. Αν η καταγγελία αποδειχθεί βάσιμη, η αποχή από την ποινική δίωξη γίνεται οριστική.


Σελ. 84,21602
Τεύχος 1398 Σελ. 36



4. Η απέλαση αλλοδαπών που βρίσκονται παράνομα στη χώρα και καταγγέλλουν αξιόποινες πράξεις που τελέσθηκαν από εγκληματική οργάνωση του άρθρου 187, μπορεί, με διάταξη του εισαγγελέα πλημμελειοδικών και έγκριση του εισαγγελέα εφετών, να αναστέλλεται μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση για τις πράξεις που καταγγέλθηκαν. Όσο χρόνο διαρκεί η αναστολή της απέλασης χορηγείται στους αλλοδαπούς άδεια παραμονής κατά παρέκκλιση από την ισχύουσα νομοθεσία περί αλλοδαπών.»
Το άρθρ.187Β(187Α) προστέθηκε από το άρθρ.2 Νόμ.2928/25-27 Ιουν.2001 (ΦΕΚ Α΄141), κατωτ.αριθ.40.
Άρθρο 188.
Συμμετοχή σε αθέμιτο σωματείο.
Όποιος συμμετέχει σε σωματείο του οποίου οι σκοποί αντιβαίνουν σε ποινικές διατάξεις τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών.
Άρθρο 189
Διατάραξη της κοινής ειρήνης.
1.Όποιος συμμετέχει σε δημόσια συνάθροιση πλήθους που με ενωμένες δυνάμεις διαπράττει βιαιοπραγίες εναντίον προσώπων ή πραγμάτων ή εισβάλλει παράνομα σε ξένα σπίτια, κατοικίες ή άλλα ακίνητα κτήματα τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών.
2.Οι υποκινητές και εκείνοι που εκτέλεσαν βιαιοπραγίες τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών.
3.Οι ποινές αυτές επιβάλλονται αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη.
Άρθρο 190.
Διατάραξη της ειρήνης των πολιτών.
Όποιος με απειλές ότι θα διαπραχθούν κακουργήματα ή πλημμελήματα διεγείρει σε ανησυχία ή τρόμο τους πολίτες τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών.
Άρθρο 191.
1.Σε φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και σε χρηματική ποινή καταδικάζεται όποιος διασπείρει με οποιονδήποτε τρόπο ψευδείς ειδήσεις ή φήμες ικανές να επιφέρουν ανησυχίες ή φόβο στους πολίτες ή να ταράξουν τη δημόσια πίστη ή να κλονίσουν την εμπιστοσύνη του κοινού στο εθνικό νόμισμα ή στις ένοπλες δυνάμεις της χώρας ή να επιφέρουν διαταραχή στις διεθνείς σχέσεις της χώρας. Αν η πράξη τελέστηκε επανειλημμένα μέσω του τύπου, ο υπαίτιος καταδικάζεται τουλάχιστον σε φυλάκιση έξι μηνών και σε χρηματική ποινή τουλάχιστον διακοσίων χιλιάδων μεταλλικών δραχμών.
2.Όποιος από αμέλεια γίνεται υπαίτιος κάποιας από τις πράξεις της προηγούμενης παραγράφου τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους ή με χρηματική ποινή.
Άρθρο 192.
Όποιος δημόσια με οποιονδήποτε τρόπο προκαλεί ή διεγείρει τους πολίτες σε βιαιοπραγίες μεταξύ τους ή σε αμοιβαία διχόνοια και έτσι διαταράσσει την κοινή ειρήνη, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών, αν σύμφωνα με άλλη διάταξη δεν επιβάλλεται αυστηρότερη ποινή.
Άρθρο 193.
Έγκλημα σε κατάσταση υπαίτιας μέθης.
1.Όποιος εκτός από τις περιπτώσεις του άρθρου 35 με πρόθεση ή από αμέλεια, περιάγει τον εαυτό του σε κατάσταση μέθης που αποκλείει κατά το άρθρο 34 την ικανότητα για καταλογισμό και σ’ αυτή την κατάσταση γίνεται υπαίτιος πράξης, η οποία αλλιώς θα του είχε καταλογιστεί ως κακούργημα ή πλημμέλημα, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι έξι μηνών αν η πράξη είναι πλημμέλημα, και με φυλάκιση μέχρι δύο ετών, αν η πράξη είναι κακούργημα.
2.Αν η πράξη διώκεται μόνο ύστερα από έγκληση, η ποινική δίωξη ασκείται μόνο μετά την υποβολή της.
Άρθρο 194.
Πρόσκληση σε συνεισφορά για χρηματικές ποινές.
Όποιος με σκοπό την αποδοκιμασία δικαστικής απόφασης με την οποία επιβλήθηκε χρηματική ποινή ή αποζημίωση ή δικαστικά έξοδα προσκαλεί δημόσια σε συνεισφορά για την καταβολή τους ή δημοσιεύει τα ονόματα συνδρομητών για τέτοιο σκοπό τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι έξι μηνών ή με χρηματική ποινή.
Άρθρο 195.
Κατάρτιση ένοπλης ομάδας.
Όποιος χωρίς δικαίωμα καταρτίζει ένοπλη ομάδα που δεν αποβλέπει στη διάπραξη εγκλημάτων, την
εφοδιάζει με πολεμοφόδια ή αναλαμβάνει την αρχηγία της, καθώς και εκείνος που συμμετέχει σε τέτοια ομάδα, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών.
Άρθρο 196.
Κατάχρηση εκκλησιαστικού αξιώματος.
Ο θρησκευτικός λειτουργός που κατά την ενάσκηση των έργων του ή δημόσια και με την ιδιότητά του προκαλεί ή διεγείρει τους πολίτες σε εχθροπάθεια κατά της πολιτειακής εξουσίας ή άλλων πολιτών τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών.
Άρθρο 197.
Διατάραξη συνεδριάσεων.
1.Όποιος, χωρίς να διαταράξει την κοινή ειρήνη εμποδίζει αυθαίρετα τις συνεδριάσεις υπηρεσιακού συλλόγου συγκροτημένο σύμφωνα με τον νόμο για τη διεξαγωγή δημόσιων υποθέσεων ή πολιτικού κόμματος που λειτουργεί νόμιμα ή σωματείου αναγνωρισμένου σύμφωνα με το νόμο ή των αρχών τους ή των αρχών και συμβουλίων κάποιου καθιδρύματος ή τις διαταράσσει σοβαρά με διέγερση θορύβου ή αταξίας ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών.
2.Αν η πράξη που τελέστηκε αφορά συνεδρίαση δικαστηρίου, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών.
ΕΒΔΟΜΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΕΠΙΒΟΥΛΗ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗΣ ΕΙΡΗΝΗΣ
Άρθρο 198.
Κακόβουλη βλασφημία.
1.Με φυλάκιση μέχρι δύο ετών τιμωρείται όποιος δημόσια και κακόβουλα βρίζει με οποιονδήποτε τρόπο το Θεό.
2.Όποιος, εκτός από την περίπτωση της παρ. 1, εκδηλώνει δημόσια με βλασφημία έλλειψη σεβασμού προς τα θεία, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών μηνών.
Άρθρο 199.
Καθύβριση θρησκευμάτων.
Όποιος δημόσια και κακόβουλα καθυβρίζει με οποιονδήποτε τρόπο την Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία του Χριστού ή άλλη θρησκεία ανεκτή στην Ελλάδα τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών.


(Μετά τη σελ.84,216(α) Σελ. 84,2161
Τεύχος 1357 Σελ. 25
Άρθρο 200.
Διατάραξη θρησκευτικών συναθροίσεων.
1.Όποιος κακόβουλα προσπαθεί να εμποδίσει ή με πρόθεση διαταράσσει μιαν ανεκτή κατά το πολίτευμα θρησκευτική συνάθροιση για λατρεία ή τελετή, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών.
2.Με την ίδια ποινή τιμωρείται όποιος μέσα σε εκκλησία ή σε τόπο ορισμένο για θρησκευτική συνάθροιση ανεκτή κατά το πολίτευμα, ενεργεί υβριστικά ανάρμοστες πράξεις.
Άρθρο 201.
Περιύβριση νεκρών.
Όποιος αφαιρεί αυθαίρετα νεκρό ή μέλη του ή την τέφρα του, από εκείνους που έχουν δικαίωμα να τα φυλάξουν ή ενεργεί πράξεις υβριστικά ανάρμοστες σχετικές με αυτά ή με τάφο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών.
ΟΓΔΟΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΑΝΑΓΟΝΤΑΙ ΣΤΗ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ
ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΓΙΑ ΣΤΡΑΤΕΥΣΗ
Άρθρο 202.
Διέγερση αυτών που έχουν υποχρέωση
στρατιωτικής υπηρεσίας.
1.Όποιος με οποιονδήποτε τρόπο και με πρόθεση προκαλεί ή διεγείρει πρόσωπο που υπηρετεί στο στρατό να παραβεί υπηρεσιακή υποχρέωση τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών.
2.Με την ίδια ποινή τιμωρείται όποιος με πρόθεση προκαλεί ή διεγείρει πρόσωπο που έχει υποχρέωση να στρατευθεί να μην υπακούσει στην πρόσκληση όταν το καλέσουν στο στρατό.
3.Όποιος σε καιρό πολέμου, ένοπλης στάσης ή γενικής επιστράτευσης διαπράξει τις πράξεις που αναφέρονται στις προηγούμενες παραγράφους τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών.
4.Οι ποινές αυτού του άρθρου επιβάλλονται, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη.








Σελ. 84,2162
Τεύχος 1357 Σελ. 26

Άρθρο 203.
Τεχνητή πρόκληση ανικανότητας για τη
στρατιωτική υπηρεσία.
1.Όποιος με πρόθεση και για να αποφύγει τη στράτευση καθιστά μόνος ή με τη βοήθεια άλλου τον εαυτό του ανίκανο για την υπηρεσία στο στρατό με ακρωτηριασμό ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, ολικά ή μερικά, διαρκώς ή πρόσκαιρα, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών. Το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει και στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων.
2.Με την ίδια ποινή φυλάκισης και με χρηματική ποινή, αν με άλλη διάταξη δεν τιμωρείται η πράξη βαρύτερα, τιμωρείται και όποιος με πρόθεση προκαλεί τέτοια ανικανότητα σε άλλον με τη θέλησή του.
3.Όποιος σε καιρό πολέμου, ένοπλης στάσης, ή γενικής επιστράτευσης τελεί τις πράξεις που αναφέρονται στις προηγούμενες παραγράφους τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη.
Άρθρο 204.
Απάτη για την αποφυγή της στράτευσης.
Όποιος μεταχειρίζεται απατηλά μέσα για ν’ αποφύγει ο ίδιος ή κάποιος άλλος, ολικά ή μερικά, διαρκώς ή πρόσκαιρα την υποχρέωση για στράτευση τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη. Το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει και στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων.



Άρθρο 205.
Παράνομη αποδημία.
1.Όποιος φεύγει στην αλλοδαπή χωρίς άδεια και για να αποφύγει τη στράτευση, καθώς και όποιος βρίσκεται στην αλλοδαπή και δεν προσέρχεται εγκαίρως για να εκπληρώσει τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους ή με χρηματική ποινή, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη.
2.Όποιος φεύγει στην αλλοδαπή χωρίς τη σχετική άδεια που απαιτεί ο στρατολογικός νόμος τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι έξι μηνών ή με χρηματική ποινή.
Άρθρο 206.
Στρατολογία για ξένο κράτος.
Όποιος στρατολογεί Έλληνα πολίτη για στρατιωτική υπηρεσία σε ξένο κράτος, καθώς και όποιος τον βοηθεί με οποιονδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση.
ΕΝΑΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΙΣΜΑ
Παραχάραξη
«Άρθρ.207.-Όποιος παραποιεί ή νοθεύει μεταλλικό νόμισμα ή χαρτονόμισμα οποιουδήποτε κράτους ή εκδοτικής αρχής, είτε κατά είτε πριν από το χρόνο νόμιμης κυκλοφορίας του είτε κατά το διάστημα κατά το οποίο γίνεται δεκτό προς ανταλλαγή από τους αρμόδιους φορείς, με σκοπό να το θέσει σε κυκλοφορία σαν γνήσιο, καθώς και όποιος προμηθεύεται, αποδέχεται, εισάγει, εξάγει, μεταφέρει ή κατέχει τέτοιο νόμισμα για τον ίδιο σκοπό, τιμωρείται με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών και χρηματική ποινή. Σε ιδιαίτερα ελαφρές περιπτώσεις τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και με χρηματική ποινή».
Το άρθρ.207 αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ.1 άρθρ.8 Νόμ.2948/16-19 Οκτ.2001 (ΦΕΚ Α΄242), κατωτ.αριθ.41.
Κυκλοφορία παραχαραγμένων νομισμάτων
Άρθρ.208.-«1. Όποιος με πρόθεση θέτει σε κυκλοφορία παραχαραγμένο μεταλλικό νόμισμα ή χαρτονόμισμα οποιουδήποτε κράτους ή εκδοτικής αρχής σαν γνήσιο, είτε κατά είτε πριν από το χρόνο νόμιμης κυκλοφορίας του είτε κατά το διάστημα κατά το οποίο γίνεται δεκτό προς ανταλλαγή από τους αρμόδιους φορείς, τιμωρείται με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών και χρηματική ποινή. Σε ιδιαίτερα ελαφρές περιπτώσεις τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και με χρηματική ποινή».
Η παρ.1 αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ.2 άρθρ.8 Νόμ.2948/16-19 Οκτ.2001 (ΦΕΚ Α΄242), κατωτ.αριθ.41.
2.Αν όμως ο υπαίτιος ή αντιπρόσωπός του είχε δεχτεί το νόμισμα σαν γνήσιο, του επιβάλλεται φυλάκιση μέχρι έξι μηνών ή χρηματική ποινή. Η ίδια ποινή επιβάλλεται, αν ο υπαίτιος ενήργησε εκτελώντας εντολή εκείνου στον οποίο δόθηκε το νόμισμα σαν γνήσιο, όταν βρίσκεται σε σχέση εξάρτησης με τον εντολέα ή ζει μαζί του στην ίδια κατοικία.
«΄Αρθρ.208Α.-Όποιος με πρόθεση κατασκευάζει, προμηθεύεται, κατέχει ή θέτει σε κυκλοφορία μεταλλικό νόμισμα ή χαρτονόμισμα είτε κατά είτε πριν από το χρόνο νόμιμης κυκλοφορίας τους είτε κατά το διάστημα κατά το οποίο γίνεται δεκτό προς ανταλλαγή από τους αρμόδιους φορείς και για την κατασκευή του οποίου έχουν χρησιμοποιηθεί νόμιμες εγκαταστάσεις και υλικά, χωρίς όμως την άδεια της αρμόδιας αρχής ή καθ’ υπέρβαση του σχετικού δικαιώματος, τιμωρείται με τις ποινές της παραγράφου 1 του άρθρου 208».
Το άρθρ.208Α προστέθηκε με την παρ.3 άρθρ.8 Νόμ.2948/16-19 Οκτ.2001 (ΦΕΚΑ΄242), κατωτ.αριθ.41.
Άρθρο 209.
Κιβδηλεία.
Όποιος με κοπή, τρύπημα ή ρίνισμα ή με άλλον τρόπο ελαττώνει την εσωτερική αξία μεταλλικού νομίσματος με σκοπό να το θέσει σε κυκλοφορία σαν να είχε πλήρη την εσωτερική του αξία, καθώς και εκείνος που προμηθεύεται κίβδηλο νόμισμα για τον ίδιο σκοπό, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και με χρηματική ποινή.
Άρθρο 210.
Κυκλοφορία κίβδηλων νομισμάτων.
1.Όποιος με πρόθεση θέτει σε κυκλοφορία νόμισμα κίβδηλο σαν να είχε πλήρη την εσωτερική του αξία τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και με χρηματική ποινή.
2.Αν όμως ο υπαίτιος ή ο αντιπρόσωπός του είχε δεχτεί το νόμισμα αυτό σαν γνήσιο, του επιβάλλεται φυλάκιση μέχρι έξι μηνών ή χρηματική ποινή. Η ίδια ποινή επιβάλλεται αν ο υπαίτιος ενήργησε εκτελώντας εντολή εκείνου στον οποίο δόθηκε το νόμισμα σαν γνήσιο, όταν βρίσκεται σε σχέση εξάρτησης με τον εντολέα ή ζει μαζί του στην ίδια κατοικία.





(Αντί για τη σελ. 84,217(δ) Σελ. 84,217(ε)

Δεν υπάρχουν σχόλια: